σεξουαλικότητα,Εθνικισμός,Ψυχανάλυση

Μπαρρές: ο εθνικισμός ως ένα ομοκοινωνικό σαδομαζοχιστικό όργιο

του Άκη Γαβριηλίδη

Τον Μωρίς Μπαρρές ομολογώ ότι μέχρι τώρα τον ήξερα ουσιαστικά μόνο ως όνομα· ως το όνομα ενός λίγο περίεργου συγγραφέα που αποτέλεσε έναν από τους προπάτορες του εθνικισμού.

Διαβάζοντας το εξαιρετικό, και πλούσια τεκμηριωμένο, πρόσφατο βιβλίο που αφιέρωσε σε αυτόν –και, ιδίως, στην επίδρασή του- ο Παρασκευάς Ματάλας, έχει κανείς την ευκαιρία να μάθει ή/ και να συνειδητοποιήσει αρκετά αξιοπρόσεκτα πράγματα γι’ αυτόν. Τα οποία είναι δυνατό να αξιοποιηθούν περαιτέρω προς αρκετές κατευθύνσεις.

Τις κατευθύνσεις αυτές δεν σκοπεύω βέβαια, και ούτε είναι δυνατό, να εξαντλήσω σε αυτό το σημείωμα. Εδώ θα ακολουθήσω μόνο μία.

Πρώτα απ’ όλα, αυτό που συνειδητοποιεί κανείς από το βιβλίο είναι ότι ο Μπαρρές στην εποχή του υπήρξε κάτι σαν προφήτης, ή, καλύτερα, σαν αρχηγός σέκτας, σαν ιδρυτής και αρχιερέας μιας λατρείας.

Το βιβλίο, μέσα από μία ανάλυση της πλούσιας αλληλογραφίας του, ανιχνεύει την παγκόσμια απήχηση που είχε στην εποχή του ο γάλλος εθνικιστής συγγραφέας σε ανθρώπους από πολλές άλλες χώρες οι οποίες δεν είχαν εκ πρώτης όψεως καμία ιδιαίτερη σχέση με τη Γαλλία, ενώ κάποιες κατά καιρούς είχαν και αντιπαλότητα μαζί της. Εξ ου και το παράδοξο που επιλέγει ως τίτλο.

Οι ανταλλαγές αυτές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ξεκινούσαν με πρωτοβουλία των αλληλογράφων του. Άνθρωποι οι οποίοι μέχρι τότε του ήταν άγνωστοι, και μιλάμε πολλοί άνθρωποι, σε ένα μεγάλο διάστημα χρόνου που καλύπτει δεκαετίες, κυρίως τις δύο πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, παίρνουν την πρωτοβουλία να του γράψουν για να του εκφράσουν το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη τους.

Διαβάζοντας κανείς αυτή την αλληλογραφία, εντυπωσιάζεται από την πολύ έντονη συγκινησιακή φόρτιση που χαρακτηρίζει τα γραφόμενα. Οι επιστολογράφοι δεν αρκούνται να επισημάνουν πόσο εύστοχα, τεκμηριωμένα, ενδιαφέροντα κ.ο.κ. βρίσκουν τα βιβλία του Μπαρρές, αλλά πάντοτε κοινοποιούν έναν διαθετικό (affective) κραδασμό: διαβεβαιώνουν ότι η επαφή με το έργο του τους συγκλόνισε, τους άνοιξε νέα πεδία σκέψης και –ακριβώς- συναισθήματος, τους άλλαξε τη ζωή.

Βοηθούσης και της παρέλευσης ενός αιώνα, αυτά τα «νέα πεδία σκέψης και συναισθήματος» που δηλώνουν ότι ανακάλυψαν οι προσήλυτοι στον εθνικισμό μάς ηχούν σήμερα ξένα και ακατανόητα. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν για να τα περιγράψουν είναι γεμάτες μεγαλοστομίες, στα όρια του φανφαρονισμού και της γελοιότητας. Από τους σημερινούς εθνικιστές έχουμε μάθει να αναμένουμε κάποια ρητορική υπερβολή και κάποια θεατρικότητα. Ωστόσο, οι επιστολές αυτές δείχνουν να εκφράζουν πραγματικά συναισθήματα, τα οποία όμως σε μας φαίνεται απίθανο να βίωσαν πραγματικοί άνθρωποι.

Ένα άλλο εντυπωσιακό στοιχείο σε αυτό το εκτεταμένο κόρπους επιστολών είναι ότι προέρχονται όλες ανεξαιρέτως από άντρες. Και μάλιστα νέους άντρες, από τα 20 μέχρι τα 30.

Ίσως πει κανείς ότι αυτό είναι αναμενόμενο διότι την εποχή εκείνη δεν ήταν συνηθισμένο για τις γυναίκες να γράφουν γενικώς, είτε στον δημόσιο χώρο είτε στον ιδιωτικό ή ημι-δημόσιο της επιστολογραφίας.

Αυτό ισχύει, αλλά μόνο ως ένα βαθμό. Π.χ. στην Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, τη μεγαλύτερη παραγωγή μυθιστορηματικών έργων με σκοπό την διάχυση του εθνικισμού ως λατρείας της γης και των νεκρών την οφείλουμε σε μία γυναίκα, την Πηνελόπη Δέλτα. Ωστόσο, δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι είτε αυτή, είτε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα συγκλονίστηκε εξίσου από τον Μπαρρές και σκέφτηκε να του το γνωστοποιήσει.

Ο «κοσμοπολιτικός εθνικισμός» λοιπόν φαίνεται ότι υπήρξε ένα boys’ club.

Και μάλιστα ένα κλαμπ από το οποίο ο αποκλεισμός των γυναικών δεν ήταν απλώς ένα αθέλητο αποτέλεσμα, αλλά, για μερικούς τουλάχιστον, συνειδητή επιλογή και επιδίωξη.

Από τα παραθέματα που γενναιόδωρα μας προσφέρει το βιβλίο, θα αντιγράψω εδώ ένα σχετικό. Πρόκειται για επιστολή που γράφει το 1911 ένας μπαρρεσιστής, ο Πέτρος Βλαστός, προς τον Ίωνα Δραγούμη, τότε ομοϊδεάτη του, και στην οποία προσπαθεί να τον πείσει να χωρίσει με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Και προσπαθεί με επιχειρήματα (;) όπως τα παρακάτω:

πρέπει να χαθεί [!]. (…) Eίναι τόσο μικρό πράμα η γυναίκα (…) για μυαλά που έχουνε μια θέληση μέσα τους, κι έναν αγώνα να νικήσουν, μου φαίνεται χαμός κι αφανισμός να σταματούνε στη γυναίκα.

Ένα χρόνο αργότερα, ο Βλαστός θα εκφράσει και δημόσια, έστω έμμεσα, την αποδοκιμασία του προς αυτόν το δεσμό. Το 12 ξαναδημοσιεύει ένα παλιότερο μανιφέστο του που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο Η φυλή, και που περιείχε τη φράση: «οι δυνατοί χαλάσανε το αίμα τους ξεχνώντας την ηρωική τους περηφάνια και την αριστοκρατική τους αποστολή στην αγκαλιά της μαυρομάτας σκλάβας»· στη νέα αυτή δημοσίευση, προσθέτει μετά το τέλος αυτής της φράσης τις λέξεις: «και της θεατρίνας»! (παρατίθεται στο Ματάλας, ό.π. 289).

Στην εν λόγω «θεατρίνα», πάντως, οφείλουμε το μόνο ίσως παράθεμα του βιβλίου το οποίο ηχεί ως μία νησίδα σύνεσης και ενσυναίσθησης μέσα σε έναν ωκεανό βερμπαλισμού, ανοησίας και βαναυσότητας. Τα λόγια αυτά βέβαια δεν τα έγραψε η ίδια, αλλά τα κατέγραψε και μας τα μετέφερε ο Δραγούμης από μια συζήτησή τους:

Δεν της αρέσει ο πόλεμος, είναι περιττός. Γιατί δεν κάθονται οι άνθρωποι στ’ αυγά τους; Καλά είναι εκεί που είναι. Μαλώνουν σα μπακάληδες και κατασκοτώνονται για ένα κομμάτι γης. Υπάρχει τίποτε πιο πρόστυχο;

Της είπα αφού την άκουσα· –Η αφορμή ή ο σκοπός που γίνεται ένας πόλεμος δεν έχει σημασία καμιά. (…) Όταν μια φυλή θέλει να μείνει καθαρή από ανακατώματα με μιαν άλλη φυλή που της ρίχνεται, πολεμά για να νικήσει την επίθεση και να μην ανακατωθεί με την άλλη φυλή. (…) Ο πόλεμος είναι εξυγιαντικός.

[…]

– Ας τ’ αφήσουμε αυτά. Αν σου αρέσει ο πόλεμος, πήγαινε. Μα θα με χάσεις εμένα. (Παρατίθεται στη σελ. 288).

Το 1906, σε ηλικία δηλαδή 28 ετών, ο Δραγούμης, πριν ακόμα αναθεωρήσει τον μπαρρεσισμό του, διατύπωνε εγγράφως τις απόψεις που πρότεινε η θεατρίνα να «αφήσουν», με τα εξής απίστευτα λόγια:

Κάθε φορά που μαθαίνω πως οι εχθροί μάς έδωσαν κανένα χτύπημα, κάθε φορά που χύνεται αίμα ελληνικό, που μπήχνεται βουλγαρική σημαία σ’ ελληνικές ακροπόλεις, που καταστρέφονται Έλληνες από τους βαρβάρους, που όλοι επιβουλεύονται τη ζωή μας, χαίρομαι με μια ηδονή ξετρελαμένη. Τέτοια να παθαίνουμε και ακόμα περισσότερα. Να μπηχτεί το ξενικό μαχαίρι ώς το κόκκαλο, να το νιώσω, να πονεί και να τσούζει, και να βγάζει αίμα … για να περιμαζευτούμε και να ξυπνήσουμε και να φωνάξουμε «ωχ!» και να πάρουμε και μεις το μαχαίρι να ξεσχίσουμε τους εχθρούς.

Το λεξιλόγιο και οι εικόνες που χρησιμοποιούνται στο απόσπασμα αυτό δεν αναφέρονται στον πόλεμο ως αντικείμενο ορθολογικής μελέτης και στρατηγικής ανάλυσης. Πουθενά δεν τίθεται ως στόχος η νίκη· αντιθέτως μάλιστα, αναφέρεται ρητά ότι η ήττα είναι προτιμότερη, και μάλιστα προκαλεί «ηδονή».

Ο πόλεμος, για τον συγγραφέα, δείχνει να αποτελεί απλώς μία αφορμή ώστε να μιλήσει για τη διείσδυση, ή/ και για μια σαδομαζοχιστικού τύπου σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ανδρών.

Εξάλλου, στο λόγο των μπαρρεσιστών, το αίμα δεν είναι το μόνο σωματικό υγρό που τραβά την προσοχή τους, σε σχέση πάντα με τον πόλεμο.

Ο γνωστός μεγαλομανής ρατσιστής συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, το ίδιο περίπου διάστημα που εξυμνούσε χυδαία τον Φράνκο και χαρακτήριζε τον φασισμό και τον χιτλερισμό «φαινόμενα βαθιά, σημαντικότατα, άξια του πιο μεγάλου σεβασμού» (σ. 337), από τη Σπάρτη όπου βρισκόταν ακολουθώντας τα βήματα του Μπαρρές, προσέθετε και αυτός τον δικό του προβληματισμό επί του θέματος:

Ο πόλεμος είναι μια τεράστια ερωτική στιγμή. Δε σμίγουν πια εδώ δυο άτομα για να γεννήσουν ένα παιδί. Σμίγουν δυο μεγάλοι στρατοί. Ο ένας σφηνώνεται στον άλλο μέσα στα αίματα και στις κραυγές. Πάντα ο ένας είναι ο άντρας που κρατάει το νέο σπέρμα· ο άλλος είναι η γυναίκα που δέχεται κλαίγοντας, υποταγμένη, και θρέφει με το αίμα της το σπέρμα του νικητή (από το κείμενο «Ο Μοριάς»· παρατίθεται επίσης στη σελ. 337).

Ευτυχώς, σήμερα κανείς δε μιλάει έτσι, ούτε οι Χρυσαυγίτες. Αν το έκανε, θα θεωρούνταν από όλους νοητικά διαταραγμένος και θα παραπέμπονταν στην αρμοδιότητα λειτουργών της ψυχικής υγείας.

Πάντως, η ερωτικοποίηση του εθνικισμού ενυπήρχε ήδη στον ιδρυτή της σέκτας, ο οποίος, θυμίζω, είχε διατυπώσει την εθνικιστική θεωρία του σε διάφορα βιβλία εκ των οποίων ένα λεγόταν Du sang, de la volupté et de la mort [Περί αίματος, ηδυπάθειας και θανάτου]. Επιπλέον, η απεύθυνση σε «εικοσάχρονα παιδιά» (αρσενικού γένους, εννοείται) γινόταν ρητά σε ένα κείμενό του που περιλήφθηκε στην ανωτέρω έκδοση:

Βλέμματα φλογερά, μέσα σε μαύρους κύκλους, καρδιές ανάστατες εικοσάχρονων παιδιών, που ονειρεύεστε διάσημους ποιητές, καπετάνιους, εραστές, τυχοδιώκτες σημαδεμένους από την δόξα, καλώ να μαρτυρήσετε πως [η δόξα] είναι εκείνο που δεν πεθαίνει.

Τη φράση αυτή παραθέτει με συγκίνηση, πολλά χρόνια αργότερα, ο Γιώργος Θεοτοκάς, σχολιάζοντάς την με εκφράσεις που και αυτές μαρτυρούν συγκινησιακή φόρτιση σχετική με τη διάσταση της μύησης νεαρών ανδρών σε μια κουλτούρα της κατάκτησης (και) του θανάτου:

Γιατί λέω και ξαναλέω τη φράση του Μπαρρές και μου σφίγγεται η καρδιά;

Ήμουνα μικρός μαθητής του γυμνασίου, όταν πέσανε ξαφνικά αυτά τα λόγια μπροστά στα μάτια μου, ενώ ξεφύλλιζα κάποιο βιβλίο που δεν μπορούσα να καταλάβω. Μικρός, πολύ μικρός, στην ηλικία των πρώτων ονείρων και των πρώτων ερώτων, κι ένιωσα το χτύπημα βαθιά. Αυτός ο άνθρωπος με γνώριζε. Είχε γράψει για μένα. Τον είχα αντίκρυ μου και μου μιλούσε. Έβλεπε μέσα μου, καταλάβαινε τους πιο κρυφούς, τους πιο σκεπασμένους πόθους μου, έβγαζε γυμνή την ψυχή μου στο φως. Ένιωθα το μάτι του πάνω μου, το μάτι του σα μαχαιριά που με κάρφωνε στον τοίχο, τσακισμένο, εξουθενωμένο, ανίκανο να αντισταθώ. (Θεοτοκάς, «Σαν ημερολόγιο»· παρατίθεται στη σ. 345 του βιβλίου. Η έμφαση με έντονα στοιχεία υπάρχει στην αναδημοσίευση του Ματάλα, δεν γνωρίζω αν υπάρχει και στο πρωτότυπο του Θεοτοκά).

Εδώ βλέπουμε την ίδια σύνδεση, απλώς με αντίστροφη φορά: εκεί ο πόλεμος παραλληλιζόταν με σεξουαλική πράξη· εδώ η γοητεία και η τρυφερότητα παρομοιάζεται με μία πράξη επιβολής, με «μαχαιριά» που τσακίζει, εξουθενώνει και σφίγγει την καρδιά. Ούτε μία λέξη δεν υπάρχει στο απόσπασμα αυτό που να περιγράφει τη συνάντηση με τον «δάσκαλο» με όρους χαράς, ενδυνάμωσης, εμπιστοσύνης. Η συνάντηση αυτή φαίνεται να προκάλεσε μάλλον πόνο και τίποτε άλλο.

Μία ξεκάθαρα, και μάλλον συνειδητά, ερωτικοποιημένη περιγραφή της συνάντησής του με τις μπαρρεσικές ιδέες μάς δίνει ένας άλλος, ήσσων πεζογράφος της εποχής εκείνης, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, επιμένοντας και αυτός στο ρόλο της κυκλοφορίας των υγρών εξίσου όσο και ο ψυχοπαθής αμερικανός στρατιωτικός στον Dr Strangelove του Κιούμπρικ:

Στάθηκε λοιπόν μια άφατη απόλαυση για μένα το να χωθώ, ερωτικά θα μπορούσα να πω, να χωθώ μέσα σ’ αυτή τη γη και να ρουφήξω τους γευστικούς χυμούς της. (…) νιώθεις πως εδώ, σε τούτη τη γη όπου πατείς, απλώνονται ρίζες γερές, γέρικες αλλά γερές, (…) οι ρίζες αυτές απορροφούν λαίμαργα την τροφή τους, τη ζωντάνια τους, από τούτα τα χώματα που τα πότισαν και τα ποτίζουν ιδρώτες και αίματα (Ματάλας, σ. 348).

Ο ίδιος συγγραφέας θέτει το θέμα της ενηλικίωσης/ μύησης στον κόσμο των ενηλίκων, αναφερόμενος και αυτός κατ’ εξαίρεση σε μία γυναίκα: τη δασκάλα του των γαλλικών, η οποία «του έδινε να διαβάζει και συγγραφείς που δεν ήταν για την ηλικία του, όπως Ανατόλ Φρανς, Πιερ Λοτί, Μωρίς Μπαρρές», όπως και σε έναν άλλο δάσκαλο γαλλικών, άντρα αυτή τη φορά, του οποίου τα μαθήματα «ρούφηξε με ανυπόκριτη απόλαυση». Και συνεχίζει: «Έτσι ανακάλυψα τον Maurice Barrès με τον περίτεχνο αισθησιασμό του και τον έξαλλο εθνικισμό του» (σ. 350).

Αρκετά αργότερα, το 1932, τέσσερις άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων –άντρες των γραμμάτων θα έπρεπε να προσθέσω, αν δεν είναι περιττό- κάνουν και αυτοί το ταξίδι τους προς τον Ταΰγετο, όπως πριν απ’ αυτούς ο δάσκαλός τους Μπαρρές: ο Κώστας Ουράνης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Κώστας Βάρναλης και ο Στρατής Ελευθεριάδης (Τεριάντ), με το αυτοκίνητο του πρώτου. Σχετικά με την εμπειρία του αυτή, ο Μυριβήλης γράφει εκείνες τις μέρες μία κάρτα στη γυναίκα του –η οποία έμεινε στην Αθήνα, δεν τον συνόδευσε-, ενώ δεκαέξι χρόνια αργότερα, εν μέσω εμφυλίου, ξαναεπισκέπτεται την περιοχή και γράφει ένα άρθρο με τίτλο «Ο Ταΰγετος, το αρσενικό βουνό» [sic], όπου εξηγεί ότι το βουνό αυτό (στο οποίο, ως γνωστόν, θεωρείται ότι βρισκόταν ο Καιάδας), «πυργώνει» «ολόκληρο το νόημα της αρχαίας Σπάρτης», το οποίο είναι «το νόημα της αρσενικάδας του που δεν δέχεται συμβιβασμούς».

Σε όλη αυτή τη γιορτή της απόλαυσης του μίσους και του θανάτου, δεν υπάρχει θέση για τις γυναίκες, οι οποίες δεν αναφέρονται πουθενά, όχι μόνο ως υποκείμενα, αλλά και ούτε καν ως αντικείμενα αυτού του λόγου, ούτε καν για να τους ανατεθούν τα δευτερεύοντα/ υπηρετικά καθήκοντα της παραγωγής και διαπαιδαγώγησης νέων μελών για το έθνος. Απλώς εξοβελίζονται, διότι η παρουσία τους χαλάει την ομοκοινωνική ταυτόχρονα αγαπητική και δολοφονική συνάντηση μεταξύ νέων ανδρών.

Περίπου την ίδια εποχή με τις ανταλλαγές αυτές, ένας «άπατρις Εβραίος», όπως μάλλον θα τον κατέτασσαν ο Μπαρρές και τα πρωτοπαλίκαρά του, είχε την αποκοτιά να χρησιμοποιήσει ως προνομιακό αντικείμενο μελέτης της «ψυχολογίας των μαζών» τον εθνικό στρατό, και να αναδείξει το ρόλο της παραίτησης από το ιδιαίτερο Εγώ μέσω της συλλογικής ταύτισης με μία φιγούρα που για κάποιο λόγο κρίνεται ανώτερη. Τόσο ο ίδιος, όσο και οι μαθητές και οι μαθήτριές του αναθεώρησαν συχνά έκτοτε τις αναλύσεις τους. Με βάση και τις αναθεωρήσεις αυτές, θα είχε ενδιαφέρον σήμερα να εξετάζαμε πώς η ένταξη στο συλλογικό πρόταγμα του εθνικισμού μπόρεσε να περάσει μέσα από την υπερεγωτική επιταγή της απόλαυσης, ή/ και να στρατεύσει στις τάξεις του και γυναίκες.

Όπως κι αν έχει, το βιβλίο του Ματάλα είναι σημαντικό (και) διότι κάνει μια εξαιρετική σταχυολόγηση σχετικών αποσπασμάτων και μας δίνει σχεδόν έτοιμο ένα υλικό που μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για μια τέτοια έρευνα, μολονότι αυτή δεν ήταν μέσα στους αρχικούς στόχους του βιβλίου.

imagesdatafiles139525

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.