του Μπλέρι Λλέσι
Ο πρώτος πρόσφυγας που γνώρισα ήταν ο ξάδερφός μου. Στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, αμέσως μετά την πτώση του κομμουνισμού, ο ξάδερφός μου ήταν ένας από τους χιλιάδες Αλβανούς που εγκατέλειψαν τη χώρα προς την Ελλάδα ή την Ιταλία. Όποιος είχε λίγα χρήματα πήγαινε στην Ιταλία. Όσοι δεν είχαν χρήματα, δοκίμαζαν την τύχη τους στην Ελλάδα, με τα πόδια μέσα απ’ τα βουνά. Τέσσερις φορές ξεκίνησε ο ξάδερφός μου. Τρεις φορές τον έπιασαν και τον έστειλαν πίσω. Την τέταρτη φορά τα κατάφερε, και ακόμα σήμερα ζει στην Ελλάδα
Οικονομικός πρόσφυγας
Ο ξάδελφος μου ζούσε ψηλά στα βουνά και γνώρισε πολλή φτώχεια. Ήθελε να βοηθήσει την οικογένειά του και επιθυμούσε μια διαφορετική ζωή για τον ίδιο. Ήταν ένας οικονομικός πρόσφυγας.
Τα καλοκαίρια που έμενα στο θείο μου, πηγαίναμε με τα άλλα αγόρια από το χωριό να παίξουμε ποδόσφαιρο με μια μπάλα που την είχε φτιάξει μια μητέρα από σκισμένα ρούχα. Σε όλο το χωριό δεν υπήρχε κανείς που να μπορεί να αγοράσει μια μπάλα. Ήταν είδος πολυτελείας. Θυμάμαι πως κοιμόμασταν τέσσερα παιδιά μαζί σε ένα στρώμα, κι αυτό παραγεμισμένο με παλιά ρούχα.
Ο ξάδερφός μου ήταν δουλευταράς. Αλλά όσο σκληρά και να δούλευε, η οικογένειά του έμενε στη φτώχεια. Γι’ αυτό, στα δεκατέσσερά του αποφάσισε να φύγει. Σαν παιδί, αυτό δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ήταν ο μόνος γιος του θείου μου και ο μόνος ξάδερφος που είχα από την πλευρά του πατέρα μου. Είχα μεγαλώσει μαζί του. Πώς ήταν δυνατό να μας αφήσει; Κάθε φορά που επέστρεφε, διηγόταν ιστορίες για το πώς του φέρονταν ορισμένοι Έλληνες. «Χειρότερα κι από ζώα», έλεγε πάντα. «Μην πας πίσω», του έλεγα εγώ. «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Σκοτωνόμαστε στη δουλειά και δε Συνέχεια →