του Άκη Γαβριηλίδη
Μετά από ενέργειες των λίγων ψεκασμένων μακονομάχων που απομένουν ακόμα στην κοινωνία, το κράτος και το παρακράτος της Ελλάδας, η εισαγγελέας Πρωτοδικών Φλώρινας, όπως δημοσιεύτηκε στον τύπο, άσκησε ανακοπή κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Φλώρινας με την οποία αναγνωρίστηκε το σωματείο με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα».
Ας αναμένουμε να δούμε και τι θα γίνει στην εκδίκαση της ανακοπής, η οποία έχει οριστεί για αρκετά κοντινή ημερομηνία. Ό,τι κι αν γίνει, όμως, θεωρώ ότι η εξέλιξη αυτή συνολικά συνιστά ένα σημαντικό βήμα μπροστά για την ελληνική δικαιοσύνη ώστε να προσαρμοστεί επιτέλους στην πραγματικότητα και να μην συνεχίσει να διατυμπανίζει υπερήφανα ότι ο γάιδαρος πετάει.
Καταρχάς, το ίδιο το γεγονός ότι ασκήθηκε ανακοπή δείχνει ότι, ακριβώς, υπήρξε μια πρωτόδικη απόφαση, και μάλιστα από το δικαστήριο μιας περιοχής, κατά τον γνωστό ευφημισμό, «ευαίσθητης», στην οποία επί έναν αιώνα τώρα δούλευαν φουλ τάιμ σμήνη από χαφιέδες, παρακρατικούς και άλλους επαγγελματίες ή ερασιτέχνες πατριώτες, τρομοκρατώντας τον ντόπιο πληθυσμό. Και η πρωτόδικη αυτή απόφαση δέχθηκε ότι η ίδρυση του σωματείου ήταν σύννομη, άρα ότι υπάρχει μακεδονική γλώσσα.
Καθόσον γνωρίζω, είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μέχρι τώρα, κανένα ελληνικό δικαστήριο ή άλλη δημόσια αρχή δεν είχε παραδεχθεί κάτι τέτοιο.
Δεύτερον, και ίσως κυριότερον: την ιστορική αυτή παραδοχή δεν την αναιρεί, αλλά αντιθέτως την επικυρώνει το ένδικο μέσο που ασκήθηκε. Στο σκεπτικό της ανακοπής, όπως τουλάχιστον δημοσιεύθηκε στον τύπο (και δεν έχω λόγους να θεωρώ ότι δημοσιεύθηκε ανακριβώς), η εισαγγελέας παραδέχεται ρητά και απερίφραστα ότι πάντως μακεδονική γλώσσα υπάρχει· προβάλλει απλώς την ένσταση ότι η κατά τα άλλα υπαρκτή και νόμιμη αυτή γλώσσα δεν είναι εκείνη την οποία ομιλούν οι ιδρυτές του Κέντρου.
Η απόπειρα θεμελίωσης αυτού του ισχυρισμού είναι φυσικά διάτρητη, γεμάτη νοητικές ακροβασίες, και δίνει μια αποκαρδιωτική εικόνα για την πνευματική συγκρότηση των δικαστικών λειτουργών και για την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας των ιδρυμάτων από τα οποία αποφοίτησαν.
Συγκεκριμένα: η εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι ναι μεν, βάσει της συμφωνίας των Πρεσπών, η γλώσσα την οποία ομιλούν οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας νομίμως αποκαλείται μακεδονική· ισχυρίζεται όμως ότι μακεδονική μπορεί να αποκαλείται μόνο εκείνη η γλώσσα, και όχι αυτή που μιλούν οι πολίτες μιας άλλης χώρας –εν προκειμένω της Ελλάδας. Διότι αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από την ελληνική.
Αυτή η πρωτάκουστη και αφελής αμφιμονοσήμαντη ταύτιση μεταξύ γλώσσας και πολιτειότητας προφανώς δοκιμάζει τις αντοχές της λογικής οποιουδήποτε ανθρώπου που ζει στον σημερινό κόσμο, και μας κάνει να αναρωτιόμαστε από ποιο βουνό κατέβηκε η κα εισαγγελέας. Διότι όποιος έχει ανοίξει έστω και μια εφημερίδα ή ένα βιβλίο στη ζωή του, αναμένεται να γνωρίζει ότι οπουδήποτε του κόσμου, εκτός ίσως κάποιων οριακών εξαιρέσεων, ζουν και άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι πολίτες των αντίστοιχων κρατών, ή που είναι μεν πολίτες τους αλλά ομιλούν (και) κάποια άλλη γλώσσα από την επίσημη/ κυρίαρχη. Για να μην πούμε βέβαια ότι υπάρχουν και πολλά κράτη τα οποία έχουν περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, ή και δεν έχουν καμία. Για παράδειγμα: το κράτος στο οποίο το διάστημα αυτό είναι προσωρινά κρατούμενη γνωστή ελληνίδα πολιτικός η οποία «δεν μπορεί να πει τα Σκόπια Μακεδονία» (λες και της το ζήτησε κανείς), αλλά μπορεί να πει το Κατάρ παράδεισο των εργασιακών δικαιωμάτων, έχει τρεις επίσημες γλώσσες, εκ των οποίων η κάθε μια είναι επίσημη γλώσσα μίας άλλης, αμέσως όμορης χώρας. Εάν λοιπόν ο εισαγγελέας της Μονς ισχυριζόταν σε δικόγραφό του, ή οπουδήποτε αλλού, ότι «τα ολλανδικά είναι η γλώσσα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ενώ οι πολίτες του Βελγίου μπορούν να ομιλούν μόνο βελγικά και άρα δεν μπορούν να ιδρύουν κέντρα ολλανδικής γλώσσας», θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι. Όπως γέλασε όταν ο συνήγορος της εν λόγω κυρίας επιχείρησε να εκφράσει τις απόψεις του στη γλώσσα διαδικασίας. Η οποία δεν ήταν βεβαίως «βελγική».
Πέρα από αυτούς τους στρουθοκαμηλισμούς, πάντως, ή ακριβώς μέσω αυτών, επιβεβαιώνονται δύο πράγματα: ότι πλέον, για την ελληνική δικαιοσύνη, α) η συμφωνία των Πρεσπών σαφώς ισχύει και αποτελεί μέρος της εσωτερικής έννομης τάξης (στην ανακοπή της, η εισαγγελέας Φλώρινας όχι μόνο δεν την αμφισβητεί, αλλά την επικαλείται η ίδια ως βάση του συλλογισμού της)· β) μακεδονική γλώσσα υπάρχει. Αυτές οι παραδοχές είναι πλέον κεκτημένες και δεν ανατρέπονται, ό,τι κι αν γίνει σε επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Ίσως πει κανείς ότι δεν είναι άξιο επαίνου και πανηγυρισμού το να παραδέχεται κανείς ότι η γη είναι στρογγυλή. Όντως. Προκειμένου όμως για ανθρώπους, και για θεσμούς, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα δεν είχαν, και εν μέρει δεν έχουν ακόμα, πρόβλημα να διακηρύσσουν δημόσια ότι είναι επίπεδη, επικαλούμενοι μάλιστα αρμόδιους (ψευδο)επιστήμονες και υποτιθέμενες «ποσοτικές έρευνες», είναι οπωσδήποτε μία πρόοδος.