του Άκη Γαβριηλίδη
Για όσους διατηρούν έστω απόμακρες μνήμες από τη δεκαετία του 70, ή ακόμα περισσότερο από τη χούντα, ήταν μέχρι πρόσφατα αυτονόητο ότι ο πολιτικός συντηρητισμός ανέκαθεν –ίσως από τότε που υπάρχει- πάει χέρι-χέρι με τον κοινωνικό, και απαραίτητο στοιχείο του είναι η εμμονή στις αξίες της ευπρέπειας, της αυτοσυγκράτησης και της σεμνότητας –έως σεμνοτυφίας. Σε όλο τον κόσμο, και στην Ελλάδα. Ακόμη και μετά την πτώση του καθεστώτος που πολιτεύτηκε με το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, συνέχιζε να λειτουργεί επί χρόνια στο υπουργείο προεδρίας επίσημη διοικητική υπηρεσία που λεγόταν λογοκρισία, και που αστυνόμευε αυστηρά τι επιτρέπεται να περάσει στον δημόσιο λόγο και τι όχι.
Προσωπικά, έχω στη δισκοθήκη μου δίσκο –βινυλίου, φυσικά- από εκείνα τα χρόνια, και συγκεκριμένα από το 1980, στον οποίο περιλαμβάνεται ένα κομμάτι που στους στίχους του υπήρχε η λέξη «σκατά». Η προαναφερθείσα υπηρεσία δεν ανέχθηκε να κυκλοφορήσει δίσκος που να χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή έστω και μεταφορικά, και έτσι στο κομμάτι όπως τελικά ηχογραφήθηκε ακούγεται «και το κονιάκ να ’ναι [απροσδιόριστος ηλεκτρονικός ήχος] κι ο εργολάβος πουθενά δεν φάνηκε».
Εξάλλου, αυτός ακριβώς ο «απροσδιόριστος ηλεκτρονικός ήχος» απέκτησε σύντομα δικό του αυτοτελές όνομα, και οι καλλιτέχνες, ιδίως οι σατιρικοί, εν συνεχεία δε όλοι οι άνθρωποι, άρχισαν να χρησιμοποιούν το «μπιπ» για να υποδηλώσουν ότι στο αντίστοιχο σημείο, εάν είχαν το ελεύθερο, θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν μία λέξη για την οποία η επίσημη ή η εσωτερικευμένη λογοκρισία θα είχε αντιρρήσεις.
Τα τελευταία αρκετά χρόνια, ο πουριτανισμός αυτός μοιάζει να αποτελεί μακρινό και Συνέχεια