σεξουαλικότητα,Ανάλυση λόγου,Πολιτική

Κωλόγεροι της Θεσσαλονίκης, 1964-1970

του Άκη Γαβριηλίδη

Η κυριαρχία της κουλτούρας των ΜΚΔ επέφερε μεταξύ άλλων, ως ένα μάλλον απρόβλεπτο αποτέλεσμα, τη διάχυση και την αναβάθμιση της σημασίας των επετείων. Κάθε μέρα, ο αλγόριθμος επαναφέρει στη μνήμη των χρηστών ότι η μέρα αυτή συνιστά την 117η επέτειο από τη γέννηση του τάδε μουσικού, την 28η από τον θάνατο του δείνα συγγραφέα, την 50ή από την ίδρυση του Χ θεσμού, την παγκόσμια μέρα του Ψ κ.ο.κ. Πράγμα που δίνει την ευκαιρία στους χρήστες να αναφερθούν στους αντίστοιχους τιμώμενους και να αποτιμήσουν –συνήθως επαινετικά- τη συμβολή τους, παραθέτοντας και στίχους ή φράσεις που αποδίδονται σε αυτούς ή συνδέονται με αυτούς μέσα σε πλαισιάκια με λουλούδια και ηλιοβασιλέματα.

Τις τελευταίες μέρες, ήταν η σειρά του ποιητή και δοκιμιογράφου Ντίνου  Χριστιανόπουλου. Μεταξύ των στίχων του που είχαν την τιμητική τους, ήταν και το λιτό και επιγραμματικό

Καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες

γιατί το τζάκισες το χέρι σου

το τζάκισες για να χορεύουν σέικ

τα κωλόπαιδα.

Την ίδια μέρα, χάρη στην «παγκόσμια μέρα νεολαίας», προσγειώθηκε κατά σύμπτωση στην οθόνη μου η παρακάτω είδηση από ελληνική εφημερίδα περί το 1960[1]:

298541457_10160426888593322_8807480281350694678_n

Η συμπτωματική γειτνίαση των δύο λεκτικών παραγωγών κατέστησε ορατή την άμεση μεταξύ τους σχέση: αυτό που έκανε ο καταδρομέας γυμνασιάρχης της Κορίνθου ήταν απλώς το «πέρασμα στην πράξη», η πρακτική υλοποίηση του λεκτικού bullying που εκτόξευσε εναντίον των «κωλόπαιδων» το πρόωρα γερασμένο χριστιανόπουλο της Θεσσαλονίκης[2].

Όσοι επιχαίρουν για το «πνευματώδες» αυτό τετράστιχο που «καλά τους τα ’πε επιτέλους» και στηλίτευσε τη νεολαία που έχει πάρει τον κακό δρόμο, καλό είναι να έχουν υπόψη τους ότι οι στίχοι αυτοί γράφονται σε μια εποχή κατά την οποία, κατά σκανδαλώδη παραβίαση στοιχειωδών ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και των φιλελεύθερων νομικοπολιτικών αρχών, δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς καμία αστυνομική η δικαστική αρμοδιότητα, και χωρίς φυσικά ένταλμα, ανά πάσα στιγμή εισέβαλλαν με το έτσι θέλω σε ιδιωτικές κατοικίες και επέβαλλαν «βαρύτατες κυρώσεις», και αυτό θεωρούνταν φυσικό, έως και διασκεδαστικό. Τέτοιοι στίχοι λοιπόν αβαντάρουν την αυθαιρεσία και κρατάνε το φαναράκι στο μετεμφυλιακό κράτος έκτακτης ανάγκης.

Είναι επίσης χρήσιμο να αναλογιστούμε ότι οι στίχοι αυτοί γράφονται περίπου την ίδια εποχή –έξι χρόνια νωρίτερα- σε σχέση με το ποίημα όπου εκδηλώθηκε η ρατσιστική μνησικακία του Mανόλη Aναγνωστάκη. Και στην ίδια πόλη. Σε μια πόλη η οποία αποτέλεσε και αποτελεί τη σφηκοφωλιά της εθνικοφροσύνης και των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, στην οποία επί δεκαετίες φυσούσε –χωρίς ευτυχώς να κυριαρχεί πάντα/ απόλυτα- ο σκοτεινός Βαρδάρης.

Και τα δύο ποιήματα, τόσο εκείνο του Χριστιανόπουλου όσο και εκείνο του Αναγνωστάκη, αποτελούν προσπάθειες διαπραγμάτευσης με αυτό το καταθλιπτικό ρεύμα ελληνοορθόδοξου σκοταδισμού. Και οι δύο προσπαθούν να βρουν μια θέση μέσα σε αυτό, υιοθετώντας επι-λεκτικά (κάποιες από) τις αρχές του, ή και πλειοδοτώντας, με την ελπίδα ότι έτσι θα γίνουν αποδεκτοί και ίσως θα στρέψουν σε άλλες ομάδες το στίγμα που απειλεί τους ίδιους. Ο Χριστιανόπουλος, που είχε να αντιμετωπίσει το στίγμα του ομοφυλόφιλου, προσφεύγει στην εικόνα του αγωνιστή στρατηγού ο οποίος, στα απομνημονεύματά του που είχαν ανακαλυφθεί σχετικά πρόσφατα τότε, παραπονιέται διαρκώς ότι θυσίασε την υγεία και την σωματική του ακεραιότητα για την πατρίδα, χάρη δε στην ανακάλυψη αυτή είχε αναγορευθεί σε υπόδειγμα ανδροπρεπούς πατριώτη, ου μην αλλά και λογοτέχνη. Μέσα από τον ρητορικό οικτιρμό που του απευθύνει, ο Χριστιανόπουλος ταυτίζεται φαντασιακά με αυτόν, εμφανίζεται να μιλά από το ίδιο στρατόπεδο, ενώ στο απέναντι στρατόπεδο τοποθετεί τους νέους και τις νέες που χόρευαν ξενόφερτους χορούς με την ελπίδα να αποσείσει από την καμπούρα του τη ρετσινιά της παρέκκλισης από τον προσήκοντα ανδρισμό και πατριωτισμό και να την επιρρίψει σε εκείνους/-ες.

Ο Αναγνωστάκης, πάλι, που είχε να αντιμετωπίσει το στίγμα του εαμοβούλγαρου εθνοπροδότη, ακολουθεί την ίδια τακτική κατσαδιάζοντας τους νέους και τις νέες που χάνουν το χρόνο τους τραγουδώντας «για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς», με την ελπίδα να αποσείσει από την καμπούρα του τη ρετσινιά της παρέκκλισης από τον προσήκοντα πατριωτισμό και να την επιρρίψει σε εκείνους/-ες.

Είναι γνωστό φαινόμενο: ομάδες που υφίστανται κοινωνικό/ κρατικό στιγματισμό και κινδυνεύουν να κατασκευαστούν λεκτικά ως μειονοτικές, ή κάποια μέλη τους, συχνά επιχειρούν να υιοθετήσουν στρατηγικά τη ρητορική του στιγματισμού και να τον στρέψουν σε άλλες ομάδες. Η προτελευταία μεταναστευτική ομάδα συχνά αναπτύσσει ρατσισμό εις βάρος της τελευταίας.

Αυτό είναι κατανοητό και ίσως, ως ένα βαθμό, αναπόφευκτο. Μπορούμε όμως να αναρωτηθούμε αν υπήρχε και άλλος τρόπος για αυτές τις μειονότητες (με την έννοια των Ντελέζ-Γκουατταρί, δηλαδή με μια έννοια ποιοτική και όχι απαραίτητα στατιστική) ώστε να διαπραγματευθούν το devenir minoritaire τους χωρίς να τρώνε η μία τις σάρκες της άλλης, χωρίς να ψάχνουν άλλους αποδιοπομπαίους τράγους, αλλά εγκαθιδρύοντας μια αλληλεγγύη ή, έστω, μια αποδοχή και μια επικοινωνία μεταξύ τους.

Φαίνεται ότι υπήρχε, και ότι τουλάχιστον ο Χριστιανόπουλος προσπάθησε να διερευνήσει αυτόν τον δρόμο –κρίνοντας πάντα από τα ποιήματά του. Αναφέρομαι ειδικότερα στο ποίημα Κατατρεγμένοι.

Σαν τους αριστερούς σάς αγαπώ, αδέλφια μου,

παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν.

Το καταληκτικό αυτό δίστιχο δείχνει ότι ο ποιητής είχε –πικρή- επίγνωση της δυσπιστίας, της αδιαφορίας και, ενίοτε, της εχθρότητας με την οποία αντιμετώπιζε, και εν μέρει ακόμη αντιμετωπίζει, η ελληνική αριστερά τους γκέι. Χωρίς να παραλείψει να αναδείξει προηγουμένως, με αξιοπρόσεκτο τρόπο, απλοϊκό ίσως αλλά ομολογουμένως συγκινητικό, κάποια κοινά μεταξύ των δύο μειονοτήτων.

Η ελληνική κομμουνιστική αριστερά, ιδίως εκείνη του 60, ίσως έκρινε ότι δεν ήθελε να ανοίγει ταυτόχρονα όλα τα μέτωπα με την άρχουσα ιδεολογία και έτσι δεν αμφισβήτησε την ελληνο/ετεροκανονιστικότητα. Ωστόσο, αυτή η δικαιολογία ισχύει μόνο ως ένα βαθμό. Ακόμη και αν δεν θέλεις να στηρίξεις φωναχτά κάποιον, αυτό δεν είναι λόγος να τον κατατρέχεις κιόλας. Το γεγονός ότι η δυσανεξία απέναντι στα κινήματα των «κωλόπαιδων» παρέμεινε ακόμη και όταν εξέλιπαν οι συνθήκες αυστηρής περιχαράκωσης και καταστολής της ελληνικής αριστεράς δημιουργεί την υποψία ότι αυτή ήταν δομική και όχι απλώς τακτική εξ ανάγκης επιλογή.

f1

[1] Το απόκομμα εμφανίζεται σε αρκετές αναρτήσεις στο διαδίκτυο, αλλά καμία δεν αναφέρει πηγή, μία μάλιστα αναφέρει ρητά ότι αυτή δεν είναι γνωστή. Πάντως δεν νομίζω ότι γεννάται αμφιβολία για τη γνησιότητά του.

[2] Το συγκεκριμένο ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Το κορμί και το σαράκι», η οποία εκδόθηκε το 1964 –όταν ο Χριστιανόπουλος ήταν 33 ετών.

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Κωλόγεροι της Θεσσαλονίκης, 1964-1970

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.