του Άκη Γαβριηλίδη
Στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα», υπάρχει ένας μονόλογος που εκφωνεί ο οδηγός ταξί, τον οποίο υποδύεται ο Θανάσης Βέγγος, απευθυνόμενος προς τον πρωταγωνιστή Χάρβεϊ Καϊτέλ –ή πάντως παρουσία του τελευταίου, ο οποίος τον ακούει αλλά δεν λέει τίποτε. Τα λόγια αυτά φαίνεται ότι έχουν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στους θεατές –άλλωστε, αυτό φαίνεται να αποτελούσε επιδίωξη του σκηνοθέτη, ο οποίος «υπογραμμίζει» οπτικά τη σκηνή και εφιστά την προσοχή του θεατή σε αυτήν.
Το κείμενο του μονολόγου συνίσταται στις παρακάτω φράσεις, οι οποίες εκφωνούνται με παύσεις αρκετών δευτερολέπτων ενδιαμέσως (στα σημεία όπου αλλάζει παράγραφος):
Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα… και πεθαίνουμε…
(πιο φορτισμένα) Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα! Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.
(πλησιάζει στον γκρεμό στην άκρη του δρόμου)
Μωρή φύσηηη! Μόνη σου είσαι; Μόνος μου είμαι κι εγώ… πάρε ένα μπισκότοοο! (και πετάει πράγματι ένα μπισκότο στον αέρα).
Τη σκηνή αυτή την έχουν αναπαράγει πολλοί στον κυβερνοχώρο, οπτικά ή/ και γραπτά, με ανεπιφύλακτα θετικά έως εξυμνητικά σχόλια. Κανείς όμως δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει γιατί του έκανε εντύπωση και τι νόημα συνήγαγε από αυτό.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το δημοσίευμα με τίτλο «‘Η Ελλάδα πεθαίνει!’: Η πιο συγκλονιστική σκηνή του Βέγγου δεν είναι κωμική».
Αν η σκηνή αυτή δεν είναι κωμική, τότε νομίζω ότι ο μόνος άλλος χαρακτηρισμός που της ταιριάζει είναι «γελοία». Δηλαδή κωμική παρά την θέλησή της.
Αναφέρομαι στο κείμενο, όχι στο οπτικό της μέρος. Το οποίο είναι μία πατάτα. Αναπαράγει χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες, τις οποίες δεν κάνει τίποτε, δεν τις πηγαίνει προς κάποια κατεύθυνση. Η σκηνή θα μπορούσε να λείπει χωρίς να βλάπτεται εξ αυτού η αφήγηση ή να γίνεται λιγότερο κατανοητή.
Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα τυπικό παράδειγμα σκηνής η οποία απλώς «είναι διάσημη λόγω της φήμης της». O θαυμασμός προς αυτήν δεν διαφέρει από εκείνον που εκφράζει ο «Αρτέμης», παιγμένος από τον Χάρρυ Κλυνν στην ταινία Αλαλούμ, ο οποίος αναφωνεί κάθε τόσο «πολύ νόημα!» ενώ παρακολουθεί μία (φανταστική) ταινία τέχνης, χωρίς ποτέ να εξηγεί ποιο είναι αυτό το νόημα.
Θα παραθέσω μόνο δύο σχετικά παραδείγματα.
Σε σχετική ανάρτηση του σάιτ «Ημεροδρόμος», διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι
Είναι δεκάδες οι σκηνές, στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Θανάσης Βέγγος, που παραμένουν αξέχαστες. Αυτή η σκηνή , στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το βλέμμα του Οδυσσέα», έχει το δικό της βάρος…
Η φράση αυτή είναι και η τελευταία του κειμένου. Έτσι, δεν μαθαίνουμε ποιο είναι αυτό το βάρος.
Μία άλλη σχετική αναφορά είναι λιγότερο λακωνική, αλλά περισσότερο ασυνάρτητη. Πρόκειται για άρθρο του κ. Θεόφιλου Πουταχίδη στο σάιτ Pontosnews, το οποίο έχει τίτλο «Πάρε ένα μπισκότο», αλλά ξεκινά με μία αναφορά στον … σεβασμιότατο μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο. Και το υπόλοιπο άρθρο άλλωστε ασχολείται κυρίως με κόντρες μεταξύ παπάδων. Κατά κάποιο σουρεαλιστικό τρόπο, μέσα στις κόντρες αυτές χώνει και τη σκηνή με τον Βέγγο, την οποία χαρακτηρίζει «υπέροχη». Ταυτόχρονα, παραδέχεται, εμμέσως, ότι «η φράση που εκστομίζεται δεν στέκει ούτε λεκτικά ούτε θεολογικά ούτε επιστημονικά ούτε λογικά», αλλά επιπλήττει προκαταβολικά όποιον θα είχε την πρόθεση να πει δημοσίως κάτι τέτοιο, διότι η φράση αυτή είναι «ποίηση»· όχι απλώς είναι, αλλά μπορεί να χρησιμεύσει ως ο ορισμός της ποίησης. Και η ποίηση, μας λέει ο συντάκτης, «δεν αντιμετωπίζεται με όρους συμβατικής λογικής». Ούτε όμως μας εξηγεί ποιο νόημα συνάγει εκείνος έστω με βάση την αντισυμβατική λογική. Ακολουθώντας μια πολύ διαδεδομένη πρακτική, χρησιμοποιεί τη λέξη «ποίηση» ως ένα άσυλο της άγνοιας –ποίηση είναι αυτό για το οποίο δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να πούμε τίποτε. Τόσο μάλλον που ο ορισμός αυτός της ποίησης –σε συνδυασμό με μία φράση του Οδυσσέα Ελύτη- επιστρατεύεται για να δικαιολογήσει την αντίθεση του αρθρογράφου –και της «άδολης κι ακίνδυνης λαϊκής ευσέβειας» στα … εμβόλια κατά του κορονοϊού.
Το κέρασμα του μπισκότου στη «φύση» που «είναι μόνη» πραγματικά δεν ξέρω σε τι ακριβώς παραπέμπει. Δεν μου ανακαλεί απολύτως τίποτε, και μια αναζήτηση τις εξυμνητικές αναφορές στο διαδίκτυο δεν απέδωσε τίποτε. Τα προηγούμενα όμως είναι αρκετά εύκολο να αποδελτιωθούν: αυτό το λογύδριο έχει φυσικά ως πηγή του τις θρηνωδίες του Χρήστου Γιανναρά, με λίγη σάλτσα από Γιώργο Σεφέρη και Δημήτρη Δημητριάδη.
Από τους δύο τελευταίους, το κείμενο δανείζεται μάλλον επιφανειακά στοιχεία. Ειδικότερα, ο Βέγγος στη σκηνή αυτή επιτελεί το γνωστό κλισέ του «απλού ανθρώπου του λαού που όμως έχει μια βαθύτερη σοφία και βρίσκεται σε επαφή με τη φύση σε αντίθεση με τον υπερπολιτισμένο διανοούμενο της πόλης», με το οποίο ερωτοτρόπησε κατά καιρούς ο Σεφέρης, αλλά και όλη η γενιά του 30 –και οι επίγονοί της. Επίσης, η «σοφία» αυτή μιλάει για «πέτρες και μάρμαρα». Για να εκφραστεί, δε, δανείζεται επιλεκτικά τον λόγο του Πεθαίνω σα χώρα, τον οποίο όμως, κατ’ αντιστροφή όσων μας έλεγε ο Πόντιος ορθόδοξος χριστιανός, παίρνει απολύτως κυριολεκτικά και καθόλου ποιητικά. Π.χ. σε όσα λέει ο ταξιτζής, η χώρα η οποία πεθαίνει είναι αναντίρρητα η Ελλάδα, και ο λαός της, ενώ το πεζό του Δημητριάδη δεν περιέχει πουθενά τη λέξη αυτή· αναφέρει στοιχεία που παραπέμπουν στην Ελλάδα, αλλά και άλλα τα οποία αποκλείουν την ταύτιση αυτή, αφήνοντας μια μετέωρη αίσθηση. (Βέβαια, αρκετά χρόνια αργότερα ο ίδιος ο συγγραφέας δανείστηκε εξίσου επιφανειακά τον λόγο του δικού του έργου σε μια σειρά από κάπως υστερικά του κείμενα καταργώντας αυτή την αμφισημία, εξαλείφοντας τη διάκριση ανάμεσα στην πολιτική/ πολεμική μπροσούρα και τη λογοτεχνία. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα).
Αν παρακάμψουμε αυτά τα κατά βάση εξωτερικά στοιχεία, η ουσία της δήλωσης είναι μία προσυπογραφή στην ιδεολογία της τρισχιλιετούς συνεχούς ύπαρξης του ελληνισμού, αφενός, και ταυτόχρονα η έκφραση μίας πεσσιμιστικής διάγνωσης για επικείμενη διακοπή αυτής της συνέχειας. Με άλλα λόγια: ο ελληνισμός είναι ένα ζόμπι, η ύπαρξή του διαρκεί χιλιετίες, αλλά και δεν είναι ζόμπι, διότι ο θάνατός του είναι πιθανός –αν όχι βέβαιος. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, και όμως κάποτε πεθαίνει.
Από τη συγγραφή αυτού του σεναρίου έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια. Σε αυτά τα είκοσι χρόνια, είναι γεγονός ότι υπήρξαν κάποιες ιδιαίτερα δυσμενείς εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία. Ασφαλώς πολλοί άνθρωποι έφυγαν από τη ζωή. Άλλοι όμως ήρθαν. Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα ως τέτοια «πεθαίνει» δεν φαίνεται να έχει επιβεβαιωθεί ή να είναι πιθανό να επιβεβαιωθεί, ούτε με την κυριολεξία του όρου –και ποια θα ήταν αυτή άραγε, εδώ που τα λέμε;- ούτε με κάποια μεταφορική έννοια ή με βάση κάποια μη συμβατική λογική. Γενικώς δεν είναι πολύ καλή ιδέα, ούτε και πολύ αντισυμβατικό, να μιλάμε για κράτη με ανθρωπομορφικούς/ βιολογίζοντες όρους.
Αφού είναι έτσι, τότε γιατί μια τέτοια καταστροφολογική προφητεία εισπράττεται ως βαθιά σοφία και γοητεύει τόσο πολύ; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί εδώ. Δεν ξέρω αν μπορεί να απαντηθεί οπουδήποτε.
Θα ήθελα αυτή η ποίηση του τίποτα να πεθάνει μαζί με τα ζόμπι μυαλά της εθνικής μιζέριας. Το σύνδρομο της κεκρόπορτας να σβήσει μαζί με τους ποιητές του. Όμως, η εθνικόφρων παιδεία και ο δημόσιος λόγος μας, δεν αφήνουν χώρο για καμία αισιοδοξία.
Reblogged στις agelikifotinou.