Πολιτική,Στρατηγική

Η Άννα Διαμαντοπούλου είναι άτομο μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Η συνέντευξη της κας Άννας Διαμαντοπούλου τις προάλλες στην ΕΡΤ ομολογώ ότι υπήρξε πολύ διαφωτιστική για μένα: από αυτήν πληροφορήθηκα ότι η εν λόγω κυρία είναι «πρόεδρος του δικτύου για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη» [sic]. Δεν σας κρύβω ότι μέχρι τώρα αγνοούσα, όχι μόνο τον/την πρόεδρο, αλλά και την ίδια την ύπαρξη του δικτύου αυτού –όπως και, γενικά, την ύπαρξη δικτύων που διαθέτουν πρόεδρο.

Έχοντας πλέον υπόψη μου την πληροφορία αυτή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι προοπτικές της μεταρρύθμισης στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι ισχνές. Το πολύ πολύ που μπορεί να μεταρρυθμίσει όποιος/-α μιλάει έτσι είναι οι τέσσερις τοίχοι του δωματίου της. Και πάλι αμφιβάλλω.

Η κα πρόεδρος επικαλέστηκε υπέρ των απόψεών της ότι αυτή (και άλλοι, τους οποίους δεν κατονόμασε) «έχουνε ζήσει σε άλλες χώρες». Αλλά όσα λέει δείχνουν ότι δεν κατάλαβε πού ζούσε. Ούτε και τώρα καταλαβαίνει. Τόσο τότε, όσο και τώρα ζει στο ίδιο σημείο, δηλαδή σε μια φούσκα χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο.

Η εμπειρία της του εξωτερικού, λέει, την βοήθησε να αντιληφθεί ότι «δεν είναι η αστυνομική βία στην Ελλάδα κάτι για το οποίο μπορούμε να μιλούμε», διότι στο Βέλγιο –την μόνη «άλλη χώρα» που κατονόμασε- οι αστυνομικοί κυκλοφορούν με «κάτι δίμετρα άλογα» και «όταν γίνεται μια διαδήλωση 70 ανθρώπων, βρίσκονται γύρω γύρω 100 αστυνομικοί». Σε αντιδιαστολή, ανέφερε ως παράδειγμα ότι στην Ελλάδα ο Αλέξης Γρηγορόπουλος πυροβολήθηκε με μια σφαίρα στο κεφάλι «επειδή έριχνε πλαστικά μπουκάλια με νερό» (!).

Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι πιο βίαιο να … καβαλικεύεις ένα άλογο από το να δολοφονείς έναν 15χρονο, (και πράσινα άλογα), συγνώμη, αλλά δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την ποσότητα φαιάς ουσίας που έχει απομείνει στον εγκέφαλό του.

Η βελγική αστυνομία κατ’ ουδένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί «πιο βίαιη» από την ελληνική. Παραμένει βέβαια πάντα το ερώτημα πώς ποσοτικοποιούμε τις διάφορες βίες ώστε να τις συγκρίνουμε. Φυσικά, και στο Βέλγιο, όπως παντού, η αστυνομία καταδιώκει και καταστέλλει τόσο το «κοινό» λεγόμενο έγκλημα, όσο και την πολιτική και κοινωνική αμφισβήτηση –και ιδίως, τα τελευταία χρόνια, την λεγόμενη «παράνομη μετανάστευση». Εν πάση περιπτώσει, πάντως, στο Βέλγιο δεν υπήρξε κάποιο περιστατικό ανάλογο με του Γρηγορόπουλου, ούτε και με τους δεκάδες φόνους και τα εκατοντάδες άλλα αδικήματα (ληστείες, εκβιασμούς, βιασμούς, ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια, εξευτελισμούς) που αποκαλύπτονται σχεδόν καθημερινά ότι τελούν αστυνομικοί –και που δημιουργούν βάσιμες υποψίες ότι συμβαίνουν πολλά περισσότερα αλλά απλώς δεν αποκαλύπτονται.

Η βελγική αστυνομία είναι γεγονός ότι είναι από τις καλύτερα εξοπλισμένες στην Ευρώπη. Αυτό ναι. Έχει στη διάθεσή της υπερσύγχρονο και πανάκριβο υλικό, το οποίο αναπτύσσει στους δρόμους όποτε βρει ευκαιρία (όχι όμως πολύ συχνά για να μη φθείρεται η ικανότητά του να τρομοκρατεί). Και εδώ δεν μιλάμε βέβαια για την … έφιππη ομάδα της, η οποία αποτελεί ένα μάλλον γραφικό στοιχείο αρχαϊσμού· η μόνη βία που ασκούν τα αστυνομικά άλογα και οι αναβάτες τους είναι η κοπριά που αφήνουν στο οδόστρωμα όταν κάνουν περιπολίες ανά δύο –διότι δεν κάνουν και τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει κανένα προηγούμενο βίαιης συμπεριφοράς ζώου σε κάποια «περικυκλωμένη διαδήλωση 70 ατόμων» ή σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση. Η χρήση αλόγων, όπως άλλωστε και ποδηλάτων, ανάγεται μάλλον στην επιδίωξη των βελγικών αρχών να φιλοτεχνήσουν ένα προφίλ συμπαθητικό και αποδεκτό στον κόσμο, μια εικόνα του τύπου «οι αστυνομικοί είναι σαν κι εμάς και είναι αρωγοί του πολίτη». Μέρος της ίδιας προσπάθειας είναι και το γεγονός ότι στους άνδρες και τις γυναίκες που υπηρετούν στο σώμα επιτρέπεται, εντός κάποιων ορίων βέβαια (αλλά ορίων πολύ ευρύτερων απ’ ό,τι στην Ελλάδα) να επιλέγουν την εμφάνισή τους, π.χ. να έχουν μακριά ή πολύ κοντά μαλλιά, γενειάδες, να φορούν σκουλαρίκια κ.ο.κ., καθώς και ότι γίνεται συστηματική προσπάθεια να προσλαμβάνονται άτομα με διάφορες εθνοτικές καταγωγές. Όλα αυτά ως αντιστάθμισμα στις αύρες, τα κανόνια νερού, τις πλαστικές και άλλες χειροπέδες, και γενικώς διάφορα άλλα αναλογικά, ηλεκτρικά και ψηφιακά μπιχλιμπίδια που απέκτησε για πρώτη φορά –και έκτοτε ανανεώνει τακτικά, απορροφώντας σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού- η ομοσπονδιακή αστυνομία τη δεκαετία του 50, όταν άρχισε να διαγράφεται η επιλογή των Βρυξελλών ως έδρας διεθνών οργανισμών (και των συναφών λόμπυ, διπλωματικών αποστολών κ.λπ.), όπως η τότε ΕΟΚ και, κυρίως, το ΝΑΤΟ.

Με όλα αυτά, η βελγική αστυνομία έχει αυξημένη ικανότητα άσκησης βίας. Όπως όμως γνωρίζει κάθε καλός στρατηγός, η πιο αποτελεσματική βία είναι εκείνη που δεν χρειάζεται να ασκείται (πολύ συχνά).

Η κα πρόεδρος του δικτύου κ.λπ. εξέφρασε το παράπονο ότι στη χώρα μας επικρατούν συνθήκες «ανταρτοπολέμου».

Η διαπίστωση, από μία άποψη, δεν είναι ανακριβής. Αλλά το ερώτημα είναι, τι συνάγει κανείς απ’ αυτό. Η ομιλούσα την επικαλέστηκε –αν κατάλαβα καλά- ως δικαιολογία για την κατασταλτική δράση της αστυνομίας και για την απαλλαγή της από την κατηγορία της αναίτιας βίας.

Εγώ, αντιθέτως, θα επιχειρήσω μια υποκατάσταση. Ο όρος «ανταρτοπόλεμος» συνδέεται λογικά, και γενεαλογικά, με τον όρο συμμοριτοπόλεμος. Τόσο ο ένας, όσο και ο άλλος έχουν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουν –ο ένας απαξιωτικά, ο άλλος πιο ουδέτερα- τον τελευταίο πόλεμο που διεξήχθη σε ελληνικό έδαφος: τον εμφύλιο της δεκαετίας του 40.

Αυτό που διεξάγεται στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, και εν μέρει χωριών, όντως μοιάζει με έναν πόλεμο συμμοριών.

Το πρόβλημα είναι ότι η αστυνομία, σε πολλές περιπτώσεις, και δη ακριβώς σε αυτές για τις οποίες κατηγορείται, δρα ως ακόμη μία συμμορία σε αυτόν τον πόλεμο, και έτσι τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες. Τα μέλη της δεν καταβάλλουν ούτε καν κάποια προσπάθεια να τηρήσουν τα προσχήματα και να εμφανιστούν ως φορείς και υπηρέτες ενός απρόσωπου και αμερόληπτου συνόλου κανόνων που είναι ίδιοι για όλους. Αξιώνουν να αναγνωρίζονται ως ανώτεροι, αλλά δρουν ως ίσοι, αν όχι κατώτεροι. Ενεργούν με την –δικαιολογημένη, άλλωστε- αίσθηση της ατιμωρησίας, και εκμεταλλεύονται αυτό το ακαταδίωκτο για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών επιθυμιών, αν όχι ιδιοτροπιών τους. Ενεργούν με εμπάθεια και όχι με βάση τον λόγο, που θα έλεγε και ο Σπινόζα. Κάποιος που επιβάλλει το νόμο δεν έχει κανένα λόγο να μισεί, να υποτιμά ή να βρίζει όσους (και όσες) τυχόν τον παραβαίνουν, και ακόμα λιγότερο όσες δεν παραβαίνουν κανένα νόμο αλλά απλώς τυχαίνει να βρεθούν στο δρόμο τους. Η βιαιότητα δεν κρίνεται από το αν πάνε 10 ή 100 αστυνομικοί κάπου, αλλά τι κάνουν εκεί που πάνε.

Δεν σκοπεύω βέβαια εγώ να συμβουλεύσω εδώ την ελληνική αστυνομία τι πρέπει να κάνει. Αυτό ας το δουν όσοι επαγγέλλονται φραστικά τη μεταρρύθμιση (αλλά όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουν επί του πρακτέου λένε ότι τα πράγματα είναι μια χαρά έτσι και δεν χρειάζεται κάτι να αλλάξει). Αυτό που λέω εγώ είναι απλώς ότι, όταν εσύ ο ίδιος αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου ως συμμορία, δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι όταν και οι υπόλοιποι σε αντιμετωπίζουν έτσι.

Cheval-in_Police-a-cheval_37

 

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.