Μουσική,Φύλο

Ο Μότσαρτ ήταν γυναίκα

της Αλιέττ ντε Λαλέ

Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι ξέρει να αναφέρει έστω και μία συνθέτρια; Γνωρίζετε … την Κασσιανή εκ Κωνσταντινουπόλεως, μία από τις πρώτες στην ιστορία; Την περίλαμπρη Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν, γυναίκα εξουσίας και πρωτοπόρο της μεσαιωνικής μουσικής; Ή την Ελιζαμπέτ Ζακέ ντε Λα Γκερρ, προστατευομένη του Λουδοβίκου του 14ου και ιδιοφυή τσεμπαλίστα; Άλλες, όπως η Κλάρα Σούμανν, η Φάννυ Μέντελσον ή η Άλμα Μάλερ, είδαν το ταλέντο τους και το όνομά τους να μένει στη σκιά ενός μεγάλου ανδρός.

Συνθέτριες, οργανοπαίκτριες, διευθύντριες ορχήστρας, ιδρύτριες μουσικών συνόλων … πολλές είναι εκείνες που αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από την επιτυχία. Ωστόσο, η κλασική μουσική τούς οφείλει πολλά. Μήπως να ξαναγράφαμε την ιστορία;

Όχι, ο Μότσαρτ δεν ήταν γυναίκα. Αλλά ο συγκεκριμένος συνθέτης ενσαρκώνει την πιο διαδεδομένη εικόνα της κλασικής μουσικής, δηλαδή έναν λευκό άνδρα με περούκα μπροστά στα πλήκτρα του, ένα παιδί θαύμα, μια κάπως τρελούτσικη μεγαλοφυία, έναν δημιουργό άχρονων αριστουργημάτων … Κι ωστόσο, στη σκιά του ζούσε μια γυναίκα: η Μαρία Άννα Μότσαρτ, η οποία ήταν εξίσου λαμπρή μουσικός όσο και ο αδελφός της, αλλά εγκατέλειψε τον κόσμο της μουσικής για να αφοσιωθεί στο γάμο της. Κανείς δεν θυμάται σήμερα το όνομά της. Ακόμα και στον Αμαντέους του Μίλος Φόρμαν, ταινία που αναφέρεται στη ζωή του συνθέτη του Μαγεμένου Αυλού, η αδελφή του Μότσαρτ δεν υπάρχει. Σε αυτήν, το χαρισματικό παιδί παίζει μόνο του μπροστά στα πλήκτρα του, ενώ στην ιστορία, την πραγματική, η Μαρία Άννα Μότσαρτ βρισκόταν πάντα στο πλάι του. Και αυτή, όπως εκείνος, άκουγε ύμνους για τα μουσικά της ταλέντα, πριν εξαφανιστεί από τη σκηνή –αλλά επίσης από τα βιβλία, τις ταινίες και την ιστορία.

Στο όνομα «Μότσαρτ» αντιστοιχούσε και μία γυναίκα. Το ίδιο όπως και στα ονόματα Σούμανν, Μέντελσον, Μάλερ ή Μπαχ, άσχετα αν αυτά στο μυαλό μας συνδέονται μόνο με άντρες. Και, αν το καλοσκεφτούμε, όλο το σύμπαν της κλασικής μουσικής μάς προσφέρει μια εικόνα πολύ αρσενική. Άντρες συνθέτουν αριστουργήματα τα οποία ανθολογούνται σε δίσκους και καταλαμβάνουν την κεντρική θέση στους προγραμματισμούς των φεστιβάλ και των συναυλιών. Άντρες δημιούργησαν τις δέκα πιο πολυπαιγμένες όπερες παγκοσμίως. Ένας άντρας στέκεται όρθιος μπροστά στην ορχήστρα με μια μπαγκέτα στο χέρι. Ειδικοί μιλούν για την κλασική μουσική, την αποκρυπτογραφούν, την αναλύουν και γράφουν κριτικές. Ποια ιστορία λοιπόν αφηγούμαστε όταν μιλάμε για κλασική μουσική; Την αντρική.

Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ, να παραδεχτούμε ότι από πάντα την κλασική μουσική τη σκέφτηκαν και την δημιούργησαν οι άντρες και ότι είναι δική τους υπόθεση. Ασφαλώς, είναι πιο καθησυχαστικό να ακούς διαρκώς τις ίδιες ιστορίες, όπως ένα παιδί που του τραγουδάμε κάθε βράδυ το αγαπημένο του νανούρισμα. Προτιμάμε να πιανόμαστε από ό,τι μας είναι γνωστό. Αλλά το να ανοιχτείς στο άγνωστο προσφέρει μία πολύ πλουσιότερη ανάγνωση της κλασικής μουσικής. Είναι καιρός να ταρακουνήσουμε τις σκέψεις μας που επί δεκαετίες εμπόδισαν μία άλλη αφήγηση να αναδυθεί: την αφήγηση των γυναικών.

Το βιβλίο αυτό αναλαμβάνει το στοίχημα να διηγηθεί αυτή την ιστορία. Όχι για να μειώσει εκείνη των αντρών, αλλά για να δώσει ύπαρξη στην άλλη εκδοχή, να αποκαταστήσει μια μορφή ισορροπίας και να αποδώσει δικαιοσύνη σε όσες αξίζει να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε. Γιατί να αρκεστούμε σε μια νιοστή βιογραφία του Μπετόβεν όταν μπορούμε να ανακαλύψουμε όλες αυτές τις ασυνήθιστες προσωπικότητες; Σε κάθε εποχή, σε κάθε χώρα, γυναίκες τολμηρές, διστακτικές, μαχητικές, τυχερές, αιχμάλωτες, μαρκησίες, σύζυγοι, αδελφές, καλόγριες, ντίβες, ορφανές, ευσεβείς ή γόησσες κατέλαβαν κάποια θέση μέσα στην κλασική μουσική. Ορισμένες εισήγαγαν καινοτομίες, όπως π.χ. η Elisabeth Jacquet de La Guerre στο τσέμπαλο, άλλες δημιούργησαν χώρους ώστε να ζήσει η μουσική, όπως η Πωλίν Βιαρντό (Viardot) –θα τις συναντήσουμε στις σελίδες που θα ακολουθήσουν. Όλες συνέβαλαν ώστε η κλασική μουσική να γίνει αυτό που είναι σήμερα.

Πόσες Μαρίες Άννες Μότσαρτ δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν το ταλέντο τους ή την τέχνη τους καθότι γυναίκες; Πόσες αποκλείστηκαν από τον κόσμο της μουσικής; Και πόσες κατάφεραν να χαράξουν έναν δρόμο σε πείσμα όλων αυτών των φραγμών, για να πέσουν τελικά στη λήθη; Το βιβλίο αυτό δεν σκοπεύει να τις καταγράψει όλες (θα χρειάζονταν πολλά περισσότερα από τις λίγες αυτές σελίδες για μια εξαντλητική απαρίθμηση) αλλά να υπενθυμίσει ότι σε κάθε εποχή, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, περνώντας από το μπαρόκ, την κλασική, τη ρομαντική και τη νεότερη εποχή, οι γυναίκες ήταν εκεί –και όχι μόνο ως μούσες. Πραγματικά, σήμερα συνεχίζουμε να προβάλλουμε αυτήν ακριβώς την εικόνα: στην κλασική μουσική, οι γυναίκες που έχουν την τιμή να αναφέρονται στην ιστορία είναι όσες πρόσφεραν την έμπνευση σε μία αρσενική μεγαλοφυία.

Όταν κοιτάξουμε ποια μοίρα είχαν οι σύζυγοι και οι αδελφές των μεγάλων συνθετών, αυτό δεν φαίνεται και τόσο λάθος: η Clara Schumann, η Fanny Μendelsohn ή η Alma Μahler … τα ονόματά τους αρχίζουν να είναι γνωστά στο ευρύ κοινό. Μόνο που η μοίρα αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική της ιστορίας των γυναικών δημιουργών. Ορισμένες χειραφετήθηκαν από την κηδεμονία των αντρών, όπως η βρετανή συνθέτρια Έθελ Σμυθ. Άλλες, ακόμα και παντρεμένες ή μητέρες, κατάφεραν να θέσουν τη σύνθεση στο κέντρο της ζωής τους, όπως η γαλλίδα Λουίζ Φαρρένκ (Louise Farrenc). Χωρίς να μιλήσουμε για όσες υπηρέτησαν τη μουσική επαγγελματικά. Το βιβλίο αυτό δεν ξεχνά τις τραγουδίστριες και τις οργανοπαίκτριες, τις μαικήνες και τις παιδαγωγούς, τις αντιγραφείς, καθηγήτριες, ιδρύτριες μουσικών συνόλων και διευθύντριες ορχήστρας.

Αυτό το μουσικό περιβάλλον υποφέρει από προκαταλήψεις, κάποτε υπερβολικές, συχνά επαληθευμένες. Ένας κόσμος αρσενικός, λευκός, μονοπωλημένος από μια χούφτα προνομιούχων. Ένας κόσμος επίσης παραδοσιακός, συντηρητικός, απ’ όπου οι γυναίκες ήταν επί μακρόν αποκλεισμένες. Τον 17ο αιώνα για παράδειγμα, στην Ιταλία, η εκκλησία τούς απαγόρευσε να τραγουδούν επί σκηνής, πράγμα που οδήγησε στη γέννηση μίας διαβόητης πρακτικής ακρωτηριασμού: των καστράτων. Δύο αιώνες αργότερα, ορισμένα μουσικά όργανα κρίθηκε ότι δεν συνάδουν προς το γυναικείο φύλο, καθότι υπερβολικά άσεμνα. Τέρμα λοιπόν στο βιολοντσέλλο που κρατάμε ανάμεσα στα ανοιχτά μας πόδια, τέρμα και σε όλα τα πνευστά που τα πιάνουμε στο στόμα. Ας θυμηθούμε ακόμα τον αποκλεισμό των γυναικών από την ορχήστρα, σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι τη δεκαετία του 1980, για λόγους ηθικούς, αισθητικούς και, ας μην κρυβόμαστε, για να μείνει ο χώρος της μουσικής ένα είδος αντροπαρέας.

Παρά τις απαγορεύσεις αυτές, όμως, οι γυναίκες υπήρξαν ως καλλιτέχνιδες. Καμιά φορά χρειάστηκε να καταφύγουν σε στρατηγικές, όπως εκείνες οι συνθέτριες οι οποίες δημοσίευαν τα έργα τους με αντρικό ψευδώνυμο. Ή στις αρχές του 20ού αιώνα όταν γεννιούνται μουσικά σύνολα εξ ολοκλήρου από γυναίκες, που τα διευθύνουν και γυναίκες, πράγμα που ενέπνευσε την επόμενη γενιά διευθυντριών ορχήστρας. Οι οργανοπαίκτριες επίσης παρέκαμψαν τους συμβατικούς τρόπους παιξίματος των απαγορευμένων οργάνων κρατώντας τα διαφορετικά, όπως π.χ. το βιολοντσέλλο ή την άρπα που τα τοποθετούσαν στο πλάι και όχι ανάμεσα στα πόδια. Αν διηγηθεί κανείς την ιστορία αυτών των ηρωίδων, διηγείται την ιστορία της κλασικής μουσικής. Για παράδειγμα, εάν παραλληλίσουμε τη μοίρα της συνθέτριας Ελέν ντε Μονζερού (Montgeroult), της πρώτης γυναίκας που διορίστηκε καθηγήτρια μιας τάξης πιάνου για άντρες στο Ωδείο του Παρισιού τον 18ο αιώνα, με εκείνη της Κλάρα Χάσκιλ, πιανιστικής μεγαλοφυίας των αρχών του 20ού αιώνα, μας επιτρέπει να καταλάβουμε το ρόλο του πιάνου στην ιστορία των γυναικών, είτε αυτές έγιναν μεγάλες σολίστ, ηχογράφησαν για τις διασημότερες δισκογραφικές εταιρίες, έπεσαν στη λήθη παρά την επίδρασή τους, είτε παρέμειναν απλές ερασιτέχνισσες πιανίστριες στα αστικά σαλόνια του 19ου αιώνα.

Μελετώντας την εξέλιξη της θέσης των γυναικών στην πορεία των αιώνων, καταλαβαίνουμε πόσο η ιστορία αυτή είχε πάνω και κάτω, προόδους και οπισθοδρομήσεις. Στη μουσική, αυτή η μεγάλη ταλάντωση μεταφράζεται σε κάποιες ξεχασμένες σήμερα πρωτιές, όπως η Κλάρα Σούμανν, ρομαντική πιανίστα και συνθέτρια, που γράφει στο ημερολόγιό της λίγο πριν το γάμο της: «Υπήρξε ένας καιρός που πίστευα ότι είχα δημιουργικό ταλέντο, αλλά το ξανασκέφτηκα. Μια γυναίκα δεν πρέπει να αξιώνει να συνθέτει. Καμία ως τώρα δεν κατάφερε να το κάνει, γιατί εγώ να αποτελέσω εξαίρεση;».

Όμως συνθέτριες υπήρχαν ήδη εδώ και πολλούς αιώνες, και μερικές πληρώνονταν κιόλας για την εργασία τους, από τον 18ο αιώνα ακόμα. Η Μπάρμπαρα Στρότσι (Strozzi), γεννημένη στη Βενετία δύο αιώνες νωρίτερα, το 1619, μπορούσε να ζήσει από τη μουσική της δραστηριότητα, όντας παράλληλα ανύπαντρη μητέρα τεσσάρων παιδιών. Υπήρξαν πράγματι κάποιες χρυσές εποχές για γυναίκες δημιουργούς, όπως π.χ. στην Ιταλία του μπαρόκ, αλλά επίσης και στη Γαλλία περί τα τέλη του 18ου αιώνα, πάνω στο ξέσπασμα της Επανάστασης. Οι συνθέτριες κατακτούν τον κόσμο της όπερας και συνεργάζονται με γυναίκες λιμπρεττίστριες, πράγμα που οδηγεί σε μία σκηνή του λυρικού τραγουδιού ιδιαίτερα εκθηλυσμένη: πάνω από πενήντα όπερες γράφτηκαν από γυναίκες μέσα σε μισό αιώνα. Με βάση αυτά τα νούμερα, ηχούν γελοίοι οι προγραμματισμοί που δημοσιοποιούν σήμερα οι λυρικές.

Αλλά η κίνηση αυτή ξεφουσκώνει γρήγορα, ιδίως με τη ναπολεόντεια περίοδο και τους κώδικές της που ξαναβάζουν τις γυναίκες «στη θέση τους»: στο σπίτι, δίπλα στα παιδιά. Αυτό το ρεύμα εκθήλυνσης της μουσικής ξαναεμφανίζεται έναν αιώνα αργότερα, περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού. Οι συνθέτριες βγαίνουν απ’ τη σκιά –η Λιλί Μπουλανζέ γίνεται η πρώτη γυναίκα που τιμάται με το Μέγα Βραβείο της Ρώμης, μια υψηλού κύρους διάκριση στον κόσμο της σύνθεσης-, και μερικές τάξεις στα ωδεία υποδέχονται σχεδόν τόσες γυναίκες όσους και άντρες. Το φαινόμενο σταματά μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Πρέπει να ανασυγκροτήσουμε τον πληθυσμό των χωρών, να φροντίσουμε τα τραύματα, να εστιάσουμε και πάλι στα απαραίτητα για εκείνη την εποχή: την οικογένεια, τη φροντίδα. Οι γυναίκες ξαναστέλνονται στον ιδιωτικό χώρο. Στη μουσική, αυτό μεταφράζεται στο σταμάτημα των γυναικείων ορχηστρών που ανθούσαν παντού στον κόσμο, και άρα στον αποκλεισμό των γυναικών από τα μουσικά σύνολα ώστε να μην πιάνουν τις θέσεις των αντρών. Παρατηρούμε επίσης μια πτώση στον αριθμό των επίδοξων συνθετριών, ελλείψει προτύπων και προοπτικών, αλλά επίσης λόγω της δυσκολίας που συναντούν να ενταχθούν σε αυτό το περιβάλλον όπου κυριαρχούν άντρες πεπεισμένοι για την ανωτερότητά τους. Αυτό το τεράστιο πισωγύρισμα αποκρύπτει την ιστορία των πρωτοπόρων των προηγούμενων αιώνων … οι οποίες ξεχνιούνται στα λεξικά της μουσικής, ενώ η σημασία των έργων τους ελαχιστοποιείται και εξυμνούνται μόνο οι αρσενικές μεγαλοφυίες.

Πριν κλείσουμε αυτή την εισαγωγή, είναι σημαντικό να διερωτηθούμε πάνω σε αυτή την έννοια της μεγαλοφυίας. Η λέξη αυτή επανήλθε ήδη αρκετές φορές. Αλλά ποιος αποφασίζει τι είναι μεγαλοφυές[1]; Ποιος όρισε τον Μπαχ, τον Μπετόβεν και τον Μότσαρτ ως μεγαλοφυίες; Ένα έργο δεν γεννιέται αριστούργημα, γίνεται. Μια μεγαλοφυία δεν γεννιέται μεγαλοφυία, γίνεται. Καμιά φορά αρκεί μία πράξη ανάδειξης, όπως ο Πάμπλο Κασάλς στις αρχές του 20ού αιώνα που αποφασίζει να βγάλει από τη σκιά τις Σουίτες για βιολοντσέλλο του Μπαχ και να τις μετατρέψει σε αυτό που σήμερα θεωρούμε αριστούργημα. Η πρόσφατη ανακάλυψη της συμφωνίας της συνθέτριας Σαρλότ Σοΰ [Sohy] από τη διευθύντρια ορχήστρας Ντέμπορα Bάλντμαν [Debora Waldman] μαρτυρεί το ρόλο των καλλιτεχνών σήμερα και βάζει ένα ερωτηματικό δίπλα σε αυτή την έννοια: πόσα έργα άραγε περιμένουν σήμερα έναν μεγαλοφυή μουσικό ή μία μεγαλοφυή διευθύντρια ορχήστρας να έρθουν να τα ξαναφέρουν στη ζωή; Μέχρι να γίνει αυτό, πρέπει να βασιστούμε στην πολύτιμη δουλειά των ερευνητ(ρι)ών που ψάχνουν τα αρχεία, ξαναβρίσκουν τα ονόματα και αφηγούνται αυτή την άλλη ιστορία της κλασικής μουσικής, την γυναικεία.

Χωρίς αυτή την υπομονετική δουλειά, ένα βιβλίο σαν αυτό δεν θα υπήρχε. Χωρίς όλες αυτές τις αφοσιωμένες ψυχές που πέρασαν χρόνια από τη ζωή τους για να ξαναβρούν τα ίχνη μουσικών και συνθετριών εδώ και αιώνες, οι σημερινοί προγραμματισμοί θα παρέμεναν αποκλειστικά αντρική υπόθεση. Χωρίς αυτές τις έρευνες, η μουσική θα ήταν πιο φτωχή. Τι πιο συναρπαστικό και συγκινητικό από το να μπορείς να ακούσεις έναν ύμνο γραμμένο από μία ελληνίδα ποιήτρια της αρχαιότητας; Διότι πίσω από τα ονόματα και τις ιστορίες, πίσω από την έμφυλη προβληματική, αυτό που έχει σημασία σ’ αυτό το βιβλίο είναι η μουσική. Για καιρό τη στερηθήκαμε αδίκως, διότι σαφώς υπάρχει μια αδικία, μία μακρά σειρά σφαλμάτων που είναι καιρός να επανορθώσουμε. Το βιβλίο αυτό βάζει ένα μικρό λιθαράκι για το τεράστιο καθήκον της αποκατάστασης των γυναικών στη μουσική, με την ελπίδα ότι, μια μέρα, οι γυναίκες αυτές δεν θα είναι πλέον ξεχασμένες ή σβησμένες, αλλά θα αναφέρονται επίσης ως παιδιά-θαύματα, ως μεγαλοφυίες και ως δημιουργοί άχρονων αριστουργημάτων.

Το παραπάνω κείμενο είναι η εισαγωγή (και μέρος από το σημείωμα στο οπισθόφυλλο) του βιβλίου: Aliette de Laleu, Mozart était une femme. Histoire de la musique classique au féminin, Stock, Παρίσι 2022. Μετάφραση: Α.Γ.

Mozart-Leopold-Maria-Anna-playing-piano-631

[1] Στα γαλλικά, το επίθετο génial είναι αρκετά κοινό και χρησιμοποιείται με την έννοια «φοβερό, θαυμάσιο».

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ο Μότσαρτ ήταν γυναίκα

  1. Ο/Η Χαράλαμπος Χατζηδάκης λέει:

    Θα σταθώ μόνο στο ζήτημα της Ναννέρλ Μότσαρτ. Ηταν πράγματι μια εξαιρετική τσεμπαλίστρια, την οποία ο αδελφός της είχε κατα νού, όταν συνέθετε τα πρώιμα έργα του για πληκτροφόρα. Ομως, υπάρχουν δυο σημεία που πρέπει να ξεκαθαριστούν. Το πρώτο, αφορά τον πατέρα Μότσαρτ. Ο Λεοπόλδος έδωσε ίσες ευκαιρίες και παρόμοια μόρφωση στα παιδιά του, όχι τόσο γιατί πίστευε στην ισότητα των φύλων, αλλα γιατί τα έβλεπε σαν μέσο κοινωνικής ανέλιξης και διαφήμισης των παιδαγωγικών του μεθόδων. Τα μεγάλα ταξίδια της οικογένειας στην Ευρώπη, αυτον τον σκοπό είχαν. Και η Ναννέρλ είχε την ίδια προβολή με τον Βόλφγκανγκ. Και αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο σημείο το οποίο θα θέσω με την ερώτηση <γιατί η Ναννέρλ «έμεινε» πίσω;>. Η απάντηση, είνα πολύ απλή. Γιατί δεν είχε το ταλέντο στη σύνθεση, σε σχέση με τον αδελφό της. Χωρίς αυτό, όταν ενηλικιώθηκε δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον για τις Αυλές τις Ευρώπης. Αν υπήρχε ενας τρόπος να εκμετταλευτεί την ενήλικη Ναννερλ ο Λεοπόλδος, θα το είχε κάνει. Ο Μότσαρτ έμεινε στην ιστορία ως ο δημιουργός αριστουργημάτων όπως «οι γάμοι του Φίγκαρο» κτλ, και όχι ως ένα παιδί θαύμα και ενας εξαίρετος τσεμπαλίστας/πιανίστας. Αν δε συνέθετε, θα είχε και αυτός ξεχαστεί και αυτό γίνεται εμφανές απο το αποτυχημένο, τελευταίο, ταξίδι του στο Παρίσι. Ο ενήλικος Μοτσαρτ, δεν είχε πια την ίδια αίγλη.
    Επειδή οποιοσδήποτε μπορεί να εχει διαβάσει κάποια άρθρα περι προσπαθειών της Ναννέρλ στη σύνθεση και κάποιους «κανόνες» τους οποίους «έκλεψε» ο Βόλφγκανγκ, θα αναφέρω πως δεν έχει καμμία σχέση η δυσκολία σύνθεσης ενος «κανόνα» με όσα ήδη συνέθετε ο Βόολφγκανγκ (όπερες, συμφωνίες, κονσέρτα κτλ). Οπότε, προσπάθειες εξομοίωσης των δύο, στον συνθετικό τομέα, ειναι ανόητες. Είναι ακριβώς ο ίδιος τρόπος «σκέψης» που φτάνει σε συμπεράσματα του τύπου «οι σουίτες για τσέλο του Μπαχ, γράφτηκαν απο την Αννα Μαγκνταλένα».
    Οι πραγματικά αδικημένες στο άρθρο, και όσο αφορα την κλασσική και ρομαντική/μετά-ρομαντική εποχή, είναι η Φάννυ Μέντελσον και η Αλμα Μάλερ. Η περίπτωση της Κλάρα Σούμαν είναι κάπως διαφορετική, αλλά δεν είναι το θέμα του παρόντος σχολίου μου.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.