Γλώσσα

Το click away είναι ελληνική λέξη

του Άκη Γαβριηλίδη

Σύμφωνα με έναν κοινό τόπο της τρέχουσας γλωσσο-λογίας του καθημερινού μας εθνικισμού (banal nationalism), η λέξη νοσταλγία είναι ελληνική και μαρτυρεί πόσο ανώτερη είναι η (αρχαία) ελληνική γλώσσα και πόσο την θαυμάζουν οι «ξένοι» οι οποίοι δανείζονται απ’ αυτήν.

Η εντύπωση αυτή, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κοινούς τόπους, είναι εσφαλμένη. Η λέξη νοσταλγία, όπως και πολλοί άλλοι επιστημονικοί όροι, δεν αποτελεί δάνειο από την ελληνική (ακριβώς αντίστροφα: αποτελεί δάνειο προς την ελληνική). Η λέξη αυτή δεν είχε προκύψει, ούτε χρησιμοποιηθεί ποτέ στο εσωτερικό κάποιας ελληνόφωνης κοινότητας ώστε να εξαχθεί εν συνεχεία σε άλλες. Πρόκειται για έναν νεολογισμό που κατασκευάστηκε με βάση δύο υπαρκτές ελληνικές λέξεις από ομιλητή άλλης γλώσσας.

Το ίδιο ισχύει για πλήθος άλλους θεωρητικούς όρους των ανθρωπιστικών και των φυσικών επιστημών και της Συνέχεια

Κλασσικό
πόλεμος,Έθνος κράτος,Πάλη των τάξεων,έξοδος

1915: Ο διχασμός ως έξοδος και ως λιποταξία

του Άκη Γαβριηλίδη

Τη χρονιά που πέρασε –την εκατοστή επέτειο από τα γεγονότα- κυκλοφόρησε το βιβλίο τού Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου 1915. Ο εθνικός διχασμός (Πατάκη, Αθήνα 2015). Πρόκειται για ένα βιβλίο που εξαρχής αυτοπαρουσιάζεται με αρκετά «υψηλό προφίλ» και με κάποια συγκινησιακή φόρτιση: ο συγγραφέας πιστώνει στον εαυτό του μία ερμηνεία (και όχι μια απλή εξιστόρηση) για το φαινόμενο του διχασμού, και μάλιστα κατ’ αυτόν τη μόνη άξια λόγου ερμηνεία, εφόσον από την πρώτη ήδη σελίδα απορρίπτει όλες τις άλλες που διάβασε τα τελευταία χρόνια ως «απογοητευτικές». Εκφράζει μάλιστα και σχετικό παράπονο για το ότι η ερμηνεία αυτή «δεν προκάλεσε συζήτηση».

Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Καλά κάνει. Το σημείωμα αυτό δεν το γράφω για να πω ότι πρέπει να είμαστε σεμνοί. Αντιθέτως, το γράφω ακριβώς ώστε από τη μεριά μου να «σηκώσω το γάντι» αυτής της πρόκλησης, να κάνω συζήτηση γύρω από αυτή την ερμηνεία και να αντιπροτείνω μία άλλη, δική μου.

Αυτή η άλλη ερμηνεία είναι η εξής: ότι τον εθνικό διχασμό (του 1915 και, ίσως, κάθε άλλον) δεν πρέπει να τον δούμε ως μία σύγκρουση ανάμεσα σε δύο εναλλακτικά «προτάγματα» για το τι είδους κράτος επιθυμούμε. Πρέπει να τον δούμε, ριζικότερα, ως τον διχασμό ανάμεσα στην επιθυμία του κράτους και την μη επιθυμία του κράτους (ή την επιθυμία του μη κράτους). Το διχασμό δεν τον προκαλεί μία διαφωνία γύρω από το πώς να οργανώσουμε το κράτος, αλλά τον Συνέχεια

Κλασσικό
Βιοπολιτική,Πλήθος

Κάτι καίγεται: μια συντροφική κριτική στον Ηλία Ιωακείμογλου

του Άκη Γαβριηλίδη

ΟΜΟΛΟΓΩ ΟΤΙ δεν μου άρεσαν κάποια πράγματα στο άρθρο του Ηλία Ιωακείμογλου της 25-9-2015 σχετικά με την «πολιτική κουζίνα της Θεανώς Φωτίου». Και συγκεκριμένα, δύο τουλάχιστον πράγματα, όχι άσχετα άλλωστε μεταξύ τους.

Το πρώτο είναι ότι σπεύδει εξαρχής να επικροτήσει ανεπιφύλακτα την «θυμηδία που προκάλεσαν» οι δηλώσεις τής Φωτίου περί γεμιστών, και να την χαρακτηρίσει «προφανώς δικαιολογημένη» (άνευ άλλης εξήγησης –ό,τι είναι προφανές δεν χρειάζεται εξήγηση). Η θυμηδία όμως αυτή εκφράστηκε και με αρκετά προβληματικούς τρόπους, ενίοτε στα όρια της διαπόμπευσης και του μισογυνισμού. Χρησιμοποιώντας στον πρώτο πληθυντικό την έκφραση «γελάσαμε αρκετά», ο συντάκτης αποφεύγει να πάρει οποιαδήποτε απόσταση από όλους τους άλλους οι οποίοι «γέλασαν» και κινδυνεύει να τους χρεωθεί άθελά του.

Όχι όμως μόνο γι’ αυτό.

Μετά τα γέλια, το άρθρο περνάει σε ένα «σοβαρό» μέρος, στο οποίο υπόσχεται να αποκαλύψει «ποιο είναι το σημαινόμενο πίσω από το γελοίο σημαίνον». Το σημαινόμενο λοιπόν αυτό, το οποίο και συνιστά τη «σκοτεινή πλευρά» των γεμιστών, είναι μία απολογία της λιτότητας. Στο πλαίσιο μιας τυπικά εργαλειακής αντίληψης της ιδεολογίας, τα γεμιστά είναι ένα εποικοδόμημα της οικονομικής βάσης∙ είναι μία ιδέα, ένας κανόνας Συνέχεια

Κλασσικό
Ελληνική κρίση,Στρατηγική

Eίναι τόσο ηλίθιος ο Σόιμπλε;

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε λέει στο γερμανικό ραδιόφωνο ότι «λυπάται για τους Έλληνες διότι η κυβέρνησή τους φέρεται ανεύθυνα».

Η δήλωση ασφαλώς είναι προβληματική από άποψη διπλωματικού πρωτοκόλλου αλλά και ουσιαστικής ευγένειας. Εδώ ωστόσο θα επικεντρωθώ σε ένα άλλο σημείο της: την αρκετά ασυνήθιστη επίκληση ενός πάθους (και μάλιστα του κατεξοχήν θλιβερού πάθους -της λύπης) προκειμένου να μιλήσουμε για την πολιτική.

Η επίκληση αυτή βέβαια είναι ρητορική: ο κ. υπουργός δεν θέλει να μας γνωστοποιήσει τη συναισθηματική του κατάσταση, αλλά να απευθύνει μια υπόδειξη προς τους κακούς μαθητές ώστε να επανέλθουν αμέσως στον ορθό δρόμο.

Ακριβώς αυτό όμως δείχνει πόσο ανήμπορος είναι, και πόσο δεν έχει πάρει χαμπάρι για τη φάση αυτή της σύγκρουσης και για την τακτική του αντιπάλου που έχει απέναντί του.

Αυτή η ακατανοησία αντικατοπτρίζεται και στην φημολογούμενη επιδίωξη της γερμανικής κυβέρνησης να αποπέμψει τον Γιάνη Βαρουφάκη από τις διαπραγματεύσεις επειδή «δημιουργεί σύγχυση στο Συνέχεια

Κλασσικό
Γλώσσα,Πολιτική

Ντελέζ/ Γκουατταρί: Περί μειονοτήτων, γλωσσικών και άλλων

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο των Gilles Deleuze-Félix Guattari Capitalisme et schizophrénie 2 : Mille plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, και ειδικότερα από την ενότητα IV του κεφαλαίου 4 («20 Νοεμβρίου 1923 – Αξιώματα της γλωσσολογίας»), το οποίο βρίσκεται στις σελίδες 127-135. Οι σημειώσεις με αστερίσκο και μέσα σε αγκύλες είναι του μεταφραστή.

Αφού όλος ο κόσμος ξέρει ότι μία γλώσσα είναι μία μεταβλητή ετερογενής πραγματικότητα, τι σημαίνει η αξίωση των γλωσσολόγων να κόψουν και να ράψουν ένα ομογενές σύστημα για να καταστήσουν δυνατή την επιστημονική μελέτη; Το ζητούμενο είναι να εξαχθούν από τις μεταβλητές ένα σύνολο σταθερών, ή να καθοριστούν σταθερές σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών (το βλέπουμε ήδη στην αντιμεταθετικότητα των φωνολόγων). Αλλά το επιστημονικό μοντέλο με βάση το οποίο η γλώσσα γίνεται αντικείμενο μελέτης είναι ένα και το αυτό με το πολιτικό μοντέλο με βάση το οποίο η γλώσσα είναι ομογενοποιημένη, συγκεντροποιημένη, τυποποιημένη, γλώσσα εξουσίας, μείζων ή επικρατούσα Συνέχεια

Κλασσικό