Ανάλυση λόγου,Πολιτική

Ο Λιγνάδης, ο Χωμενίδης και οι «σκατοπουτάνες»

του Άκη Γαβριηλίδη

Στην πρόσφατη δίκη που κατέληξε στην καταδίκη του Δημήτρη Λιγνάδη για δύο βιασμούς, οι μάρτυρες υπεράσπισης διατύπωσαν διάφορους αξιοπερίεργους ισχυρισμούς. Μεταξύ άλλων, ένας μάρτυρας κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος ήταν γοητευτική προσωπικότητα και γι’ αυτό δεν χρειαζόταν να μετέλθει βίας προκειμένου να επιτύχει σεξουαλική συνεύρεση με κανέναν, αφού «μπορούσε να έχει δικό του όποιον ήθελε»[1]. Άλλη μάρτυρας δε άφησε να νοηθεί ότι οι καταγγέλλοντες ήταν (ήταν, όχι απλώς έκαναν) «βίζιτες», άρα αναξιόπιστοι όπως όλοι οι σεξουαλικά εργαζόμενοι, και δεν πρέπει να θεωρούμε σοβαρά τα λόγια τους και την ίδια την ύπαρξή τους.

Κανείς από τις δύο ισχυρισμούς φυσικά δεν καταρρίπτει την κατηγορία, γι’ αυτό και, ορθώς, δεν ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο. Ειδικότερα, με τον πρώτο ο μάρτυρας δεν καταθέτει κάποια άμεση προσωπική του αντίληψη για τις αποδιδόμενες πράξεις, αλλά απλώς διατυπώνει έναν υποθετικό συλλογισμό. Και μάλιστα, σε αυτόν εκκινεί από την αυθαίρετη παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος ενεργεί ορθολογικά, ως homo oeconomicus, και έτσι διαχειρίζεται τη σεξουαλικότητά του επιλέγοντας κάθε φορά τα πιο πρόσφορα για τον σκοπό του μέσα –ή μάλλον, ακόμα χειρότερα, θεωρεί ως σύμφωνη με τον ορθό λόγο εκείνη τη συμπεριφορά που απλώς συνάδει με τη φαντασία του ίδιου του ομιλούντος. Αγνοεί, έτσι, γνησίως ή υποκριτικώς, ότι κανείς ποτέ δεν «έχει ό,τι θέλει» –και πάντως όχι όταν (φανταζόμαστε ότι) έχει αυτό που θα θέλαμε εμείς να έχουμε.

Πράγμα που δείχνει ότι ακριβώς η οικονομική λογική, η λογική του κτητικού ατομικισμού, είναι ο μεγαλύτερος ανορθολογισμός και η πιο σίγουρη μέθοδος για να γίνει κανείς έρμαιο των φαντασιώσεών του. Στο βαθμό που μιλάμε με όρους κτήσης, όσα κι αν «έχει» κανείς, πάντα θέλει και άλλα, και ιδίως εκείνα που εκείνος (φαντάζεται ότι) δεν μπορεί να «έχει». Ο βιασμός δεν είναι τόσο ζήτημα σεξουαλικότητας, όσο ζήτημα εξουσίας· η σεξουαλικότητα είναι το πεδίο στο οποίο εκδηλώνεται η πράξη, όχι όμως η ρίζα της. Και όπως έλεγε και ο Χομπς, προκειμένου για την εξουσία, (ή για την ιδιοκτησία, που εν προκειμένω είναι το ίδιο), κανείς δεν μπορεί να «έχει» κάτι παρά μόνο αποκτώντας ακόμα περισσότερα. Οι βιαστές δεν βιάζουν επειδή δεν έχουν άλλο τρόπο να καλύψουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες/ επιθυμίες· βιάζουν επειδή αισθάνονται (ή/ και για να αισθανθούν) ανώτεροι από τους άλλους/ τις άλλες τις οποίες καθυποτάσσουν. Άριστοι, σα να λέμε.

Τις ίδιες δύο απολογητικές τακτικές υιοθετεί ο πεζογράφος Χρήστος Χωμενίδης σε άρθρο που δημοσίευσε στο capital.gr (ομολογουμένως πολύ εύστοχη επιλογή ιστότοπου), με το οποίο προσέρχεται αυθορμήτως ως μάρτυρας υπεράσπισης του Κυριάκου Μητσοτάκη που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να παραβιάζει το απόρρητο των επικοινωνιών –και αρκετές άλλες νομικές διατάξεις και πολιτικές αρχές. Το άρθρο έχει τον σκοπίμως ακατανόητο εξυπναδίστικο τίτλο «Εκ τριών λαϊκαστριών». Φυσικά κανείς ομιλητής της νέας ελληνικής δεν γνωρίζει τη λέξη του τίτλου. Όπως εξηγεί ο Χωμενίδης στο κείμενο, «λαϊκάστρια» είναι –έτσι πιστεύει ο ίδιος τουλάχιστον- ένας όρος που απαντά στον Αριστοφάνη, και ειδικότερα στους Αχαρνής, όπου ο Δικαιόπολις, προκειμένου να καταδείξει πόσο μάταιος και επιβλαβής ήταν ο πελοποννησιακός πόλεμος, ισχυρίζεται ότι αυτός έγινε «για τρεις πουτάνες». Έτσι αποδίδει τον όρο ο Διονύσης Σαββόπουλος στον «Αριστοφάνη που γύρισε από τα θυμαράκια». Ο Χωμενίδης, πάλι, δεν αρκέστηκε σε αυτό και σκέφτηκε να πλειοδοτήσει, υιοθετώντας την απόδοση «Για τρεις σκατοπουτάνες!» η οποία απαντά στη μετάφραση των «Αχαρνών» από τον Στέφανο Κουμανούδη[2]. Ίσως φοβήθηκε μήπως ο αναγνώστης θεωρήσει μία «απλή» πουτάνα ως ακόμα αποδεκτό και σοβαρό λόγο για έναν πόλεμο, οπότε έκρινε σκόπιμο να προσθέσει και ένα πρώτο συνθετικό το οποίο δεν φαίνεται να δικαιολογείται από το πρωτότυπο.

Όπως παρατήρησε ο Νίκος Σαραντάκος, στον Αριστοφάνη η λέξη δεν έχει διαλυτικά· αυτά τα προσθέτει ο συντάκτης στο άρθρο του, είτε εκ παραδρομής, είτε σκοπίμως για να κάνει υπαινιγμό στον τρισκατάρατο λαϊκισμό (αν ήταν έτσι, όμως, θα έπρεπε να το διευκρινίσει και όχι να δηλώνει ότι παραθέτει αυτολεξεί το χωρίο τη στιγμή που το αλλοιώνει).

Η αλλοίωση αυτή, βέβαια, αφορά τη γραφή, αλλά όσον αφορά την ομιλία, μάλλον παρά την θέληση του συντάκτη/ λογοπαίκτη, φέρνει τη λέξη πιο κοντά στον τρόπο με τον οποίο την πρόφεραν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ, πάντως, σημασία έχει ότι, με διαλυτικά ή χωρίς, η λέξη δηλώνει τις εργάτριες του σεξ, τις βίζιτες σα να λέμε, οι οποίες ακόμα μια φορά ενοχοποιούνται για την «άδικη» κατηγορία. Και μάλιστα χωρίς καθόλου να εξειδικεύεται ποιες ακριβώς «σκατοπουτάνες» φταίνε, τι ακριβώς έκαναν και γιατί είναι τρεις και όχι π.χ. δύο ή τέσσερις.

Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει ότι ο Χωμενίδης ακολουθεί το ίδιο σόφισμα και την ίδια αυθαίρετη υπόθεση ότι οι εξουσιομανείς και πεπεισμένοι για την αριστεία και την ανωτερότητά τους (παρα)βιαστές σκέπτονται ορθολογικά. Την οποία διατυπώνει με έναν καταιγισμό «ρητορικών» ερωτήσεων:

Τι χρειαζόταν η διάρρηξη στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος, στο κτήριο γραφείων Γουότεργκεϊτ, πέντε μήνες πριν, στις 17 Ιουνίου 1972; Ποιον λόγο είχε ο Νίξον να τη διατάξει ή να τη χρηματοδοτήσει από μυστικά κονδύλια ή έστω να την ανεχθεί;

(…)

Να παρακολουθείς τον Νίκο Ανδρουλάκη ή οποιονδήποτε άλλον; Δεν το θέλει κι ο Θεός [sic]. Να ζαλίζεις τα αυτιά σου υποκλέπτοντας τις εκατοντάδες καθημερινά συνδιαλέξεις του με παράγοντες του Πασόκ στην τοπική αυτοδιοίκηση και στον συνδικαλισμό;

Φοβερή λογική: παρακολουθήσεις δεν μπορεί να γίνονται, αφού … είναι θέλημα Θεού. Όχι μόνο η ανθρώπινη, αλλά και η θεία οικονομία, το αόρατο χέρι της πολιτικής αγοράς, τις αποκλείει· είναι όχι μόνο άσκοπες, αλλά και βαρετές!

Τι κρίμα που ο Ιωάννης Μεταξάς, ο στρατάρχης Παπάγος, ο εθνάρχης Καραμανλής, οι δικτάτορες του 67-74, δεν είχαν έναν σύμβουλο όπως ο Χωμενίδης για να τους εξηγήσει ότι «δεν ήθελε ο θεός» να οικοδομήσουν έναν Λεβιάθαν, να προσλάβουν και να εκπαιδεύσουν δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους και να σχηματίσουν ολόκληρα τριχοειδή δίκτυα άμισθων ή ημι-αμειβόμενων χαφιέδων που λειτουργούσαν επί δεκαετίες και κατέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια κάθε κουβέντα και κάθε σκέψη άλλων δεκάδων, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, συντάσσοντας λεπτομερείς φακέλους στους οποίους κατέγραφαν τι

στάσεις και προτιμήσεις έχουν οι άνθρωποι αυτοί στο πολιτικό, ιδεολογικό, αναγνωστικό, μουσικό, ερωτικό και όποιο άλλο πεδίο τους περνούσε απ’ το μυαλό, πότε πήγαν στο εξωτερικό και σε ποια χώρα, ποιον συνάντησαν, με ποιον μίλησαν και τι του είπαν; Πω πω! Δεν βαριόντουσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να υποκλέπτουν συνδιαλέξεις για τον συνδικαλισμό και άλλα πληκτικά θέματα;

Σίγουρα θα βαριόντουσαν. Οπότε λοιπόν γιατί το έκαναν;

Διότι δεν αμφισβητείται ότι το έκαναν, όσο κι αν ο Χωμενίδης το βρίσκει παράλογο και αντιοικονομικό. Εκτός κι αν αμφιβάλλει και γι’ αυτό.

Αφού λοιπόν το έκαναν, κάποιο λόγο σοβαρό θα είχαν.

Εφόσον ο Χωμενίδης δεν μπορεί να τον φανταστεί, θα τολμούσα να του υποβάλω δοκιμαστικά την εξής εξήγηση: μάλλον είχαν την εξουσία και φοβόντουσαν μην την χάσουν.

Για να μην μπορεί ο Χωμενίδης να προσθέσει δύο και δύο και να βγάλει τέσσερα, και από πάνω να βγαίνει δημόσια και να επιτελεί αυτή του την αδυναμία παριστάνοντας τον ανήξερο, ελπίζω να εισέπραξε κάποιο εύλογο αντάλλαγμα· να μην την έπαθε σαν την Πόντια λαι(ϊ)κάστρια του ανεκδότου.

220px-7th_Earl_of_Elgin_by_Anton_Graff_around_1788

[1] Παραθέτω από μνήμης με βάση τα δημοσιεύματα εκείνων των ημερών. Το σάιτ Lignadis Trial Watch έχει αναγγείλει ότι πρόκειται να δημοσιεύσει τα πλήρη πρακτικά της δίκης. Όταν συμβεί αυτό επιφυλάσσομαι να παραθέσω το ακριβές κείμενο.

[2] Ευχαριστώ τον φιλόλογο και κριτικό Αριστοτέλη Σαΐνη για αυτή την επισήμανση.

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Δίκαιο,Πολιτική

Ποινική –και πολιτική- λαϊκίστρια είναι η Σακελλαροπούλου

του Άκη Γαβριηλίδη

Στη συνταγματική μοναρχία, ο μονάρχης δεν είχε δικαίωμα ψήφου. Ούτε υποχρέωση ψήφου. Γενικώς, δεν ψήφιζε.

Ο μονάρχης συμβόλιζε την ενότητα του έθνους-κράτους. Το έθνος ως Όλον. Τα κόμματα, απ’ την άλλη, όπως λέει και η λέξη, είναι μέρος. Εάν ο μονάρχης επέλεγε ένα κόμμα μεταξύ πολλών, τότε το Όλον θα ήταν μέρος του εαυτού του, όπερ άτοπον.

Στην προεδρευόμενη δημοκρατία, η σύμβαση περί του (της) αρχηγού κράτους ως συμβ-Όλου δεν τηρείται με τόσο απαρέγκλιτη αυστηρότητα. Έτσι, ο πρόεδρος θεωρείται αποδεκτό να ψηφίζει. Επίσης, θεωρείται αποδεκτό να απευθύνει προς την κοινωνία νουθεσίες και συστάσεις, αρκεί αυτές να περιορίζονται σε κοινά αποδεκτές αλήθειες, να μην εξάπτουν πάθη και να μη γεννούν αντιθέσεις.

Το πρόβλημα είναι ότι, επειδή στην πολιτική δεν υπάρχει μεταγλώσσα, η κρίση περί του ποιες τοποθετήσεις γεννούν αντιθέσεις ενδέχεται να γεννά η ίδια αντιθέσεις. Διότι και αυτή η κρίση ανήκει στο πεδίο των πολιτικών αποφάνσεων, για τις οποίες ενδέχεται άλλως έχειν.

Αυτό ακριβώς συνέβη με την αποστροφή του λόγου της Σακελλαροπούλου περί –ή μάλλον κατά- του «λαϊκισμού» και του «κοινού περί δικαίου αισθήματος». Αυτό καταρχάς προκύπτει σαφώς εκ του Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Γλώσσα

H συγνώμη του Λιγνάδη

του Άκη Γαβριηλίδη

Αμέσως μετά την έξοδό του από τις φυλακές Κορυδαλλού λόγω της αναγνώρισης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεσή του κατά της εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης, ο φιλόλογος, ηθοποιός, σκηνοθέτης και βιαστής Δημήτρης Λιγνάδης έκανε δηλώσεις στα κανάλια. Σε αυτές μεταξύ άλλων είπε και τα εξής:

Έχω περίπου ενάμιση χρόνο να μιλήσω. Δεν είναι η στιγμή να πω πολλά πράγματα· θα ΄ρθούνε κι αυτές οι στιγμές. (…) Ενάμιση χρόνο, συγνώμη για το λαϊκό της έκφρασης, έπαιζαν μόνοι τους μπάλα. Νομίζω ότι τώρα δικαιούμαι να μιλήσω κι εγώ.

Ο άνθρωπος που, μόλις προηγουμένως, είχε κριθεί από την ελληνική δικαιοσύνη ένοχος για δύο βιασμούς, ξεστόμισε τη λέξη «συγνώμη» στις δηλώσεις του, αλλά η συγνώμη αυτή δεν αφορούσε τους Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Γλώσσα,Πολιτική

Μπαμπινιώτης: εκπαιδευτικός ή/ και μπάτσος;

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Σήμερα, ο ­εθνικός τους γλωσσολόγος έκανε γνωστό ότι αποφασίζει και διατάσσει τα εξής:

«Περιήλθε εις γνώση μου ανακοίνωση αποφοίτων των Αρσακείων, η οποία δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο «in.gr». Έχω ήδη συγκαλέσει ΔΣ της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, για αύριο, Παρασκευή 26 Φεβρουαριου 2021.

Η εισήγησή μου στο ΔΣ θα ειναι σαφής και κατηγορηματική: Θα υποβάλουμε αυθημερόν στην Εισαγγελία Αθηνών αίτημα να κληθούν ένας προς έναν οι 285 υπογράφοντες, των οποίων τα ονόματα, όπως δηλώνεται, είναι στη διάθεση της ιστοσελίδας «in.gr» και να συγκεκριμενοποιήσουν όσα δηλώνουν ότι γνωρίζουν, ώστε να ερευνηθούν εις βάθος μία προς μία οι καταγγελίες τους.

Η Φιλεκπαιδευτικη Εταιρεία θα συνδράμει τις μόνες αρμόδιες αρχές σε ό,τι τής ζητηθεί και θα είναι αρωγός στο έργο της Eισαγγελίας, όταν και εάν οι αόριστες και γενικόλογες αναφορές της επιστολής λάβουν την μορφή συγκεκριμένων και επωνύμων καταγγελιών. Συνέχεια

Κλασσικό
Γλώσσα

Ὁποία αὖθις πομφόλυξ, ὦ Μπαμπινιῶτα, ἐκ τοῦ σοῦ στόματος ἐξενήνεκται περί τῶν Λιγνάδου ἂθλων;

ὑπό Χαραλάμπους τοῦ Γαβριηλίδου Θεσσαλονικέως

Την εποχή που ο Δημήτρης Λιγνάδης βρισκόταν σε θέση παντοδυναμίας, (στην οποία ο ίδιος είχε κάνει τα πάντα για να τον φέρει και να τον διατηρήσει, μέσω επίμονου και δημόσιου lobbying), πριν γίνουν γνωστά -σε όσους δεν ήταν- τα ανδραγαθήματά του και εκπέσει από αυτήν, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης είχε γράψει ένα εκτενές σημείωμα σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στο οποίο εξυμνούσε τη σκηνοθεσία του στον «Οιδίποδα Τύραννο». Σε αυτό, μεταξύ άλλων επαινούσε τη γλώσσα της παράστασης ως «λιτή, εύληπτη, ορθά εξενεγμένη [υπογραμμίζω εγώ], με ανάδειξη και φράσεων τού πρωτοτύπου οργανικά ενταγμένων».

Το σημείωμα αυτό το πρόσεξα πρόσφατα, και, όταν έφτασα στη συγκεκριμένη πρόταση, χρειάστηκε να διαβάσω τρεις και τέσσερις φορές την υπογραμμισμένη λέξη, και να επιστρατεύσω όσα αρχαία θυμόμουν από το λύκειο, για να συνειδητοποιήσω ότι μάλλον δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, αλλά αποτελεί τύπο του ρήματος εκφέρομαι. Ή τουλάχιστον, με αυτή την Συνέχεια

Κλασσικό