του Άκη Γαβριηλίδη
Τα ελληνικά ΜΜΕ δεν παύουν να μας εκπλήσσουν –ή τουλάχιστο να εκπλήσσουν εμένα- με τις μετά θάνατον βαθμολογήσεις τους.
Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με την Μαλβίνα Κάραλη, δεν χρειάστηκε να περιμένουν 20 χρόνια: την ίδια μέρα του θανάτου του (δεν ξέρω μήπως το είχα κάνει και από πιο πριν) έσπευσαν να ανακηρύξουν τον Ματθαίο Γιωσαφάτ «κορυφαίο Έλληνα ψυχαναλυτή».
Η απόφανση αυτή φυσικά είναι εσφαλμένη. Από τους τρεις χαρακτηρισμούς, μόνο ο δεύτερος ευσταθεί. Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ ήταν πράγματι Έλληνας. Δεν ήταν όμως ο κορυφαίος ψυχαναλυτής. Πρώτον διότι κανείς ψυχαναλυτής δεν είναι «κορυφαίος», ο ίδιος ο χαρακτηρισμός δεν έχει νόημα –δεν υπάρχει κάποια βαθμολογία ψυχαναλυτών κατά την οποία κάποιοι να βρίσκονται στη κορυφή και κάποιοι στην ουρά.
Δεύτερον, διότι δεν ήταν ψυχαναλυτής.
Δεν παραγνωρίζω ότι το να διεκδικείς τη γνησιότητα και την πιστότητα σε μια πρακτική είναι ματαιοπονία, τόσο σε επίπεδο αρχής όσο και σε επίπεδο πραγμάτωσης –σε μια συνθήκη όπου μανικιουρίστες αποκτούν διπλώματα «ψυχαναλύτριας» αφού παρακολουθήσουν σεμινάρια ολίγων εβδομάδων. Παρόλα αυτά, έχει νόημα να ισχυριστούμε ότι όποιος δημοσιεύει ενυπόγραφα άρθρα που να περιλαμβάνουν φαιδρότητες όπως η παρακάτω, δεν είναι ψυχαναλυτής αλλά τσαρλατάνος:
Πάντως ή βάση τής αυτοεκτίμησης του άντρα είναι το πουλί του και το πώς το βλέπει ή γυναίκα. Και αυτό είναι το άγχος των Ανδρών. Παθαίνουν ένα σωρό προβλήματα ψάχνοντας μέσα από την ικανοποίηση τής γυναίκας να βεβαιωθούν ότι είναι άντρες, ότι δηλαδή αυτό πού έχουν είναι καλό. το μικρό πέος έχει μεγάλη σημασία για τον πολιτισμό, γιατί δημιουργεί μιαν ανάγκη αναπλήρωσης. Πάρα πολλοί μεγάλοι άνδρες είχαν μικρό πέος. Μεγάλοι στρατηγοί… είναι πλέον βεβαιωμένο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ναπολέων, όλοι οι «μεγάλοι» ήταν μικροπεϊκοί, πλην του Μεγάλου Πέτρου πού θεωρούνταν ότι ήταν μεγάλος και κάτω![1]
Σε αυτό το ευθυμογράφημα, ο κορυφαίος τρέχει μόνος του και βγαίνει τρίτος, εφόσον καταφέρνει στην ίδια παράγραφο να παραβιάσει τις ήδη αντι-ψυχαναλυτικές βάσεις που μόλις έχει θέσει για το συλλογισμό του: ενώ αναφέρεται σε μία συγκριτική οπτική περί πεών και μία εξάρτηση από το βλέμμα των άλλων (των γυναικών), στη συνέχεια επιδίδεται σε μία παράθεση απόλυτων μεγεθών (ο τάδε είχε «μικρό», ο δείνα «μεγάλο» –όχι φανταζόταν ότι είχε/ ότι οι γυναίκες θεωρούσαν ότι είχε μικρότερο σε σχέση με των άλλων), χωρίς μάλιστα να εξηγεί με ποιον θαυματουργό τρόπο περιήλθαν σε γνώση του τα εν λόγω μεγέθη για τα ανατομικά χαρακτηριστικά ανθρώπων που είναι νεκροί εδώ και αιώνες.
Η ψυχανάλυση αρθρώνεται εδώ και δεκαετίες γύρω από την παραδοχή ότι ο φαλλός είναι το θεμελιακό σημαίνον του ασυνειδήτου. Ο φαλλός όμως, όχι το πέος. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Και μόνο αυτή η νατουραλιστική πραγματεία αρχαιοπεομετρίας θα αρκούσε ώστε μια ψυχαναλυτική εταιρεία που σέβεται τον εαυτό της να διέγραφε αυτόν που δεν μπορεί να ξεχωρίσει ένα σημαίνον από ένα υλικό σωματικό όργανο.
Και βέβαια, δεν είναι μόνο αυτή.
Ήδη στο παραπάνω απόσπασμα, αυτή η συγκριτική ανατομία (για τον πούτσο) τίθεται στην υπηρεσία μίας θεωρίας για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η θεωρία αυτή, βγαλμένη κατευθείαν από τον 19ο αιώνα, είναι ότι την ιστορία την κάνουν οι μεγάλοι άνδρες, οι ηγέτες.
Αυτή η αντιεπιστημονική αντίληψη, και άλλες ανάλογες, διέπουν και τις υπόλοιπες δημόσιες τοποθετήσεις του πεομέτρη περί κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων. Και είναι πολλές, όχι μία και δύο. Όμως, ευτυχώς –δηλαδή δυστυχώς- ο ίδιος φρόντισε να μας δώσει μία συμπυκνωμένη εκδοχή τους σε μια «συνέντευξή» του (πού αλλού; ) στον Φιλελεύθερο, με τον –εύγλωττο ήδη- τίτλο … «Ο Τσίπρας γελάει συνέχεια είτε είναι κηδεία είτε γάμος…» [sic]. Παραθέτω στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος της «συνέντευξης», μαζί με τις ερωτήσεις διότι και αυτές κάνουν μπαμ ότι είναι προσυμφωνημένες, αν όχι ευθέως υπαγορευμένες από τον Γιωσαφάτ. Οι προσθήκες μέσα σε αγκύλες είναι δικές μου.
Θεωρείτε ότι η Ελληνίδα μάνα φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας [!!];
Οι γυναίκες της παλιάς εποχής, εξαιτίας του ότι δεν συμμετείχαν στην εργασία, αφιέρωναν όλη τη ζωή τους στους γιους τους. Δεν πρόκειται, όμως, περί αληθινής αγάπης, αλλά για μια σχέση εξάρτησης. Αλλά και σήμερα συμβαίνουν αυτά, με αποτέλεσμα να «ευνουχίζονται» ολόκληρες γενιές, εξαιτίας του ότι η σύγχρονη Ελληνίδα [sic] συνεχίζει να μην αυτοπραγματώνεται για πολλούς και διάφορους λόγους. Από τη μία ο προστατευτισμός της μάνας και από την άλλη του κράτους [!!] συνέβαλαν στην κατάσταση που βιώνουμε σήμερα…
– Υπάρχει μήπως ένα είδος εκμετάλλευσης μεταξύ της μάνας και των παιδιών που μπορεί να δώσει αναλογίες στη σχέση κράτους – πολίτη;
Βέβαια. Από την οικογένεια κουβαλάμε όλα αυτά που μεταφέρουμε στην κοινωνική και πολιτική μας ζωή. Στην πραγματικότητα, μέσα στο σπίτι χτίζεται το προφίλ του πολίτη και διαμορφώνεται και η συμπεριφορά του. Τα βιώματα γίνονται πολιτικές πράξεις. Στην πραγματικότητα, η παθητική εξάρτηση από τη μάνα και την οικογένεια δημιουργούν τον «μη γνήσιο άνθρωπο» [sic], τον ανολοκλήρωτο άνθρωπο. Αρα και τον μη ολοκληρωμένο πολίτη. Ανθρωπος που δεν έχει μάθει να αγαπάει δεν μαθαίνει και να μοιράζεται.
– Είναι οι Ελληνες ανώριμοι;
Ε, ναι. Οπως και οι Ελληνες πολιτικοί [!!]. Γι’ αυτό και υπάρχει αυτό το κενό συνεννόησης και συναίνεσης σε πολλά πράγματα. Οι μεν απορρίπτουν τους δε και ο διχασμός έχει γίνει εθνικό σπορ. Οι μισοί Ελληνες φθονούν τους άλλους μισούς. Δεν αγαπάμε στ’ αλήθεια την πατρίδα μας [sic] εξαιτίας της ανωριμότητάς μας…
– Σας έχει απασχολήσει το φαινόμενο Τσίπρα; Ο τρόπος με τον οποίο διεκδίκησε και τελικά κέρδισε την εξουσία; Κι ακόμα περισσότερο, η ευκολία με την οποία μπορεί να διαχειρίζεται την ασυνέπεια των εξαγγελιών του;
Σημείο αναφοράς των λαϊκιστών ήταν πάντα το πελατειακό κράτος. Ετσι έκανε και ο Παπανδρέου στη δεκαετία του ’80. Και τώρα όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ είναι. Οταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο από κοντά μαθαίνεις και την ασυνείδητη ζωή του. Δεν υπήρξε ασθενής μου -τουλάχιστον όχι ακόμα- και δεν ξέρω να σας πω για την ψυχοσύνθεσή του. Σίγουρα τα παιδικά του χρόνια θα έχουν επηρεάσει τον χαρακτήρα του. Μην ξεχνάτε ότι είμαστε ένας λαός που δεν έχει αγαπηθεί αρκετά. Και γι’ αυτό σπεύδουμε να πιστέψουμε όποιον μας υπόσχεται λίγη «αγάπη»… Γι’ αυτό αγαπήσαμε και όλες τις δικτατορίες που μας προέκυψαν και τις επικαλούμαστε ακόμα. Άλλοτε θέλουμε έναν αυστηρό μπαμπά και άλλοτε μια τρυφερή μαμά. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν η «μαμά». Ο Τσίπρας, τώρα, δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Το πιθανότερο ένας λαϊκιστής που ασκεί γοητεία με το χαμόγελό του. Γελάει συνέχεια, μονίμως, είτε είναι κηδεία είτε γάμος…
(…)
– Γιατί στην Ελλάδα ακόμα επιμένουμε σε παρωχημένες σοσιαλιστικές ιδέες;
Eίναι ένας συνδυασμός σεξουαλικότητας και ένα μεγάλο έλλειμμα αυτοπραγμάτωσης.
(…) Eννοώ ότι αυτή η γοητεία, την οποία εμπνέουν ακόμα αυτά τα αυταρχικά καθεστώτα είναι δικαιολογημένη, επειδή οι νέοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Με οποιονδήποτε τρόπο. Αν είσαι νέος και δεν έχεις κοπέλα και ταυτόχρονα δεν έχεις και εργασία για να αυτοπραγματωθείς, ψάχνεις διέξοδο στην ιδεολογία…
– Οι Γερμανοί είναι «πρωκτικός λαός» και έχουν ανάγκη από περισσότερη εξουσία; Θα συνεργαστούν με τον Μακρόν, ο οποίος παρεμπιπτόντως παντρεύτηκε μια γυναίκα που θα μπορούσε να είναι μαμά του…
Οι «πρωκτικοί» είναι σταθεροί, δεν απατούν, στηρίζουν αλλά έχουν δυσκολία στο να εκφραστούν συναισθηματικά. Ετσι είναι οι Γερμανοί και διοικούν αυτή τη στιγμή την Ευρώπη. Ο Μακρόν αισθάνεται ασφαλής με την Μπριζίτ επειδή αυτή τον μεγάλωσε… Από τα 15 του, τον είχε υπό την προστασία της και τον στηρίζει ακόμα. Είναι δημιούργημά της. Καλό είναι αυτό για τη Γαλλία και την Ευρώπη.
Αυτό το απερίγραπτο ανορθολογικό τσαλαβούτημα αποτελεί κατά τη γνώμη μου δείγμα πολιτικής αλητείας. Σε κάθε πρόταση βρίσκουμε χονδροειδείς παραβιάσεις της επιστημονικής μεθοδολογίας, της ιατρικής δεοντολογίας και της ηθικής της ψυχανάλυσης.
Η ψυχανάλυση, πριν από οτιδήποτε άλλο, είναι μία σχέση αναλυτή και αναλυόμενου. Η σχέση αυτή έχει ως προϋπόθεση ένα αίτημα του αναλυόμενου. Ένας ψυχαναλυτής άξιος του ονόματός του αναλύει ανθρώπους ατομικά, και αυτό μόνον εφόσον ο/η ενδιαφερόμενος/-η προσέλθει ο ίδιος σε εκείνον και του το ζητήσει. Δεν αναλύει πληθυσμιακά σύνολα αυτόκλητος, επειδή έτσι του κάπνισε, ούτε δικαιούται να μιλά για χονδροειδείς αφαιρέσεις του τύπου «οι Γερμανοί», «οι Ελληνίδες» κ.ο.κ. –δηλαδή εκατομμύρια ή και δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι, τους οποίους αυταπόδεικτα δεν είναι δυνατό να έχει όλους συναντήσει καν, πολύ δε περισσότερο να τους έχει αναλύσει ή να έχει έστω συζητήσει μια φορά μαζί τους- για να συμπεράνει ότι οι αφαιρέσεις αυτές «πάσχουν» από αυτό ή το άλλο. Επιπλέον, ακόμη και αν μπορούσε θεμιτά να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα (αδύνατη υπόθεση), τίποτε δεν θα του έδινε το δικαίωμα να βγαίνει στα κανάλια να διατυμπανίσει τα πορίσματα των αναλύσεών του παραβιάζοντας τη σχέση εμπιστοσύνης.
H μεθοδολογική προχειρότητα συνδυάζεται με παντελή αδιαφορία για εμπειρική τεκμηρίωση, ακόμα και αλλού, σε περιπτώσεις όπου εκδίδονται γνωματεύσεις –του καναπέ- για περιστατικά από την τρέχουσα επικαιρότητα. Όπως η εξής:
Στην πραγματικότητα, ο γυναικοκτόνος είναι ένας βαθιά πληγωμένος νάρκισσος. Νιώθει ανασφάλεια και έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, όσο καλά και να πλασάρει τον εαυτό του εξωτερικά. Αυτοί οι άνδρες συνήθως είναι πολύ χειριστικοί και ύπουλα φροντιστικοί στην αρχή προς τη γυναίκα, για να την κερδίσουν. Μετά τη θεωρούν κτήμα τους, αναπόσπαστο κομμάτι της υπάρξεώς του, την ελέγχουν συνεχώς, πού πήγε, τι έκανε, με ποιον ήταν, τη δέρνουν μερικές φορές κ.λπ. Γι’ αυτό και πολλοί από αυτούς μετά το φόνο είτε αυτοκτονούν είτε αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν, διότι η ζωή τους πια δεν έχει νόημα.
Τα παραπάνω δήλωσε ο πεομέτρης σε συνέντευξή του στη Βίκυ Φλέσσα, η οποία μάλιστα εκδόθηκε και σε βιβλίο τη χρονιά που διανύουμε. Εδώ απαντούσε στην ερώτηση «Πώς εξηγεί το γεγονός ότι πληθαίνουν σοκαριστικά οι γυναικοκτονίες, οι κακοποιήσεις, οι βιασμοί στη χώρα μας».
Ο τελευταίος ισχυρισμός είναι πραγματολογικά ανακριβής. Εξ όσων γνωρίζω, από όσους άνδρες σκότωσαν τη σύντροφό τους –ή εκείνη η οποία θα ήθελαν να γίνει σύντροφός τους- τα τελευταία λίγα χρόνια, μόνο ένας επιχείρησε να αυτοκτονήσει, και αυτός ανεπιτυχώς. Σίγουρα πάντως όχι «οι περισσότεροι». Αντιθέτως, οι περισσότεροι επιχείρησαν –και για ένα διάστημα επέτυχαν- να παραπλανήσουν τις δικαστικές αρχές ή/ και να αρνηθούν την ενοχή τους. Άρα, τι σόι ανάλυση είναι αυτή; Σε εμπειρική κοινωνική έρευνα δεν βασίζεται. Σε ψυχιατρική εξέταση δεν βασίζεται. Πού βασίζεται; Προφανώς σε συζητήσεις καφενείου, τις οποίες προεκτείνει.
Eκτός όμως από την προβληματική μεθοδολογία ψυχιατρικοποίησης της πολιτικής, ή μάλλον σε αιτιώδη σύνδεση με αυτήν, υπάρχει και το ζήτημα της ουσίας των κοινωνικών και πολιτικών θέσεων στις οποίες απολήγουν οι παραπάνω εξυπνακισμοί. Οι οποίες αποτελούν μία ακόμη παραλλαγή των γνωστών αποικιοκρατικών/ ευρωκεντρικών φληναφημάτων του ακραίου κέντρου: πελατειακές σχέσεις, προστατευτισμός, οι πολιτικοί είναι λαϊκιστές και παραπλανούν με υποσχέσεις, δεν περάσαμε διαφωτισμό, ο ελληνικός λαός είναι ανώριμος και διχάζεται, «κάτι τρέχει με την οικογένεια», δεν έχουμε κράτος, δεν θα πάμε ποτέ μπροστά κ.λπ. κ.λπ.
Το γεγονός ακριβώς αυτό νομίζω ότι αποτελεί μια αρχή απάντησης σ το ερώτημα πώς έγινε δυνατό ο τσαρλατάνος αυτός να θεωρηθεί «κορυφαίος ψυχαναλυτής».
Ο λόγος του κάλυπτε μία ανάγκη: πρόσφερε στο κοινό –σε κάποια κοινά- αυτό που, για κάποιους λόγους, περίμεναν να ακούσουν. Η προσφορά αυτή ήταν εξαιρετικά καθησυχαστική: έδινε στους ανθρώπους μια γνώση, τους βοηθούσε να βάλουν σε μια τάξη πράγματα που τους προκαλούν άγχος και τα βιώνουν ως απειλή. Έδειχνε ποιος φταίει για τα προβλήματά μας, και αυτός τον οποίο έδειχνε δεν διέφερε από την κοινή δόξα, η οποία όμως αυτή τη φορά παρουσιαζόταν ως πόρισμα μιας βαθιάς, σχεδόν μυστικιστικής, σοφίας. Επίσης, πρόσφερε στους ανθρώπους την παρηγορία ότι, αν ακολουθήσουν την σωστή οδό στη ζωή τους, θα οδηγηθούν στη σωτηρία. Τα ΜΜΕ, που λατρεύουν να αναδεικνύουν κατά καιρούς διάφορους γκουρού, κατά πλειοψηφία ηλικιωμένους λευκούς ετεροφυλόφιλους άνδρες, δεν είναι τυχαίο ότι μυρίστηκαν σε αυτόν έναν ακόμη δυνάμει προφήτη/ σωτήρα του έθνους και της κοινωνίας και έσπευσαν να εγκαθιδρύσουν αυτή την αμοιβαία κατοπτρική σχέση μαζί του.
Η μεσσιανική διάσταση με την οποία περιβαλλόταν ο λόγος του, από τον ίδιο ή/ και από τους άλλους, συχνά απολήγει σε μία απόλυτη κοινοτοπία ανάλογη με τις στήλες συναισθηματικών συμβουλών των λαϊκών περιοδικών ή της πίσω όψης ημερολογίων τοίχου. Έχουμε δηλαδή εδώ μία όψη της λαϊκής κουλτούρας μεταμφιεσμένη σε υψηλή.
Η μεταμφίεση αυτή ήταν καθησυχαστική σε δεύτερο βαθμό: αφενός απάλλασσε όσες τον άκουγαν από το άγχος που τους δημιουργεί η συνάντηση με το Άλλο, από την υποψία ότι «δεν υπάρχει έμφυλη σχέση», από την ασυνεννοησία η οποία ελλοχεύει σε κάθε συνάντηση ανθρώπων, αλλά, αφετέρου, παρουσίαζε μία εξημερωμένη εικόνα της ίδιας της ψυχανάλυσης, διαγράφοντας το ρήγμα που προκάλεσε η εμφάνισή της στις τότε –και τώρα- κοινές δόξες και εμφανίζοντάς την ως μια επανάληψη, απλώς με λίγο πιο πολύπλοκη και σοβαροφανή ορολογία, πραγμάτων που ήδη (φανταζόμαστε ότι) γνωρίζουμε «αυθόρμητα», που μας είναι αναγνωρίσιμα, οικεία, ταιριαστά με τα στερεότυπα που (νομίζουμε ότι) μπορούμε όλοι να αναγνωρίσουμε την κοινή μας εμπειρία. Τόσο στο συναισθηματικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο.
Για το πρώτο, το δίδαγμα του προφήτη είναι ότι ο πολιτισμός αρθρώνεται γύρω από το πέος. Για το δεύτερο είναι ότι η αριστερά είναι παλαβή, το να θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο είναι μία νεανική ψυχοπάθεια.
Για να το συνοψίσουμε με δυο λόγια:
πούτσες μπλε.
[1] Ματθαίου Γιωσαφάτ, Και αν ο άνδρας έχει μικρό πέος; Διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
Απολαυστικό άρθρο. Μιλάμε για μπούφο με περικεφαλαία. Το πρώτο απόσπασμα μάλιστα μοιάζει περισσότερο για παρωδία της ψυχανάλυσης.
Παρεμπιπτόντως, νομίζω ότι στις μέρες μας η ψυχανάλυση (δηλαδή οι θεωρίες του Φρόυντ και όχι οι ασυναρτησίες του Γιωσαφάτ) απορρίπτεται ως ψευδοεπιστήμη από ορισμένους επιστημονικούς κλάδους.