Ο Μάριο Τρόντι θεωρείται ένας από τους κύριους, αν όχι ο κύριος εκπρόσωπος του θεωρητικού και πρακτικού ρεύματος του ιταλικού εργατισμού (operaismo). Παρόλα αυτά, στα ελληνικά δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα πράγματα από όσα, πολλά, έχει γράψει όλες αυτές τις δεκαετίες. Ούτε και το παρόν δημοσίευμα φυσικά πρόκειται να καλύψει αυτή την έλλειψη. Είναι απλώς ένα μικρό μέρος –συνένωση δύο διαφορετικών χωρίων- από την lectio magistralis, την, ας πούμε, «καταληκτήρια διάλεξη», που έδωσε ο Τρόντι στο Πανεπιστήμιο της Σιένα το 2001, κατά τον τερματισμό της μακράς του καριέρας ως διδάσκοντος. Η διάλεξη είχε τον τίτλο Politica e Destino [Πολιτική και μοίρα] και το κείμενό της δημοσιεύθηκε αργότερα σε έναν συλλογικό τόμο με τον ίδιο γενικό τίτλο (Luca Sossella, Ρώμη 2006). Μετάφραση: Α.Γ., με βάση το ιταλικό κείμενο. O τίτλος της ανάρτησης είναι δικός μου (φυσικά είναι μια διατύπωση παρμένη αυτούσια από το κείμενο). Λήφθηκαν υπόψη οι υποσημειώσεις του γάλλου μεταφραστή Julien Allavena από την εκδοχή του κειμένου αυτού στον συλλογικό τόμο Le démon de la politique (Amsterdam éditions, Παρίσι 2021), ο οποίος βγήκε σε επιμέλεια της Jamila M. H Mascat και περιέχει επίσης συμβολές των Étienne Balibar και Antonio Negri από μία δημόσια εκδήλωση προς τιμήν του Τρόντι που έγινε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 2019.Συνέχεια →
Όσοι μιλούν σήμερα για αξιοκρατία, δεν γνωρίζουν πάντοτε ότι πρόκειται για ένα νεολογισμό ο οποίος γεννήθηκε το 1958 από τον βεβιασμένο γάμο ανάμεσα σε μια κάπως ασαφή λατινική ρίζα και μια εύκολα αποκρυπτογραφήσιμη ελληνική κατάληξη, από την πένα του Μάικλ Γιανγκ [Michael Young], ενός μεγάλου Άγγλου κοινωνιολόγου άγνωστου στη Γαλλία, σε ένα δυστοπικό μυθιστόρημα με οργουελικούς απόηχους.
Το βιβλίο αυτό, που μεταφράστηκε στα γαλλικά την επαύριο του Μάη του 68 –και αυτό δεν ήταν τυχαίο– με τον τίτλο LaMéritocratieenmai 2033 [Η αξιοκρατία τον Μάιο του 2033], φιλοτεχνούσε το ζοφερό πορτραίτο μιας κοινωνίας του μέλλοντος τελείως χαοτικής, όπου ένας ετερόκλητος συνασπισμός προλεταρίων και φεμινιστριών πολιορκούσε διά πυρός και σιδήρου και τελικά οδηγούσε σε κατάρρευση μια «ταλαντούχο αριστοκρατία» την οποία αποτελούσαν όλα τα διακεκριμένα πνεύματα που μπορεί να βρει κανείς στη Βρετανία: επαΐοντες, καλλιτέχνες, καθηγητές, μάνατζερ, μηχανικοί κ.λπ.
Ποιες ζώνες του εγκεφάλου δέχονται ερεθίσματα όταν κανείς παίζει παιχνίδια βίντεο; Διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο του παιχνιδιού ή με τη συσκευή;
Κάθε παίκτης χρησιμοποιεί πάντα, σε κυμαινόμενες αναλογίες, δύο τύπους διάδρασης. Με τις αισθητηριακές και κινητικές διαδράσεις, παρακολουθεί την εμφάνιση ορισμένων αντικειμένων στην οθόνη του προκειμένου να τα εξαφανίσει, να τα κυριεύσει ή να τα ταξινομήσει. Αυτό ισχύει για παιχνίδια όπως τα Candy Crush Saga, Animal Crossing, Call of Duty. Oι αισθήσεις και τα συναισθήματα είναι έντονα: ο στόχος συχνά είναι να σφάξεις όσο το δυνατόν περισσότερα πλάσματα που είναι αμοιβαία εναλλάξιμα, ενώ οποιαδήποτε αφηγηματική μέριμνα είναι οιονεί απούσα. Αυτός ο τρόπος παιχνιδιού θυμίζει μία απλή κατάσταση «ερέθισμα-ανταπόκριση» και συγγενεύει με το γιο-γιο ή με το φλίππερ, για τα ατομικά παιχνίδια, ή με το ποδοσφαιράκι για τα ομαδικά. Εάν ακολουθηθεί κατά τρόπο υπερβολικό, καταπονεί την προσοχή και απομακρύνει τη νοητική λειτουργία από την πρόβλεψη και το σχεδιασμό, δηλαδή από την ικανότητα να φτιάξεις ένα «πρόγραμμα» ή έναν «οδικό χάρτη».
Από την άλλη, στις αφηγηματικές διαδράσεις –τις οποίες ευνοούν παιχνίδια όπως τα The Legend of Zelda, Shadow of the Colossus, Dishonored, Red Dead Redemption ή ακόμα The Sims-, η αφηγηματική μέριμνα είναι κεντρική: ο Συνέχεια →
Πριν από λίγα χρόνια, στις αρχές ενός φθινοπώρου, έτυχε να σταθώ απέναντι σε μερικές δεκάδες φοιτητών για να παραδώσω το πρώτο μάθημα που θα παρακολουθούσαν στο πανεπιστήμιο. Σκεφτόμουν, για αρκετές μέρες, πού ακριβώς έπρεπε να τους καλωσορίσω. Τι έπρεπε να συμπεριλάβω στην περιγραφή των συστατικών στοιχείων της πανεπιστημιακής ζωής;
Δεν θυμάμαι τι ακριβώς τους ανέφερα. Θυμάμαι μόνο ότι εν μέρει αυτολογοκρίθηκα. Δεν είπα, δηλαδή, ευθέως στις φοιτήτριες και τους φοιτητές ότι μία από τις σημαντικότερες πτυχές του ελληνικού πανεπιστημίου, όπως τουλάχιστον εγώ το γνώρισα στα φοιτητικά μου χρόνια, ήταν οι γενικές του συνελεύσεις.
Σε μια εποχή ανόδου του ρατσισμού, των αντιλήψεων περί «λευκής υπεροχής», του αντισημιτισμού και του βίαιου ακροδεξιού εξτρεμισμού, η ακαδημαϊκή ελευθερία δέχεται επίθεση. Η ελευθερία να διδάσκουμε και να ερευνούμε τις ρίζες και τις διαδρομές της ράτσας και του ρατσισμού κατηγορείται, κατά διαστροφικό τρόπο, για τα ίδια τα φαινόμενα που προσπαθούμε να κατανοήσουμε καλύτερα. Αυτός είναι ο βασικός ισχυρισμός ενός μανιφέστου που υπέγραψαν πάνω από 100 Γάλλοι πανεπιστημιακοί και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Monde στις 2 Νοεμβρίου 2020. Οι υπογράφοντες δηλώνουν τη συμφωνία τους με τον Γάλλο Υπουργό Παιδείας Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ ότι «ιδεολογίες βασισμένες στον ιθαγενισμό, τον φυλετισμό και τον ‘απο-αποικισμό’», εισηγμένες από τη Βόρεια Αμερική, ευθύνονται διότι «άνοιξαν το δρόμο» στον βίαιο εξτρεμιστή που δολοφόνησε τον δάσκαλο Samuel Paty στις 16 Οκτωβρίου 2020.
Ήρθε ο καιρός να αναγνωρίσουμε ότι οι καταλήψεις σχολείων είναι ένας σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος, θεσμός που παρήχθη απ’ τα κάτω στην ελληνική κοινωνία από το 90 και μετά. Ένας θεσμός με σημαντική παιδαγωγική αξία, ίση και ίσως μεγαλύτερη από την ίδια τη λειτουργία του σχολείου, συμπληρωματική προς αυτήν. Ενίοτε και ανταγωνιστική προς αυτήν. Αλλά σε αυτόν τον ανταγωνισμό –στην εκπαίδευση σε αυτόν- έγκειται ακριβώς η παιδαγωγική της λειτουργία: οι καταλήψεις είναι μία αγωγή του πολίτη, δηλαδή ένα έμπρακτο μάθημα, και μία άσκηση, στη δημοκρατία· μια εξοικείωση με την ιδέα ότι, στην κοινωνία, οι άνθρωποι δεν συνυπάρχουν πάντα αρμονικά, έχουν ασυνεννοησίες, αποκλίνουσες απόψεις, και ότι, όταν συμβαίνει αυτό, τις συζητάνε και προσπαθούν από κοινού να βρουν τι θα κάνουν. Και αρμόδιοι να κάνουν αυτή τη συζήτηση είναι όσοι δεν έχουν καμία αρμοδιότητα, όσοι δεν έχουν κανέναν τίτλο για να αποφασίζουν. Από κοινού οι άριστοι και οι χείριστοι, όπως και αν ορίσουμε τους μεν και τους δε.
Συνήθως, από την κοινωνία των ενηλίκων εκπέμπεται ένας παραδοσιακός λόγος αφ’ υψηλού απόρριψης των μαθητικών καταλήψεων ως ανώριμων και ανορθολογικών. Έτσι και τώρα, ο καλοπληρωμένος με τα εκατομμύρια του Πέτσα στρατός «δημοσιογράφων» διαδίδει ότι βασικό αίτημα των μαθητών είναι η κατάργηση της μάσκας. Φυσικά, όποιος έχει κάποια επαφή με τη σχολική πραγματικότητα, ή έστω όποιος απλώς παρακολουθήσει με προσοχή τα ίδια τα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών καναλιών και διαβάσει τι γράφουν τα πανώ, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τερατολογία. Εγώ όμως θα έλεγα κάτι ακόμα: ας υποθέσουμε ότι μεταξύ των μαθητών –όπως συμβαίνει γενικά και στην κοινωνία σαν σύνολο- κυκλοφορούν παρόμοιες απόψεις, ότι «ο κορονοϊός είναι ένας μύθος» κ.λπ. Υπό ίσους όρους, ο ανορθολογισμός που αυτό προσδίδει στον θεσμό των καταλήψεων είναι πολύ μικρότερος από τον αντίστοιχο του επίσημου εκπαιδευτικού προγράμματος, που συνίσταται στο να βομβαρδίζουμε επί δώδεκα χρόνια τους μαθητές και τις μαθήτριες με τη θεωρία ότι ένας καλοκάγαθος ηλικιωμένος κύριος με γενειάδα έφτυσε στο χώμα και έτσι δημιουργήθηκε ο άνθρωπος –ή μάλλον, ορθότερα, όχι ο άνθρωπος, ο άνδρας, από τον οποίο αργότερα απέσπασε λέει ένα πλευρό και δημιούργησε και τη γυναίκα, και άλλες παρόμοιες αφηγήσεις.
Μία μονιμότερη επωδός του αντι-καταληψιακού οπλοστασίου είναι ότι οι μαθητές «δεν έχουν αιτήματα» και ότι «θέλουν μόνο να χάσουν μάθημα». Μία επανάληψη δηλαδή της γνωστής φαλλογοκεντρικής αντίθεσης που είχε διατυπωθείμε σφοδρότητα πριν από μερικά χρόνια κατά των «πλατειών» και των «Αγανακτισμένων», προσαρμοσμένης εδώ σε ένα λεξιλόγιο «πάλης των γενεών»: ορθολογικότητα είναι ό,τι «μεγιστοποιεί το όφελος», ό,τι ιεραρχεί σωστά τους σκοπούς και βρίσκει τα προσφορότερα μέσα για την επίτευξή τους, ό,τι προετοιμάζει τις νέες για την ένταξή τους στην κοινωνία και ιδίως στην αγορά εργασίας.
Όσοι παρακολουθούν όσα κατά καιρούς έχω γράψει σε αυτό εδώ το ιστολόγιο θα είναι εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι, στις σημαντικότερες στιγμές του πολιτικού, η διάκριση μέσων και σκοπών χάνει τη σημασία της, και ότι κινητοποιήσεις όπως οι καταλήψεις έχουν σημασία όχι τόσο καθόσον προβάλουν «σωστά», «εύλογα», «εποικοδομητικά» αιτήματα, αλλά καθόσον οι ίδιες αποτελούν ήδη υλοποίηση ενός αιτήματος -μη αιτήματος. Ενός αιτήματος, ακριβώς, εξόδου από την κανονικότητα της θεσμοποιημένης πλήξης και εντατικοποίησης. Η απώλεια του «μαθήματος» νοούμενου ως ώρας διδασκαλίας του προγράμματος του υπουργείου είναι ασήμαντη μπροστά στο πολλαπλάσιο κέρδος της διαπαιδαγώγησης στη δημοκρατία. Μερικές φορές η διακοπή, η απόσταση, το χάσμα που δημιουργείται από την ανατροπή του προγράμματος μπορεί να μας κάνει να σκεφτούμε όσο η κάλυψη της ύλης δέκα σχολικών μαθημάτων. Όσο για το «φάσμα της ανεργίας», αυτό δεν φοβίζει τους νέους –και τους λιγότερο νέους- περισσότερο απ’ ό,τι το φάσμα της εργασίας.
Γι’ αυτό, είναι βέβαια καλό να διαψεύδουμε τις διαδόσεις δείχνοντας στους διαδοσίες τα πλάνα με τους μαθητές και τις μαθήτριες, οι οποίοι –φορώντας μάσκα- ζητάνε να αυξηθούν οι αίθουσες, να πληρωθούν οι θέσεις με το διορισμό περισσότερων καθηγητών κ.λπ. Εξίσου καλό όμως είναι να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι καταλήψεις είναι σημαντικές καθόσον κατατείνουν όχι μόνο στην πλήρωση, αλλά και στην εκκένωση (dégagisme)· όχι στο περισσότερο, αλλά στο λιγότερο· όχι στην εύρυθμη λειτουργία της εκπαίδευσης, αλλά στην προβληματοποίηση της λειτουργίας της. Η δε αγράμματη υπουργός παιδείας, αντί να απειλεί όσους κάνουν καταλήψεις ότι θα τους αποκλείσει από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, θα έπρεπε να τους παρακαλάει να την συμπεριλάβουν εκείνοι στην εκ του σύνεγγυς εκπαίδευση που συνιστά η κινητοποίησή τους, ή απλώς να επισκεπτόταν η ίδια κάποια κατάληψη και να συζητούσε μαζί τους.
Ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα που προκύπτει από την ιστορία voucher-τηλεκατάρτιση είναι ότι η δεξιά παράταξη δεν έχει ακόμα αντιληφθεί τι συνέβη στο επίπεδο κοινωνίας-επικοινωνίας τα χρόνια των μνημονίων. Το ότι δηλαδή από το 2009 έως και το 2015 ένα συμπαγές μιντιακο-πολιτικό καθεστώς προσπάθησε να επιβάλει εξαιρετικά βίαια έναν μονόλογο γύρω από την λογική και την πρακτική όσων εφαρμόστηκαν στην οικονομία και την κοινωνία, για να συντριβεί από την εναλλακτική κινητοποίηση ομάδων και μονάδων στα κοινωνικά δίκτυα, πάνω στην οποία σκαρφάλωσε στην πορεία η αντιπολιτευτική επικοινωνιακή δυναμική τού ΣΥΡΙΖΑ.
Η παρακολούθηση του βίντεο με την περφόρμανς των μαθητριών στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας, ήταν για μένα μία από τις πιο αναζωογονητικές και ελπιδοφόρες εμπειρίες τα τελευταία χρόνια. Δεύτερη, αμέσως μετά, έρχεται η εμπειρία της ανάγνωσης των αντιδράσεων της «καθώς πρέπει κοινωνίας» στο βίντεο αυτό. Ή μάλλον, της απουσίας αντιδράσεων, της αμηχανίας: τις περισσότερες φορές, οι αγανακτισμένοι (συνήθως, αν και όχι αποκλειστικά, ήταν άντρες) με το θέαμα αυτό, έμοιαζαν να τα έχουν πραγματικά χαμένα, να μην είναι σίγουροι τι ακριβώς είδαν, να αμφιβάλλουν εάν όντως το είδαν ή αν είναι γνήσιο, και πάντως σίγουρα να μην ξέρουν πού να το εντάξουν: είναι αναρχική πρόκληση; είναι απλώς μια απόδειξη για την «παρακμή της Συνέχεια →
Στα 1784 η Αικατερίνη η Μεγάλη κατέλυσε την κυριαρχία των Τατάρων και προσάρτησε την Κριμαία στη ρώσικη αυτοκρατορία. Για να το κάνει αυτό οργάνωσε την περίφημη «Ελληνική Λεγεώνα», σώμα μισθοφόρων χριστιανών που τους στρατολόγησε απ’ τα νησιά της Άσπρης Θάλασσας, του Αιγαίου. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήτανε Αρβανίτες κουρσάροι από την Ύδρα, τις Σπέτσες κι άλλα ναυτικά νησιά. Πόντιοι δεν πήγανε στο σώμα αυτό που υπό την αρχηγία του Ορλώφ κατέλαβε την Κριμαία, γιατί οι Πόντιοι την είχαν την Κριμαία και δεν τους συνέφερε ν’ αλλάξει χέρια κι απ’ την οθωμανική γραφειοκρατία, που την ελέγχανε, να πάει στα χέρια της ρώσικης γραφειοκρατίας που δεν την ήξεραν. Όσο για την Αικατερίνη, έπαιξε βρώμικο παιχνίδι για να κάνει τη δουλειά της. Βαφτίζοντας «Έλληνες» τους Αιγαιοπελαγίτες κουρσάρους που δεν μπορούσαν να Συνέχεια →
Στον όγδοο χρόνο της κρίσης, η δεξιά σκέψη στην Ελλάδα εξακολουθεί να μην έχει καταλάβει το κακό που της έχει πέσει στο κεφάλι από την περίοδο των Αγανακτισμένων και μετά· οι ιδεολόγοι της, αντί να προσπαθήσουν να βάλουν λίγο το κεφάλι τους να σκεφτεί, επιμένουν να το βαράνε στον τοίχο, ή να μαστιγώνουν τη θάλασσα που είναι ταραγμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στο λαό επειδή εκείνος δεν τους καταλαβαίνει.
Αυτό συνάγεται με ευχέρεια, για πολλοστή φορά, από όσα κατατέθηκαν στο «Φόρουμ των Δελφών», αλλά και από όσα γράφηκαν με σκοπό να τα παρουσιάσουν, να τα προπαγανδίσουν και να τα εκλαϊκεύσουν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το φτηνό και αφελές άρθρο του Άγγελου Κωβαίου στο Protagon (6 Μαρτίου 2017) με τον αμίμητο τίτλο «Γιατί δεν αντιδρούν οι Ελληνες; Κι όμως, υπάρχει απάντηση…».
Η απάντηση αυτή, εάν υπάρχει, πάντως δεν ανευρίσκεται πουθενά στο άρθρο[1]. Καλά καλά δεν Συνέχεια →