Ιστορία,Πολιτική,έξοδος

Το έθνος κράτος πηγή δυστυχίας: σημειώσεις για την ενδεχομενικότητα της «Ελλάδας»

του Άκη Γαβριηλίδη

Ο τίτλος της εισήγησής μου είναι παραλλαγή του τίτλου ενός γνωστού κειμένου του Φρόιντ (για την ακρίβεια, της πρώτης ελληνικής απόδοσης) στο οποίο ως τέτοια πηγή κατονομαζόταν ο «πολιτισμός» (Kultur). Eπιλέχθηκε για έναν πολύ απλό λόγο που θα εξηγήσω αμέσως.

Η δική μου εισήγηση έχει αντικείμενο τις «μεγάλες αφηγήσεις», όχι κάποια ειδική έρευνα.

Θέλει να εκφράσει σχετικά μία αρκετά απλή όσο και φιλόδοξη ιδέα, με την οποία θα προτείνω έναν νέο τρόπο ανάγνωσης της ιστορίας της Ελλάδας (και των Βαλκανίων) του 20ού αιώνα.

Μέχρι τώρα, οι ιστορικοί περιέγραφαν τις πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές συγκρούσεις των δεκαετιών του 1910 και 20, αν όχι και ολόκληρου τον 20ό αιώνα, ως εκδήλωση της προσπάθειας για σχηματισμό εθνικών κρατών. Υπέθεταν ως δεδομένο ότι όλοι οι άνθρωποι ανήκαν ανέκαθεν σε έθνη, και ότι κάποια στιγμή επιδίωξαν να επιτύχουν την «ολοκλήρωση» των εν λόγω εθνών, δηλαδή να ιδρύσουν τα κράτη που αντιστοιχούν σε αυτά, και να τα επεκτείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Επειδή αυτές οι επιδιώξεις ήταν αδύνατο να υλοποιηθούν όλες ταυτόχρονα, προέκυψαν συγκρούσεις. Δευτερευόντως, κάποιες συγκρούσεις προέκυψαν επειδή, στο εσωτερικό του ίδιου έθνους, κάποιοι επιθυμούσαν κράτος του Χ τύπου ενώ άλλοι του Ψ.

Η εξέλιξη αυτή αναγνωρίζεται προφανώς ότι προκάλεσε μεγάλης έκτασης ανθρώπινο πόνο και αναστάτωση στις ζωές των ανθρώπων, (όσων επέζησαν), αλλά η παραδοχή αυτή συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι δεν γινόταν αλλιώς, ότι οι θυσίες αυτές Συνέχεια

Κλασσικό
Εθνικισμός,Ιστορία,επιστημολογία

«Κρίση εθνικής ολοκλήρωσης» ή επιθυμία τού μη έθνους;

του Άκη Γαβριηλίδη

  • Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Εθνική ολοκλήρωση και διχόνοια. Η ελληνική περίπτωση, Πατάκης 2020

Το βιβλίο αυτό αποτελεί ακόμα μία προσθήκη σε μια σειρά βιβλίων, και άλλων δημοσιεύσεων, του συγγραφέα τα τελευταία χρόνια για την ίδια θεματική.

Το παρόν σημείωμα δεν γράφεται με προορισμό να αποτελέσει βιβλιοκριτική του με την συμβατική έννοια του όρου. Όπως είχα κάνει και με την αφορμή ενός προηγούμενου δείγματος της σειράς αυτής[1], θα σταθώ σε ένα σημείο το οποίο κατά τη γνώμη μου προσφέρεται για μια κριτική που δεν είναι ακριβώς εσωτερική, αλλά ούτε και τελείως εξωτερική, στο βαθμό που βασίζεται μεν σε επισημάνσεις τις οποίες κάνει το ίδιο το κείμενο, αλλά τις προεκτείνει πέρα από το σημείο μέχρι το οποίο είναι διατεθειμένος να προχωρήσει ο συγγραφέας. Η κριτική δεν αφορά μόνο –ίσως ούτε καν κυρίως- το συγκεκριμένο βιβλίο· παίρνει αυτό ως πιο πρόσφορη αφορμή, αλλά πιστεύω ότι έχει μια γενικότερη αξία για το πεδίο της ιστορικής έρευνας και της πολιτικής επιστήμης, και επιπλέον για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και ασκούμε την πολιτική εκτός της επιστήμης.

 

Η νομοτέλεια των συγκρούσεων και η τελεολογία του έθνους

Στα κείμενά του αυτά ο Γ.Θ.Μ. εκκινεί, όπως λέει και ο τίτλος εδώ, από την «ελληνική περίπτωση», την οποία επιχειρεί καταρχάς να εντάξει σε ένα ευρύτερο σύνολο παρόμοιων περιπτώσεων και εν συνεχεία να χρησιμοποιήσει ως βάση για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων. Τα συμπεράσματα αυτά απολήγουν –ή βασίζονται- σε μία διακηρυγμένη φιλοσοφία της ιστορίας.

Αυτό γίνεται φανερό από την επίμονη και επανειλημμένη χρήση του όρου «νομοτέλεια», ο οποίος εμφανίζεται ήδη από την πρώτη φράση του Προλόγου του βιβλίου:

Υπάρχει μία γενική νομοτέλεια στην ιστορία των εθνών και του εθνικισμού.

Η νομοτέλεια λοιπόν αυτή, κατά τον συγγραφέα, είναι η εμφάνιση σφοδρών συγκρούσεων, συχνά ένοπλων, η οποία συνοδεύει την πορεία κάθε έθνους προς την «ολοκλήρωσή» του.

Στην πληθωρική, και αναιτιολόγητη, χρήση αυτής ακριβώς της λέξης – ολοκλήρωση– έγκειται η πρώτη μου ένσταση. Η βασικότερη, και η πιο προβληματική, νομοτέλεια που κατευθύνει τις αναλύσεις τού Γ.Θ.Μ. δεν είναι τόσο, ή μόνο, εκείνη που διατυπώνεται ρητά στο κείμενο, αλλά μία άλλη, άρρητη, την οποία η πρώτη έχει ως προϋπόθεση: το ίδιο το έθνος. Η επιλογή της λέξης «ολοκλήρωση», με όλη την τελεολογική/ εσχατολογική φόρτιση που κουβαλάει, εμφανίζει το έθνος ως μονόδρομο, την δε ουσία του ως δεδομένη και γνωστή εκ των προτέρων. Με βάση μόνο μία τέτοια ιδεαλιστικά ορισμένη ουσία είναι δυνατό να αξιολογήσουμε τις εκάστοτε a posteriori εμπειρικές πραγματώσεις της εθνικής ιδέας και να διαπιστώσουμε εάν αυτές είναι πλήρεις ή ακόμα ημιτελείς.

Άρα, η αναμφίβολα τολμηρή ανάδειξη, και η αναλυτική περιγραφή, των υπαρκτών εμπειρικών συγκρούσεων στο εσωτερικό του έθνους, παραδόξως εμπεδώνει την ισχύ και την κανονιστική αίγλη του έθνους ως κατευθυντήριας ιδέας της ιστορίας και δεν την υπονομεύει. Οι συγκρούσεις αυτές ερμηνεύονται σε τελική ανάλυση κεντρομόλα, εφόσον είναι συγκρούσεις εντός του έθνους, αλλά με επίδικο αντικείμενο πάλι το έθνος. Ναι μεν τα μέλη του έθνους συχνά –ή μάλλον πάντα: «νομοτελειακά»- συγκρούονται, πλην όμως οι συγκρούσεις αυτές αφορούν μόνο την ενσάρκωση της ιδέας, όχι την ιδέα καθαυτή την οποία ως τέτοια συμμερίζονται όλοι οι συγκρουόμενοι.

 

«Κάποια εθνική ομοφωνία»

Η ένσταση δεν είναι απλώς μεθοδολογική ή φιλοσοφική. Επίσης, όπως ήδη ανέφερα, δεν είναι απλώς εξωτερική. Για να γίνει σαφέστερη η πρακτική της κρισιμότητα, και η αγκύρωσή της στα ίδια τα γραπτά τού Γ.Θ.Μ., θα αρχίσω να παραθέτω κάποια απ’ αυτά.

Εκτός από την πρώτη πρόταση του Προλόγου, παρόμοιες ιδέες εκφράζονται και στις πρώτες φράσεις της Εισαγωγής:

Η έννοια του έθνους αναφέρεται εξ ορισμού σε ένα ενιαίο και αδιαφοροποίητο σύνολο. Κατά συνέπεια, το αίτημα [υπογραμμίζω εγώ –Α.Γ.] της εθνικής ολοκλήρωσης και ειδικότερα της δημιουργίας εθνικού κράτους λογικά προϋποθέτει και υποδηλώνει κάποια εθνική ομοφωνία. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε ένα πολύ γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Με άλλα λόγια, ισχύει μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων. Πρακτικά και συγκεκριμένα, η πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση συνεπάγεται αναπόφευκτα διαμάχη και σύγκρουση –σύγκρουση ιδεών, αλλά και σύγκρουση συμφερόντων (σ. 19).

Στο σημείο αυτό, δηλαδή στην αφετηρία των αναλύσεων τόσο με την κυριολεκτική όσο και με την ευρύτερη έννοια, υπάρχει ένα λογικό άλμα: η πρώτη πρόταση μιλάει για μία έννοια και για τον ορισμό της. Η αμέσως επόμενη μιλάει για ένα αίτημα, δηλαδή για το χώρο της πρακτικής. Το πρακτικό αυτό αίτημα όμως πουθενά δεν μας λέγεται ποιος, πότε, γιατί (αν) το θέτει. Αυτό είναι λήψη του ζητουμένου: θεωρείται αυτονόητη η επιθυμία των ανθρώπων για έθνος, για εθνικό κράτος. Αλλά και πάλι, ποιων ανθρώπων και για ποιο έθνος; Πουθενά δεν εξετάζεται, ούτε προβληματοποιείται η επιθυμία αυτή.

Ο Μαυρογορδάτος πρόθυμα παραδέχεται (αμέσως επόμενη πρόταση) ότι:

Ευθύς εξαρχής (αλλά και στη συνέχεια) προκύπτει αναγκαστικά το ζήτημα: ποιοι ανήκουν στο συγκεκριμένο έθνος; Με ποια (αντικειμενικά) κριτήρια; Τη θρησκεία; Τη γλώσσα; Την καταγωγή; Ανάλογα με το κριτήριο, ευνοούνται συγκεκριμένα συμφέροντα –υλικά και άυλα- σε βάρος άλλων (ό.π.· η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

Αυτή η αρχή όμως, εκ της οποίας προκύπτει αυτό το ζήτημα και της οποίας έπεται η «συνέχεια», ποια είναι; Είναι μια χρονική στιγμή κατά την οποία όλοι, το σύνολο ενός πληθυσμού, εμφανίζονται να επιθυμούν να ανήκουν στο έθνος, και το μόνο που μένει είναι να βρεθεί το κριτήριο για να κρίνουμε εάν και πώς όλες αυτές οι επιθυμίες θα ικανοποιηθούν –ή, αν όχι όλες, ποιες. (Αφού όμως το κριτήριο δεν έχει βρεθεί, και μάλιστα προκαλεί σφοδρές συγκρούσεις, τότε πώς ξέρουμε ότι όλοι έχουν αυτή την επιθυμία; Ποιοι «όλοι»; Είναι σαν να λέμε, «άναψε πρώτα το φως και μετά ψάχνεις πού είναι ο διακόπτης).

Ισχυρίζομαι, εν πάση περιπτώσει, ότι το εμπειρικό υλικό που επικαλείται και αναλύει ο Μαυρογορδάτος δεν επιβεβαιώνει αυτές τις αξιωματικά τιθέμενες βεβαιότητες και θεωρητικές γενικεύσεις.

Ένα υλικό που ξεχειλίζει από το πλαίσιο

Η «ελληνική περίπτωση» στο βιβλίο στοιχειοθετείται με την αναφορά σε όλες τις κρίσιμες από πολιτικο-στρατιωτική άποψη περιόδους των 200 χρόνων της ύπαρξης ελληνικού κράτους. Για τις ανάγκες αυτού του κειμένου δεν μπορούμε να εξετάσουμε όλες αυτές τις αναφορές, γι’ αυτό θα επικεντρωθώ σε τρεις τέτοιες περιπτώσεις «διχόνοιας» στον 20ό αιώνα –τον διχασμό της δεκαετίας του 10 και του 20, τον εμφύλιο της δεκαετίας του 40 και το θέμα της Κύπρου- για να αναδείξω ότι το σχετικό υλικό που προσκομίζεται κάθε φορά δεν πείθει ότι υπάρχει αυτή η ομοφωνία έστω και «στην αρχή», «σε πολύ γενικό επίπεδο» ή «διακηρυκτικά». Στα παραδείγματα «διχόνοιας» [2] που αναφέρει το βιβλίο, καθώς και σε άλλα που δεν αναφέρει[3], οι πράγματι σφοδρές συγκρούσεις δεν ξεσπούν λόγω διαφωνίας για το κριτήριο ένταξης στο εθνικό κράτος, αλλά επειδή μία ή περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες εκδηλώνουν μία εμφανή αδιαφορία για το εθνικό κράτος και την «αποστολή» του, ή ακόμη και απροθυμία να ενταχθούν και να ανήκουν σε αυτό.

Το ενδεχόμενο όμως αυτό δεν ανήκει στον νοητικό ορίζοντα, δεν περιλαμβάνεται στο συμβολικό σύμπαν του Μαυρογορδάτου. (Ούτε και κανενός άλλου Έλληνα ιστορικού, καθόσον γνωρίζω).

Η νοητική πλαισίωση των συγκρούσεων περί το έθνος γίνεται με διατυπώσεις όπως η εξής:

η πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση θέτει αναγκαστικά και πιεστικά το ζήτημα: με ποια μορφή και με ποια στρατηγική, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από ποιον ιστορικό φορέα, εντός του συγκεκριμένου έθνους, θα αναληφθεί και θα ελεγχθεί η πορεία αυτή (σ. 21-22).

Καμία όμως από τις τρεις περιπτώσεις δεν «κάθεται» καλά σε αυτή την περιγραφή.

 

Με ποια έννοια ήταν «εθνικός» ο διχασμός;

Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση «διχόνοιας» του 20ού αιώνα, ειδικότερα, κατ’ αυτήν πληροφορούμαστε ότι

ο Αντιβενιζελισμός θα συνεχίσει και θα βιώσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία περισσότερο σαν καθαρά στρατιωτική επιχείρηση του Κράτους παρά σαν αλυτρωτική προσπάθεια του Έθνους (σ. 174-5).

Πώς όμως είναι δυνατό να καταγράφουμε ως απλή διαφωνία περί του «ιστορικού φορέα» που θα αναλάβει την «πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση» μια σύγκρουση στην οποία ο ένας πόλος, ο ένας εκ των δύο υποτιθέμενων αντίπαλων «ιστορικών φορέων της εθνικής ολοκλήρωσης», δεν θεωρούσε καν ο ίδιος τον εαυτό του τέτοιο φορέα;

Ο ίδιος ο συγγραφέας, λίγο νωρίτερα (172), παραδέχεται ότι

ένα μέρος του Έθνους εξακολουθούσε να βλέπει αδιάφορα ή και εχθρικά το μεγάλωμα της Ελλάδας (υπογραμμίζω εγώ –Α.Γ.). Τον χάρτη της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ξέσκιζε επιδεικτικά ο φανατικός Αντιβενιζελικός Κ.Α. Κουμουνδούρος, προκαλώντας ενθουσιασμό στους Μεσσήνιους ψηφοφόρους. «Δεν-τα-θέλουμε!» κραύγαζε ρυθμικά στην Αθήνα το Αντιβενιζελικό πλήθος για τη Θράκη και τη Σμύρνη, όπως σημειώνει αγανακτισμένη η Πηνελόπη Δέλτα στο ημερολόγιό της (…). Και αναρωτιέται:

Με τι δικαίωμα η άμορφη αυτή αγέλη ρίχνει στη σκλαβιά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες; Με τι δικαίωμα παραιτείται από ελληνικά μέρη; «Δεν-τα-θέλομε!» Ποιος σας ρώτησε αν τους θέλετε; Και με τι δικαίωμα, Πλακιώτες στενόψυχοι, αποφασίζετε πως δεν θέλετε την ένωση της φυλής;

Τα λόγια αυτά, που είναι πολύ βαριά, στα όρια του ρατσισμού, ο Μαυρογορδάτος τα παραθέτει τελείως ασχολίαστα· δεν επιχειρεί να τα ερμηνεύσει. Φαίνεται να τα θεωρεί ατυχήματα, συμβεβηκότα κατά την προδιαγεγραμμένη πορεία προς την «ολοκλήρωση» του έθνους τα οποία δεν αλλάζουν την ουσία του: «Παρά το αγεφύρωτο χάσμα που τις χωρίζει, οι δύο αντίπαλες παρατάξεις μένουν πάντως δέσμιες του ίδιου υπερκείμενου εθνικισμού» (σ. 171· η υπογράμμιση δική μου).

Ωστόσο, αυτή η αγανάκτηση είναι ένα στοιχείο που οφείλουμε να εξηγήσουμε αιτιωδώς. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι η συντάκτρια υπερέβαλλε στο πλαίσιο μιας πολεμικής όξυνσης των πολιτικών παθών, το γεγονός ότι αυτή ήταν τόσο έντονη ώστε να καταλαμβάνει τους ανθρώπους ακόμη και όταν αυτοί γράφουν ημερολόγιο, άρα δεν απευθύνονται σε κανένα ακροατήριο παρά μόνο στον εαυτό τους και ίσως στην αιωνιότητα, μας θέτει προ του καθήκοντος να σκεφτούμε πάνω σε αυτό το υβρεολόγιο και να αναρωτηθούμε τι σημαίνει. Όχι τίποτε άλλο, αλλά ο συγγραφέας γνωματεύει νωρίτερα (σ. 22) ότι ο εθνικισμός «υπήρξε, στην αρχέγονη εκδοχή του, εγγενώς φιλελεύθερος και δημοκρατικός» διότι «η έννοια του έθνους συνεπάγεται επίσης την ισότητα των μελών του», ψέγει δε την «λεγόμενη ‘πολιτική ορθότητα’» που «έχει επιβάλει σήμερα να αποφεύγεται σαν αναθεματισμένος ο όρος ‘εθνικισμός’» (24). Ο εθνικισμός που εκφράζεται στην καταγραφή της Δέλτα, όμως, είναι δεδηλωμένα ιεραρχικός – ανισωτικός. Είναι λοιπόν αρκετά προβληματικό να αποφαινόμαστε ότι εκείνοι που κηρύσσουν άλλους όχι μόνο εκτός συζήτησης («ποιος σας ρώτησε»), αλλά και εκτός του ανθρώπινου είδους συνολικά («άμορφη αγέλη»), ανήκουν ταυτόχρονα στην ίδια ανθρώπινη ομάδα και συμμερίζονται την ίδια ιδεολογία με αυτούς τους άλλους. Και πάντως, εδώ η διχόνοια σίγουρα δεν αφορά αυτά τα εξωτερικά στοιχεία (τη μορφή, τη στρατηγική ή τον ιστορικό φορέα) της ανάληψης και του ελέγχου της πορείας εντός του συγκεκριμένου έθνους, αλλά την ίδια την πορεία ως τέτοια: το αν θα αναληφθεί καν, το αν είμαστε τόσο αυτονόητα όλοι «εντός» του έθνους. Εάν ως «ολοκλήρωση» του ελληνικού έθνους νοούμε την ενσωμάτωση όλων των ελληνόφωνων ή/ και ορθόδοξων πληθυσμών υπό ένα ενιαίο κράτος, όπως με σαφήνεια κάνει ο Μαυρογορδάτος, τότε είναι σαφές ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού έθνους δεν επιθυμούσε αυτή την ολοκλήρωση, όπως επίσης με σαφήνεια παραδέχεται ο ίδιος.

«Η άποψη έχει βαρύτητα»

Την ίδια την εποχή που συνέβαιναν αυτά, οι πρωταγωνιστές είχαν σαφή συνείδηση του είδους και του εύρους της ασυνεννοησίας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πάντως, είχε. «Θα μοι επιτρέψητε να θεωρήσω ακατανόητον την πολιτικήν υμών», παρατίθεται να λέει το 1915 στη βουλή προς τους αντιπάλους του (σ. 159). Κατ’ ιδίαν, όμως, και μάλιστα ακριβώς σε μία συζήτηση με την Δέλτα, και σε αντίθεση με την τελευταία[4], δείχνει ότι κατανοούσε πολύ καλά την αντίπαλη προς την δική του πολιτική και ότι η «ακατανοησία» αυτή ήταν ρητορική.

Αφορμή και αρχικό θέμα για τη συζήτησή τους είναι ο Ίων Δραγούμης. Ο Βενιζέλος διαβεβαιώνει την Δέλτα ότι θα ήθελε τον Ίωνα συνεργάτη του, αλλά εκείνος δεν θέλει. Ακολουθεί μία αρκετά παθιασμένη συζήτηση, η οποία έχει πολλά ενδιαφέροντα σημεία αλλά δεν είναι εδώ η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε σε αυτά. Το βασικό πάντως είναι ότι η Δέλτα προσπαθεί να πείσει τον συνομιλητή της ότι κατά βάθος εκείνος και ο Δραγούμης ήθελαν το ίδιο πράγμα και ότι η διαφωνία τους ήταν επιφανειακή. Ο Βενιζέλος απορρίπτει κατηγορηματικά αυτή την ερμηνεία, με την εξής λιτή και ακριβέστατη περιγραφή: «Εκείνος ήθελε συγκυριαρχία με τους Τούρκους σε όλη την Ανατολή. Εγώ κάνω πόλεμο του Τούρκου. Η άποψή του έχει βαρύτητα. Μα ήλθαν αλλιώς τα πράματα».

Είναι κρίσιμο ότι εδώ συζητούν δύο άνθρωποι οι οποίοι, στον διχασμό της δεκαετίας του 1910, βρίσκονταν από την ίδια πλευρά, και μάλιστα ήταν από τους πρωτεργάτες της πλευράς αυτής· αλλά ακόμα και αυτοί δεν μπορούν καν να συνεννοηθούν για ποια ακριβώς ήταν και τι σήμαινε η έκβασή του. Τα πράγματα ήλθαν αλλιώς· αυτό το «αλλιώς» όμως ήταν αλλιώς για τον ένα και αλλιώς για την άλλη.

Σε αντίθεση με τον σημερινό βενιζελιστή Μαυρογορδάτο, ο οποίος βγάζει τον Δραγούμη αλαφρόμυαλο και εθνοπροδότη[5], ο ίδιος ο Ελευθέριος απέδιδε βαρύτητα στην άποψή του. Και ποια ήταν αυτή η άποψη; Δεν ήταν μία άλλη μέθοδος ή ένας άλλος φορέας για την ολοκλήρωση του έθνους, αλλά ήταν η προτίμηση προς την μη ολοκλήρωσή του, προς την μη καθαρότητα· προς τη διατήρηση ή/ και ανασύσταση της αυτοκρατορίας.

 

Οι τουρκόσποροι

Aπό τη στιγμή πάντως που «ήλθαν αλλιώς τα πράγματα» και δεν ευνόησαν τη συγκυριαρχία των Ελλήνων με τους Τούρκους, αλλά την εθνική κυριαρχία των μεν και των δε, οι «μικρόψυχοι Πλακιώτες» της Δέλτα βρέθηκαν να συνυπάρχουν αναγκαστικά με τους Ρωμιούς της Μικράς Ασίας στην «Πλάκα», μέσα στα ελληνικά σύνορα ως έχουν σήμερα, χωρίς αυτό να το έχουν επιδιώξει ή επιθυμήσει ούτε οι μεν ούτε οι δε. Πράγμα που προκάλεσε αρκετές εντάσεις και βιαιοπραγίες τα πρώτα χρόνια.

Ο Μαυρογορδάτος δεν αποσιωπά, αλλά καταγράφει εκτενώς (όπως άλλωστε και αρκετοί άλλοι τα τελευταία χρόνια) την εχθρική αντιμετώπιση των δευτέρων από τους πρώτους. Ούτε γι’ αυτήν, όμως, δεν αναρωτιέται κατά πόσο συμβιβάζεται με το σχήμα του περί «γενικής συμφωνίας για την εθνική ολοκλήρωση και συγκρούσεων για τη μορφή και το φορέα της»· αν το έκανε, πιθανότατα θα κατέληγε στην απάντηση «ελάχιστα». Διότι αν κάποιες ομάδες επιθυμούν να ενταχθούν στο έθνος αλλά οι ήδη ενταγμένες δεν θέλουν να τους το επιτρέψουν, η διαμάχη αυτή δεν είναι διαμάχη περί της «μορφής ή του φορέα της εθνικής ολοκλήρωσης».

Και πάλι, αυτό είναι το εύκολο μέρος. Κάτι πιο πολύπλοκο, που ουδόλως εξετάζει ο Γ.Θ.Μ. –ή οποιοσδήποτε άλλος που να έχω υπόψη μου- είναι το ενδεχόμενο οι ίδιες οι προσφυγικές πληθυσμιακές ομάδες, ή κάποιες εξ αυτών, ή ως προς ορισμένες διαστάσεις της ταυτότητάς τους, να μην επιθυμούν να είναι μέρος της εθνικής/ κρατικής οικοδόμησης (ή «ολοκλήρωσης»).

Και όμως, η μη ταύτιση με το ελληνικό εθνικό κράτος, η αποστασιοποίηση απ’ αυτό, είναι κάτι που σαφώς υπήρχε στους ίδιους αυτούς τους προσφυγικούς πληθυσμούς, και ως ένα βαθμό συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και στην τέταρτη γενιά. Μπορεί να μην παίρνει διαστάσεις ανοιχτής σύγκρουσης, μπορεί να μην έχει καν κάποιον αμφισβητησιακό ή πολιτικοποιημένο χαρακτήρα, αλλά εμφανώς επιβιώνει π.χ. ως μία παραλλαγή της καθολικά αποδεκτής, και καθόλου διχαστικής, εντύπωσης ότι «δεν έχουμε κράτος», ότι το «ελλαδικό κρατίδιο» είναι κάτι μη ικανοποιητικό, κατώτερο των προσδοκιών και των επιθυμιών μας[6].

Οι μικρασιατικοί πληθυσμοί, όσο ήταν στη Μικρά Ασία, δεν θεωρούσαν ότι πατρίδα τους είναι –ή πρέπει να γίνει- το ελληνικό εθνικό κράτος, ούτε είχαν κάποια ιδιαίτερη άποψη για το πώς, με ποια στρατηγική ή «από ποιον ιστορικό φορέα εντός του συγκεκριμένου έθνους» θα αναληφθεί η «εθνική ολοκλήρωση». Η ίδια η έκφραση «εθνική ολοκλήρωση» τους ήταν μάλλον άγνωστη και αδιάφορη. Μετά δε τον ξεριζωμό τους, και επί αρκετό καιρό ακόμη, συντάχθηκαν μεν κατά πλειοψηφία με τον βενιζελισμό, αλλά ως πραγματική πατρίδα τους εξακολουθούσαν να θεωρούν την εκάστοτε πόλη ή χωριό της καταγωγής τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όχι το ελληνικό εθνικό κράτος[7]. Ως ένα βαθμό ακόμη και σήμερα οι απόγονοί τους αυτό εξακολουθούν να θεωρούν, όπως δείχνουν και εκφράσεις όπως «χαμένες πατρίδες», «άγια χώματα» κ.λπ. ή το διαρκές πήγαινε-έλα των πληθυσμών που κατάγονται από τους «ανταλλαγμένους» της Λωζάννης για προσκύνημα στις γενέτειρες των παππούδων και των προγιαγιάδων τους. Στο εθνο/κρατοκεντρικό σχήμα του Μαυρογορδάτου δεν βρίσκουμε καμία υποδοχή, κανέναν τρόπο και κανένα ενδιαφέρον να ερμηνευθούν όλα αυτά.

 

Εμφύλιος/ κυπριακό: νέες εθνοπροδοσίες

«Μήπως όμως είχε σχέση με την εθνική ολοκλήρωση και ο νέος διχασμός που ξέσπασε στη διάρκεια της Κατοχής»; ερωτά ο Μαυρογορδάτος. Και απαντά αμέσως ο ίδιος: «Στο μέτρο που αφορούσε την ελληνική Μακεδονία και τη διατήρησή της υπό το ελληνικό κράτος, ασφαλώς είχε σχέση. Είχε σχέση αρνητική, αφού απειλούσε να αναστρέψει και να ακυρώσει ένα μεγάλο μέρος της εθνικής ολοκλήρωσης» (σ. 191· η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, ο συγγραφέας παραδέχεται ότι η εθνική ολοκλήρωση είναι δυνατό να αναστραφεί και να ακυρωθεί. Δεν μπαίνει όμως και στον κόπο να αναρωτηθεί τι σημαίνει αυτό για το σχήμα του και ενδεχομένως να το τροποποιήσει αναλόγως: αν κάτι είναι αντιστρέψιμο, τότε δεν μπορεί να είναι νομοτέλεια.

Επιπλέον:

ενώ προηγουμένως επέκρινε τους αντιβενιζελικούς ότι «έβλεπαν την εκστρατεία του 22 ως υπόθεση του κράτους και όχι του έθνους», ο ίδιος εδώ συγχέει τεχνηέντως τα δύο, όταν εμφανίζει ως κρίσιμο για την εθνική ολοκλήρωση να διατηρηθεί υπό το ελληνικό κράτος μια περιοχή στην οποία, όπως ο ίδιος ευθαρσώς παραδέχεται, ο εθνοτικά ελληνικός πληθυσμός ήταν απλώς η σχετική ή η οριακά απόλυτη πλειοψηφία, και ότι ακόμα κι αυτό είχε επιτευχθεί λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα με τη χρήση των Μικρασιατών προσφύγων ως εποίκων[8].

Δεν είναι όμως αυτό το μόνο πρόβλημα της πραγμάτευσης του εμφυλίου όσον αφορά τη συνοχή της προσέγγισης.

Η απειλή αναστροφής της εθνικής ολοκλήρωσης, κατά την ανάλυση, οφείλεται στην «προδοτική» επιλογή του ΚΚΕ να ερωτοτροπεί με την ιδέα της αυτόνομης Μακεδονίας ήδη από το 1931. Οι εξελίξεις κατά τον εμφύλιο αναφέρεται ότι επιβεβαίωσαν «όλες τις υποψίες και τις κατηγορίες σε βάρος του ΚΚΕ για επιδίωξη απόσπασης ‘μέρους εκ του όλου της Επικρατείας’, που είναι η αρχέγονη έννοια της εσχάτης προδοσίας» (206· η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

Σε άλλο σημείο, οι διατυπώσεις περί προδοσίας δεν είναι τόσο κατηγορηματικές, αλλά μεταφέρονται με κάποια πρόθεση αποστασιοποίησης: στη σελ. 202 η θέση του ΚΚΕ χαρακτηρίζεται «’προδοτική’ από την ελληνική σκοπιά» (εντός εισαγωγικών μεν το προδοτική, αλλά η προσθήκη περί «ελληνικής σκοπιάς» μάλλον εξουδετερώνει την ουδετερότητα).

Για την προδοσία αυτή, το βιβλίο δεν παρέχει κάποια εξήγηση. Αναφέρει μόνο ότι το κόμμα αυτό «υποχρεώθηκε να ασπαστεί την πολιτική» της Κομμουνιστικής Διεθνούς (193). Αυτό όμως δεν αποτελεί απάντηση, αλλά απλώς μετάθεση του ερωτήματος: τότε λοιπόν πού οφείλεται η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής; Πώς εξηγείται ότι κάποιοι που ήταν Έλληνες ασπάσθηκαν μία πολιτική που δεν καθοριζόταν από το εθνικό-κρατικό συμφέρον, και μάλιστα σε βαθμό να προκληθεί εξ αυτού πενταετής εμφύλιος με περισσότερα θύματα απ’ όσα προκάλεσε ο αμέσως προηγούμενος διεθνικός πόλεμος;

Αυτό που με ενδιαφέρει εδώ δεν είναι να εξετάσω αν ευσταθεί η κατηγορία περί προδοσίας του ΚΚΕ ή όχι· είναι να αναδείξω το ρήγμα που προκαλείται στη συνοχή και στην πειστικότητα του σχήματος που μας παρέχει το βιβλίο για να σκεφτούμε τις εθνικές συγκρούσεις, εάν δεχθούμε ότι ευσταθεί. Διότι τότε προκύπτει ότι δεν υπήρχε ομοφωνία εντός (και περί) του έθνους ούτε καν σε επίπεδο διακηρύξεων.

Οι (Ελληνο)Κύπριοι ως ανωμαλία

Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την Κύπρο.

Καταρχάς, ολόκληρο το πρώτο μέρος της σχετικής αφήγησης του βιβλίου (εκείνο που αφορά το διάστημα 1915-1940), κατά τον τυπικά  αποικιοκρατικό τρόπο που συνηθίζεται στην Ελλάδα, δεν ασχολείται καθόλου με όσα έγιναν στην ίδια την Κύπρο, με το τι σκέφτονταν ή επιθυμούσαν οι κάτοικοί της και τι έκαναν γι’ αυτό, αλλά με το τι έκαναν οι ιθύνοντες στην Ελλάδα για να την ενσωματώσουν στο κράτος τους. Ειδικότερα: με το τι έκανε ο πάνσοφος εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος, διότι μόνο αυτός έπραττε· οι άλλοι αδρανούσαν.

Για να είμαστε ακριβείς, στην εισαγωγή (σ. 225-6) υπάρχει μία –εύστοχη- κριτική στο ρόλο και στις υπερεξουσίες της ορθόδοξης εκκλησίας της Κύπρου. Αλλά στη συνέχεια γίνεται σαφές ότι, για τον συγγραφέα, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ιεραρχία· είναι το σύνολο των Κυπρίων, εκ των οποίων κανείς δεν φαίνεται να στέκεται στο ύψος της αποστολής του. Και όταν λέμε «των Κυπρίων», εννοούμε φυσικά «των Ελληνοκυπρίων»· οι Τουρκοκύπριοι δεν υπάρχουν καν στην αφήγηση, παρά μόνο καθόσον θέτουν τον ελληνισμό μπροστά στο δίλημμα εάν ενδείκνυται η προσέλκυση ή η αγνόησή τους (σ. 224). Οι δε ιθαγενείς Ελληνοκύπριοι αναφέρονται μόνο για να επιπληχθούν επειδή υπονόμευσαν τις προσπάθειες του Βενιζέλου προς προσάρτηση του νησιού στο ελληνικό κράτος, άλλοτε οργανώνοντας «αστόχαστες εξεγέρσεις» όπως εκείνη του 1931 (σ. 237) και άλλοτε μένοντας πιστοί στον Κωνσταντίνο, σε σημείο που να καλούν μαζικά αυτόν ή τον εκπρόσωπό του να βαφτίσει τα παιδιά τους. «Βασιλοκομμουνιστές» με άλλα λόγια και οι (Ελληνο)Κύπριοι.

Στα παραδείγματα αυτά, βλέπουμε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, επί πολλά χρόνια (στη δεύτερη περίπτωση δεκαετίες), να καθορίζουν τη συμπεριφορά τους με βάση άλλες επιθυμίες, όχι με βάση όσα επέβαλλε η «ολοκλήρωση» του ελληνικού έθνους κράτους. Και αυτό όχι επειδή εντάσσονταν ή ήθελαν να ενταχθούν σε κάποιο άλλο υπαρκτό έθνος κράτος ή να αποσχισθούν και να αποτελέσουν ένα καινούριο. Στο ελληνικό έθνος ανήκαν. Απλώς δεν έβλεπαν την ένταξη αυτή ως το αποκλειστικό ή έστω το κύριο κριτήριο για τη στάση τους· είχαν άλλες προτεραιότητες. Αυτό ο Μαυρογορδάτος δεν ξέρει τι να το κάνει, πέρα από το να το καταγγείλει σκανδαλισμένος.

Όπως πάντοτε, αυτός ο πληθωρισμός ηθικολογίας και νουθεσιών απέναντι στην απείθαρχη πραγματικότητα είναι συνώνυμος με ένα έλλειμα αιτιολόγησης. Ομολογημένο άλλωστε:

Εκείνο που είναι δύσκολο να εξηγηθεί είναι γιατί οι Έλληνες της Κύπρου αποτελούσαν εξαίρεση και ανωμαλία μεταξύ των «αλυτρώτων», αφού οι περισσότεροι φαίνεται ότι υποστήριζαν τον Κωνσταντίνο ακόμα και μετά την απόρριψη της άμεσης Ένωσης από τον ίδιο το 1915 (238· υπογραμμίζω εγώ).

Όμως, με όλα αυτά αρχίζουν να μαζεύονται υπερβολικά πολλά δυσεξήγητα φαινόμενα και πολλοί «προδότες» –ή πάντως πολλοί που ακολουθούν την λάθος πολιτική σε σχέση με τα εθνικά ζητήματα. Όσοι δε ακολουθούν την ορθή (δηλ. την βενιζελική) αρχίζουν να μην φαίνονται τόσο πολλοί. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αρχίζει να γίνεται δυσδιάκριτο γιατί (εάν) πρέπει να αποκαλέσουμε «εθνική ολοκλήρωση» την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, δηλαδή την συνένωση σε έναν πολιτικό οργανισμό διαφόρων μερίδων πληθυσμού, εκ των οποίων πολλές είναι απρόθυμες να συνενωθούν, και διαφόρων εδαφών, τα οποία δεν είχαν όλα αποκλειστικά ή, ενίοτε, ούτε καν κατά πλειοψηφία ελληνικό πληθυσμό.

 

Ο εθνικισμός βλάπτει σοβαρά την πολιτική φαντασία

Στο κεφάλαιο για τη δεκαετία του 40, ο Μαυρογορδάτος αναφέρεται σε εκδηλώσεις των Τσάμηδων, των Κουτσοβλάχων και των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας υπέρ των στρατών κατοχής στις αντίστοιχες περιοχές τους. Και κλείνει την αναφορά αυτή με ακόμη μία ομολογία αδυναμίας:

 

Είναι  δύσκολο να φανταστεί κανείς ποια ακριβώς μειονοτική πολιτική θα μπορούσε να είχε αποτρέψει εντελώς την ανθελληνική στροφή αυτών των τριών εθνικών μειονοτήτων (199· υπογραμμίζω εγώ).

Εδώ, ακόμη μία φορά, έχουμε μια διατύπωση που προβάλλεται με την αξίωση του «ρεαλισμού» ή της «ειλικρίνειας» αλλά γειτνιάζει επικίνδυνα με τον κυνισμό, στο ηθικό επίπεδο, και με την αφέλεια στο αναλυτικό.

Την πολιτική αυτή την οποία δηλώνει ότι «δυσκολεύεται να φανταστεί» ο Μαυρογορδάτος την έχει μπροστά του, αναφέρεται ο ίδιος σε αυτή. Όχι μία, αλλά δύο φορές, με αφορμή δύο διαφορετικά ιστορικά παραδείγματα. Αλλά την προσπερνά, διότι δεν του περνά από το μυαλό ότι εκεί μπορεί να βρίσκεται η απάντηση στην αναζήτησή του.

Στην αμέσως επόμενη σελίδα μετά το παραπάνω απόσπασμα, υποστηρίζεται ότι:

Στη μεγάλη τους πλειονότητα, αυτοί [όσοι Σλαβόφωνοι απέρριπταν την ελληνική ταυτότητα] ταυτίζονταν μέχρι τότε με τη Βουλγαρία, ως ομοεθνείς της. Ήσαν όμως συγκεντρωμένοι στη Δυτική Μακεδονία, που οι Γερμανοί δεν άφησαν να καταληφθεί και να προσαρτηθεί από τη Βουλγαρία, όπως η Ανατολική. Διαφορετικά, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί αλλιώς [μια πρόταση απολύτως ταυτολογική, παρεμπιπτόντως –Α.Γ.]. Αυτή η άμεση διάψευση αλυτρωτικών προσδοκιών στο πλαίσιο του βουλγαρικού εθνικισμού διευκόλυνε τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές να κερδίσουν την πλειονότητα των Σλαβοφώνων της Ελλάδας με το εναλλακτικό όραμα της χωριστής Σλαβομακεδονικής εθνότητας και κρατικής οντότητας, στο πλαίσιο ομοσπονδιακού συστήματος.

Ιδού λοιπόν ποια πολιτική ήταν δυνατό να κερδίσει –και πράγματι κέρδισε- την εμπιστοσύνη των Μακεδόνων και να τους πάρει με το μέρος της: η ομοσπονδία, ή/ και (δηλαδή) η αναγνώριση της εθνοτικής τους διαφοράς[9]. Αλλά φυσικά, όποιος θεωρεί μονόδρομο τον εθνικισμό, δηλαδή την αρχή ένας λαός – ένα έθνος – ένα (ενιαίο) κράτος, όποιος έχει προαποφασίσει ότι η πιο φυσική, η τελειότερη, η μόνη δυνατή μορφή πολιτικής συγκρότησης είναι το έθνος κράτος, έχει εκ προοιμίου αποκλείσει από τη σκέψη του μια τέτοια λύση. Όπως επίσης έχει αποκλείσει την, κατά Βενιζέλο, «σοβαρή» ιδέα του Δραγούμη περί συνύπαρξης και συγκυριαρχίας περισσοτέρων εθνοτήτων στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής οντότητας, στην οποία όπως είδαμε επίσης αναφέρεται ο Μαυρογορδάτος μόνο και μόνο για να την χαρακτηρίσει τρέλα.

Η αφλογιστία λοιπόν αυτή της φαντασίας είναι αποτέλεσμα αυτοακρωτηριασμού: την προκάλεσε ο ίδιος ο συγγραφέας με τις επιλογές του. Και εκείνη, με τη σειρά της, προκαλεί άλλα, εξίσου σοβαρά αποτελέσματα: πρακτικά απολήγει σε κυνική δικαιολόγηση –έστω διά της σιωπής ή της άτοπον απαγωγής, του «δε γινόταν αλλιώς»- της εθνοκάθαρσης, της καταστολής και της παραβίασης των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Τι είναι οι εθνικοί αγώνες;

Το βιβλίο του Μαυρογορδάτου, και οι λοιπές σχετικές παρεμβάσεις του γύρω από το ζήτημα του (των) διχασμού (-ών) του έθνους, χωρίς αμφιβολία συνιστά μία τολμηρή και ειλικρινή προσπάθεια να αντιμετωπιστούν κατάματα κάποια ιστορικά γεγονότα τα οποία ως τώρα η ακαδημαϊκή αντιμετώπιση συνήθως συγκάλυπτε, απέφευγε ή παρερμήνευε.

Στο παρόν κείμενο ισχυρίστηκα ότι η προσπάθεια αυτή φτάνει μέχρι ένα ορισμένο σημείο· μετά προσκρούει σε αξεδιάλυτες ανακολουθίες και εσωτερικές εντάσεις.

Αυτό δεν σημαίνει ότι κακώς αναλήφθηκε και ότι μπορεί ή πρέπει να αγνοηθεί. Το να ασχοληθεί κανείς μαζί της έχει νόημα. Όχι βέβαια για να της «βάλει κακό βαθμό» ή να την αντιδιαστείλει με άλλα κείμενα τα οποία υποτίθεται ότι θα ήταν απαρεγκλίτως συνεκτικά και απαλλαγμένα από εντάσεις. Τέτοια κείμενα δεν υπάρχουν, και αν υπήρχαν δεν είναι σίγουρο ότι θα ήταν πιο παραγωγικά ή χρήσιμα. Αντιθέτως, αυτό που αξίζει τον κόπο είναι όχι να κατασιγάσει κανείς αυτές τις εντάσεις, αλλά να πατήσει πάνω τους και να τις εξωθήσει ως τα όριά τους ώστε να εκραγούν. Έτσι μπορεί να παραγάγουν μία καλύτερη κατανόηση των διαφωνιών τις οποίες το βιβλίο θέλει να περιγράψει και να αναλύσει, αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα τις παρατείνει και μετέχει σε αυτές.

Ποια θα ήταν αυτή η κατανόηση;

Σε μια συνέντευξή του, ο φιλόσοφος της «ασυνεννοησίας» [mésentente] Ζακ Ρανσιέρ χρησιμοποίησε μια αποφθεγματική διατύπωση την οποία έχω ήδη πολλές φορές παραθέσει: ότι «ο σημαντικότερος ταξικός αγώνας των εργατών είναι ο αγώνας τους να μην αποτελούν τάξη»[10]. Ισχυρίζομαι ότι θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τη φράση αυτή παραλλαγμένη για την περίπτωση και των εθνών· να πούμε δηλαδή ότι ο σημαντικότερος εθνικός αγώνας που δίνουν οι άνθρωποι είναι η προσπάθειά τους να μην είναι έθνος.

[1] Στο σημείωμά μου «1915: Ο διχασμός ως έξοδος και ως λιποταξία», https://wp.me/p1eY1R-Fs.

[2] Η ίδια η χρήση του όρου «διχόνοια», που όπως είδαμε εμφανίζεται ήδη στον τίτλο, προετοιμάζει για μία μάλλον κανονιστική παρά αναλυτική πραγμάτευση· διότι με τον όρο αυτό συνήθως ονομάζουμε τις συγκρούσεις μεταξύ ανθρώπων που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να συγκρούονται αλλά να ομονοούν.

[3] Όπως, κυρίως, η διαδικασία ένταξης στο ελληνικό κράτος (ή «απελευθέρωσης», όπως επικράτησε να αποκαλείται) πολλών νησιών του Αιγαίου, και πρωτίστως της Κρήτης, της Σάμου και της Νάξου. Στις ένοπλες και αιματηρές συγκρούσεις που συνόδευσαν αυτή τη διαδικασία αναφέρομαι αναλυτικότερα στο πρόσφατο βιβλίο μου Ο Ασιάτης Σεφέρης (Ασίνη, 2021).

[4] Η συζήτηση καταγραμμένη φυσικά από την ίδια, έχει δημοσιευθεί στον τόμο Π.Σ. Δέλτα, Αναμνήσεις 1940, επιμ. Π.Α. Ζάννα, Ερμής, Αθήνα 2007, σ. 268-269.

[5] Στο βιβλίο χρησιμοποιείται δύο φορές (σ. 155 και 156) το επίθετο «ψυχοπαθολογικός» για να περιγράψει τη συμπεριφορά του Δραγούμη. Στα ίδια χωρία υποστηρίζεται ότι κακώς ο Δραγούμης θεωρείται «υπερεθνικιστής». Η διάγνωση είναι βεβαίως ορθή, αλλά διατυπώνεται ως ψόγος.

[6] Για αναλυτική τεκμηρίωση του ισχυρισμού αυτού ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευθεί το βιβλίο μου Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου, Ισνάφι, Ιωάννινα 2014.

[7] Ας μου επιτραπεί εδώ να παραπέμψω ακόμα μια φορά στον Ασιάτη Σεφέρη.

[8] Στη σελ. 200 διαβάζουμε τα εξής: «Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα σήμαινε, στη συγκυρία της Κατοχής, η απουσία των προσφύγων και η συνακόλουθη κατοχή της γης αποκλειστικά από γηγενείς μειονότητες σε αρκετές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Δεν θα υπήρχε κανένα εμπόδιο, κανένα ‘αντίπαλο δέος’ για την εφαρμογή σχεδίων κάθε λογής και προέλευσης σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας του ελληνικού κράτους» (υπογραμμίζω εγώ). Ωστόσο, η «εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους» δεν ταυτίζεται με την «ολοκλήρωση του ελληνικού έθνους», ιδίως όταν αφορά την πιθανότητα αφαίρεσης εδαφών τα οποία είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος μόλις πρόσφατα, επίσης μετά από στρατιωτική εισβολή και κατοχή.

[9] Ίσως πει κανείς ότι για τη Γιουγκοσλαβία κάτι τέτοιο «ήταν πιο εύκολο» απ’ ό,τι για την Ελλάδα, διότι Σλάβοι οι μεν, Σλάβοι και οι δε. Ωστόσο, το δικαίωμα να προβάλει αυτή την αντίρρηση το έχει προκαταβολικά στερήσει από τον εαυτό του ο συγγραφέας, εφόσον μόλις πριν έχει ισχυριστεί ότι «οι Σλαβομακεδόνες ταυτίζονταν με τη Βουλγαρία». Άλλωστε, αν ήταν ομοεθνείς με τους υπόλοιπους Γιουγκοσλάβους, δεν θα υπήρχε λόγος να συγκροτήσουν, ακριβώς, χωριστό κρατίδιο στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας η οποία, επί μισό αιώνα, είχε ψυχρές έως εχθρικές σχέσεις με τις λοιπές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, παρά την κατά τεκμήριο κοινή καταγωγή των κατοίκων τους.

[10] « 1968 : Le plaisir de la métamorphose politique », Libération 24 Mαΐου 2008.

Πρώτη δημοσίευση: Θέσεις, τεύχος 159 (Απρίλιος – Ιούνιος 2022)

Κλασσικό
πόλεμος,Ιστορία,Μνήμη,Πολιτική

Η προτομή ενός ταγματασφαλίτη δολοφόνου κάτω από τον Λευκό Πύργο

του Άκη Γαβριηλίδη

Σε παλαιότερο σημείωμα είχαμε αναφερθεί στο ευτυχές –αν και συμπτωματικό- γεγονός ότι μια σειρά από προτομές που μέχρι τότε κοσμούσαν (;) την πλατεία Μακεδονομάχων της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν παρατημένες σε μια αποθήκη του δήμου στην περιοχή των Σφαγείων.

Οι προτομές αυτές απεικόνιζαν, ακριβώς, κάποιους από τους αποκαλούμενους «Μακεδονομάχους», και απομακρύνθηκαν από τη θέση τους λόγω των εργασιών για την κατασκευή της στάσης «Βενιζέλου» του μετρό της Θεσσαλονίκης (το οποίο βρίσκεται υπό κατασκευή επί κάποιες δεκαετίες ήδη, και όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει να βρίσκεται για άγνωστο διάστημα ακόμα).

Επειδή όλα τα ωραία πράγματα δεν κρατάνε πολύ, οι προτομές αυτές εδώ και κάμποσο καιρό ανατοποθετήθηκαν με σεβασμό, (έναν σεβασμό που αντιθέτως δεν επιδείχθηκε στα ευρήματα της ρωμαϊκής οδού Decumanus Maximus), όχι όμως στην ίδια θέση αλλά σε μία πολύ πιο κεντρική και ορατή στο αστικό τοπίο της πόλης: στο πάρκο της οδού Τσιρογιάννη, λίγες δεκάδες μέτρα από τον Λευκό Πύργο και την παραλία.

Μία από αυτές τις προτομές απεικονίζει τον Παύλο Γύπαρη.

Είμαι βέβαιος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Θεσσαλονικέων –όπως άλλωστε και των λοιπών Συνέχεια

Κλασσικό
Εθνικισμός,Ιστορία,Πολιτική

Ήταν ακροδεξιά η Μεγάλη Ιδέα;

του Άκη Γαβριηλίδη

Σύμφωνα με μία ερμηνεία που αποτελεί κοινό κτήμα, οι ονομασίες «αριστερά» και «δεξιά» άρχισαν να χρησιμοποιούνται από την εποχή περίπου της Γαλλικής Επανάστασης και μετά, ως προσδιορισμοί των δύο βασικότερων –και αντίπαλων- πολιτικών τάσεων που υπάρχουν σε μια κοινωνία, της κατά τεκμήριο πιο προοδευτικής και της πιο συντηρητικής αντίστοιχα. Οι ονομασίες αυτές προέκυψαν λίγο-πολύ ενδεχομενικά: οφείλονταν στο ότι απλώς σε κάποια συνεδρίαση οι μεν έτυχε να καθίσουν από δω και οι δε από κει.

Έναν αιώνα περίπου αργότερα, οι προσδιορισμοί αυτοί άρχισαν να αποκτούν περιεχόμενο σε αναφορά με ένα πιο ουσιαστικό πολιτικό κριτήριο: το πρόταγμα του σοσιαλισμού και την συνακόλουθη ιδέα της επανάστασης. Αριστερός ήταν όποιος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμμεριζόταν ένα σχέδιο, επιθυμούσε και αγωνιζόταν για μία νέα κοινωνία, η οποία θα καταργούσε την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Ιδίως με βάση αυτόν τον ορισμό, καλό είναι να παρατηρήσουμε, καταρχάς, ότι οι δύο όροι είναι ασύμμετροι: στην μεν ιδιότητα του αριστερού αποδίδεται απολύτως θετική και τιμητική έννοια, Συνέχεια

Κλασσικό
Έθνος κράτος,Γλώσσα,Ιστορία,Κινηματογράφος,Μουσική

Ποιος έκαψε το Τσιάμπασιν;

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Στον Ελευθέριο Βενιζέλο του Παντελή Βούλγαρη υπάρχει μια σκηνή από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη το 1912, στην οποία εμφανίζεται ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος και λοιποί αξιωματικοί να μπαίνουν στην πόλη, και εκεί μεταξύ άλλων να βρίσκουν «απλούς ανθρώπους του λαού» που έχουν στήσει γλέντι για να πανηγυρίσουν τη νίκη. Στους πανηγυρισμούς τους λοιπόν αυτούς, τραγουδούν … το γνωστό ποντιακό σουξέ «Εκάεν και το Τσιάμπασιν».

Η επιλογή αυτή αποτελεί χονδροειδή ιστορική ανακρίβεια. Δεν υπάρχει περίπτωση να συνέβη πραγματικά κάτι τέτοιο.

Το 1912, στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν Πόντιοι. Η μαζική τους εγκατάσταση στην –τότε Συνέχεια

Κλασσικό
πόλεμος,Έθνος κράτος,Πάλη των τάξεων,έξοδος

1915: Ο διχασμός ως έξοδος και ως λιποταξία

του Άκη Γαβριηλίδη

Τη χρονιά που πέρασε –την εκατοστή επέτειο από τα γεγονότα- κυκλοφόρησε το βιβλίο τού Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου 1915. Ο εθνικός διχασμός (Πατάκη, Αθήνα 2015). Πρόκειται για ένα βιβλίο που εξαρχής αυτοπαρουσιάζεται με αρκετά «υψηλό προφίλ» και με κάποια συγκινησιακή φόρτιση: ο συγγραφέας πιστώνει στον εαυτό του μία ερμηνεία (και όχι μια απλή εξιστόρηση) για το φαινόμενο του διχασμού, και μάλιστα κατ’ αυτόν τη μόνη άξια λόγου ερμηνεία, εφόσον από την πρώτη ήδη σελίδα απορρίπτει όλες τις άλλες που διάβασε τα τελευταία χρόνια ως «απογοητευτικές». Εκφράζει μάλιστα και σχετικό παράπονο για το ότι η ερμηνεία αυτή «δεν προκάλεσε συζήτηση».

Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Καλά κάνει. Το σημείωμα αυτό δεν το γράφω για να πω ότι πρέπει να είμαστε σεμνοί. Αντιθέτως, το γράφω ακριβώς ώστε από τη μεριά μου να «σηκώσω το γάντι» αυτής της πρόκλησης, να κάνω συζήτηση γύρω από αυτή την ερμηνεία και να αντιπροτείνω μία άλλη, δική μου.

Αυτή η άλλη ερμηνεία είναι η εξής: ότι τον εθνικό διχασμό (του 1915 και, ίσως, κάθε άλλον) δεν πρέπει να τον δούμε ως μία σύγκρουση ανάμεσα σε δύο εναλλακτικά «προτάγματα» για το τι είδους κράτος επιθυμούμε. Πρέπει να τον δούμε, ριζικότερα, ως τον διχασμό ανάμεσα στην επιθυμία του κράτους και την μη επιθυμία του κράτους (ή την επιθυμία του μη κράτους). Το διχασμό δεν τον προκαλεί μία διαφωνία γύρω από το πώς να οργανώσουμε το κράτος, αλλά τον Συνέχεια

Κλασσικό
Έθνος κράτος,Μετακίνηση,Μνήμη,Τραύμα

Η γενοκτονία των Ποντίων από το ψευδοκράτος του Πόντου

του Άκη Γαβριηλίδη

Στην Εφημερίδα των Βαλκανίων της 13-2-1921 δημοσιεύθηκε η εξής επιστολή αναγνώστη:

Κύριε Διευθυντά,

Εδιάβασα όσα εγράψατε διά το κρέας των Καυκασίων, και σας συγχαίρω διά την παρρησίαν σου!

Αλλ’ έχετε άδικον. Το κρέας δεν δίδεται χάριν των προσφύγων, αλλά δίδεται χάριν του εργολάβου, όπως τουτέστιν ενθυλακώση 15-20,000 δρ. την εβδομάδα.

Κάθε Κυριακήν εις τον συνοικισμόν Καλαμαριάς επαναλαμβάνονται αι ίδιαι σκηναί. Οι πρόσφυγες δεν δέχονται τα ψοφίμια του εργολάβου. Ο εργολάβος επικαλείται την στρατιωτικήν δύναμιν, χαρακτηρίζει τους πρόσφυγας Μπολσεβίκους, και η υπόθεσις λύεται υπέρ του εργολάβου.

O ανώνυμος εργολάβος στον οποίο το ελληνικό κράτος είχε αναθέσει τη σίτιση των εγκλείστων στο στρατόπεδο του Καραμπουρνού δεν ήταν ο μόνος ο οποίος χαρακτήρισε τους πρόσφυγας Μπολσεβίκους για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Το ίδιο έκαναν και άλλοι εκείνο το διάστημα, με αποτέλεσμα πολλοί από τους πρώην Ρωμιούς Οθωμανούς πολίτες και ήδη sans papiers να μην μπορέσουν ούτε καν να ξεκινήσουν το ταξίδι τους ως λαθρομετανάστες.

Ο επιφανέστερος από αυτούς ήταν ο γνωστός απατεώνας και δολοφόνος Χαρίλαος Φιλιππίδης, ο οποίος με την επωνυμία «Χρύσανθος» διετέλεσε μητροπολίτης Τραπεζούντας και αργότερα αρχιεπίσκοπος Αθηνών· με τις ιδιότητές του δε αυτές κατέχει σήμερα περίοπτη θέση στην εθνική μνήμη Συνέχεια

Κλασσικό
Μνήμη,Πολιτική,έξοδος,αποικιοκρατία

Η αριστερά, το 22 και το φάντασμα της λιποταξίας

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Την τελευταία εβδομάδα, ένα κάπως απρόσμενο όπλο ήρθε να προστεθεί στο τρομοκρατικό οπλοστάσιο των εκπροσώπων της ελληνικής «κάστας»: το φάντασμα των εκλογών τού 1920. Με διαφορά λίγων ημερών, τουλάχιστον τρεις απολογητές του μνημονίου ανέλαβαν να υπενθυμίσουν στο άφρον εκλογικό σώμα τι παθαίνει όποιος «επιλέγει ελεύθερα, αλλά ασυνείδητα, να συγκρουστεί με ένα ευρωπαϊκό σύστημα» που «μόνο πλεονεκτήματα του είχε εξασφαλίσει» –σύμφωνα με την απερίφραστα απειλητική διατύπωση που χρησιμοποίησε ο τελευταίος εξ αυτών, ο Ι.Κ. Πρετεντέρης[1].

Ποιο είναι λοιπόν αυτό το φάντασμα που απειλεί τα «πλεονεκτήματα»;

Στο καθαυτό περιεχόμενο των αντίστοιχων άρθρων, γίνεται –άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε σαφέστερα όπως παραπάνω- η εξής αναλογία: στις εκλογές τού 20 οι Έλληνες ψηφοφόροι καταψήφισαν τον Βενιζέλο και Συνέχεια

Κλασσικό