Μετά από κάθε νέο επεισόδιο έμφυλης βίας από τα πολλά που αποκαλύπτονται τον τελευταίο καιρό, ακολουθεί τουλάχιστον ένα σημείωμα/ τοποθέτηση στα ΜΚΔ από κάποιον άντρα που κάνει την αυτοκριτική του και ελεεινολογεί το γένος των ανδρών συνολικά, ενοχοποιώντας το για αυτά τα φαινόμενα, και που κερδίζει τα χειροκροτήματα και την επιδοκιμασία του κοινού.
Θεωρώ ότι παρόμοιες πρακτικές δημόσιας εξομολόγησης, πέρα από το να καταγράφουν στον δημόσιο χώρο μία παραδοχή της ύπαρξης του προβλήματος, δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο σε κανέναν, ενώ αντιθέτως με το περιεχόμενό τους συχνά δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν.
Θα προσπαθήσω παρακάτω να εξηγήσω τι είδους προβλήματα παίρνοντας ως παράδειγμα μια ανάρτηση που δημοσίευσε πρόσφατα ο (άγνωστός μου) Μανόλης Μαυραντωνάκης με αφορμή την υπόθεση πολλαπλών βιασμών και μαστροπείας εις βάρος μιας 12χρονης (πιθανότατα και όταν ήταν ακόμα νεότερη) από εκατοντάδες δράστες. Η ανάρτηση, που αρέστηκε και κοινοποιήθηκε από Συνέχεια →
Δεν θυμάμαι ποιος μου είπε πρώτος ότι δεν ήμουν θύμα· πάντως, συνέβη λίγο μετά απ’ τη στιγμή που κάποιος μου είπε ότι με βίασαν.
Ήμουν 17 χρονών και χαμένη. Ήμουν ένα σπασικλάκι που είχε μεθύσει ίσως τρεις φορές στη ζωή του, περιτριγυρισμένη από την ασφάλεια φιλενάδων που γελούσαν και ενός σπιτιού χωρίς γονείς που είχαν φύγει για διακοπές. Δεν είχα πάει ποτέ σε ένα πραγματικό πάρτι όπου όλοι πίνουν, ένα αγόρι φαινόταν να με συμπαθεί, και δεν είχα καμία απαγόρευση κυκλοφορίας ή υπεύθυνους ενήλικες στους οποίους να λογοδοτήσω. Ήμουν μια παρθένα που δεν ήθελε να παραμείνει για πολύ ακόμη.
Πολλά νήματα του αδύνατου έγιναν δυνατά μεμιάς. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά η παρούσα στιγμή, καθώς απομακρυνόμουν από ένα πάρτι που άρχιζε να έχει πολλή φασαρία και πολύ κόσμο, κρατώντας το χέρι ενός άντρα.
Ήξερα σίγουρα το εξής: ένας άντρας για τον οποίο είχα ένα φλου σεξουαλικό ενδιαφέρον, κυρίως Συνέχεια →
Το Μάιο του 2019, το περιοδικό Valeurs actuelles προκάλεσε κατακραυγή στον ιστό όταν αφιέρωσε το εξώφυλλό του στην «Φεμινιστική τρομοκρατία»[1]. Στην παρουσίαση του τεύχους, διαβάζουμε: «Βίαιες δράσεις, έμφυλη θεωρία, τεχνητή γονιμοποίηση, ποσοστώσεις, συμπεριληπτική γλώσσα … Διαβάστε την έρευνά μας για την νέα ιερά εξέταση. Είναι αγωνίστριες, δηλώνουν δημοσιογράφοι και σπέρνουν μία μορφή τρόμου στα μέσα και στην πολιτική ζωή. Έρευνα πάνω στον σύγχρονο γαλλικό φεμινισμό, μια συμμαχία της ξινίλας». Το τεύχος αυτό ήταν ίσως ένα κλείσιμο του ματιού σε ένα αφιέρωμα που δημοσίευσε το περιοδικό Causeur, της ιδίας οικογένειας, τον Ιούλιο του 15, με τίτλο … «Η φεμινιστική τρομοκρατία».
[… Πολλοί άλλοι σχολιαστές χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο, ή άλλους ανάλογους, στον δημόσιο διάλογο[2]].
Προς απάντηση, οι φεμινίστριες αντιτείνουν: «Ο φεμινισμός δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Η ανδροκρατία σκοτώνει κάθε μέρα». Οι λέξεις αυτές, τις οποίες διατύπωσε η δημοσιογράφος, συγγραφέας και φεμινίστρια Μπενουάτ Γκρου, αποτελούν μάλλον ένα από τα πιο πολυχρησιμοποιημένα παραθέματα στην ιστορία του φεμινισμού. Πρόσφατα μόνο τις επανέλαβαν η ηθοποιός Εβά Νταρλάν […], η Σελίν Πίκ […] και η Ανν-Σεσίλ Μαιλφέρ, πρόεδρος της Fondation des femmes, η οποία, πέραν του ότι επανέλαβε τα λόγια της Γκρου, προσέθεσε επιπλέον: «Άρα λοιπόν, ακόμα μια φορά, ο φεμινισμός είναι ένα κίνημα απολύτως ειρηνικό». Η φράση έχει γίνει σε τέτοιο βαθμό αποδεκτή ως λάβαρο του φεμινισμού ώστε η ιστορικός και στρατευμένη φεμινίστρια Φλοράνς Μονρενώ την υιοθέτησε ως τίτλο ενός βιβλίου της.
Όμως … ο ισχυρισμός αυτός άραγε ευσταθεί; Στ’ αλήθεια ο φεμινισμός δεν σκότωσε ποτέ κανέναν; Είναι αυθεντικά ειρηνικός; Και κυρίως, πρέπει άραγε να διατυμπανίζουμε αυτή την υποτιθέμενη μη βία ως υπέρτατη αξία; Είναι απαραίτητο να αφιερώνουμε χρόνο για να επιδεικνύουμε την καλή μας διαγωγή και να προσπαθούμε να πείσουμε τον κόσμο πόσο ευγενικές και άκακες είμαστε;
Τι θα συνέβαινε αν η φεμινιστική Τρομοκρατία γινόταν πραγματική; Αν οι άντρες άρχιζαν πραγματικά να νιώθουν φόβο; Έναν φόβο έντονο, βαθύ, σωματικό. Αφού η λογική, η ενσυναίσθηση και η ντροπή δεν επιτρέπουν να θέσουμε τέρμα στη μισογυνική βία, στην πατριαρχική καταπίεση, στους βιασμούς, στις σεξουαλικές επιθέσεις και στις γυναικοκτονίες, η μόνη διέξοδος ίσως είναι να προκαλούμε φόβο. H Bιρζινί Ντεπάντ ανέφερε ήδη αυτή τη δυνατότητα το 2006 στο δοκίμιo King Kong Théorie:
Όταν κατέβηκε η ταινία Baise-moi[3], πολλές γυναίκες –οι άντρες δεν τόλμησαν να αποφανθούν επ’ αυτού- έκριναν σκόπιμο να διαβεβαιώσουν δημοσίως: «Τι φρίκη! Προπαντός δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι η βία είναι λύση ενάντια στο βιασμό». Μπα, ναι; Δεν έχουμε ακούσει ποτέ στις ειδήσεις για κοπέλες οι οποίες, μόνες τους ή ομαδικά, κόβουν ψωλές με τα δόντια κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης, ή αναζητούν αργότερα τους δράστες για να τους σπάσουν στο ξύλο και να τους δώσουν ένα μάθημα (…). Κι όμως, γυναίκες νιώθουν την ανάγκη να το ξαναπούν: η βία δεν είναι λύση. Ωστόσο, τη μέρα που οι άντρες θα φοβούνται μήπως τους κομματιάσουν την ψωλή με κοπίδι όταν σφίγγουν βίαια μια κοπέλα, ξαφνικά θα καταφέρουν να ελέγχουν τις «αρσενικές» ορμές τους και να καταλαβαίνουν καλύτερα τι σημαίνει «όχι».
Απέναντι σε ένα σύστημα που κακοποιεί και φτάνει στο σημείο να σκοτώνει τις γυναίκες, το να ανταποδώσουμε βίαια είναι ζωτικό, θεμιτό και αναγκαίο. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου δεν θα σας μιλήσω για πανώ με χρυσόσκονη, ούτε για εμπνευσμένα συνθήματα, αλλά αντίθετα για φόνους, για βία, για βόμβες και για κηροζίνη. Θα γράψω απερίφραστα τα ονόματα γυναικών που πήραν τα πιο ριζικά μέτρα για να επιβιώσουν στο πατριαρχικό σύστημα. Κι αυτό διαμέσου των αιώνων και των ηπείρων.
Ούτε θα σας επαναλάβω την τετριμμένη διαβεβαίωση –ή διεκδίκηση- ότι «ο φεμινισμός δεν σκότωσε ποτέ κανέναν». Όχι. Διότι ο φεμινισμός έκανε και παραέκανε εγκλήματα. Τιμή του και καμάρι του. Αν δεν είστε έτοιμοι/-ες να κοιτάξτε την αλήθεια κατά πρόσωπο, να αναλάβετε την κληρονομιά μας, να αφήσετε κατά μέρος αυτή την δογματική πίστη στην φιλειρηνική ουσία του φεμινισμού, ξεφορτωθείτε αυτό το βιβλίο.
[1] Στα γαλλικά, η λέξη terreur, η οποία χρησιμοποιείται εδώ (όπως και στον τίτλο του βιβλίου), σημαίνει το συναίσθημα του τρόμου, αλλά επίσης και την δραστηριότητα που το προκαλεί. Π.χ. η φάση της γαλλικής επανάστασης μεταξύ 1793 και 94 που στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «Τρομοκρατία», στα γαλλικά προσδιορίζεται με αυτόν ακριβώς τον όρο, με κεφαλαίο Τ: La Terreur.
[2] Η φράση αυτή δεν απαντά ως τέτοια στο κείμενο. Την προσέθεσα εγώ για να συμπυκνώσω όσα λέγονται στις επόμενες δύο-δυόμισι σελίδες, αποσπάσματα δημόσιων τοποθετήσεων ανθρώπων που είναι γνωστοί στη Γαλλία αλλά λιγότερο εκτός αυτής.
[3] Tαινία του 2000, σε σκηνοθεσία της ίδιας της Virginie Despentes σε συνεργασία με την Coralie Trinh Thi. Ο τίτλος σημαίνει Πήδα με. Δεν γνωρίζω αν και με ποιο τίτλο παίχθηκε στην Ελλάδα.
Η Irene είναι συγγραφέας και ακτιβίστρια ισπανο-βασκο-γαλλικής καταγωγής. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισαγωγή από το βιβλίο της La terreur féministe. Petit éloge du féminisme extrémiste [O φεμινιστικός τρόμος. Μικρός έπαινος του εξτρεμιστικού φεμινισμού], εκδ. Divergences 2021. Μετάφραση-σημειώσεις: Α.Γ.
Όσο διαρκούσε η απεργία πείνας του Δημήτρη Koυφοντίνα, όλους εμάς που ζητούσαμε να γίνει δεκτό το αίτημά του, οι κυβερνητικοί, ή τρίτοι, μας ρωτούσαν καλοπροαίρετα ή λιγότερο καλοπροαίρετα: «Αν αύριο κάνει απεργία πείνας ένας εθνικιστής δολοφόνος, εσείς θα τον στηρίξετε και αυτόν;». Εγώ, όπως και αρκετοί άλλοι, απαντούσαμε απλώς «ναι» και κόβαμε εκεί την κουβέντα.
Τώρα που έληξε η απεργία και δεν λειτουργεί πλέον ο ηθικός εκβιασμός και η αυτολογοκρισία την οποία επιβάλλουν τα διάφορα «μην σπας το μέτωπο», «οι κριτικές βοηθάνε τον αντίπαλο» κ.λπ., μπορούμε να συνεχίσουμε αυτή την κουβέντα που τότε κόβαμε. Καθόσον με αφορά, λοιπόν, επιπλέον αυτού του «ναι, θα τον στηρίξω», είχα να πω και κάτι ακόμα το οποίο παρέλειπα τότε. Και αυτό ήταν ότι το «θα» αυτό είναι περιττό. Η ερώτηση δεν είναι υποθετική, είναι τωρινή· και έχει ήδη απαντηθεί: αυτό κάνω ήδη τώρα.
Οι όποιοι ενδοιασμοί που απέτρεψαν κάποιους από το να στηρίξουν το αίτημα του Koυφοντίνα, ή που έκαναν άλλους να τον Συνέχεια →
Η σημερινή αγόρευση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πλαίσιο της «Ώρας του Πρωθυπουργού», εκτός από διάφορα άλλα σημεία που δεν έβγαζαν νόημα ή έβγαζαν το αντίθετο από εκείνο που (μάλλον) εννοούσε, περιλάμβανε και την εξής αξιοπερίεργη αποστροφή:
Τέτοια περιστατικά [όπως αυτά της Νέας Σμύρνης] δεν μπορούν, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για ευρύτερα επεισόδια. Ούτε βέβαια να εξισώνονται με το ανιστόρητο επιχείρημα «Η βία γεννά βία». Όχι, κ. Τσίπρα, η βία δεν γεννά βία. Μόνο ο βίαιος λόγος γεννά τελικά τη βίαιη πράξη. Η βία από μόνη της δεν γεννά τίποτα, γεννά μόνο χάος.
Το κείμενο αυτό είναι πραγματικά ασυνάρτητο, και αποφάσισα να ελέγξω στην επίσημη ιστοστελίδα της προεδρίας Συνέχεια →
Ακριβώς το διάστημα που ετοιμάζεται να γιορτάσει το επαναστατικό γεγονός που υποτίθεται ότι αποτέλεσε τη βάση της ύπαρξής του, το ελληνικό κράτος, όπως όλα δείχνουν, ετοιμάζεται να δολοφονήσει διά παραλείψεων, πανηγυρίζοντας μάλιστα γι’ αυτό, τον Δημήτρη Koυφoντίνα.
Η σύμπτωση αυτή είναι εξόχως ειρωνική. Διότι, αν εξετάσουμε συγκριτικά την ύπαρξη και τη δράση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ή π.χ. της επικεφαλής των εορτασμών Γιάννας Αγγελοπούλου, με εκείνη του Koυφoντίνα, θα δούμε ότι μεγαλύτερη σχέση με όσα έγιναν το 1821, και με όσους τα έκαναν, έχει φυσικά ο δεύτερος, όχι οι πρώτοι.
Το 1821 έδρασαν τα κουμπούρια. Τα κουμπούρια αυτά τα κρατούσαν ως επί το πλείστον άτακτοι, αντάρτες. Όχι πάντως τακτικός Συνέχεια →
Το διάστημα αυτό κατά το οποίο ακούγονται από παντού καταγγελίες για αποκλεισμό αναρτήσεων ή/ και ολόκληρων λογαριασμών στο Facebook λόγω αναφορών στον γνωστό κρατούμενο απεργό πείνας, ένας αποκλεισμός λόγω … ανάρτησης αποσπάσματος από ένα λογοτεχνικό (και, εμμέσως, γλωσσολογικό) κείμενο των αρχών του 20ού αιώνα είναι αν μη τι άλλο πρωτότυπος.
Αυτό ακριβώς συνέβη σε μένα σήμερα. Προ ολίγου, ανάρτησα από το λογαριασμό μου το κάτωθι απόσπασμα από το βιβλίο Το Ταξίδι μου του Γιάννη Ψυχάρη:
ο Φουκώ τονίζει ότι ούτε η δομή ούτε ο σκοπός ενός λόγου αρκούν για να εντοπίσουμε αν είναι παρρησιαστικός, ότι η παρρησία είναι «ένας τρόπος να λέγεται η αλήθεια». Η ιδιαιτερότητα αυτού του τρόπου μπορεί να έρθει στο φως μόνο με την εστίαση στο υποκείμενο του λόγου, κάτι που σημαίνει επίσης στη σχέση του με αυτόν στον οποίο απευθύνεται, στις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αληθολογία στον ακροατή και, κατ’ επέκταση, στις συνέπειές της για τον ίδιο τον ομιλητή. Η αλήθεια που λέγεται είναι μια αλήθεια που μπορεί να πληγώσει ή να εξεγείρει τον ακροατή, να προκαλέσει το θυμό ή ακόμη και την έχθρα του. Η παρρησία συνίσταται επομένως στην ανάληψη μιας διακινδύνευσης που κυμαίνεται από την καταστροφή της σχέσης με αυτόν στον οποίο απευθύνεται ο λόγος μέχρι τον θάνατο του ίδιου του ομιλητή. (…) Η παρρησία συνεπώς είναι μια πράξη θάρρους. Ωστόσο υπάρχει ή, μάλλον θα πρέπει να υπάρχει θάρρος και από την πλευρά του ακροατή: το θάρρος να ακούσει την αλήθεια και να είναι έτοιμος «να τη δεχτεί».
Ιακώβου (2019), σ. 176
Λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του Ζακ, στις 19 Μαΐου 2018, είχε σημειωθεί στη Θεσσαλονίκη ακόμη ένα περιστατικό σωματικής βίας με ρατσιστικά/ ανδροκρατικά χαρακτηριστικά: τη μέρα εκείνη, («επέτειο της ποντιακής γενοκτονίας»), οργανωμένη ομάδα παρακρατικών, υπό την ανοχή –ή την εκ των υστέρων λεκτική απλώς διαφοροποίηση- του μεγαλύτερου μέρους του λεγόμενου «οργανωμένου ποντιακού χώρου», επιτέθηκε εναντίον του τότε δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη και τον ξυλοκόπησε (Γαβριηλίδης 2018β).
Η παρακάτω σταχυολόγηση ξεκίνησε από μία ιδέα του φιλόλογου Γιώργου Θαλάσση, στον οποίο οφείλονται και οι περισσότερες συνεισφορές τις οποίες δημοσίευσε στο λογαριασμό του στο facebook «για να μάθουν οι νέοι μας τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο», καλώντας τυχόν ενδιαφερομένους να προσθέσουν τις δικές τους. Όπως και έγινε/ γίνεται (και μπορεί να συνεχίσει να γίνεται, εδώ ή οπουδήποτε). Αναδημοσιεύουμε παρακάτω την ανθολογία που έχει προκύψει μέχρι στιγμής.
Το ελληνικό κράτος, έστω με πολλές δυσκολίες και με μεγάλη καθυστέρηση, έχει κάπως συμφιλιωθεί με την ιστορία του φαινομένου της δεκαετίας του 40 που αποκάλεσε «συμμοριτοπόλεμο». Έχει όμως μεγαλύτερη δυσκολία να ξεπεράσει τη μνησικακία του απέναντι σε ένα ακόμα προγενέστερο φαινόμενο: τον «κανονικό» ληστοσυμμοριτισμό, το όνομα του οποίου στο κάτω κάτω χρησιμοποίησε για να στιγματίσει και έτσι να καταστείλει ευκολότερα τους κομμουνιστές.
Σήμερα, εκτίθενται σε δημόσιους χώρους –π.χ. στη Μάντρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς- τιμητικές προτομές του Άρη Βελουχιώτη, ενός ανθρώπου του οποίου το κεφάλι είχε εκτεθεί ως τρόπαιο στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων μετά την εκτέλεσή του. Ταυτόχρονα, όμως, στο Εγκληματολογικό Μουσείο της Αθήνας, σύμφωνα με την ίδια την υπερήφανη περιγραφή που βρίσκουμε στην ιστοσελίδα του, εκτίθενται, για αδιευκρίνιστους επιστημονικούς (;) σκοπούς, «κεφαλές καρατομηθέντων ληστών», Συνέχεια →