Γλώσσα,Ηθική

Ο πάτερ Γιώργος κακοποιεί ακόμα μια φορά τη γλωσσολογία

του Άκη Γαβριηλίδη

Από το newsroom του CNN Greece (ή, Μπαμπινιωτιστί, «την αίθουσα ειδήσεων του CNN Ελλάδα» –εκτός αν υπάρχει ελληνική απόδοση και για το «CNN»), το πανελλήνιο πληροφορήθηκε χθες ότι ο γνωστός θεολόγος που παριστάνει τον γλωσσολόγο έκανε «Παρέμβαση σχετικά με την κλίση της λέξης ‘πατήρ’». Όπως όλες οι παρεμβάσεις του, και αυτή ήταν διορθωτικού-αστυνομικού χαρακτήρα.

Πριν μπούμε στην ουσία της παρέμβασης, δύο παρατηρήσεις, μία πραγματολογική και μία ηθική.

Η διόρθωση κάνει λόγο για «δεινώς κακοποιούμενο γραμματικώς πατέρα» (η τελευταία λέξη με μεγαλύτερα γράμματα στο πρωτότυπο). Τη στιγμή που ο φερόμενος ως λανθασμένος γλωσσικός τύπος χρησιμοποιείται τελευταία σε συνάρτηση με καταγγελίες για κάποιον πάτερ (/ πατέρα) που κατηγορείται για κακοποιήσεις ανηλίκων, βρίσκω τουλάχιστον κακόγουστη, αν όχι κυνική, την επιλογή να πλάθει κανείς λογοπαίγνια γύρω από τη συγκεκριμένη λέξη. Οι κακοποιήσεις δεν νομίζω ότι είναι θέμα κατάλληλο για ευφυολογήματα.

Δεύτερον: αξίζει να επισημάνουμε ότι, στο δημοσίευμα του CNN, το μικρό όνομα του τροχονόμου της γλώσσας αναγράφεται ως «Γιώργος», και μάλιστα δύο φορές: τόσο στον τίτλο όσο και στο (συντομότατο) κυρίως κείμενο. Αυτό φυσικά είναι αναντίστοιχο με τον αυτοπροσδιορισμό του ενδιαφερομένου, ο οποίος φαντάζομαι ότι όταν (εάν) το είδε θα αναπήδησε και θα έσπευσε να αναφωνήσει «ΟΧΙ Γιώργος!», εφόσον υπογράφει παντού σχολαστικά ως Γεώργιος.

Η λεπτομέρεια αυτή ήδη είναι ενδεικτική για την αποτελεσματικότητα των σχετικών παρεμβάσεων. Ή μάλλον για την παντελή έλλειψή της. Οι υπεύθυνοι ενός μέσου ενημέρωσης οι οποίοι συμμερίζονται ή, τέλος πάντων, θεωρούν σημαντικές και ενδιαφέρουσες για τους αναγνώστες τους τις εμμονές του Μαμπινιώτη, δεν είναι σε θέση να τις ακολουθήσουν οι ίδιοι όταν μιλάνε γι’ αυτόν.

Αυτό μας προϊδεάζει για το ότι και αυτή η «πατρι(αρχι)κή» υπόδειξη του Μπ. θα πεταχθεί στον κάλαθο των αχρήστων, όπως και οι περισσότερες από τις προηγούμενες: ο κόσμος θα την αγνοήσει και θα συνεχίσει να λέει –και οι συγγραφείς, οι σεναριογράφοι, οι στιχουργοί, π.χ. ο Παπαδιαμάντης, ο Κώστας Βίρβος, και πολλοί άλλοι, να γράφουν- «ο πάτερ Τάδε» στην ονομαστική. Το να θέλει κανείς να αλλάξει μια γλωσσική πρακτική τόσο εδραιωμένη είναι μία φιλοδοξία προπετής και απραγματοποίητη, διότι, όπως έλεγε και ο Σπινόζα, εάν κανείς θέλει να αλλάξει τη χρήση μιας λέξης, θα πρέπει να αλλάξει αναδρομικά ή να επανερμηνεύσει προς την κατεύθυνση που τον εξυπηρετεί τα λόγια όλων των συγγραφέων που χρησιμοποίησαν στο παρελθόν αυτή τη λέξη με τον συνήθη τρόπο, πράγμα αδύνατο[1]. Ούτε ο «οικουμενικός» Πατριάρχης, ούτε ο «πατερούλης των λαών» επέτυχαν ποτέ –ούτε και επιχείρησαν άλλωστε, καθόσον γνωρίζω- μία τόσο γιγαντιαία αλλοίωση και αποκατάσταση του «κακοποιούμενου» ονόματος του πατέρα.

Εάν το de facto επιχείρημα δεν αρκεί στον Μπάμπι, πολύ ευχαρίστως θα του κάνω τη χάρη να του εξηγήσω και de jure γιατί θα συμβεί αυτό –ή μάλλον, γιατί ήδη συμβαίνει, εδώ και δεκαετίες-, αφού είναι ο τελευταίος που δεν το κατάλαβε.

Πέραν του γενικότερου –και πάντοτε ορθού- επιχειρήματος ότι ένα υποτιθέμενο «λάθος» που έχει επικρατήσει στη γλώσσα και χρησιμοποιείται πολύ συχνότερα από το υποτιθέμενο «ορθό» παύει να είναι λάθος, εν προκειμένω –όπως και σε όλες τις άλλες ανάλογες περιπτώσεις- η επιμονή αυτή των χρηστών της ελληνικής σε αυτό το «λάθος» οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένες και ευανάγνωστες γλωσσικές αιτίες, και όχι βέβαια σε άγνοια, ημιμάθεια, «ακηδία» και δε συμμαζεύεται.

Η ύπαρξη ενός ουσιαστικού που να τελειώνει σε ρ, και, ιδίως, η κλίση ενός τέτοιου ουσιαστικού, είναι κάτι τελείως ξένο προς το γλωσσικό αισθητήριο των ομιλητών της (νέας, φυσικά) ελληνικής. Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχουν άλλα τέτοια παραδείγματα, και αν τυχόν υπάρχουν βιώνονται ως παραξενιά, παρέκκλιση, γλωσσική ιδιοτροπία, η οποία επιβιώνει μόνο σε ειδικά περιβάλλοντα. Μπορεί να λέμε –δηλαδή οι παπάδες στην εκκλησία να λένε- «ω γλυκύ μου έαρ». Κάποιοι –όλο και λιγότεροι πλέον- ίσως θυμούνται ότι «έαρ» σημαίνει άνοιξη. Αν όμως θέσουμε το ερώτημα πώς είναι ο πληθυντικός αυτής της λέξης, και ιδίως η γενική του, αμφιβάλλω αν ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης μπορεί να απαντήσει χωρίς να συμβουλευθεί τα κιτάπια του. Μπορεί στις μεταλλικές πινακίδες που έχουν τα –ακριβώς- ασανσέρ της δεκαετίας του 60 και του 70 να γράφει ακόμα «απομακρυνθήτε από τον τοίχον του φρέατος», αλλά την υπόδειξη αυτή μάλλον κανείς δεν την καταλαβαίνει, ούτε κανείς χρησιμοποιεί οπουδήποτε αλλού το ουσιαστικό φρέαρ (σε αντίθεση με το φρεάτιο, που είναι πολύ καλύτερα προσαρμοσμένο στο κλιτικό σύστημα). Αντιθέτως, πολύ περισσότερο εξοικειωμένο είναι το γλωσσικό κοινό με λέξεις που λήγουν σε -ερ και είναι άκλιτες, καθότι ξενικής προέλευσης. Ή, αν κλίνονται, η μόνη μεταβολή που υφίστανται είναι να προστίθεται ένα τελικό ς για να δηλώσει τον πληθυντικό (π.χ. «οι Ρεπόρτερς», τίτλος παλιάς εκπομπής στην κρατική τηλεόραση, ή, πιο πρόσφατα, οι ινφλουένσερς, οι γιουτιούμπερς κ.ο.κ.). Ουσιαστικό που να λήγει στην ονομαστική σε -ήρ και στην κλητική σε -ερ στη νέα ελληνική δεν υπάρχει.

Όχι όμως μόνο αυτό.

Όπως είναι φανερό και στο παράδειγμα που φέρνει –για να το «διορθώσει»- ο ίδιος ο τροχονόμος της γλώσσας, κανείς χρήστης της νεοελληνικής δεν χρησιμοποιεί τον «εσφαλμένο» τύπο μόνο του, ανεξάρτητα μέσα σε μια φράση, αλλά πάντα ως συνοδευτικό κάποιου κυρίου ονόματος, και πάντως σίγουρα για να προσδιορίσει κάποιον παπά, και όχι βέβαια τον αρσενικού γένους γονιό. Κανείς ποτέ δεν λέει –παρεκτός αν θέλει να κάνει πλάκα- «ο πάτερ μου γνώρισε τη μητέρα μου το τάδε έτος». Για τον τελευταίο αυτό σκοπό, ο καθένας και η καθεμιά χρησιμοποιεί το ουσιαστικό ο πατέρας, το οποίο φυσικά κλίνει: του πατέρα, οι πατεράδες (ή οι πατέρες) κ.ο.κ. Ο τύπος «πάτερ» χρησιμοποιείται μόνο μπροστά από το όνομα κάποιου κληρικού, και δεν μεταβάλλεται ανάλογα με τις πτώσεις (ούτε σχηματίζει πληθυντικό αριθμό).

Κάτι τελείως ανάλογο άλλωστε συμβαίνει και με την ίδια τη λέξη παπάς, η οποία κλίνεται όταν εμφανίζεται αυτοτελώς για να δηλώσει τον ιερέα (του παπά, οι παπάδες κ.λπ.), αλλά παραμένει άκλιτη όταν συνοδεύεται από το κύριο όνομα του εν λόγω ιερέα (ο παπα-Δημήτρης, του παπα-Δημήτρη), όπως και με τη λέξη μπάρμπας (έχει μπάρμπα στην Κορώνη αλλά ο μπαρμπα-Θωμάς, ο μπαρμπα-Μαθιός).

Όλα αυτά που λέω μου φαίνονται τόσο στοιχειώδη και τετριμμένα, που δεν θα με εξέπληττε αν κάποιος μου πει ότι τα έχει γράψει και ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης σε κάποιο του σύγγραμμα. Αλλά, όπως συμβαίνει και με τα λάθη που νομίζουν ότι ανακαλύπτουν στην πραγματικότητα όλοι οι «βελτιωτές της ανθρωπότητας» που λέει ο Νίτσε, έτσι και το συγκεκριμένο λάθος δεν οφείλεται, ούτε αυτό, σε έλλειψη γνώσης. Οφείλεται στην παρουσία κάποιων παθών που αποδεικνύονται ισχυρότερα από τη γνώση και τον οδηγούν να βλέπει το καλό και να το παραδέχεται, αλλά να πράττει το κακό. Με όρους του Σπινόζα, αυτό το πάθος θα ήταν η ambitio gloriae –κενοδοξία. Oι ρητορικές επικλήσεις της «ταπεινότητας» δεν αναιρούν, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνουν αυτή την εντύπωση.

Untitled

[1] Θεολογικο-πολιτική πραγματεία, κεφ. 7ο.

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ο πάτερ Γιώργος κακοποιεί ακόμα μια φορά τη γλωσσολογία

  1. Παράθεμα: Ο πάτερ ή ο πατήρ; - Τοποτηρητής

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.