ρατσισμός,Ανάλυση λόγου,Εθνικισμός,Πολιτική

Ο Παναγιώτης Σωτήρης ξεπλένει τη χούντα  

του Άκη Γαβριηλίδη

Το πρόσφατο σημείωμα για τις ρατσιστικές δηλώσεις του Νίκου Ξυλούρη μού στοίχισε μεταξύ άλλων μία βίαιη ad hominem επίθεση, στα όρια της κακοήθειας –ή ίσως πέρα απ’ αυτά-, από τον Παναγιώτη Σωτήρη.  Ο τελευταίος εκνευρίστηκε επειδή, όπως θεωρεί, προσπαθώ να αποδείξω ότι «μια σειρά από φιγούρες από το πολιτιστικό ‘Πάνθεον’ της αριστεράς κατά βάθος είναι εθνικιστές και ρατσιστές».

Για ζητήματα καλής συμπεριφοράς δεν έχω καμία πρόθεση, ούτε αρμοδιότητα να φερθώ ως παιδονόμος κανενός, και ακόμα λιγότερο ανθρώπων που έχουν την ίδια ηλικία με μένα. Αν ήταν να ασχολείται κανείς με κάθε μικροπρέπεια και κουτσομπολιό που δημοσιεύεται κάθε μέρα στα ΜΚΔ, δεν θα του έφτανε όλο το 24ωρο. Θα είχε όμως μία χρησιμότητα να δούμε λίγο το ουσιαστικό μέρος του ισχυρισμού, ή όποιο ίχνος τέλος πάντων τέτοιου ισχυρισμού υπάρχει σε αυτή την επίθεση, διότι ανήκει σε ένα απόθεμα σοφισμάτων που έχω συναντήσει πολλές φορές σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν.

Ο Σωτήρης δηλώνει ότι «προσωπικά δεν έχει κανένα πρόβλημα με το γκρέμισμα ειδώλων», αλλά αυτό θα πρέπει «να έχει και νόημα».

Πότε όμως έχει νόημα, και γιατί δεν έχει τώρα;

Το μόνο πράγμα που μοιάζει κάπως με επιχείρημα στην ανάρτηση είναι ότι, στο σημείωμά μου, παραβλέπω «ιστορικότητες, συγκυρίες, ακόμα και γλωσσικές συμβάσεις».

Αυτό το έχω ξανακούσει πολλές φορές. Η επίκληση της «συγκυρίας» συνιστά το πρόχειρο καταφύγιο, ή καλύτερα το άσυλο της άγνοιας και της ανευθυνότητας, όποιου δεν ξέρει τι άλλο να πει για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Όλες ανεξαιρέτως τις προηγούμενες φορές που είχα επισημάνει τον ρατσιστικό χαρακτήρα διάφορων ισχυρισμών από διάφορες περιόδους του ελληνικού 20ού αιώνα, πάντοτε βρισκόταν κάποιος να πεταχτεί και να πει «ας μην κρίνουμε φαινόμενα παλαιότερων εποχών με τα κριτήρια της τωρινής» –νομίζοντας ότι έτσι ακυρώνει τη διαπίστωση χωρίς να χρειάζεται να ασχοληθεί με την ουσία του ζητήματος. Ποτέ όμως κανείς από αυτούς τους ενιστάμενους δεν μπήκε στον κόπο να μας ενημερώσει από ποια χρονολογία και μετά ο ρατσισμός είναι κάτι επιλήψιμο, και γιατί από τότε. Και ο Άντολφ Χίτλερ ανήκε σε «μία άλλη εποχή»: έζησε πριν πολλές δεκαετίες. Μήπως απαγορεύεται να πούμε και ότι ο Χίτλερ ήταν ρατσιστής επειδή «δεν ζει στη δική μας εποχή»; Προφανώς όχι. Αφού μπορούμε να το πούμε για τον Χίτλερ, ή για την 3Ε, γιατί να μην μπορούμε να το πούμε για οποιονδήποτε άλλον εκφράζει ανάλογες θέσεις δημόσια οποιαδήποτε άλλη στιγμή μέσα στον 20ό αιώνα;

Εν προκειμένω, ας πούμε, μας λέγεται ότι η δήλωση «τα νέγρικα, τα χου χου, είναι η βρωμιά της Αμερικής» (μια απόφανση βγαλμένη από τις χειρότερες παραδόσεις της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας κατά την οποία οι νέγροι είναι απολίτιστοι και δεν παράγουν λόγο και μουσική, βγάζουν μόνο άναρθρες κραυγές), όταν γίνεται το 1978 στην Ελλάδα δεν είναι ρατσιστική. Aντιθέτως, η ίδια δήλωση θα ήταν ρατσιστική εάν γινόταν τώρα. Γιατί άραγε αυτά τα δύο μέτρα και δύο σταθμά;

Διότι υποτίθεται ότι τότε όλοι έτσι μιλούσαν.

Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι καταγέλαστος, και –όπως ήδη υπαινίχθηκα στο πρώτο σημείωμα- διαψεύδεται από την απλή ανάγνωση του συνόλου του αφιερώματος του περιοδικού στο οποίο δημοσιεύθηκε η δήλωση Ξυλούρη. Σε αυτό, κανείς δεν μιλάει έτσι. Μόνο εκείνος.

Το περιοδικό Ήχος και Hi Fi –το οποίο, όπως δείχνει ο τίτλος του, ήταν ειδικευμένο μουσικό περιοδικό, όχι κάποιο που να έχει κάποια σύνδεση με την αριστερά ή με οποιαδήποτε άλλη ιδεολογική κατεύθυνση- είχε ζητήσει τότε μια τοποθέτηση σχετικά με την κατάσταση της ραδιοφωνίας από συνολικά 16 Έλληνες και Ελληνίδες τραγουδιστές, συνθέτες και στιχουργούς, τους οποίους προφανώς επέλεξε με καθαρά μουσικά και όχι με ιδεολογικά κριτήρια. Από αυτούς, υπήρξε μόνο ένας –ο Λάκης Χαλκιάς- ο οποίος απλώς να αναφέρει ως παράπονο κάποια υπερπροβολή μη ελληνικών μουσικών ειδών από το ραδιόφωνο. (Σημειωτέον από την άλλη ότι υπήρξε και ένας, ο διευθυντής μαντολινάτας Φώτης Αλέπορος, ο οποίος αντίθετα επαίνεσε το ελληνικό ραδιόφωνο διότι «ουδέποτε παρέλειψε να διαδίδει τις εθνικές μουσικές παραδόσεις μας»). Ακόμα και ο Χαλκιάς, όμως, το στοιχείο αυτό το αναφέρει με τρόπο πολύ πιο κόσμιο και προσεκτικό, χωρίς εκκλήσεις για αποκλεισμούς και διακρίσεις, και, κυρίως, ως μία μόνο διάσταση της κριτικής του, όχι την κύρια.

Το ποια είναι κατ’ αυτόν η κύρια διάσταση, γίνεται φανερό από την πρώτη πρόταση της τοποθέτησης του Χαλκιά:

Το ραδιόφωνο από την εποχή που εμφανίστηκε στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε από την εκάστοτε κυβέρνηση σαν όργανο κομματικό.

Σε αυτό συμφωνεί όχι μόνο ο Φώτης Αλέπορος, αλλά όλοι ανεξαιρέτως οι υπόλοιποι απαντώντες, πλην του Ξυλούρη. Όλοι και όλες, δηλαδή, αναδεικνύουν ένα στοιχείο ενδοεθνικό στην κριτική τους, αποδίδοντας την κακοδαιμονία του ελληνικού ραδιοφώνου στον έλεγχό του από την «κυβέρνηση», την «δεξιά» ή την «άρχουσα τάξη». Κανείς απολύτως δεν ενοχοποιεί γι’ αυτήν τους «νέγρους» που κάνουν «χου χου», ούτε τους εργαζόμενους στη ραδιοφωνία.

Αυτό που αποδεικνύεται περιπτωσιολογικά, μπορεί να δειχθεί και με έναν αναλυτικό συλλογισμό γενικότερου χαρακτήρα. Το 1978, of all years, ήταν μια συγκυρία κατά την οποία ο καθένας, ή τουλάχιστον όποιος ήθελε να έχει κάποια αναφορά σε μια χειραφετητική προοπτική και δεν ήταν ξύλο απελέκητο, είχε έναν λόγο περισσότερο να είναι ενήμερος και ευαισθητοποιημένος τόσο για φυλετικά ζητήματα, όσο και για ζητήματα ελευθερίας του λόγου και αποφυγής των επαγγελματικών διακρίσεων.

Για το φυλετικό, καταρχάς ο καθένας θα έπρεπε να γνωρίζει ότι οποιαδήποτε χρονιά στην ιστορία των ΗΠΑ ήταν και είναι ακόμα σημαδεμένη από την δουλεία και, στη συνέχεια, τις σκανδαλώδεις διακρίσεις εις βάρος των Αφροαμερικανών. Ειδικά το 78 ήταν μόλις λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα της νέας τότε φάσης αγώνων, ειρηνικών αλλά και ένοπλων, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, των Μαύρων Πανθήρων, και πολλών άλλων ενδιάμεσων μορφών. Είναι απαράδεκτη νηπιοποίηση να προβάλλει κάποιος τη δικαιολογία «τι να γίνει, ο Ξυλούρης δεν τα ήξερε αυτά, έλειπε η ενημέρωση».

Αν έλειπε η ενημέρωση, τότε αυτό δείχνει, ακριβώς, ότι υπήρχε ένα γενικότερο και βαθύτερο πρόβλημα αδιαφορίας για τα φυλετικά –όπως και για πολλά άλλα βέβαια- ζητήματα από την τότε αριστερά. Μα αυτό ακριβώς λέμε, όσο κι αν ο Σωτήρης δεν θέλει να το ακούσει. Το 1978 βρισκόμασταν μόλις τέσσερα χρόνια από την πτώση της χούντας, η οποία σημαδεύτηκε από μία τρομερή έκρηξη δραστηριοτήτων, μεταξύ άλλων και εκδοτικών-ενημερωτικών, της μέχρι τότε απαγορευμένης αριστεράς και των αντιδικτατορικών δυνάμεων. Εάν οι δυνάμεις αυτές δεν κατάφεραν να διαπαιδαγωγήσουν τα μέλη τους ή τους προσκείμενους σε αυτές ώστε να αποφεύγουν στοιχειωδώς τέτοιες χοντράδες, αυτό δεν αποτελεί ελαφρυντικό αλλά αντιθέτως επιβαρυντική περίπτωση.

Επιπλέον, μέχρι πριν λίγα χρόνια στην Ελλάδα ίσχυε επίσημα το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, το οποίο τόσο είχε ταλανίσει την επαγγελματική και κοινωνική ζωή μιας σημαντικής μερίδας της ελληνικής κοινωνίας. Στην δε Δυτική τότε Γερμανία εξακολουθούσε ακόμα να ισχύει το Berfufsverbot, δηλαδή η απαγόρευση πρόσληψης μελών του κομμουνιστικού κόμματος στο δημόσιο. Το να βγαίνει κανείς υπ’ αυτές τις συνθήκες και να δαχτυλοδείχνει έναν εργαζόμενο, με το ονοματεπώνυμό του, ως ελλιπών εθνικών φρονημάτων, και να ζητά δημόσια να του απαγορευθεί να εργάζεται στα δημόσια ΜΜΕ, (τα οποία τότε ήταν και τα μόνα που υπήρχαν), δηλαδή να ζητά την επαγγελματική του εξόντωση, δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να το προσπεράσει ως «γλωσσική σύμβαση της εποχής» –και ακόμα λιγότερο κάποιος που σήμερα βγάζει το ψωμί του ως υπάλληλος ιδιωτικών ΜΜΕ.

Σε αυτή λοιπόν την χυδαία επίθεση ο επιτιθέμενος δεν εξηγεί πουθενά γιατί θεωρεί ότι δεν πρέπει να αναδεικνύουμε αυτές τις πτυχές. Οι κατάφορτες από θεολογικές μεταφορές επικρίσεις του (Πάνθεον, είδωλα) αφήνουν να νοηθεί ότι ενοχλείται μόνο όταν η ανάδειξη αυτή αφορά άτομα που συνδέονται με την αριστερά. Για ποιο λόγο όμως; Θεωρεί ότι η ιστορία του ρατσισμού πρέπει να μελετάται μόνο όταν αφορά τη δεξιά;

Εν τοιαύτη περιπτώσει, δίνει μάχες οπισθοφυλακών και έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Τα τελευταία χρόνια, η παρουσία και η χρήση εθνικιστικών και ρατσιστικών ιδεών στην ελληνική διανόηση, και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα, κατά τον 20ό αιώνα, αποτελεί αντικείμενο αυξημένου ενδιαφέροντος εκ μέρους πολλών ερευνητών. Προσωπικά, τολμώ να ισχυριστώ ότι υπήρξα ένας από τους πρώτους που ανέδειξαν αυτό το ζήτημα, με το προ δεκαπενταετίας βιβλίο μου για τη Νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού. Από την πρόσφατη μόνο παραγωγή, μπορεί κανείς να συμβουλευτεί τον συλλογικό τόμο Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα, καθώς και τα επί μέρους ατομικά έργα των περισσότερων από τους συντελεστές αυτού του τόμου, π.χ. τα εξαιρετικά βιβλία του Παρασκευά Ματάλα και της Έφης Γαζή. Από τους ανθρώπους που φέρνουν σε πέρας αυτές τις έρευνες, κάποιοι είναι περίπου συνομήλικοι με εμένα και τον Παναγιώτη, κάποιοι πρεσβύτεροι, ενώ άλλες –μάλλον οι περισσότερες- νεότερες. Άρα, η ενασχόληση αυτή δεν συνδέεται με κάποια κρίση ηλικίας.

Για τη Νεκροφιλία, είχα δεχθεί αντίστοιχες βιτριολικές επιθέσεις από τους τότε θεματοφύλακες των ιερών και των οσίων της αριστεράς επειδή είχα τολμήσει να επικρίνω για αντισημιτισμό τον Μίκη Θεοδωράκη. Αργότερα, όπως είναι γνωστό, ο ίδιος ο Θεοδωράκης επιβεβαίωσε πανηγυρικά από μόνος του ότι είναι αντισημίτης και κατέληξε να χαριεντίζεται με Χρυσαυγίτες.

Αυτό το αναφέρω για να δείξω όχι μόνο ότι δικαιώθηκα στο συγκεκριμένο, αλλά κυρίως ότι η πρακτική αυτή, σε πείσμα των παραπόνων του Σωτήρη, έχει πράγματι νόημα. Διότι οι έρευνες αυτές, τόσο οι δικές μου όσο και των άλλων, κατά κανέναν τρόπο δεν έχουν ως αποκλειστικό ή έστω ως κύριο αντικείμενο «είδωλα της αριστεράς». Σε αυτές διερευνάται η πορεία διανοουμένων εκ των οποίων κάποιοι ανήκαν στην αριστερά, κάποιοι στη δεξιά, κάποιοι σε καμία εκ των δύο, ενώ άλλοι –και αυτό είναι το ενδιαφέρον- σε κάποια φάση της ζωής τους συνδέθηκαν με μία εκ των δύο, ή και με τις δύο.

Ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι πολύτιμο υλικό για την ιστορία των ιδεών, και την κοινωνική ιστορία γενικότερα. Διότι δείχνει ότι, όσο κι αν επί πολύ καιρό –και ιδίως μετά τον εμφύλιο- τείναμε να πιστεύουμε ότι η ελληνική κοινωνία ζούσε χωρισμένη σε δύο αυτοτελή και αυτάρκη στρατόπεδα με σαφή όρια και με εσωτερική καθαρότητα, ωστόσο στην ουσία οι ιδέες, οι εικόνες και τα επιχειρήματα κυκλοφορούσαν μεταξύ των ανθρώπων και των ομάδων, αποτελούσαν αντικείμενο δανεισμού, νέων χρήσεων και επανάληψης –με διαφορά ή χωρίς.

Εφόσον είναι έτσι, τι θα ήθελε άραγε ο Σωτήρης; Οι ερευνητές να μελετάνε αυτή την κυκλοφορία των ιδεών, αλλά όταν φτάνουν σε κάποια «φιγούρα από το Πάνθεον της αριστεράς» να σταματάνε έξω από την πόρτα της;

Κάτι τέτοιο είναι όχι μόνο απαράδεκτο, αλλά και πρακτικά αδύνατο. Για ποιο λόγο να θέτουμε εκ των προτέρων στην έρευνα ένα τέτοιο επιστημολογικό εμπόδιο; Η επιστήμη, όπως ξέρουμε, είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και σκοπό. Όποιος επιχειρεί να ορίσει εκ των προτέρων κάποια όρια και να απαγορεύσει την ενασχόληση με κάποια θέματα, λειτουργεί ως μπάτσος της σκέψης και δεν βοηθά ούτε τον εαυτό του, ούτε κανέναν άλλο να παραγάγει κάποιο νόημα και κάποια γνώση. Το νόημα παράγεται όταν μελετάμε τη μετακίνηση, αυτό που εκφεύγει, που δεν βρίσκεται στη θέση που του έχει οριστεί και στην οποία θα αναμέναμε να βρίσκεται.

Θα συνιστούσα λοιπόν στον Παναγιώτη να οπλιστεί με υπομονή και να μην οργίζεται τόσο εύκολα, γιατί στις ηλικίες που είμαστε κάτι τέτοιο μπορεί να αποβεί επικίνδυνο για την υγεία: τα προσεχή χρόνια όλα δείχνουν ότι παρόμοιες έρευνες σχετικά με τον φυλετισμό –ακριβέστερα, με τους φυλετισμούς- στην Ελλάδα του 20ού αιώνα θα συνεχίσουν να διεξάγονται και να δημοσιεύονται. Στο δε πολιτικό επίπεδο, θα του συνιστούσα να μην σπεύδει να κατεβάσει τόσο χαμηλά τον πήχυ των αντιρατσιστικών του προσδοκιών. Διότι μπορεί έτσι να βοηθάει τις «φιγούρες από το Πάνθεον της αριστεράς» να τον περάσουν, αλλά ταυτόχρονα διευκολύνει και άλλες φιγούρες, πολύ πιο σκοτεινές και κακόβουλες, να ξεπλυθούν από τα αμαρτήματά τους. Αν θεωρήσουμε συγχωρητέο για τον Ξυλούρη να εκφράζει ρατσιστικές, εθνικιστικές και λογοκριτικές πολιτικές θέσεις το 1978, εξίσου συγχωρητέο θα πρέπει να θεωρήσουμε για τον Στυλιανό Παττακό να ασκεί ρατσιστικές, εθνικιστικές και λογοκριτικές πολιτικές πρακτικές από το 1967 έως το 1974. Αφού έτσι ήταν τότε η συγκυρία και οι γλωσσικές συμβάσεις. Εκτός εάν αυτό δεν τον ενοχλεί, ή το ανέχεται ως παράπλευρη απώλεια στον πόλεμό του κατά των εθνομηδενιστών.

maxresdefault

Κλασσικό

8 σκέψεις σχετικά με το “Ο Παναγιώτης Σωτήρης ξεπλένει τη χούντα  

  1. Ο/Η Eternita λέει:

    “Ειδικά το 78 ήταν μόλις λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα της νέας τότε φάσης αγώνων, ειρηνικών αλλά και ένοπλων, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, των Μαύρων Πανθήρων, και πολλών άλλων ενδιάμεσων μορφών”

    Κυριε Γαβριηλιδη ειστε λαθος ο Μαρτιν λουθερ κινγκ ηταν ηδη δολοφονημενος το 1968, ο Μαλκολμ Χ το 1965 και ο Φρεντ Χαμπτον απο τους Μαυρους Πανθηρες δολοφονηθηκε απο την αστυνομια το 1969. Επισης οι Μαυροι Πανθηρες ειχαν ηδη διασπαστει πριν το 1978.
    Το αποκορυφωμα των αγωνων θεσμικα τουλαχιστον ηταν το Civil Rights Act of 1968

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Ωραία. Και το λάθος ποιο είναι;
      Κανένα απ’ αυτά τα στοιχεία δεν έρχεται σε αντίθεση με κάτι που να έγραψα εγώ.

  2. Ο/Η Eternita λέει:

    Κυριε Γαβριηλιδη το civil right movent ξεκινησε την δεκαετια του 50 τριαντα χρονια σχεδον πριν απο το 1978 και κορυφωθηκε 10 χρονια πριν το 1968 αρα το 1978 δεν ειναι «μόλις λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα της νέας τότε φάσης αγώνων» η νεα φαση των αγωνων ειχε ηδη ξεκινησει τριαντα χρονια πριν

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Ωστόσο, την εκτίμηση ότι το civil rights movement υπήρξε «η αρχή της νέας φάσης αγώνων» εσείς την κάνατε, όχι εγώ. Εγώ δεν το ανέφερα καν.

  3. Ο/Η Eternita λέει:

    Κυριε Γαβριηλιδη εσεις δεν γραψετε τις λεξεις civil right movement αλλα γραψατε «…μετά το ξέσπασμα της νέας τότε φάσης αγώνων, ειρηνικών αλλά και ένοπλων, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, των Μαύρων Πανθήρων, και πολλών άλλων ενδιάμεσων μορφών» Αρα η νεα φαση αγωνων τις οποιες διακρινεται ορθως σε ενοπλες και ειρηνικες,κατα τα λεγομενα σας ειναι » Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, των Μαύρων Πανθήρων, και πολλών άλλων ενδιάμεσων μορφών» Αυτοι ειναι κομματι του civil
    rights movement, εδρασαν στα πλαισια αυτου. Επομενως περιγραψατε περιφραστικα την εννοια του civil rights movement, ενα κινημα για τα δικαιωματα των μαυρων απο διαφορες πολιτικες οργανωσεις που σκεφτονταν και δρουσαν διαφορετικα για τον ιδιο σκοπο.
    Εν παση περιπτωσει οι δηλωσεις Ξυλουρη ειναι ρατσιστικες και επομενως αξιοκατακριτες και ορθως εσεις τις καταγραφετε για να γινεται συζητηση και κριτικη.

  4. Ο/Η Στέλιος λέει:

    Ο Χαλκιάς και ο Ξυλούρης ήταν ερμηνευτές του Μαρκόπουλου, νομίζω τις δικές του ιδέες για «Επιστροφή στις ρίζες» εκφράζουν εδώ. Μη ξεχνάτε ότι προηγήθηκε η άνθιση του ελληνικού ροκ το 1970-73, και η στροφή στο πολιτικό τραγούδι και τα αντάρτικα με τη μεταπολίτευση, όταν μέχρι και ο Σιδηρόπουλος τραγουδούσε Μαρκόπουλο. Τότε η ελληνική αριστερά επέλεξε να εστιάσει στην ξενόφερτη καταγωγή του ροκ. Το 1978 είναι η εποχή της κατά Νταλούκα αναζωπύρωσης του ροκ οπότε λογικό είναι ο κύκλος του Μαρκόπουλου να αντιδράσει έντονα. Όσο για την ίδια τη λέξη νέγρικα, τότε δήλωνε τα spirituals, μπλουζ κλπ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.