του Άκη Γαβριηλίδη
Σε μία πολλοστή επιτέλεση της γνωστής και περιοδικά επαναλαμβανόμενης θρηνωδίας «πού βαδίζει η γλώσσα μας», «πόσο αμαθείς είναι οι νέοι», «λεξιπενία, ακηδία, αποκοπή από το παρελθόν, μπλα μπλα μπλα», η Καθημερινή, διά χειρός Απόστολου Λακασά, κρούει ακόμα μια φορά τον κώδωνα του κινδύνου: «Ζητείται ορθογραφία στο πανεπιστήμιο».
Στο κείμενο του άρθρου παρελαύνουν επώνυμοι πανεπιστημιακοί και σχολικοί δάσκαλοι οι οποίοι σκιαγραφούν με μελανά χρώματα την κατάσταση: «Πλέον είναι αδύνατον να βρεις ένα πλήρως ορθογραφημένο γραπτό στα γραπτά των φοιτητών», μας διαβεβαιώνει ο γνωστός ανιστόρητος και εθνικιστής καθηγητής της ιστορίας Βασίλης Γούναρης. Άλλοι προσυπογράφουν τη θεωρία αυτή περί χρυσής εποχής και περί του πόσο «παλιά ήταν καλύτερα»: «Οι προηγούμενες γενιές μαθητών, ακόμη και μέσω της αποστήθισης μάθαιναν ορθογραφία». «Σήμερα δεν δίνεται η δυνατότητα στους μαθητές να εκφραστούν γραπτώς, τα παιδιά
δεν αναπτύσσουν τον γραπτό λόγο που είναι η έκφραση του προφορικού. Αποτέλεσμα είναι να μη δίνεται βάση και στην ορθογραφία».
Στο υπόλοιπο κείμενο, ο αρθρογράφος, ή/ και οι δάσκαλοι με τους οποίους μίλησε, εκθέτουν διάφορα παραδείγματα που, κατ’ αυτούς, εικονογραφούν το πρόβλημα, και στη συνέχεια κάποιες συστάσεις που επεξεργάστηκαν για την θεραπεία του.
Η έκθεση αυτή, όπως με μαθηματική ακρίβεια συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι η ίδια γλωσσικά ή/ και πραγματολογικά προβληματική. Συχνά έχει λάθη ελληνικών. Κάποια από τα ορθογραφικά λάθη που φέρνει ως παράδειγμα δεν είναι λάθη, ή/ και δεν είναι ορθογραφικά. Κάποιες από τις αιτίες που προβάλλονται δεν είναι ορθές, ή/ και είναι αντιφατικές οι μεν προς τις δε.
Δεν κρίνω σκόπιμο όμως να αναφερθώ διεξοδικά σε όλα αυτά. Ένα μέρος από τα συναφή προβλήματα επισήμανε ήδη ο Νίκος Σαραντάκος σε σχετική ανάρτηση στο μπλογκ του. Στο δικό μου σημείωμα εδώ θα αρκεστώ να αναδείξω μία επισήμανση η οποία είναι απολύτως ορθή, αλλά κανείς δεν φαίνεται να συνάγει τις λογικές της συνέπειες.
τα παιδιά περνούν πολλές ώρες στους υπολογιστές και χρησιμοποιούν αυτόματους διορθωτές των λέξεων,
είναι η –πολύ ορθή- παρατήρηση μιας διευθύντριας δημοτικού σχολείου, ατάκτως ερριμμένη εν μέσω άλλων πέντε-έξι προτάσεων που υποτίθεται ότι εξηγούν το φαινόμενο.
Πολύ ωραία. Οπότε λοιπόν, το πρόβλημα των θρηνούντων και θρηνουσών είναι το εξής: οι νέοι μας, ενδεχομένως και οι λιγότερο νέοι, δεν μπορούν να γράψουν ένα χειρόγραφο χωρίς λάθη, (εν μέρει και) επειδή σχεδόν ποτέ, στην υπόλοιπη ζωή τους εκτός των πανεπιστημιακών εξετάσεων, δεν προκύπτει η ανάγκη να γράψουν ένα χειρόγραφο.
Ωραία. Και εγώ ρωτώ:
Γιατί, και για ποιον, είναι αυτό πρόβλημα;
Γιατί πρέπει να μάθουν να κάνουν σωστά κάτι που δεν είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί κάποτε να το κάνουν;
Η παραπάνω διατύπωση του προβλήματος δίνει από μόνη της την απάντηση:
Εάν το ζητούμενο είναι να γράφουν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες ορθογραφημένα γραπτά στις εξετάσεις τους, η μέθοδος για να το πετύχουμε αυτό είναι, απλούστατα, να δίνουν γραπτές εξετάσεις χρησιμοποιώντας υπολογιστή, άρα και spellchecker. Έτσι δεν θα κάνουν –ή θα κάνουν πολύ λιγότερα- ορθογραφικά λάθη.
Για να μην πω να μην δίνουν καν γραπτές εξετάσεις και προκαλέσω εγκεφαλικό στους δυστυχείς –αλλά ικανοποιημένους στη δυστυχία τους- πανεπιστημιακούς, αρθρογράφους και λοιπούς επαγγελματίες προφήτες κακών.

Κείμενο αμαθούς νέου της δεκαετίας του 1820. Βγάζουν μάτι τα στοιχειώδη ορθογραφικά λάθη.
Αν και εν πολλοίς συμφωνώ με την καταληκτική παράγραφο, νομίζω πως, δεδομένου του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο τα παρουσιάζετε.
Η ανορθογραφία πάει χέρι χέρι με την ασυνταξία, και αμφότερες σχετίζονται στενά με την κυριαρχία της δικτύωσης.
Πράγματι, τα περισσότερα παιδιά δεν θα χρειαστεί να γράψουν ένα χειρόγραφο, και άρα το να μάθουν να γράφουν τους είναι πολύ πιο δύσκολο και, όπως είναι λογικό, το νιώθουν σαν κάτι άχρηστο· και αυτό που νιώθουμε σαν άχρηστο είναι σχεδόν αδύνατον να διδαχθεί.
Αλλά το να μην ξέρει κανείς να γράφει δεν είναι κάτι ασήμαντο. Σημαίνει ότι, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, δυσκολεύεται να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά, συχνά ακόμη και για απλά καθημερινά ζητήματα. Η σημασία του, πολύ οικείου σε όσες διδάσκουν, φαινομένου της έντονης ανορθογραφίας και ασυνταξίας, όπως και οι κοινωνικές του επιπτώσεις, ναι μεν πράγματι δεν λύνονται με τους θρήνους της Καθημερινής, ούτε όμως με λύσεις σαν αυτή που προτείνετε, της οποίας η λογική απόληξη είναι το «ντάξει βάλ’ τα να περνάνε cues στο ΑΙ και τα κείμενα θάναι τέλεια».
Δεν έχω κάποια λύση πρόχειρη, μα το να μη θεωρείται καθόλου προβληματικό το φαινόμενο μού μοιάζει κάπως απλοϊκό και αφελές.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!