του Άκη Γαβριηλίδη
Το ποίημα «Θα ’ρθεί καιρός» της Κατερίνας Γώγου είναι ένα από εκείνα στα οποία βασίζεται η αμείωτη υστεροφημία της, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι δημοσιεύεται και διακινείται ευρέως στα ΜΚΔ, συχνά διανθισμένο με καρδούλες και λουλουδάκια, κάθε φορά που είναι η επέτειος της γέννησης ή του θανάτου της, ή και χωρίς κάποια αφορμή.
Το ποίημα αυτό είναι διατυπωμένο ως μια απεύθυνση της ποιήτριας στην κόρη της. Φυσικά πρόκειται για επιτελεστική χειρονομία: η απεύθυνση αυτή είναι δημόσια –περιλαμβάνεται σε μια συλλογή που τυπώνεται σε βιβλίο και κυκλοφορεί. Άρα, αποδέκτης των λεγομένων είναι το κοινό, όχι στενά η κόρη.
Από αυτή την άποψη, η χειρονομία αυτή είναι συγκρίσιμη με την αντίστοιχη του Γιάννη Ρίτσου στο «Πρωινό άστρο», για την οποία είχα γράψει παλιότερα –ένα ποίημα επίσης με μεγάλη διασημότητα και διάδοση στα ΜΚΔ.
Υπάρχουν όμως ουσιαστικές διαφορές, αποδοτέες ίσως στη διαφορά του φύλου και των γενεών.
Η απεύθυνση του Ρίτσου είναι υπερεγωτική –και (δηλαδή) «πατρική»- με την παραδοσιακή έννοια: την ίδια στιγμή που νανουρίζει εις επήκοον όλων την κόρη του, την φορτώνει από αυτή τη νεαρή ηλικία με την υποχρέωση να «γίνει ό,τι ζητάει η ευτυχία του κόσμου».
Τα λόγια της Γώγου προς την Μαρία δεν περιέχουν υποχρεώσεις με την συμβατική έννοια· έχουν ως άμεσο και δηλωμένο στόχο την ευτυχία όχι του κόσμου, αλλά της ίδιας της κόρης, και κατ’ επέκταση όλων των συνομηλίκων της, της νέας γενιάς. Σε βαθμό που αποκτούν το χαρακτήρα μιας προφητείας, μιας μεσσιανικής υπόσχεσης –όπως υπογραμμίζεται και από τον τίτλο του ποιήματος.
Όπως όμως μας έχει δείξει μεταξύ άλλων ο Γιάννης Σταυρακάκης, ακολουθώντας τον Λακάν, η υπόσχεση της απεριόριστης απόλαυσης μπορεί και αυτή κάλλιστα να αποτελέσει υπερεγωτική επιταγή. Κατά μείζονα λόγο όταν διατυπώνεται από έναν γονιό προς το παιδί του.
Αυτό προκύπτει κατά πιο σαφή (αλλά και ταυτόχρονα πιο περίπλοκο) τρόπο, στο σημείο του ποιήματος όπου η υπόσχεση καταλαμβάνει ως αντικείμενο την ίδια την γονεϊκότητα:
Εσύ είσ’ η ελπίδα.
Άκου, θα ’ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς,
δε θα βγαίνουν στην τύχη.
Το όλο ποίημα είναι διατυπωμένο ως ένα, έστω ουτοπικό, πολιτικο-κοινωνικό σχέδιο για να «αλλάξουμε τη ζωή». Ο ουτοπικός χαρακτήρας, όμως, ειδικά όσον αφορά τους δύο τελευταίους στίχους, δεν είναι το βασικό πρόβλημα. Διότι, ακόμη και αν ήταν εφικτός αυτός ο στόχος, ή ιδίως τότε, προκύπτει το ερώτημα αν πράγματι θα ήταν ευπρόσδεκτη μία τέτοια αλλαγή της ζωής. Η επιθυμία να «μην βγαίνουν τα παιδιά στην τύχη» δεν ηχεί τόσο ως απελευθέρωση, αλλά μάλλον ως μια τάση ασφυκτικού ελέγχου του έμβιου –ως μια ευγονική απ’ την ανάποδη.
Από αυτή την άποψη, είναι σημαντικό να διαβάσουμε τους ακροτελεύτιους στίχους του ποιήματος, οι οποίοι λένε:
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος.
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία …
Το να «μην βγαίνουν τα παιδιά στην τύχη» αλλά κατόπιν επιλογής, όντως είναι μία πολύ ουσιαστική αλλαγή της ζωής. Για να μην πω μετάλλαξη.
Η επιταγή «να παραμένεις άνθρωπος», από την άλλη, ηχεί αρκετά κοινότοπη και όχι ιδιαίτερα επαναστατική. Η αλτουσεριανή κριτική στον ανθρωπιστικό μαρξισμό είχε ήδη διατυπωθεί και ήταν αρκετά γνωστή τα χρόνια εκείνα.
Κυρίως, όμως, είναι αμφίβολο αν το ένα συμβιβάζεται με το άλλο.
Βασικό στοιχείο του ανθρώπινου, όπως άλλωστε και όλων των ζώων, είναι ότι τα παιδιά, καλώς ή κακώς, βγαίνουν στην τύχη. Όταν έρχεται ένα παιδί, κομίζει πάντα κάτι απρόβλεπτο, συνιστά μία έκπληξη. Τόσο για τους γονείς του, όσο και για όλο τον κόσμο, και για αυτό το ίδιο.
Αυτή η έκπληξη μπορεί να ενέχει και δυσάρεστα στοιχεία. Η έλευση στον κόσμο, και στη γλώσσα, πάντα βιώνεται ως ένα βαθμό ως απώλεια. Γι’ αυτά επινοήθηκε και ο όρος τραύμα της γέννησης, ή, παλιότερα, ο «ευνουχισμός».
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο Φρόιντ μάς είχε δείξει ότι οι περισσότεροι, ως παιδιά, πλάθουμε μια φαντασίωση -ή/ και ευχόμαστε κάποια στιγμή- οι γονείς μας να μην ήταν αυτοί που βλέπουμε μπροστά μας, αλλά κάποιοι άλλοι, καλύτεροι, πλουσιότεροι, ομορφότεροι, υψηλότερης καταγωγής κ.λπ.
Το θέμα όμως είναι ότι, ακόμη και αν «διαλέγαμε» και πράγματι μας δίνανε, με κάποιον μαγικό τρόπο, αυτούς τους «άλλους» γονείς, αυτό δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα. Την ίδια φαντασίωση θα πλάθαμε και γι’ αυτούς.
Η υπόσχεση του ποιήματος λοιπόν μου φαίνεται δημαγωγική και μάταιη. Δεν είναι δυνατό, ούτε ευκταίο, να εξαλειφθεί αυτή η ενδεχομενικότητα με κάποιου είδους γενετική μηχανική. Μερικές φορές οι μεσσιανικές υποσχέσεις, ή και οι υλικές προσπάθειες, να εξαλειφθεί ένα τραύμα, δημιουργούν χειρότερα προβλήματα απ’ όσα υποτίθεται ότι θέλουν να λύσουν.
Το γεγονός ότι η ουτοπία της Γώγου για εξάλειψη του τυχαίου της ανθρώπινης ύπαρξης δεν υλοποιήθηκε στα σχεδόν πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, αποτελεί μάλλον επιβεβαίωση του προηγουμένου. Ταυτόχρονα, αποτελεί και αιτία της γοητείας και των επαναληπτικών παραθέσεων του ποιήματος.
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος.
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία …
Αυτή η επιθυμία να αλλάξει η ζωή είναι από μόνη της ένα πρόβλημα για την ίδια την ζωή.
Πώς θα την αλλάξουμε την ζωή; Και ποια καινούργια ζωή θα την αντικαταστήσει;
Ποιος θα αποφασίσει γι’ αυτό; Και πώς γνωρίζουμε πως η καινούργια ζωή θα είναι καλλίτερη από τούτην εδώ; Εξυπακούεται πως η επιθυμία για μια νέα ζωή υπονοεί πως αυτή η ζωή δεν είναι αυτή που επιθυμούμε και πρέπει να αντικατασταθεί με μία άλλη (καλλίτερη).
Εμένα, αυτή η πιασάρικη φράση – θα την αλλάξουμε τη ζωή – μου λέει ότι αυτός που την χρησιμοποιεί αφενός για να κάνει εντύπωση με έναν εύκολο τρόπο και αφετέρου λειτουργεί σαν αυτό που λέμε: παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγεί η ψυχή του.
Αντί την βάσανο του προβληματισμού «γιατί δεν έγιναν πραγματικότητα τα όνειρά μας; Μήπως είμαστε λάθος, και αν ναί, πού;», αναβάλουμε την έλευση μια καλλίτερης ζωής σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Κάτι σαν την Δευτέρα Παρουσία, δηλαδή. Άλλωστε όπως είναι γνωστό η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Αυτό που μετράει δεν είναι μια άλλη ζωή ή μία άλλη καλλίτερη ζωή από τούτη εδώ, αλλά να μάθουμε να ζούμε αυτή την ίδια την ζωή που είναι αυτή που είναι και δεν μπορεί να είναι κάποια άλλη. Στις καλές και στις κακές στιγμές της, στις μικρές και στις μεγάλες στιγμές της.
Όσο απομακρύνεσαι από αυτή την μοναδική ζωή, στο όνομα μιας άλλης ανώτερης αλήθειας, τόσο μηδενιστής θα γίνεσαι. Σε όλο και μεγαλύτερα αδιέξοδα θα παγιδεύεσαι.
Και τότε, η καταφυγή σε όμορφες και εντυπωσιακές λέξεις και φράσεις, είναι μια κάποια λύση..
Μου αρέσει!Μου αρέσει!