του Άκη Γαβριηλίδη
Αμέσως μετά την έξοδό του από τις φυλακές Κορυδαλλού λόγω της αναγνώρισης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεσή του κατά της εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης, ο φιλόλογος, ηθοποιός, σκηνοθέτης και βιαστής Δημήτρης Λιγνάδης έκανε δηλώσεις στα κανάλια. Σε αυτές μεταξύ άλλων είπε και τα εξής:
Έχω περίπου ενάμιση χρόνο να μιλήσω. Δεν είναι η στιγμή να πω πολλά πράγματα· θα ΄ρθούνε κι αυτές οι στιγμές. (…) Ενάμιση χρόνο, συγνώμη για το λαϊκό της έκφρασης, έπαιζαν μόνοι τους μπάλα. Νομίζω ότι τώρα δικαιούμαι να μιλήσω κι εγώ.
Ο άνθρωπος που, μόλις προηγουμένως, είχε κριθεί από την ελληνική δικαιοσύνη ένοχος για δύο βιασμούς, ξεστόμισε τη λέξη «συγνώμη» στις δηλώσεις του, αλλά η συγνώμη αυτή δεν αφορούσε τους βιασμούς, ούτε απευθυνόταν στα θύματά του. Απευθυνόταν στους δημοσιογράφους, και αφορούσε … τη χρήση μιας λαϊκής έκφρασης. Γενικότερα, ο λόγος του ήταν ως επί το πλείστον κενός και αυτοαναφορικός· είχε ως σχεδόν αποκλειστικό αντικείμενο τον ίδιο το λόγο του, το αν μίλησε ή όχι, αν θα μιλήσει στο μέλλον, τι θα πει τώρα, τι μετά, τι δικαιούται …
Γιατί άραγε είναι «λαϊκή» η έκφραση «παίζω μπάλα»; ποια θα ήταν η καθώς πρέπει, αστική (? –ή όποια, τέλος πάντων, στο μυαλό του φιλόλογου βιαστή, συνιστά το αντίθετο της «λαϊκής») αντίστοιχη έκφραση; Το ρήμα «παίζω» είναι αξιοπρεπέστατο, αρχαιοπρεπέστατο, απαντά ακόμα και στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου. Η «μπάλα» μπορεί να είναι ξένο δάνειο· ίσως ο επί κάποιο διάστημα προϊστάμενος του βιαστή Γεώργιος Μπαμπινιώτης να προτιμούσε την «σφαίρα», αλλά υποθέτω ότι αυτό δεν την καθιστά χυδαία.
Όπως κι αν έχει, με τη δήλωσή του ο Λιγνάδης δείχνει ότι, γι’ αυτόν, το να ξεπέφτει στο επίπεδο να χρησιμοποιεί μια «λαϊκή έκφραση» είναι κάτι χειρότερο από δύο δικαστικά διαπιστωμένους βιασμούς· μόνο για το πρώτο κρίνει άξιο να ζητήσει συγνώμη· για το δεύτερο όχι.
Νομίζω ότι αυτή η λεπτομέρεια τα λέει όλα για τον ναρκισσισμό, το θράσος και την κοινωνιοπάθεια του ανδρός, αλλά και του περίγυρου που τον στηρίζει λυσσαλέα –άρα και για την ουσία του οξύτατου πολιτισμικού πολέμου που ξέσπασε με αφορμή τα εγκλήματά του. Και που όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει για αρκετό καιρό ακόμα, κατά τρόπο ώστε να παίζουμε όλοι μαζί μπάλα και όχι ο καθένας μόνος του.
Ευχαριστώ την Σοφία Λαλοπούλου για την αρχική επισήμανση.
Ο Λιγνάδης σύμφωνα με την δικαιοσύνη είναι βιαστής. Καταδικάστηκε σε 12 χρόνια. Το προκλητικό της υπόθεσης δεν είναι μόνο πως αφέθηκε ελεύθερος ένας βιαστής. Είναι πως έχει καταδικαστεί σε μεγάλη ποινή, σε 12ετή φυλάκιση, και μολαταύτα αποφυλακίστηκε. Δεν τιμωρήθηκε με 1-2 χρόνια, πράγμα που δεν θα ήταν τόσο προκλητικό, αλλά με βαρύτατη ποινή, κάτι που φαίνεται δεν πως δεν επηρέασε τους δικαστές.
Ανάλογες περιπτώσεις όπου άνθρωποι τιμωρήθηκαν με βαριές ποινές, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι με αναστολή έχουμε με ιερείς κλπ.
Ο Λιγνάδης δεν έχει να πει τίποτα. Τι θα μπορούσε να πει; Ότι ενώ είναι αθώος του δόθηκε μια άδικη ποινή; Αυτό θα ήταν προκλητικό ακόμη και για αυτούς που αποφάσισαν να του επιτρέψουν να βγει από την φυλακή.
Έτσι από την μια για να αποφύγει αυτόν τον σκόπελο, δηλαδή να δηλώσει κατηγορηματικά ότι είναι αθώος, αλλά και από την άλλη βρισκόμενος σε πλήρη αδυναμία να επί κάτι ουσιαστικό – τι μπορούσε να πει; Τα στοιχεία ήταν σαρωτικά σε βάρος του – προτίμησε να κάνει μια δήλωση της πλάκας, η οποία θα μετέθετε την υποχρέωση του να μιλήσει ουσιαστικά για τις κατηγορίες που υφίστανται σε βάρος του, κάπου στο μέλλον και αφού πρώτα δει πώς θα εξελιχθεί η υπόθεσή του στο εφετείο. Αν αθωωθεί με την βοήθεια του Κούγια, θα θριαμβολογήσει. Αν όχι, θα καταπιεί την γλώσσα του και θα παλέψει μελλοντικά να μειωθεί η ποινή του.
Και επειδή είναι – υποτίθεται βέβαια πως είναι – άνθρωπος του πνεύματος και του πολιτισμού, πέταξε και ένα «συγνώμη» για την λαϊκή φράση «έπαιζαν μπάλα μόνοι τους» θέλοντας πρώτον να πει και αυτός «κάτι» (είπαμε, στην πραγματικότητα ξέρει πολύ καλά ότι δεν «τον παίρνει» να πεί τίποτα) και δεύτερον να υπονοήσει πως οι κατήγοροι του, αλλά και «ο απλούς λαός» που πήρε το μέρος των θυμάτων, δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από τον χυδαιολογούν σε βάρος του, εκμεταλλευόμενοι, υποτίθεται, την αδυναμία του να αμυνθεί μια και βρίσκονταν στην φυλακή.
Κατόπιν, κάπως θριαμβευτικά και απειλητικά, συνέχισε: νομίζω ότι τώρα δικαιούμαι να μιλήσω κι εγώ.
Δεν θα πει τίποτα. Τουλάχιστον μέχρι να γίνει το εφετείο.
Γιατί όπως είπε και ο Πυθαγόρας: Ή πρέπει να σιωπάς ή πρέπει να πεις κάτι καλλίτερο από την σιωπή.
Και ο Λιγνάδης είναι αδύνατον να πει κάτι καλλίτερο από την σιωπή.