του Ερίκ Μισώ
Η ιστορία της τέχνης άρχισε με τις εισβολές των βαρβάρων. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι γράφτηκε από την εποχή των εισβολών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία τις οποίες πραγματοποίησαν, τον 4ο και τον 5ο αιώνα της χρονολογίας μας, οι αποκαλούμενοι βάρβαροι ή γερμανογενείς[i] λαοί. Και ακόμα λιγότερο ότι η τέχνη δεν είχε ιστορία πριν από αυτές τις «μεγάλες» εισβολές. Σημαίνει ότι μία πραγματική ιστορία της τέχνης κατέστη δυνατή μόνο απ’ τη στιγμή που, το 18ο και τον 19ο αιώνα, οι εισβολές των βαρβάρων έγιναν αντιληπτές ως το αποφασιστικό συμβάν με το οποίο η Δύση εισήλθε στη νεωτερικότητα, δηλαδή στη συνείδηση της δικής της ιστορικότητας. Όχι πλέον ως η καταστροφή που βύθισε την Ευρώπη στα σκοτάδια του Μεσαίωνα, αλλά αντιθέτως ως η σωτήρια έξοδος από μια μακρά περίοδο στασιμότητας που μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνο μέσα στην αποσύνθεση. Μέχρι περίπου τα μέσα του 18ου αιώνα, η εμφάνιση των βαρβάρων εντός της αυτοκρατορίας θεωρούνταν ότι είχε την οδηγήσει στην παρακμή και την πτώση. Από τη δεκαετία του 1800, το νέο αίμα των φυλών του Βορρά άρχισε να σημαίνει την ανανέωση, τη φυσιολογική, πολιτιστική και πολιτική αναζωογόνηση των λαών της αυτοκρατορίας: «Κύματα Βαρβάρων ξεχύνονταν μέσα στα απισχνασμένα έθνη· η σταματημένη μέχρι τότε ζωή αναζωογονούνταν με νέο αίμα, και τα ξεραμένα κλαδιά ξανάνθιζαν»[1]. Μια τέτοια εικόνα των εισβολών εδραιώθηκε για καιρό στα μυαλά των ανθρώπων. Και αυτή η ισχυρή εικόνα κουβαλούσε μαζί της παραστάσεις ρωμαλέων λαών, που έσφυζαν από ένα δημιουργικό ένστικτο το οποίο στερούνταν οικτρά οι παρηκμασμένοι Ρωμαίοι καθώς και οι λαοί που ήταν υποταγμένοι σ’ αυτούς. Όταν λοιπόν Συνέχεια