του Άκη Γαβριηλίδη
Τώρα που το δεύτερο μακεδονικό ζήτημα, εκείνο των τελών του 20ού αιώνα, έχει οριστικά λυθεί τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο, τώρα που, σύμφωνα με την εύστοχη –αν και κάπως υπερβολική- διατύπωση της Εστίας, αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα «μακεδονική μειονότης με την βούλα της δικαιοσύνης», ίσως ήρθε η ώρα να κάνουμε έναν απολογισμό και να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε τι συνέπειες είχε για την ελληνική κοινωνία όλο αυτό το νταβαντούρι που κράτησε τριάντα χρόνια.
Η βασικότερη συνέπεια είναι φυσικά ότι επανανομιμοποίησε την άκρα δεξιά, η οποία για δεκαπέντε χρόνια ήταν κρυμμένη στο καβούκι της απαξιωμένη και γελοιοποιημένη μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η Χρυσή Αυγή δεν θα ήταν δυνατό να βρεθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή χωρίς την νέα μακεδονομαχία.
Μία άλλη όμως συνέπεια είναι ότι το φαινόμενο αυτό μας επέτρεψε να δούμε πόσο ο ρατσισμός, του οποίου η ΧΑ υπήρξε η πιο βίαιη και χυδαία έκφραση, έχει βαθιές ρίζες στην κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού –ενίοτε και στις μη κυρίαρχες ιδεολογίες.
Το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό είναι το κείμενο μιας «ανοιχτής επιστολής προς την Ε.Ο.Κ.» που είχαν υπογράψει τέτοιες μέρες πριν από 31 χρόνια, το 1992, έξι επιφανείς Έλληνες και Ελληνίδες, και που έμεινε γνωστή με την καταληκτική της φράση «Για μας η ψυχή μας είναι τo όνομά μας».
Το κείμενο κυκλοφορεί ευρύτατα στο διαδίκτυο. Όποιος μπει στον κόπο να διαβάσει όσα προηγούνται αυτής της συγκινησιακής κατακλείδας, αποστασιοποιημένος λίγο από τη φόρτιση εκείνων των ημερών, εάν είναι στοιχειωδώς έντιμος δεν θα μπορέσει να μην παρατηρήσει μία εμμονή των συντακτών με την καθαρότητα των πληθυσμών και την σαφήνεια της εθνοτικής τους καταγωγής.
Για παράδειγμα: οι συντάκτες κρίνουν χρήσιμο να επισημάνουν προς «την Ε.Ο.Κ.» ότι οι κάτοικοι του νέου κράτους «διαφέρουν εθνολογικά (είναι Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι) από τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας».
Η επισήμανση αυτή δεν φαίνεται να έχει κάποιο λόγο ύπαρξης ή κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα στην –όποια- επιχειρηματολογία του κειμένου. Παραθέτω ολόκληρη την πρόταση/ παράγραφο στην οποία απαντά:
Διότι αυτό το νέο κράτος με το όνομα “Μακεδονία”, καθώς δεν καλύπτει το σύνολο αλλά μέρος μόνο του εθνικού γεωγραφικού χώρου τον οποίο υποδηλώνει το όνομά του, θα τείνει, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά, να λειτουργεί ως “εθνικό κέντρο”, πράγμα που συνεπάγεται “δυνάμει” εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος γειτονικών κρατών, καλλιεργώντας έτσι τον αλυτρωτισμό των κατοίκων του, παρά το ότι αυτοί διαφέρουν εθνολογικά (είναι Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι) από τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας.
Γιατί άραγε «παρά το ότι»; Τι αντιδιαστέλλει αυτή η αντιδιαστολή; Το ενδεχόμενο οι κάτοικοι ενός κράτους να έχουν την Χ, Ψ, Ζ εθνοτική καταγωγή από μόνο του ούτε ευνοεί, ούτε αποκλείει τον αλυτρωτισμό. Γενικώς η εθνοτική καταγωγή δεν μπορεί να συνδέεται αιτιωδώς με οποιαδήποτε πολιτική επιλογή ή κοινωνικό χαρακτηριστικό. Παρεκτός στο πλαίσιο μιας φυλετικής ουσιοκρατίας.
Υπάρχει βέβαια και μία ακόμη πιο δυσοίωνη ερμηνεία για αυτή την εκ πρώτης όψεως αδικαιολόγητη αναφορά στην εθνοτική καταγωγή των κατοίκων της νυν Β. Μακεδονίας. Αυτή προκύπτει άμα συνδυάσουμε την αναφορά αυτή με τον υπαινιγμό που βρίσκουμε στην προτελευταία παράγραφο της επιστολής, ότι αν ένα τέτοιο κράτος αναγνωριστεί, τότε «θα πρόκειται για απειλή και για την Ευρώπη». Εάν λοιπόν αυτή η «Ευρώπη» (νοούμενη ως ένα κλαμπ λευκών χριστιανών) έχει απέναντί της Σλάβους, Αλβανούς, Τούρκους και λοιπές κατώτερες, μη άρειες φυλές, τότε ίσως είναι πιο πιθανό να πειστεί ότι η απειλή αυτή είναι υπαρκτή και δεν ανάγεται στην μανία καταδίωξης των κάτωθι υπογραφομένων.
Σε αντιδιαστολή ακριβώς με αυτές τις ανάμικτες κατώτερες φυλές, η επιστολή υπογραμμίζει σε δύο σημεία την εθνική καθαρότητα των Ελλήνων:
η ελληνική Μακεδονία, ως περιοχή της βόρειας Ελλάδας, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, κατοικούμενη από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό …
Ακόμη μια φορά παρακάτω, για όποιον δεν το εμπέδωσε:
της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που κατοικείται 100% από Έλληνες …
Ο λόγος όμως της επιστολής προαναγγέλλει τη Χρυσή Αυγή και για έναν άλλο λόγο: όχι μόνο για το ρατσισμό, αλλά και για τον λεκτικό τραμπουκισμό της και τις απειλές που εκτοξεύει.
Ο ελληνικός λαός -αυτό το έδειξαν και οι 1.000.000 διαδηλωτές που ξεχείλισαν τους δρόμους της μακεδονικής μας πρωτεύουσας, της Θεσσαλονίκης, στις 14 Φεβρουαρίου- δεν ξέρουμε κατά πόσο θα μπορέσει να παραμείνει απαθής μπροστά σ’ αυτή την απειλή κατά της εδαφικής του υπόστασης …
Παρακάμπτοντας την σόλοικη, για νομικούς και ιστορικούς επιστήμονες, έκφραση «η εδαφική υπόσταση ενός λαού», ας σημειώσουμε πάντως ότι αυτό που δήλωναν, προφανώς ρητορικά, ότι «δεν ήξεραν» οι εν λόγω επιστήμονες το 1992, σήμερα εμείς το ξέρουμε: ο ελληνικός λαός, αλλά και το ελληνικό κράτος ή/ και παρακράτος, ή τουλάχιστον κάποιοι εκπρόσωποί του, πράγματι δεν έμειναν καθόλου απαθείς, αλλά συχνά βιαιοπράγησαν εναντίον αυτοκινήτων που έφεραν πινακίδες ΜΚ, επιτέθηκαν εναντίον Ελλήνων πολιτών –και της περιουσίας τους- τους οποίους θεωρούσαν προδότες της ελληνικότητας της Μακεδονίας, και έλαβαν ποικίλα διοικητικά και άλλα μέτρα αποκλεισμού και στέρησης των δικαιωμάτων τους, μέχρι να βρεθεί επιτέλους μία πρωτοδίκης Φλώρινας που να σταθεί στο ύψος της αποστολής της.
Ιδιαιτέρως θλιβερό βρίσκω το γεγονός ότι δύο από τους έξι ήταν συνταγματολόγοι, και μάλιστα οι δύο πλέον διαπρεπείς και προοδευτικοί συνταγματολόγοι της εποχής εκείνης· ο ένας προσέκειτο στο τότε ΚΚΕ Εσωτερικού, ενώ ο άλλος είχε διατελέσει εισηγητής όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης –Ένωσης Κέντρου, ΠΑΣΟΚ και Ενωμένης Αριστεράς- κατά τη συζήτηση και ψήφιση του ελληνικού συντάγματος του 1975 από την αναθεωρητική βουλή. Αυτοί οι δύο, λοιπόν, τσαλαπατώντας τόσο την επιστημονική όσο και την πολιτική τους αξιοπρέπεια, έβαλαν την υπογραφή τους κάτω από τον εξής πρωτοφανή ισχυρισμό:
Η χρήση της ονομασίας “Μακεδονία” από ένα αναβαθμισμένο σε ανεξάρτητο πλέον κράτος των Σκοπίων συνιστά απροκάλυπτη αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων, μια αμφισβήτηση που δεν εκτοπίζεται και δεν εξουδετερώνεται ούτε με διεθνή σύμφωνα ούτε με συνταγματικές διατάξεις.
Δε φτάνει δηλαδή που εδώ ξέχασαν όσα δίδασκαν στα αμφιθέατρα –και εκτός αυτών-, δε φτάνει που κατάπιαν αμάσητη, και ξανάβγαλαν ως εμετό, την κυρίαρχη τότε και τώρα τελεολογική αντίληψη της ιστορίας και της πολιτικής, δηλαδή την ανιστόρητη, βουλησιαρχική και ιδεαλιστική θεωρία ότι η φύση ενός κράτους συνάγεται από το σκοπό τον οποίο (φανταζόμαστε ότι) επιδίωκαν οι ιδρυτές του[1], ακόμη και αν οι ιδρυτές αυτοί έχουν πλέον εκλείψει τόσο ως βιολογικά όσο και ως πολιτικά υποκείμενα. Επιπλέον, οι δύο συνταγματολόγοι μας διαβεβαιώνουν ότι ο ενδόμυχος αυτός σκοπός είναι μία μοίρα, ένα ανεξάλειπτο ψυχικό στίγμα που μεταβιβάζεται διαγενεακά, ανεπηρέαστο από την ιστορία και από τις αλλαγές πολιτικών και κοινωνικών καθεστώτων!
Η αμφισβήτηση των συνόρων, μας λένε, δεν εκτοπίζεται και δεν εξουδετερώνεται ούτε με διεθνή σύμφωνα ούτε με συνταγματικές διατάξεις.
Γιατί άραγε;
Προφανώς διότι οι Σλάβοι, οι Τουρκαλβανοί και λοιποί άπιστοι δεν έχουν μπέσα: ακόμη και αν υπογράψουν κάτι, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα το τηρήσουν.
Τότε λοιπόν με τι εκτοπίζεται και εξουδετερώνεται η απειλή;
Προφανώς με πόλεμο.
Αλλά ούτε και ο πόλεμος συνιστά σίγουρη λύση. Διότι και πόλεμος να γίνει, κάποτε θα τελειώσει, και μετά τη λήξη του πάλι θα πρέπει να υπογραφούν διεθνή σύμφωνα και να θεσπιστούν συνταγματικές διατάξεις. Αυτά όμως, όπως είδαμε, είναι ανεπαρκή. Για να εκλείψει η απειλή, μάλλον η πιο σίγουρη λύση θα ήταν να μαζέψουμε όλους αυτούς τους ξεροκέφαλους αλυτρωτιστές σε κανένα στρατόπεδο και να τους εξοντώσουμε βιολογικά, αφού τα μυαλά τους δεν αλλάζουν –μένουν ίδια βρέξει χιονίσει, άλλο δεν σκέφτονται παρά πώς να επιβουλευτούν την Ελλάδα και την «εδαφική της υπόσταση».
Εάν κανείς θεωρεί υπερβολικό αυτό το συμπέρασμα, ας προτείνει μια εναλλακτική ερμηνεία. Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η απόρριψη των μέσων του διεθνούς και του εσωτερικού δικαίου;
Ευτυχώς, οι «Ευρωπαίοι εταίροι», και όλη η υφήλιος, έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τους αξιοθρήνητους αυτούς ισχυρισμούς –αν υποθέσουμε ότι ασχολήθηκαν ποτέ με αυτούς.
Η επίδρασή τους βέβαια στο εσωτερικό της Ελλάδας υπήρξε σημαντική –και ολέθρια- όλα αυτά τα χρόνια. Επίσης ευτυχώς, όμως, τίποτε δεν κρατάει για πάντα· έτσι, ούτε και αυτό κράτησε.
[1] Στην εισαγωγική της παράγραφο, η επιστολή διαβεβαιώνει ότι η «ίδρυση (…) ενός ομόσπονδου κρατιδίου υπό το όνομα ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’ [είχε ως] αποκλειστικό στόχο, τότε και τώρα (υπογραμμίζω εγώ), την αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων». Και μάλιστα, λαμβάνει ως δεδομένο ότι το γεγονός αυτό «είναι ασφαλώς γνωστό» στους αποδέκτες της επιστολής.
Φοβάμαι ότι δεν έχει λυθεί ακόμα οριστικά. Το ζήτημα θα φτάσει λογικά στον Άρειο Πάγο – ήδη παρενέβη ο Ντογιάκος. Έχοντας υπ’όψιν το αντιδραστικό και αντισυνταγματικό παρελθόν του εν λόγω θεσμού, η απόφαση του Ειρηνοδικείου Φλωρίνης μάλλον θα ανατραπεί. Πάντως σίγουρα πρόκειται για θετική εξέλιξη, ένα μικρό βήμα πιο κοντά στην αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μακεδονικής μειονότητας από το ελληνικό κράτος.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Τι ακριβώς έκανε ο Ντογιάκος; Ψάχνω στο Γκουγκλ αλλά μου βγάζει μόνο ειδήσεις για την ανακοπή που είχε ήδη ασκηθεί και η οποία εκδικάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ναι γκάφα μου, την μπέρδεψα με την πρώτη του παρέμβαση. Σήμερα είχαμε πάντως την αντίδραση της Θάνου. Πολύ εχθρική στάση, αλλά δεν εκπλήσσομαι – είχε μουτρώσει και με την πρώτη απόφαση.
https://www.ieidiseis.gr/ellada/190432/i-akatanoiti-apofasi-tis-protodiki-florinas-gia-to-somateio-kentro-makedonikis-glossas-stin-ellada
Μου αρέσει!Μου αρέσει!