του Δημήτρη Παρσάνογλου
Πιο τραγικό θέαμα δεν μπορεί κανείς να φανταστεί. Είδα 7.000 ανθρώπους μέσα σε ένα πλοίο που χωρούσε το πολύ 2.000. Ήταν στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες στο κατάστρωμα, μία ζωντανή, παλλόμενη μάζα ανθρώπινης δυστυχίας. Ταξίδευαν επί τέσσερις μέρες. Δεν είχαν χώρο να ξαπλώσουν για να κοιμηθούν, ούτε φαγητό να φάνε. Δεν υπήρχε πρόσβαση σε τουαλέτες. Επί τέσσερα μερόνυχτα πολλοί από αυτούς στέκονταν όρθιοι στο κατάστρωμα, μούσκεμα από την φθινοπωρινή βροχή, με τον παγωμένο νυχτερινό αέρα να τους τρυπάει τα κόκαλα και τον ήλιο του μεσημεριού να τους τσουρουφλίζει
Χένρυ Μοργκεντάου (παρατίθεται στο Bruce Clark, Δυο φορές ξένος: Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν την σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία, μετ. Βίκη Ποταμιάνου, Ποταμός 2007, σ. 193).
Θα μπορούσε να γράψει κανείς ένα κείμενο απολύτως επίκαιρο, που να περιγράφει με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στις ευρωπαϊκές θάλασσες και στεριές, χρησιμοποιώντας αυτούσια αποσπάσματα από μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν το προσφυγικό δράμα στις αρχές του 20ού αιώνα. Δεν ξέρω για τον Μεσοπόλεμο, σήμερα πάντως αυτό το κάτι που μένει από τη μυρωδιά των πτωμάτων που ξεβράζουν ή κρατάνε στον βυθό οι θάλασσές μας είναι μια χρυσή ευκαιρία να συλλογιστούμε πάνω στους εαυτούς μας ως Ευρωπαίους. Για μια ακόμα φορά, συγκρούονται, σύμφωνα με το συλλογικό μας φαντασιακό, τουλάχιστον δυο Ευρώπες: η Ευρώπη-φρούριο και η Συνέχεια