Τέχνη

Ο Γιάννης Σπανός ήταν ο σημαντικότερος συνθέτης τραγουδιών στην Ελλάδα

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Στα ελληνικά, ο όρος «τραγουδοποιός» έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται για κάποιον που αναλαμβάνει ο ίδιος τους στίχους, τη μουσική και την ερμηνεία ενός τραγουδιού. Ο όρος «συνθέτης», από την άλλη, προσδιορίζει όποιον γράφει μόνο μουσική, αλλά οποιαδήποτε μουσική –όχι μόνο ενός τραγουδιού.

Χρησιμοποίησα στον τίτλο τον συνδυασμένο όρο «συνθέτης τραγουδιών» για να δηλώσω τη δραστηριότητα εκείνου που παίρνει στίχους άλλων, τους μετασχηματίζει σε τραγούδι, και αναθέτει σε άλλους (-ες) να το τραγουδήσουν. Και για να πω κάτι κατά βάση απλό: ο Γιάννης Σπανός, που πέθανε στις 31/10/2019, ασκούσε τη δραστηριότητα αυτή κατά τη γνώμη μου καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην Ελλάδα.

Άλλοι έκαναν άλλα πράγματα με επιτυχία: συμφωνίες, ορατόρια, μιούζικαλ … Κάποιοι επιδίωξαν να επινοήσουν νέες φόρμες (ας πούμε, την «λαϊκή όπερα»). Ο Σπανός δεν Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Βία,Δίκαιο,Φιλοσοφία

Εκείνα που δεν ακούγονται: βλασφημία, λογοκρισία, βία

του Άκη Γαβριηλίδη

Πες ό,τι θες. Δε με πειράζει, ό,τι να ’ναι.

Είν’ οι σιωπές, όχι τα λόγια που πονάνε.

Γεράσιμος Ευαγγελάτος

Στο τραγούδι του Άκη Πάνου από το οποίο είναι εν μέρει εμπνευσμένος ο τίτλος, «εκείνα που δεν λέγονται» ασφαλώς υπάρχουν. Εάν δεν υπήρχαν, δεν θα είχε γραφτεί το τραγούδι.

Άρα, σε αυτό κάποιος παίρνει το λόγο, μόνο για να πει ότι δεν μπορεί να μιλήσει.

Αυτό μας δίνει ήδη το μέτρο της πολυπλοκότητας του ερωτήματος: υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν εισέρχονται στο πεδίο του λόγου, αλλά αυτό το μπλοκάρισμα προκαλεί νέα έκλυση λόγων.

Γιατί όμως δεν εισέρχονται;

Το «δεν λέγονται» μπορεί να συνιστά διαπίστωση ενός αντικειμενικού γεγονότος: κανείς δεν μιλάει γι’ αυτά. Αλλά μπορεί και να είναι δυνητικός ενεστώτας: δεν μπορούν να λεχθούν. Και γιατί δεν μπορούν; Νέες διακλαδώσεις: ο λόγος περί αυτών ενδέχεται να είναι ανθρωπίνως αδύνατος, ή νομικώς απαγορευμένος, ή μπορεί απλώς η Συνέχεια

Κλασσικό
σεξουαλικότητα,Τέχνη,μετανάστευση

«Οι γυναίκες είναι χύμα»

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Στα μέσα της δεκαετίας του 70, ο Γιάννης Μαρκόπουλος είχε βγάλει έναν «κύκλο τραγουδιών» όπως λέγανε τότε, με τίτλο «Μετανάστες» και σε στίχους του Γιώργου Σκούρτη. Ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του δίσκου ξεκινούσε με τους εξής στίχους:

Εδώ στην ξένη χώρα,
αχ, τι στεναχώρια!
Τι θα φάω, τι θα πιω,
τι θα στείλω στο χωριό …
Κι οι γυναίκες είναι χύμα,
καίγομαι σαν τις κοιτώ.
Δεν με θέλουν κι είναι κρίμα.

Ακόμα παλιότερα από τότε που γράφτηκαν (ή πάντως που δισκογραφήθηκαν) οι «Μετανάστες», ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει τα «Γράμματα από τη Γερμανία», σε στίχους του Φώντα Λάδη. Εκεί, υπάρχει επίσης ένα τραγούδι όπου ο γκασταρμπάιτερ θεματοποιείται όχι ως οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτικό, αλλά ως σεξουαλικό υποκείμενο. Και εδώ πρόκειται για τον άντρα μετανάστη, Συνέχεια

Κλασσικό
υποκειμενικότητα,Έθνος κράτος,Δίκαιο,Πολιτισμικές σπουδές,Πολιτική

Άλλες «Ελλάδες που αντιστέκονται»: οι αυτόνομοι μικροφασισμοί της νικοτίνης

 του Άκη Γαβριηλίδη

 

Περίπολοι της νικοτίνης.

Οι κάννες τόσων τσιγάρων

στραμμένες επάνω μου

Μιχάλης Γκανάς

 

Πρόσφατα, στην Καθημερινή δημοσιεύτηκε άρθρο σχετικά με την (μη) εφαρμογή του νόμου για τον περιορισμό του καπνίσματος στους κλειστούς χώρους στην Ελλάδα –ένα φαινόμενο αρκετά παράδοξο και ενδιαφέρον καθαυτό. Πριν πάμε εκεί, όμως, νομίζω ότι ακόμη πιο αξιοπρόσεκτος, από πολλές απόψεις, είναι ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει το άρθρο:

 

«Υπάρχει και το φιλότιμο. Ή, μάλλον, υπάρχει μόνο το φιλότιμο». Με τον τρόπο αυτόν εξηγούν οι ειδικοί επιστήμονες το γεγονός ότι την τελευταία πενταετία έχει μειωθεί ο αριθμός των καπνιστών στη χώρα μας σε ποσοστό τουλάχιστον 30%, η κατανάλωση τσιγάρων, αλλά και η ρύπανση στους κλειστούς δημόσιους χώρους, χωρίς –ω του θαύματος…– να έχει τεθεί ουσιαστικά σε εφαρμογή ο αντικαπνιστικός νόμος.

 

Στα γνωστά ιογενή δημοσιεύματα που αναπαράγονται ακατασχέτως στο διαδίκτυο, ένα από τα βασικά παραδείγματα που επιστρατεύονται για να τεκμηριώσουν τη «μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας» είναι και η λέξη φιλότιμο, η οποία υποτίθεται ότι «δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα». Το άρθρο, προσπαθώντας να μιλήσει για μία άλλη μοναδικότητα της «χώρας μας», αρχίζει από αυτήν ακριβώς την έννοια, παραθέτοντάς την όμως εντός εισαγωγικών εφόσον την αποδίδει σε μη κατονομαζόμενους «ειδικούς επιστήμονες».

Το μήνυμα αυτής της πρώτης παραγράφου είναι σαφές –όμως, ουσιαστικά, αυτή η σαφήνεια είναι η ίδια η ασάφεια, η εκκρεμότητα του νοήματος, το μυστήριο: σα να λέμε, «η επιστήμη σηκώνει τα χέρια», οι ειδικοί σπάνε το κεφάλι τους διότι η εφαρμογή των επιστημονικών τους τεχνικών δεν τους βοηθάει να λύσουν το σταυρόλεξο. Έτσι, καταφεύγουν στο «θαύμα» ως (ταυτολογικό) μηχανισμό τελευταίας καταφυγής: εξηγούν μία άγνωστη μοναδικότητα με μία άλλη (που φανταζόμαστε) γνωστή.

 

Θεωρώ ότι πράγματι υπάρχει μία εκκρεμότητα του νοήματος σε σχέση με το κάπνισμα στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί ένα ζήτημα ενδιαφέρον θεωρητικά και σημαντικό πολιτικά. Υπάρχει ένα χάσμα, την ύπαρξη του οποίου Συνέχεια

Κλασσικό