του Άκη Γαβριηλίδη
Ο Προκόπης Παυλόπουλος υπήρξε ένας καλός δικονομολόγος. Επίσης, υπήρξε λίγο-πολύ πετυχημένος πρόεδρος της δημοκρατίας. (Ίσως πει κανείς ότι το καθήκον αυτό δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, αλλά αν το δούμε ιστορικά και όχι αφηρημένα θα διαπιστώσουμε ότι είναι δυνατό να αποτύχει κανείς και σε αυτό). Πάντως ποτέ δεν υπήρξε γλωσσολόγος, ούτε μαθηματικός. Ούτε επιστημολόγος.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η επιλογή της Ακαδημίας Αθηνών να τον καλέσει να εκφωνήσει ομιλία με θέμα την «συμβολή της ελληνικής γλώσσας στην εξέλιξη της επιστήμης των μαθηματικών» είναι άκυρη. Ήδη το ερώτημα είναι αντιεπιστημονικό· δεν ανήκει σε καμία επιστήμη –ούτε στη φιλοσοφία- να το απαντήσει.
Όπως ήταν λοιπόν αναμενόμενο, η «απάντηση» που (δεν) δίνει ο κ. δικονομολόγος είναι ένα γνωστό τσαλαβούτημα σε διάφορους απίθανους λογικούς ακροβατισμούς και σε ένα ακατάσχετο name dropping διάφορων «αρχαίων» προς εντυπωσιασμό.
Έχω υπόψη μου μία σύνοψη της ομιλίας όπως δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή». (Με τα ίδια λόγια δημοσιεύτηκε και σε άλλα έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα, οπότε θα πρέπει να δεχθούμε την αυθεντικότητά της). Σε αυτήν, αναφέρεται ότι «προφανώς» (ο όρος αυτός, και άλλοι ανάλογοι, δίνουν και παίρνουν, χωρίς να επιτελούν κανέναν ουσιαστικό ρόλο παρά μόνο αυτοδιαφημιστικό) «κάτι υπήρχε ειδικώς στην γλωσσική υφή της Ελληνικής Γλώσσας» (με κεφαλαία στο πρωτότυπο) που «αποδείχθηκε πρόσφορο για την σχέση (…) μεταξύ αυτής και των Μαθηματικών».
Παρενθετικά: η έκφραση «γλωσσική υφή» δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, εάν δε αυτή αποδίδεται στην «ελληνική γλώσσα» τότε ρέπουμε προς τον πλεονασμό –σαν να λέμε «πορτοκαλάδα από πορτοκάλια». Η «υφή» μιας γλώσσας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, προφανώς γλωσσική θα είναι –τι άλλο;
Εν πάση περιπτώσει, η γλωσσική αυτή «υφή» που ευνόησε τα μαθηματικά συνίσταται κατά τον δικονομολόγο σε δύο στοιχεία:
α) στην ύπαρξη του οριστικού άρθρου, κάτι ανύπαρκτο π.χ. στην λατινική γλώσσα. Το οριστικό άρθρο εξελίχθηκε στην μεθομηρική Ελληνική Γλώσσα από την αντωνυμική χρήση του «ο, η, το». Το άρθρο, προτασσόμενο σε συγκεκριμένες γραμματικές δομές της γλώσσας, δημιουργεί «αφηρημένη έκφραση». Και αυτή, στην χρονική συνέχεια, οδηγεί στο «αφηρημένο ουσιαστικό». Το δε «αφηρημένο» είναι, εξ ορισμού και εκ φύσεως, η βάση του σχηματισμού λογικών προτάσεων και συλλογισμών, ένα στοιχείο σύμφυτο με την ανάπτυξη της Μαθηματικής Σκέψης.
???!!
Πάντως η παρουσία του οριστικού άρθρου στα (νέα) ελληνικά δεν φαίνεται να βοήθησε ιδιαίτερα τον συντάκτη του παραπάνω κειμένου να σχηματίσει λογικές προτάσεις και συλλογισμούς. Αυτά που λέει εδώ είναι πραγματικά άρες μάρες κουκουνάρες.
Το οριστικό άρθρο δημιουργεί αφηρημένη έκφραση;
Πώς αυτό;
Δηλαδή: στα λατινικά δεν υπάρχει οριστικό άρθρο, οπότε λέμε π.χ. cives. Στα ελληνικά υπάρχει, οπότε λέμε –αν θέλουμε- «ο πολίτης». Και λοιπόν; Αν κάποιο εκ των δύο είναι πιο «αφηρημένο», αυτό είναι φυσικά το πρώτο, όχι το δεύτερο.
Ας δούμε όμως ποιο είναι το δεύτερο στοιχείο της «γλωσσικής υφής». Αυτό είναι η
«ακατάσχετη» και «καθολική» ροπή προς την κατεύθυνση της εύρεσης της «ατομικής μονάδας» σε κάθε χώρο του επιστητού. Είναι η ροπή που «απομόνωσε», στον εκφερόμενο και ακουόμενο λόγο, τον «φθόγγο», ως την έσχατη ατομική και αδιαίρετη ακουστική μονάδα, που υπήρξε η βάση του μετασχηματισμού του φοινικικού αλφαβήτου σ’ Ελληνικό. Και είναι αυτή η ροπή η οποία «απομόνωσε», με την μέθοδο ιδίως του Δημοκρίτου, το άτομο, αναδεικνύοντάς το ως την έσχατη, άτμητη και αδιαίρετη, μονάδα της ύλης.
Με συγχωρείτε πάρα πολύ. Αυτά είναι παπατζηλίκια.
Ή μάλλον, ορθότερα, δίνουν την εντύπωση ενός ανθρώπου που ρίχνει πασιέντζες, ενός λόγου που γυρίζει σε κύκλους χωρίς να μεταβαίνει πουθενά. Παραβλέποντας την πληθωρική, «ακατάσχετη» χρήση των εισαγωγικών χωρίς κανένα λόγο, και τις υπόλοιπες φλυαρίες, παραβλέποντας και ότι η «ροπή προς την εύρεση ατομικής μονάδας» δεν είναι γλωσσικό αλλά γνωσιολογικό στοιχείο, διαπιστώνουμε ότι η «γλωσσική υφή» που μας υποσχέθηκαν έγκειται στο εξής: ότι η ελληνική γλώσσα α) έχει τρόπους να εκφράσει το γενικό και αφηρημένο, β) έχει τρόπους να εκφράσει το ατομικό και συγκεκριμένο. (Επιπλέον, οι τρόποι αυτοί αναφέρονται ανάκατα, άλλοι εδώ και άλλοι εκεί· κάναμε εδώ τη χάρη στον Προκόπη να συμμαζέψουμε το επιχείρημά του).
Συμμαζεύοντάς το, όμως, διαπιστώνουμε ότι λέει απλώς μία μεγαλοπρεπή ταυτολογία. Η «γλωσσική υφή» που προκύπτει έτσι είναι μία υφή που δεν αφορά μόνο την ελληνική γλώσσα: όλες ανεξαιρέτως οι γλώσσες του κόσμου έχουν στοιχεία που να εκφράζουν το αφηρημένο και το συγκεκριμένο.
Η κατάρτιση λογικών συνεπαγωγών και η επίλυση προβλημάτων δεν έχει καμία αναγκαία σχέση με κάποια συγκεκριμένη γλώσσα. Η θεωρία περί του αντιθέτου είναι ανορθολογική και μυστικιστική. Ιστορικά, υπήρξαν άνθρωποι που μιλούσαν ελληνικά και δεν ήταν μαθηματικοί, όπως και άνθρωποι που δεν μιλούσαν ελληνικά και ήταν. Οι επιστήμες, και μεταξύ αυτών τα μαθηματικά περισσότερο απ’ όλες, είναι η γλώσσα του αφηρημένου και του καθολικού. Η γλώσσα στην οποία είναι συνταγμένες οι προτάσεις τους είναι ένα στοιχείο ενδεχομενικό, άρα αδιάφορο.
Στην ιστορία της σκέψης, υπήρξε ένας στοχαστής που έγραψε τη φιλοσοφία του more geometrico: κατά γεωμετρικό τρόπο, ακολουθώντας ρητά και διακηρυγμένα το πρότυπο της ευκλείδειας γεωμετρίας (αξιώματα, θεωρήματα, αποδείξεις κ.λπ.). Ο άνθρωπος αυτός δεν γνώριζε ελληνικά και αντιπαθούσε την ελληνική φιλοσοφία. Μητρική του γλώσσα ήταν τα πορτογαλικά, μιλούσε επίσης ολλανδικά και έγραψε στα λατινικά. Ούτε η … απουσία οριστικού άρθρου, ούτε άλλο στοιχείο της «γλωσσικής υφής» των λατινικών ή των υπολοίπων γλωσσών τον εμπόδισε να σκεφτεί και να γράψει όσα έγραψε. Εάν αυτά που λέει ο Παυλόπουλος πρέπει να τα πάρουμε στα σοβαρά, η ύπαρξη της Ηθικής του Σπινόζα –και μαζί με αυτήν, η ύπαρξη της νεότερης επιστήμης και σκέψης στο σύνολό της- θα ήταν ανεξήγητη. Ή, αλλιώς, θα έπρεπε να αρχίσουμε να ψάχνουμε κάθε φορά την «γλωσσική υφή» της αραβικής, της κινεζικής, της λατινικής, της γαλλικής, της γερμανικής, της σουηδικής ή της εκάστοτε γλώσσας στην οποία γράφτηκαν κατά καιρούς διάφορα επιστημονικά βιβλία, ώστε να εξηγήσουμε πώς έγινε δυνατό να γεννηθεί και να αναπτυχθεί η αντίστοιχη επιστήμη.
Εάν υπάρχει κάποιος αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ της ελληνικής γλώσσας και των μαθηματικών, η απουσία της μιας θα έπρεπε να συνεπάγεται την απουσία –ή την ατελή, προβληματική, υποτυπώδη- παρουσία των δεύτερων. Αυτό σημαίνει αναγκαία σχέση. Αλλιώς λέμε λόγια του αέρα.
Νομίζω άλλωστε ότι αυτό ακριβώς κάνουν τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, και αυτό αναμένεται από αυτά να κάνουν. Στην Ακαδημία αυτή παρελαύνουν διάφοροι ως επί το πλείστον λευκοί ηλικιωμένοι άνδρες και εκφωνούν λόγους οι οποίοι, αν γράφονταν σε κείμενο, δεν θα ήταν άξιοι να περάσουν ούτε έξω απ’ την πόρτα κάποιου σοβαρού επιστημονικού περιοδικού με ομότιμη αξιολόγηση· το πολύ πολύ θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον συντάκτη τους έναν καλό βαθμό στην έκθεση των πανελληνίων. Και αυτό μόνο και μόνο λόγω μιας συγκεκριμένης προσέγγισης που διέπει την οργάνωση και τη βαθμολόγηση του μαθήματος αυτού. Ο σκοπός των λεγομένων αυτών δεν είναι φυσικά επιστημονικός, αλλά είναι καθαρά τελετουργικός, αρχαιολατρικός και αυτοεπαινετικός. Κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά όσα λέγονται, και αυτή η «υφή» των σχετικών λόγων έχει άμεση και αναγκαία σχέση με την παντελή και διαρκή απαξίωση του ιδρύματος αυτού.