του Άκη Γαβριηλίδη
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ελληνικό κράτος μαστίζεται παλαιόθεν από διάφορες παθογένειες.
Για παράδειγμα: μια μειοψηφία βολεμένων στη μονιμότητά τους δημοσίων υπαλλήλων θεωρούν ότι έχουν μόνο δικαιώματα και ποτέ υποχρεώσεις απέναντι το κοινωνικό σύνολο, αρχίζουν δε να φωνασκούν και να διαμαρτύρονται μόλις φανταστούν ότι τα προνόμιά τους απειλούνται.
Έτσι, η Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου, πρόεδρος του τμήματος φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ, σήκωσε τον κόσμο και άρχισε να μιλά για … τάγματα εφόδου, μόλις βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιο εύλογη και επιβεβλημένη, από πολιτική και ακαδημαϊκή άποψη, διαδικασία αξιολόγησής της εκ μέρους των φοιτητ(ρι)ών. Οι οποίοι/-ες, ας μην ξεχνάμε, με νεοφιλελεύθερους-μπακαλίστικους όρους, τους όρους που προτιμά η ίδια και οι όμοιοί της, είναι οι πελάτες της, άρα οι κατεξοχήν αρμόδιοι και ικανοί να βαθμολογήσουν τις υπηρεσίες της.
Πράγματι λοιπόν, και κατά τη δική μου γνώμη, οι φιλοσοφικές επιδόσεις της εν λόγω κυρίας αποδεικνύονται κάτω του μετρίου. Ως διδάκτορας φιλοσοφίας του δικαίου, θεωρώ δείγμα απαιδευσίας και νοητικής ακηδίας την προσυπογραφή και αναπαραγωγή κειμένων όπως το παρακάτω:
Σήμερα στη διαδήλωση, τα συνθήματα που κυριαρχούσαν ήταν υβριστικά. Κατά του Μητσοτάκη, κατά της κυβέρνησης, κατά της αστυνομίας και των δημοσιογράφων. Δεν είχαν πολιτικό υπόβαθρο, ήταν βγαλμένα από τα φασιστικά κιτάπια της Χρυσής Αυγής. Υβρεολόγιο – λόγος μίσους. Μία ετεροχρονισμένη Βαϊμάρη με smart phones και apps.
Αυτό το αυγό του φιδιού επωάζεται εδώ και καιρό – είναι μαύρο κι απολιτικό, κενό περιεχομένου κι απολύτως σκοτεινό. Το κλώθουν οι φρικώδεις γενικεύσεις των… κωμικών και λοιπών κουτσομπολίστικων περσόνων της τηλεόρασης, που ανακάλυψαν τη λαϊκή οργή εν μέσω ανέκδοτων 3ης δημοτικού και κουτσομπολιών για έρωτες. Τον φουντώνει ο λαϊκισμός πολιτικών στελεχών πρώτης γραμμής, που δεν μπορούν να συγκρατήσουν την αψάδα τους. Το τρέφει ο χυδαίος λόγος στα social media, όπου αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι εχθρός.
Καταρχάς, η ανάρτηση αυτή, όπως είναι προφανές, αποτελεί τον ορισμό της επιτελεστικής αντίφασης: κατ’ εφαρμογή του λεγόμενου «νόμου του Μέφρυ», κάνει η ίδια ακριβώς αυτά τα οποία καταγγέλλει. Είναι ένας λόγος διχαστικός, με πολλά μειωτικά επίθετα αλλά χωρίς κανένα επιχείρημα, ο οποίος επιπλέον εκπέμπεται και αυτός από ένα social medium και για να διαβαστεί χρειάζεται smart phones και apps.
Η πολιτική σκέψη τώρα του κειμένου αυτού είναι επιπέδου δευτέρας δημοτικού. Τι είδους φιλοσοφία διδάσκει –ή μάλλον, έχει διδαχθεί- η κυρία αυτή και δεν έχει ακούσει ποτέ ότι αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής, αν όχι ο ίδιος ο ορισμός της, είναι να υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι να είναι κατά της κυβέρνησης; (όπως και κατά της αστυνομίας); Δηλαδή κατ’ αυτήν πολιτική κάνει μόνο όποιος είναι υπέρ της κυβέρνησης και της αστυνομίας; Ούτε ο Τόμας Χομπς δεν το έλεγε αυτό.
Αν αυτό που εννοεί είναι ότι ναι μεν ανέχεται να είναι κανείς κατά της κυβέρνησης, αλλά αυτό που καθιστά την αντίθεση αυτή «χωρίς κανένα πολιτικό υπόβαθρο» είναι … οι ύβρεις, τότε θα καγχάσει και το παρδαλό κατσίκι. Πρώτα απ’ όλα επειδή το τι συνιστά «ύβριν» είναι κάτι το οποίο, όπως θα έπρεπε να ξέρει όποιος έχει στοιχειώδη επαφή με τη φιλοσοφία, κυμαίνεται ανά τόπους, ανθρώπους και εποχές. Για παράδειγμα, για πολλούς –και, αυτό που έχει σημασία, για τους συγγενείς των θυμάτων του συμβάντος στα Τέμπη-, η έκφραση του αγαπημένου της κας Βάνας πρωθυπουργού ότι ο αναίτιος θάνατός τους συνιστά «θυσία» που μπορεί να οδηγήσει στο … να μην σημειώνονται αναίτιοι θάνατοι στα τρένα, συνιστά ύβρη πολύ χειρότερη από το να φωνάξεις «γαμιέσαι Μητσοτάκη» –μια έκφραση που ο καθένας μας ακούει και ενδεχομένως λέει κάθε μέρα. Σε ποιον ιδεατό κόσμο αγγέλων ζούσε τόσα χρόνια η κα πρόεδρος και δεν είχε ακούσει ποτέ ότι οι πολίτες ενίοτε βρίζουν τους πολιτικούς, και ιδίως όταν θεωρούν –όχι αδίκως- ότι η πολιτική τους επιφέρει θανάτους και δυστυχία που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί;
Τώρα, για τις ύβρεις κατά των δημοσιογράφων, αν θεωρεί η κα πρόεδρος ότι ανήκουν στα κιτάπια της Χρυσής Αυγής, ίσως είναι καιρός να καταγγείλει για χρυσαυγίτη τον ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Ολυμπιακός, και κουμπάρο του υβριζόμενου πρωθυπουργού, ο οποίος τις ίδιες μέρες, τελείως απρόκλητα και χωρίς να τον ρωτήσει κανείς, δημοσίως αποκάλεσε συλλήβδην όλους τους δημοσιογράφους –και τους εικονολήπτες- «σκατά». Κάποιοι δε απ’ αυτούς δεν αποκλείεται να ήταν και υπάλληλοί του.
Ομοίως, το να θεωρεί κανείς ότι οι … γενικεύσεις των κωμικών (!) έχουν οποιαδήποτε σχέση με «τα φασιστικά κιτάπια της Χρυσής Αυγής» και ότι … «κλώθουν» το «αυγό του φιδιού» [sic – άραγε κλώθονται τα αυγά;], είναι πραγματικά κωμικό.
Τι άλλο μπορούν να κάνουν οι κωμικοί, παρά γενικεύσεις; Γνωρίζει άραγε η κα Βάνα καμία κωμωδία στην οποία ο συγγραφέας να προβαίνει σε εκτενή και εμπεριστατωμένη αμερόληπτη ανάλυση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης; Προφανώς και η κωμωδία βασίζεται στο στοιχείο της υπερβολής και της απλούστευσης για να βγάλει γέλιο. Πρώτη φορά το ακούει αυτό η κα πρόεδρος; Δεν έχει διαβάσει –ή δει στο θέατρο, ή ακούσει σε δίσκο- τους Αχαρνής του Αριστοφάνη, όπου υπάρχει μία όσο δεν παίρνει άλλο γενικευτική και απλουστευτική καρικατούρα του Ευριπίδη, ή και τις άλλες κωμωδίες του όπου σατιρίζονται ανελέητα υπαρκτά πολιτικά πρόσωπα της εποχής; Δεν έχει πάει ποτέ σε επιθεώρηση; Μήπως όλα αυτά τα έργα έκλωσαν κανένα αυγό και κανένα φίδι;
Όποιος σκανδαλίζεται με την … αψάδα (!) της πολιτικής και τον «λαϊκισμό» των στελεχών της, ίσως θα ήταν καλύτερα να μην ασχολείται με την πολιτική. Διότι θα υποφέρει χωρίς λόγο και θα σκανδαλίζεται διαρκώς. Όπως μας έχουν δείξει πειστικά εδώ και χρόνια διάφοροι συνάδελφοι της κας προέδρου, ο λαϊκισμός κατά μία έννοια είναι συνώνυμος με την νεωτερική πολιτική.
Γενικά, ο πολιτικός λόγος του μηνύματος αυτού είναι … από πού να τον πιάσεις και πού να τον αφήσεις. Θα σχολιάσω μόνο ένα τελευταίο σημείο: σε αυτό χρησιμοποιείται η έκφραση «μία Βαϊμάρη» ως συνώνυμο μιας κατάστασης βίας, χυδαιότητας και μίσους. Η χρήση αυτή είναι αξιοπερίεργη, ιδιαίτερα σπάνια –προσωπικά δεν θυμάμαι να την έχω ξανασυναντήσει- και, καθόσον μπορώ να κρίνω, άκυρη και ανιστόρητη. «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» ιστορικά επικράτησε να αποκαλείται το πολιτικό καθεστώς που είχε η Γερμανία το διάστημα 1919-33. Μετά το 33 ξέρουμε όλοι ποιο καθεστώς επικράτησε: ο ναζισμός. Ωστόσο, ο ναζισμός επικράτησε, ακριβώς, ανατρέποντας τη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Για να την ανατρέψει, φυσικά εκκολάφθηκε στο εσωτερικό της. Δεν ταυτίζεται όμως με αυτήν!
Στα ελληνικά πανεπιστήμια, λοιπόν, ευδοκιμούν διάφορες μετριότητες, οι οποίες αρνούνται να κριθούν, εχθρεύονται το κοινωνικό σύνολο και εκπέμπουν έναν λόγο μίσους προς τη δημοκρατία. Τι τις έχει αποθρασύνει τόσο; Προφανώς η στήριξη που απολαμβάνουν από το ελληνικό κράτος, το ρηχό, το βαθύ και όποιο άλλο υπάρχει, με επικεφαλής το προϊόν της άλλης μεγάλης παθογένειας του κράτους αυτού η οποία λέγεται οικογενειοκρατία. Και χάρη στην οποία βρέθηκε στη θέση που βρέθηκε ο συνειδητός ψεύτης και δολοφόνος υπουργός που έστειλε στο θάνατο 57 άτομα για να μην χάσει κάτι πενταροδεκάρες ο ΟΣΕ –που τελικά με τα ψέματά του τις έχασε κι αυτές στο πολλαπλάσιο. Ο οποίος υπουργός δεν θα υπήρχε περίπτωση να βρεθεί σε αυτή τη θέση αν δεν τύχαινε να ανήκει σε ένα συγκεκριμένο σόι. Τόσο αυτός όσο και, κατά μείζονα λόγο, εκείνος που τον έβαλε εκεί.
Πράγματι λοιπόν, ο Μητσοτάκης έχει απόλυτο δίκιο να λέει ότι το ελληνικό βαθύ κράτος έχει πολλές παθογένειες και πρέπει να το ανατρέψουμε. Και πρώτη απ’ όλες τις παθογένειες είναι ο ίδιος.
Reblogged στις agelikifotinou.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!