του Άκη Γαβριηλίδη
Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,
όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.
Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,
στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει.
Ιάκωβος Καμπανέλλης
Στην πρόσφατη ανάρτηση σχετικά με την αφήγηση της ζωής και του θανάτου τού Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ανέφερα εν συντομία ένα σημείωμα που άφησε στους «παλιούς συμμαθητάς» του μία μέρα πριν από την πρώτη του δίκη. Η επιγραμματικότητα της αναφοράς οφειλόταν στο ότι το σημείωμα αυτό αξίζει ιδιαίτερη εξέταση, διότι είναι εξαιρετικά αξιοπερίεργο και αταίριαστο με την όλη αφήγηση. (Όχι τόσο αταίριαστο βέβαια αν το δούμε από την οπτική της δικής μου ερμηνείας). Δεν ξέρω αν κανείς από όσους το μνημονεύουν ευλαβικά επί τόσες δεκαετίες κάθισε ποτέ να αναρωτηθεί για τη σημασία του ή/ και να γνωστοποιήσει δημόσια τι συμπέρασμα έβγαλε. Υποθέτω πως όχι, διότι ακριβώς η ευλάβεια αποκλείει μια τέτοια διερώτηση: οι βίοι αγίων δεν επιδέχονται κριτική, μόνο θαυμασμό και βουβή αναπαραγωγή. Ωστόσο, τα λόγια είναι εκεί, αρκετά σαφή μέσα στην αμφισημία τους, και απευθύνονται σε μας. Δεν έχουμε παρά να ανοίξουμε τα μάτια μας και να τα διαβάσουμε.
Καταρχάς, αυτό που κάνει εντύπωση στο σημείωμα είναι ότι, σε αυτό, με σπινοζικούς όρους, δεν υπάρχει το παραμικρό θετικό πάθος. Ο λόγος του μιλάει για το μέλλον, ένα άμεσα επικείμενο μέλλον, αλλά στον μεσσιανισμό αυτόν δεν υπάρχει καμία χαρά, καμία ελπίδα, καμία αναφορά σε κάποια λύτρωση, κάποια καλώς ή έστω και κακώς νοούμενη ουτοπία. Η μόνη προοπτική που οραματίζεται ρητά και επανειλημμένα για τον εαυτό του ο συντάκτης και πρωταγωνιστής αυτής της προφητείας είναι ο θάνατος.
Ειδικότερα: το μεγαλύτερο μέρος του σημειώματος είναι έμμετρο. Στο ποίημα αυτό, γραμμένο σύμφωνα με όλα τα κλισέ του ρομαντικού εθνικισμού, αναφέρεται η προοπτική της συνάντησης με μια εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή, η οποία κατονομάζεται ως «η Λευτεριά» (με κεφαλαίο λ).
Ο ανθρωπομορφισμός αυτός είναι ουσιαστικά ένας θεομορφισμός.
Η γυναίκα αυτή, καταρχάς, ρητά σκηνοθετείται ως βασίλισσα η οποία κάθεται σε ένα θρόνο μέσα σε ένα παλάτι.
Η προσφυγή σε αυτό το παραμυθένιο, μοναρχικό φαντασιακό είναι αρκετά παράδοξη, αν θυμηθεί κανείς ότι το βάπτισμα του πυρός του Παλληκαρίδη υπήρξε η συμμετοχή του στις διαδηλώσεις εναντίον των εορτασμών για την ενθρόνιση της Ελισάβετ. Εκείνης η οποία κατηγορείται σήμερα, μετά τον δικό της θάνατο, ότι δεν του έδωσε χάρη και έτσι τον έστειλε στο θάνατο.
Εκτός και αν σκεφτούμε ότι αυτό ακριβώς ωθεί τον έφηβο Ευαγόρα να παραγάγει, κατά το γνωστό από την ψυχανάλυση πρότυπο του οικογενειακού μυθιστορήματος (το οποίο εδώ γίνεται ταυτόχρονα και εθνικό), τη φαντασίωση μιας άλλης, καλής και προστατευτικής βασίλισσας-μητέρας, που να αποτελεί την αντίθεση σε σχέση με την διωκτική και ξενόφερτη. Αυτή την ερμηνεία φαίνεται να ευνοεί ο στίχος που αναφέρει ότι, στο θρόνο της φαντασίωσης, θα κάθεται «βασίλισσα μια μόνο»: η επιμονή αυτή σε κάτι που αλλιώς θα ήταν αυτονόητο (στους θρόνους πάντοτε μία βασίλισσα κάθεται, ποτέ δύο ή περισσότερες), υπονοεί ότι «παίζουν» δύο βασίλισσες εκ των οποίων όμως μία μόνο είναι η γνήσια.
Πλην όμως, οι ίδιοι οι στίχοι του Παλληκαρίδη δεν αφήνουν κανένα περιθώριο πίστης σε μια τέτοια γνησιότητα. Διότι ο ίδιος ο ποιητής/ πρωταγωνιστής του ονείρου δηλώνει απερίφραστα ότι πρόκειται για απάτη: το παλάτι και ο θρόνος που πηγαίνει να συναντήσει, έχει επίγνωση ότι είναι ψεύτικα.
Αν διαβάσουμε το ποίημα στο σύνολό του, είναι σαφέστατο στο σημείο αυτό. Η υπογράμμιση με bold δική μου.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ,
θα μπω σ’ ένα παλάτι.
Το ξέρω, θα ’ναι απάτη,
δεν θα ’ν’ αληθινό.
Μες στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ’ αυτό.
«Κόρη πανώρια», θα της πω,
«άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την αφήγηση, το σημείωμα αυτό ο Παλληκαρίδης το συνέταξε και το άφησε στη σχολική αίθουσα «μια μέρα πριν τη δίκη». Όχι τη δίκη του 1958, για την μεταφορά οπλισμού, η οποία και οδήγησε στην θανατική του καταδίκη, αλλά μία παλαιότερη που επρόκειτο να γίνει το 1955, στην οποία αντιμετώπιζε την κατηγορία ότι «συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγίες». Μια κατηγορία την οποία ο ίδιος αρνήθηκε, σε αντίθεση με την άλλη στην οποία παραδέχθηκε την ενοχή του.
Δεν είμαι γνώστης της αγγλικής νομοθεσίας και νομολογίας της εποχής, αλλά θεωρώ απίθανο η κατηγορία αυτή να επέσυρε την ποινή του θανάτου. Σε όσα είχαν γίνει λοιπόν μέχρι τότε, δεν υπήρχε κάτι το οποίο να προοιωνίζεται το θάνατο και μάλιστα με τόση βεβαιότητα. Το αγιογραφικό σημείωμα αποφαίνεται ότι η σύνταξη του κειμένου αυτού ήταν «η αρχή του τέλους». Ξεχνάει όμως να προσθέσει ότι ήταν μία αρχή την οποία κήρυξε ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος.
Στο κλείσιμο του σημειώματος, το κείμενο ξαναγίνεται πρόζα και δηλώνει: «Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας». Γιατί κάποιος ο οποίος πρόκειται να δικαστεί για «οχλαγωγίες» να θεωρεί ότι τα λόγια που γράφει είναι «τα τελευταία»; Προφανώς η έμμονη ιδέα του θανάτου είχε καταλάβει τη σκέψη του πολύ πριν προκύψει από τα εξωτερικά γεγονότα. Τα οποία αντιστρόφως προκάλεσε, στο πλαίσιο μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας χριστικού τύπου.
Το γεγονός ότι, την ίδια στιγμή που προλέγει τον θάνατό του, κάποιος δηλώνει ότι αυτό για το οποίο –και διά του οποίου- θα πεθάνει «είναι μία απάτη» και «δεν είναι αληθινό», θέτει υπό ανυπέρβλητη δοκιμασία την εκ των υστέρων μυθοποίηση του Παλληκαρίδη ως αγωνιστή της ελευθερίας. Όχι όμως μόνο αυτή: θέτει υπό δοκιμασία οποιαδήποτε ερμηνεία του περιστατικού. Τι σημαίνουν αυτοί οι αινιγματικοί στίχοι; Ποια είναι η απάτη; Ποιος εξαπάτησε ποιον, και πώς;
Δεν θεωρώ ότι έχω μία πλήρως ικανοποιητική απάντηση. Θα σημειώσω όμως κάποια πρώτα στοιχεία τα οποία νομίζω ότι πρέπει να λάβει υπόψη του όποιος θέλει να την αναζητήσει.
Ο Παλληκαρίδης δήλωσε ότι «πεθαίνει για την Ελλάδα».
Σύμφωνα με το κλασικό πατριωτικό αφήγημα, αυτό που διδασκόταν και στην τάξη όπου άφησε το σημείωμά του, η Ελλάδα απέκτησε ύπαρξη ως κράτος μετά από μία επανάσταση της οποίας κεντρικό σύνθημα ήταν το «ελευθερία ή θάνατος».
Με τον λόγο του, και με το πέρασμά του στην πράξη, ο νεαρός ποιητής/ πρωταγωνιστής φαίνεται να συντάσσει, σε διακειμενικό διάλογο με το προηγούμενο, ένα άλλο αφήγημα, όπου η διάζευξη μετατρέπεται σε σύζευξη: μόνη πραγματική ελευθερία είναι ο θάνατος. Όλα τα άλλα είναι απάτη. Μία ασφυκτική συγχώνευση των αντιθέτων: η λύτρωση είναι χαμός, η αντίθεση προς τη βασίλισσα, το θρόνο και το παλάτι οδηγεί ξανά προς τη βασίλισσα, το θρόνο και το παλάτι, ο έρωτας είναι θάνατος (ή ο θάνατος ερωτικοποιείται).
Για να ξεφύγει από την απάτη, ο ήρωας ανακοινώνει ότι θα ακολουθήσει μία γραμμή φυγής, αλλά ήδη στην αρχή της πορείας του δηλώνει ότι η φυγή αυτή είναι αδιέξοδη και το ξέρει. Θα ανέβω σκαλοπάτια, αλλά αυτή η άνοδος θα είναι απλώς μία ανάληψη στους ουρανούς: θα με οδηγήσει να συγχωνευθώ με μία αγγελική μορφή που φέρει φτερά στους ώμους, και που θα με πάρει κοντά της εκεί ψηλά.
Αν αυτό ευσταθεί, ο Παλληκαρίδης φαίνεται να αρθρώνει μια κριτική (και) προς την Ελλάδα, μεταμφιεσμένη και κρυμμένη μέσα στην ανυπόκριτη εξύμνησή της. Το «πεθαίνω για την Ελλάδα» ίσως μπορεί/ πρέπει να ερμηνευθεί και ως: «πεθαίνω εξαιτίας της Ελλάδας, για να της δείξω πόσο με απογοήτευσε που δεν στάθηκε στο ύψος όσων εγώ περίμενα απ’ αυτή, που δεν στάθηκε για μένα η καλή και προστατευτική μητέρα-βασίλισσα, που με εξαπάτησε».
Αυτό βέβαια είναι απλώς μια ερμηνεία του οράματος που εκτίθεται στο στιχούργημα. Εάν υπάρχουν και άλλες, θα με ενδιέφερε να τις ακούσω: ποιος είναι αυτός ο θρόνος, ποιο το παλάτι, και γιατί δεν είναι αληθινά; Και αν η Λευτεριά είναι μια απάτη, γιατί να πεθάνει κανείς γι’ αυτήν;
Καθήκον των ιστορικών και των φιλολόγων που διασώζουν τη μνήμη αυτού του κειμένου είναι να προσπαθήσουν να ασκήσουν τη στοιχειώδη λειτουργία της ιστορικής-φιλολογικής ανάγνωσης: να διαβάσουν πρώτα απ’ όλα το κείμενο αντί να το επαναλαμβάνουν σαν παπαγάλοι, και ίσως να προσπαθήσουν να παραγάγουν το νόημά του. Αν μη τι άλλο, αν είχε κυκλοφορήσει στον δημόσιο χώρο η άποψη (του Παλληκαρίδη) ότι η βασίλισσα-Λευτεριά είναι μια απάτη, ίσως αυτό είχε γλιτώσει από έναν εξίσου μάταιο θάνατο άλλους νεαρούς άντρες, χρόνια αργότερα, που προσπάθησαν να μιμηθούν την πράξη του, κατεβάζοντας μια σημαία από έναν ιστό, χωρίς καν να έχουν ενταχθεί κάπου, χωρίς καμία οργάνωση και κανένα σχέδιο, έτσι τυχοδιωκτικά και απονενοημένα, ως μοναχικοί καβαλάρηδες, με μόνο κέρδος να προσθέσουν ακόμη έναν ηρωικό νεκρό στο ήδη πλούσιο ταμείο.