σεξουαλικότητα,Ανάλυση λόγου,Βία

Η τέχνη (της αυτομαστίγωσης) δεν εξημερώνει τα ήθη (των βιαστών)

του Άκη Γαβριηλίδη

Μετά από κάθε νέο επεισόδιο έμφυλης βίας από τα πολλά που αποκαλύπτονται τον τελευταίο καιρό, ακολουθεί τουλάχιστον ένα σημείωμα/ τοποθέτηση στα ΜΚΔ από κάποιον άντρα που κάνει την αυτοκριτική του και ελεεινολογεί το γένος των ανδρών συνολικά, ενοχοποιώντας το για αυτά τα φαινόμενα, και που κερδίζει τα χειροκροτήματα και την επιδοκιμασία του κοινού.

Θεωρώ ότι παρόμοιες πρακτικές δημόσιας εξομολόγησης, πέρα από το να καταγράφουν στον δημόσιο χώρο μία παραδοχή της ύπαρξης του προβλήματος, δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο σε κανέναν, ενώ αντιθέτως με το περιεχόμενό τους συχνά δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν.

Θα προσπαθήσω παρακάτω να εξηγήσω τι είδους προβλήματα παίρνοντας ως παράδειγμα μια ανάρτηση που δημοσίευσε πρόσφατα ο (άγνωστός μου) Μανόλης Μαυραντωνάκης με αφορμή την υπόθεση πολλαπλών βιασμών και μαστροπείας εις βάρος μιας 12χρονης (πιθανότατα και όταν ήταν ακόμα νεότερη) από εκατοντάδες δράστες. Η ανάρτηση, που αρέστηκε και κοινοποιήθηκε από πολλούς και, κυρίως, πολλές άλλες, είχε ως εξής.

#notallmen και ξανά μανά #notallmen.

Παπάρια. Όλοι οι άντρες είμαστε καθάρματα. Γιατί αν δεν είμαστε πως διάολο γίνεται όλες οι γυναίκες να έχουν να διηγηθούν μια ιστορία φρίκης, τρόμου και κακοποίησης; Και εγώ τις πιστεύω.

Και οι άντρες είμαστε ζώα. Κάθε φορά που μια ιστορία φρίκης βγαίνει στην επιφάνεια επιβεβαιώνεται αυτή μου η πεποίθηση. Κυριολεκτικά ζώα.

Θες να εκφράσεις τα συναισθήματά σου ρε παπάρα, ή ακόμη και τον πόθο σου, το πάθος σου. Και καλά κάνεις. Μην το κάνεις όμως σαν μοσχάρι. Μάθε να το κάνεις χωρίς να τρομοκρατείς, χωρίς να φοβίζεις, χωρίς να τραυματίζεις τους άλλους.

Δεν ξέρεις πως να το κάνεις; Δεν έχεις τον τρόπο; Το ταλέντο; Δεν χρειάζεται. Το χουν κάνει πριν από σένα μεγάλοι δάσκαλοι, καλλιτέχνες, ποιητές, μουσικοί, συγγραφείς.  Μάθε από αυτούς βρε ζώον.

Διάβασε ποίηση, νοιώσε το συναίσθημα, και εξέφρασέ το με ένα ποίημα, με μια μελωδία.

Καμιά γυναίκα δεν φοβάται την ποίηση, καμιά γυναίκα δεν φοβάται τη μουσική, καμιά γυναίκα δεν φοβάται την τέχνη.

Θα μου πεις τώρα στα γεράματα θα μάθω τους μεγάλους ποιητές. Μάθε τους άλλους. Μάθε τους λαικούς ρε παπάρα.

Χιλιάδες όμορφοι στίχοι και τραγούδια. Μάθε να εκφράζεσαι. Μάθε από τους καλούς ρε κι όχι από τα ούγκανα.

Καμιά γυναίκα δεν θα τρομοκρατηθεί, δεν θα τρέξει φοβισμένη μπροστά στην τέχνη και την ομορφιά, το φως του πολιτισμού. Καμία. Η τέχνη ρε παπάρα, η ευγένεια, οι λεπτοί τρόποι, η γνώση. Η πραγματική γνώση κι όχι η παπάρα του πανεπιστημίου της ζωής. Αυτά θα σου δείξουν το δρόμο. Πράγματα μικρά αλλά μεγάλης σημασίας. Μάθε ρε να είσαι άνθρωπος κι όχι φορτηγό.

Θα μου πεις τώρα, μα θα γελάσουν, θα με κοροϊδέψουν. Μπορεί ρε μαλάκα. Αλλά δεν θα κακοποιηθεί κανείς, δεν θα τραυματιστεί κανείς. Και δεν χάλασε ο κόσμος αν δεν μπορούν να καταλάβουν.

Μίλησε της για θέατρο, για σινεμά, για εικαστικά, χωρίς να κοιτάς επίμονα τα βυζιά της ή τον κώλο της.

Φοβάσαι την απόρριψη; Ε και; Τι έγινε; Σιγά τα ωά. Γίνε καλύτερος άνθρωπος και θα έρθει αυτή σε σένα. Μην την στριμώχνεις δώσε της χώρο να κινηθεί. Ακόμη και να φύγει. Με λίγα λόγια μην είσαι ζώον, μην είσαι παπάρας.

Τι σου ζητάνε ρε μαλάκα. Να νιώθουν ασφαλείς. Αυτό σου ζητάνε. Τίποτε άλλο.  Να μην κρατάνε τα κλειδιά στο χέρι. Να μην τρέχουν να μπουν στο σπίτι τους λαχανιασμένες, να μην φοράνε τσουβάλια γιατί εσύ δεν μπορείς να αντισταθείς. Παπάρα.

Όλοι οι άντρες φταίμε για αυτό το έγκλημα. Ένα έγκλημα διαρκές, ένα έγκλημα που μόνο κοινωνίες ούγκανων θα έπρεπε να χαρακτηρίζει. Αλλά χαρακτηρίζει την δική μας, Την δική μας κοινωνία και κανείς άντρας δεν είναι αθώος του αίματος.

Κανείς.

Ξέρω πως όλα αυτά που λέω δεν θα φτάσουν μακρυά. Ο καθένας μας έχει την δική του φούσκα το δικό του echo chamber και αδιαφορεί ή απορρίπτει όλα τα άλλα.

Για μένα τα γράφω τελικά.

Πως το έλεγε ο ποιητής;

«Μπορείς να κάνεις ό,τι θες

μπορείς και να μη μ’ αγαπάς

και να χαρίζεις όπου θέλεις τα φιλιά σου

Πήρα απ’ το χέρι σου νερό

να το ξεχάσω δε μπορώ

ακόμα κι αν θα στερηθώ την αγκαλιά σου.

Πήρα απ΄το χέρι σου νερό

τώρα θα πάρω τον καημό

και θα γυρίσω στα παλιά μου τα λημέρια

Εκεί που λιώνει η ζωή

εκεί που σβήνει η χαρά

εκεί που χάνονται ο ήλιος και τ’ αστέρια.»

Παπάρες, ε παπάρες.

…….

Update: Επειδή το ποστ έγινε αρκετά δημοφιλές και δεν έχω χρόνο, ούτε διάθεση να απαντώ στα σχόλια τα οποία γίνονται σε όσους το έκαναν share, ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι, ότι δεν φταίμε όλοι κλπ.

Όσοι για ένα διαρκές έγκλημα που ως θύμα του έχει το σύνολο το γυναικείου πληθυσμού είστε αθώοι φτιάξτε μια λίστα να σας εξαιρέσουμε να μην διαμαρτύρεστε.

Πχ φταίμε όλοι εκτός από τον Μήτσο, φταίμε όλοι εκτός από τον Ζαφείρη. Φτιάξτε μια λίστα παιδιά εσείς οι #notallmen και θα την ανεβάσουμε να ησυχάσουμε όλοι.

Τι προβλήματα λοιπόν δημιουργεί αυτή η ανάρτηση;

Καταρχάς: το γενικό πρόβλημα που δημιουργούν όλες οι θεωρίες που λένε ότι «φταίμε όλοι» («μαζί τα φάγαμε» κ.λπ.).

Αν φταίμε όλοι, δεν φταίει κανείς συγκεκριμένα. Τι πολιτικό αποτέλεσμα παράγει μία τέτοια αυτομαστιγωτική διακήρυξη; Κανένα. Προορίζεται να δημιουργήσει ενοχές και υποτίθεται, μέσω αυτών, να οδηγήσει τα ένοχα υποκείμενα σε βελτίωση της συμπεριφοράς τους.

Θυμάται κανείς κάποια φορά που μια τέτοια τακτική οδήγησε σε κάποιο μετασχηματισμό;

Το πιθανότερο είναι να θρέψει και να εδραιώσει περισσότερο τη μοιρολατρία.

Το ίδιο, και ακόμα περισσότερο, ισχύει και για την παραλλαγή αυτών των θεωριών που δεν βασίζεται στην ενοποίηση αλλά στην «δυο-ποίηση», στον δυισμό: χωρίζει τον κόσμο σε μία ομάδα που όλα τα μέλη της φταίνε, είναι μόνο οφειλέτες (Schuld = ενοχή αλλά και χρέος, όπως επισήμανε από τον 19ο αιώνα ο Νίτσε), και μία άλλη όλα τα μέλη της είναι μόνο δανειστές, ή μάλλον δανείστριες –προς τις οποίες οφείλεται αυτό το χρέος. Σε αυτή την ετεροκανονιστική σκηνοθεσία, κάθε ομάδα εμφανίζεται ως απολύτως ομοιογενής εσωτερικά, αφενός, και αφετέρου ως απολύτως διακριτή –έως αντίπαλη- σε σχέση με την άλλη. Τα φύλα βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους, και βεβαίως είναι μόνο δύο: αποχρώσεις δεν υπάρχουν, δεν νοείται να είναι κάποιος και τα δύο, τίποτε απ’ τα δύο, ή κάτι τρίτο, να είναι το ένα αλλά να μεταβαίνει προς το άλλο –κατ’ ανάλογο τρόπο με την αναγόρευση της κατοχής μήτρας σε προαπαιτούμενο για να έχεις γνώμη για τις εκτρώσεις. Χώρια που, το να βγαίνεις την επομένη που μια συγκεκριμένη γυναίκα έχει καταγγείλει μια ιστορία φρίκης, τρόμου και κακοποίησης και να διακηρύσσεις ότι όλες οι γυναίκες έχουν να διηγηθούν μια τέτοια ιστορία, ηχεί λίγο σαν να λες ότι all lives matter την επομένη των διαδηλώσεων του black lives matter. Η διάχυση της ιδιότητας του θύτη συνοδεύεται από μια αντίστοιχη διάχυση της ιδιότητας του θύματος. Δεν έχουν, ευτυχώς, όλες οι γυναίκες να διηγηθούν ότι τις βίασαν διακόσιοι άνθρωποι όταν ήταν 12 ετών, και να βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι τα πταίσματα με τα κακουργήματα είναι μια λογική ακραίου κέντρου που συχνά αυξάνει τα δεύτερα αντί να εξαφανίσει και τα πρώτα.

Για να μην αναφέρουμε βέβαια ότι αυτό το «όλοι οι άντρες είναι κτήνη» που διακηρύσσει το κείμενο φραστικά, είναι υποκριτικό, εφόσον το διαψεύδει την ίδια στιγμή με μόνη την ύπαρξή του. Παρά τον πρώτο πληθυντικό που χρησιμοποιεί, ο συντάκτης κατά βάθος δεν πιστεύει ότι όλοι οι άντρες είναι ζώα. Γιατί αν είναι, πώς διάολο γίνεται ένας εξ αυτών να αποκτά συνείδηση ότι είναι ζώον; Κανένα ζώο ποτέ δεν είπε «εγώ είμαι ζώο».

Η λίστα λοιπόν την οποία καλούνται να φτιάξουν τα «παιδιά» στο υστερόγραφο υπάρχει, έχει ήδη φτιαχτεί. Είναι η ίδια η ανάρτηση.

Η λίστα αυτή περιλαμβάνει ένα μόνο όνομα.

Αυτό δεν είναι ούτε ο Μήτσος, ούτε ο Ζαφείρης: είναι ο Μανόλης. Ο οποίος μπορεί να λέει «φταίμε όλοι», αλλά στην ουσία εννοεί «φταίτε όλοι εσείς, εκτός από μένα που ξέρω τι συμβαίνει, το καταγγέλλω και μάλιστα θα σας πω τι πρέπει να κάνουμε (-ετε) για να θεραπευθείτε».

Έχοντας υπόψη τη διάσταση αυτή, μπορούμε να προσθέσουμε ότι το κόρπους που συγκροτούν αυτές οι αφηγήσεις, ως ιδιαίτερο (παρα)λογοτεχνικό (υπο)είδος, εκτός από την εξομολόγηση, αντλεί στοιχεία και από το ιπποτικό μυθιστόρημα –εφόσον επιτελεί το κλισέ «γενναίος και ευγενικός άντρας σώζει ανυπεράσπιστες γυναίκες από την απειλή άξεστων και βίαιων αντρών» (κατακτώντας την αποδοχή και το θαυμασμό τους), και έτσι εδραιώνει τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους.

Όμως, τις σώζει άραγε πραγματικά;

Πόσο ορθές, εύστοχες και χρήσιμες μπορούν να κριθούν οι νουθεσίες του;

Καταρχάς, κάτι που προσωπικά με ενοχλεί σε αυτές είναι το ύφος τους. Πρόκειται για ύφος καραβανά, ο οποίος μιλά σε υφισταμένους του στον κώδικα της αντρικής ομοκοινωνικότητας-μαγκιάς («ρε μαλάκα», «είσαι ούγκανο», «παπάρα», διαρκείς προστακτικές κ.λπ.). Ένα ύφος που δεν συμβιβάζεται ιδιαίτερα με το περιεχόμενο των νουθεσιών (πράγμα που γίνεται αισθητό σε ακραία, κωμικά παραδείγματα όπως το «ρε παπάρα, η ευγένεια, οι λεπτοί τρόποι, η γνώση»).

Ας πούμε ότι αυτό το προσπερνάμε, διότι ο συντάκτης επιλέγει να μιλήσει στα καθάρματα με τη γλώσσα που καταλαβαίνουν.

Έστω. Τι τους λέει σε αυτή τη γλώσσα;

Τους υποδεικνύει να ασχοληθούν με την κουλτούρα, ώστε αυτή να αντικαταστήσει τη ζωική τους φύση ως πηγή της βίας, να εξανθρωπίσει τα ζώα. Και αυτό κατά δύο τρόπους: α) η τέχνη ως δίδαγμα, ως πηγή παραδειγμάτων προς μίμηση, αφενός, και αφετέρου ως κώδικας για μια πολιτισμένη και όχι βίαιη συνάντηση με το άλλο φύλο, το οποίο εξ ορισμού είναι πιο φιλότεχνο. Όχι απλώς «πιο», αλλά απλώς φιλότεχνο, εφόσον «Καμιά γυναίκα δεν φοβάται την ποίηση, καμιά γυναίκα δεν φοβάται τη μουσική, καμιά γυναίκα δεν φοβάται την τέχνη (…), την ομορφιά, το φως του πολιτισμού. Καμία».

Εδώ πραγματικά γελάμε.

Δεν είναι μόνο η πολλοστή επανάληψη ενός άλλου έμφυλου κλισέ («οι γυναίκες είναι της κουλτούρας»). Είναι ότι, ακόμα κι αν μπορούσαμε να ποσοτικοποιήσουμε την «φιλοτεχνία» ανά φύλο, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτή αποτελεί άνευ ετέρου την βασιλική οδό για την αγάπη και την κατανόηση. Καταρχάς, μπορεί να μην τρομοκρατηθεί καμία, αλλά πολλές γυναίκες, όπως άλλωστε και άντρες, είναι πολύ πιθανό να αρχίσουν να χασμουριούνται και ίσως να αισθάνονται μειονεκτικά, ή να πιστέψουν ότι τους κάνεις τον έξυπνο, αν αρχίσεις να τους μιλάς για τέχνη. Ή, αντίθετα, μπορεί δύο άνθρωποι να ασχολούνται με την τέχνη αλλά να έχουν διαφορετικές προτιμήσεις, οπότε η αναφορά σε αυτή να αποτελέσει αιτία καυγάδων.

Είναι λοιπόν μια αφελής διαφωτιστική/ συμπεριφοριστική αυταπάτη ότι η «τέχνη» εξημερώνει τα ήθη. Όπως έδειξε και ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο Κουρδιστό Πορτοκάλι του. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά, π.χ. μέχρι τους ναζί που έφτιαχναν ορχήστρες δωματίων με μουσικούς από τους/τις κρατούμενες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προς ψυχαγωγία των δεσμοφυλάκων. Αν η υπόδειξη προς τα καθάρματα είναι «να μιλήσουν για θέατρο» στις γυναίκες, καλό είναι να θυμηθούμε ότι θέατρο έκαναν και ο Λιγνάδης, ο Κιμούλης, ο Φιλιππίδης, ο Σπυρόπουλος, ο Σεφερλής. (Αυτός κάνει ακόμα). Δεν φαίνεται όμως να εξανθρωπίστηκαν ιδιαίτερα, ή να εξανθρώπισαν άλλους.

Από την άλλη, ο συντάκτης επιμένει ιδιαίτερα στην ποίηση και στο τραγούδι ως πηγή παραδειγματισμού. Ωστόσο, η ποίηση π.χ. του Ελύτη και του Εμπειρίκου συχνά εκφράζουν επιθυμίες που είναι στα όρια της παιδοφιλίας, ή και πέρα απ’ αυτά.

Εναλλακτικά, υποδεικνύει στον «παπάρα» να παραδειγματιστεί από τα έργα των «λαϊκών» και όχι των «μεγάλων» ποιητών.

Τώρα μάλιστα.

Ποια έργα;

Ας πούμε:

Έπρεπε να σε σκότωνα, νά ’βγανα τα μυαλά σου (σε άλλη εκδοχή: «νά ’καιγα την καρδιά σου»)

σίγουρα θα πάμε μια και φτάσαμε ως εκεί/ εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή

Και στης γυναίκας την καρδιά

να βάλω λίγη μπέσα,

να της ανάψω μια φωτιά

να καταστρέψω την ψευτιά

που ’χει στα στήθια μέσα.

Άσχετη, άχρηστη, που μια δουλειά δεν κάνεις/ μονάχα την Κιμ Μπάσιντζερ ξέρεις να παριστάνεις

Γιατί είσαι άχαρη, είσαι αχάριστη,

είσαι μονόχνωτη, κομπλεξικιά

Γιατί είσαι άγαρμπη, είσαι αναίσθητη

είσαι κρυόκωλη και ανοργασμικιά.

Τα παραδείγματα αυτά είναι δικά μου. Είναι όμως υπαρκτά, και είναι στίχοι «λαϊκών».

Για να μην πάμε φυσικά και στην μουσική τραπ, που είναι η αποθέωση του σεξισμού (αν και υπάρχουν και αντίθετες απόψεις).

Ίσως πει κανείς ότι κάποια απ’ αυτά δεν είναι «πραγματική τέχνη». Αν όμως μία μέθοδος θεραπείας των κακώς κειμένων βασίζεται σε μία αισθητική κρίση για το ποια τέχνη είναι πραγματική και ποια όχι, τότε ζήτω που καήκαμε.

Ο ίδιος ο συντάκτης πάντως παραθέτει και ένα δικό του παράδειγμα τραγουδιού. Το παράδειγμα αυτό είναι ουσιωδώς άσχετο. Σε αυτό, μια γυναίκα[1] αντιδρά κατά τρόπο ώριμο απέναντι σε μία απόρριψη, σε έναν χωρισμό μετά από μία ερωτική σχέση η οποία υπήρξε σημαντική γι’ αυτήν. Στο τρέχον ζήτημα της επικαιρότητας όμως δεν έχουμε τίποτα τέτοιο. Έχουμε κατά συρροήν βιασμούς. Πώς αναμένεται το τραγούδι αυτό να βελτιώσει τη συμπεριφορά των βιαστών;

Για να μην αναφέρουμε ότι ο δημιουργός τού ομολογουμένως πολύ ωραίου αυτού τραγουδιού, ως βιοτική περίπτωση, δεν είναι και το καλύτερο παράδειγμα μη βίαιης συμπεριφοράς.

Με αυτά που λέω δεν εννοώ ότι όποιος ακούει αυτά τα τραγούδια θα επηρεαστεί και θα μιμηθεί τις πράξεις που περιγράφουν, ή εκείνες που έκανε στη ζωή του ο δημιουργός τους. Αλλά αυτό πρέπει να το σκεφτεί όποιος προτείνει την «ποίηση» και την «τέχνη» ως παραδείγματα προς μίμηση. Μπορούμε να σκεφτούμε και αντίθετα παραδείγματα, όπως την «γυναίκα φίνα ντερμπεντέρισσα» η οποία κατά το σχετικό τραγούδι –γραμμένο από το ίδιο πρόσωπο με ένα από όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως- ονειρεύεται «να καλοπερνά, κάθε βράδυ να τραβάει το ποτήρι της και να σφάζονται λεβέντες για χατήρι της». Επίσης, στα χρόνια της δικτατορίας ήταν μεγάλο σουξέ το τραγούδι για την Μαρία με τα κίτρινα η οποία «τον άντρα της τον αγαπά, τον γείτονα καλύτερα». Τελείως πρόσφατα, μία λιγότερο διάσημη αοιδός, υπονομεύοντας ίσως την έμφυλη κατανομή των ρόλων και τον βιολογισμό στον οποίο αυτή βασίζεται, διακήρυξε:

Στ’ αρχίδια μου.

Θα ξαναγεννηθώ μεσ’ απ’ τα αποκαΐδια μου.

Όλα αυτά τα τραγούδια παίχθηκαν και ακούστηκαν από πολλούς, ή από λιγότερους/-ες. Κανένα δεν έχει παρατηρηθεί να προκάλεσε κύμα βιαιοτήτων, αδιαφορίας ή αντικοινωνικών συμπεριφορών.

Αυτό είναι εύλογο. Διότι τα ποιήματα και τα τραγούδια δεν έρχονται από κάποιο άλλο σύμπαν. Τα φτιάχνουν άνθρωποι που στην ίδια κοινωνία ανήκουν, δοκιμάζουν πάνω κάτω τα ίδια πάθη με τους υπολοίπους, και αυτά τα πάθη προσπαθούν να εκφράσουν –ενδεχομένως και να τιθασεύσουν- μέσα από τα δημιουργήματά τους, ή/ και σε αυτούς τους ανθρώπους απευθύνονται και από αυτούς –ή κάποιους εξ αυτών- θέλουν να γίνουν κατανοητοί και αρεστοί. Οπότε, αυτά που φτιάχνουν δεν αποκλείεται να μιλάνε για ποταπά αισθήματα, ή –το συνηθέστερο- για αμφιθυμίες, για ανάμικτα αισθήματα, όχι μόνο για ευγενή και υψηλά. Επιπλέον, είναι αστάθμητο τι ακριβώς θα αποκομίσουν και πώς θα επηρεαστούν από το ίδιο τραγούδι/ ποίημα διαφορετικοί άνθρωποι, ή και ο ίδιος άνθρωπος σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του.

Και κάτι τελευταίο αλλά όχι έσχατο. Δεν είμαι λάτρης του επιχειρήματος tu quoque, το οποίο δεν αποδεικνύει τελειωτικά τίποτε. Εν προκειμένω όμως έχουμε το εξής: εάν κανείς επισκεφθεί το λογαριασμό όπου είναι αναρτημένο το παραπάνω κείμενο καταγγελίας της βίας κατά των γυναικών, θα δει ότι αυτός φέρει, ως φωτογραφία εξωφύλλου και ως διακόσμηση, καμιά δεκαριά φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζονται τουλάχιστον δύο κοπέλες ημίγυμνες ή τελείως γυμνές, έχοντας δεμένα τα χέρια ή/ και τα πόδια τους με σχοινιά. Μια εικονογραφία δηλαδή που ανήκει σαφώς στο χώρο του σοφτ σαδομαζοχιστικού πορνό. Η αυτομαστίγωση συνδυάζεται κάλλιστα και με την ετερομαστίγωση, θα έλεγε κανείς.

Ίσως κάποιος άλλος αντιτείνει ότι οι φωτογραφίες αυτές δεν ενθαρρύνουν τη βία και δεν προωθούν την κουλτούρα του βιασμού, αλλά αντιθέτως παρωδούν αυτά τα κλισέ ή και ενδυναμώνουν τις γυναίκες, τις βοηθούν να έρθουν σε επαφή με τη σεξουαλικότητά τους, να γίνουν ελκυστικές κ.ο.κ. Όλα αυτά μπορεί να στέκουν, μπορεί και όχι. Αλλά και μόνο η ύπαρξη –ούτως ή άλλως μόνο υποθετική, προς το παρόν- αυτής της διαφωνίας δείχνει πόσο αστάθμητη είναι η κρίση για το τι συνιστά «πραγματική τέχνη» και πόσο αφελής είναι η πίστη ότι η ενασχόληση με τα εικαστικά και την ποίηση εξουδετερώνει και απομακρύνει την ανθρώπινη επιθετικότητα και τον σεξισμό.

Untitled

[1] Για να είμαστε απολύτως ακριβείς, δύο γυναίκες: στην ηχογράφηση τραγουδά η Μοσχολιού και δεύτερες φωνές κάνει η Βούλα Γκίκα.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.