Πολιτική,αρχαιολογία,ανθρωπολογία

Η «καταγωγή του κράτους» δεν υπάρχει  

των Ντέιβιντ Γκρέιμπερ και Ντέιβιντ Ουένγκροου

Για πάνω από έναν αιώνα, κοινωνικοί επιστήμονες και πολιτικοί φιλόσοφοι συζητούν για το ποια είναι η «καταγωγή του κράτους». Οι συζητήσεις αυτές ποτέ δεν κατέληξαν κάπου, ούτε είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταλήξουν. Στο σημείο αυτό του βιβλίου μπορούμε τουλάχιστον να καταλάβουμε γιατί. Όπως συμβαίνει και με την «προέλευση της ανισότητας», το να ψάχνουμε την προέλευση του κράτους είναι σαν να κυνηγάμε ένα φάντασμα. Όπως σημειώσαμε στην αρχή του κεφαλαίου, οι Ισπανοί κονκισταδόρες στη νότια Αμερική δεν διανοήθηκαν ποτέ να ρωτήσουν εάν απέναντί τους είχαν «κράτη», εφόσον η έννοια αυτή δεν υπήρχε καν την εποχή εκείνη. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν, και που μιλούσε για βασίλεια, αυτοκρατορίες και αβασίλευτες πολιτείες [republics], ταίριαζε μια χαρά, και μάλλον καλύτερα.

Οι ιστορικοί, φυσικά, μιλούν ακόμα για βασίλεια, αυτοκρατορίες και πολιτείες. Αν οι κοινωνικοί επιστήμονες κατέληξαν να προτιμούν την ορολογία «κράτος» και «κρατικός σχηματισμός», είναι κατά βάση επειδή αυτή εκλαμβάνεται ως πιο επιστημονική –μολονότι δεν υπάρχει κάποιος συνεκτικός ορισμός. Δεν είναι σαφές γιατί συμβαίνει αυτό. Ένας λόγος ίσως είναι ότι οι έννοιες του «κράτους» και της νεωτερικής επιστήμης αναδύθηκαν και οι δύο την ίδια περίπου εποχή και ως ένα βαθμό διαπλέκονταν αμοιβαία. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, απ’ τη στιγμή που η υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι τόσο άτεγκτα εστιασμένη σε ένα και μοναδικό αφήγημα που λέει ότι η αυξημένη πολυπλοκότητα των κοινωνιών οδήγησε στην ιεραρχία και το σχηματισμό κρατών, γίνεται πολύ δύσκολο να χρησιμοποιήσει κανείς τον όρο «κράτος» για κάποιον άλλο σκοπό.

Καθώς ο πλανήτης μας, επί του παρόντος, καλύπτεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από κράτη, είναι φυσικά εύκολο να γράφουμε λες και ένα τέτοιο αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο. Ωστόσο, η τωρινή μας κατάσταση τακτικά οδηγεί τους ανθρώπους να λαμβάνουν ως δεδομένες «επιστημονικές» υποθέσεις για το πώς φτάσαμε εδώ, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τα υπάρχοντα δεδομένα. Απλώς, κάποια προεξάρχοντα χαρακτηριστικά από τωρινές καταστάσεις προβάλλονται προς τα πίσω, και όλοι θεωρούν ότι υπήρχαν από τη στιγμή που η κοινωνία έφτασε έναν ορισμένο βαθμό πολυπλοκότητας –εκτός αν κατατεθούν αδιάσειστες αποδείξεις της απουσίας τους.

Για παράδειγμα, συχνά οι άνθρωποι απλώς υποθέτουν ότι τα κράτη ξεκινούν όταν κάποιες κομβικές κυβερνητικές λειτουργίες –η στρατιωτική, η διοικητική και η δικαστική- περνούν στα χέρια επαγγελματιών αποκλειστικής απασχόλησης. Αυτό φαίνεται λογικό εάν δεχθούμε το αφήγημα ότι ένα αγροτικό πλεόνασμα «απελευθέρωσε» σημαντική μερίδα του πληθυσμού από την επίπονη ευθύνη να εξασφαλίζει επαρκείς ποσότητες τροφής: μια ιστορία που υπονοεί το ξεκίνημα μιας διαδικασίας η οποία έμελλε να οδηγήσει στον τωρινό μας παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Τα πρώιμα κράτη μπορεί να χρησιμοποίησαν αυτό το πλεόνασμα κυρίως για να στηρίξουν γραφειοκράτες, ιερείς, στρατιώτες και άλλους ανάλογους επαγγελματίες πλήρους απασχόλησης, αλλά –μας υπενθυμίζουν με νόημα- η ύπαρξή του επέτρεψε να εμφανιστούν και επαγγελματίες γλύπτες, ποιητές και αστρονόμοι.

Η ιστορία αυτή είναι πιασάρικη. Επίσης, είναι όντως αληθής εάν εφαρμοστεί στην κατάσταση του δικού μας παρόντος (τουλάχιστον, μόνο ένα μικρό ποσοστό ανάμεσά μας ασχολείται με την παραγωγή και τη διανομή τροφίμων). Ωστόσο, σχεδόν κανένα από τα καθεστώτα που εξετάσαμε στο παρόν κεφάλαιο δεν επανδρωνόταν από επαγγελματίες πλήρους απασχόλησης. Πρώτα απ’ όλα, κανένα εξ αυτών δεν φαίνεται να είχε μόνιμο στρατό. Ο πόλεμος ήταν μια δουλειά που σε μεγάλο βαθμό διεξαγόταν εκτός της περιόδου των αγροτικών εργασιών. Οι παπάδες και οι δικαστές επίσης σπανίως είχαν μόνιμη απασχόληση· τελικά, οι περισσότεροι κυβερνητικοί θεσμοί στην Αίγυπτο του Παλαιού Βασιλιείου, στην Κίνα των Σανγκ, στη Μεσοποταμία της πρώιμης δυναστείας ή, βεβαίως, και στην κλασική Αθήνα στελεχώνονταν από εναλλασσόμενο προσωπικό που τα μέλη του είχαν άλλες ζωές ως διαχειριστές αγροτικών κτημάτων, έμποροι, κτίστες ή διάφορες άλλες ασχολίες.

Θα μπορούσαμε να το πάμε μακρύτερα. Δεν είναι σαφές μέχρι ποιου βαθμού πολλά από αυτά τα «πρώιμα κράτη» ήταν τα ίδια εποχικού χαρακτήρα φαινόμενα (ας θυμηθούμε ότι, τουλάχιστο μέχρι την Εποχή των Παγετώνων, αν όχι και παλιότερα, εποχικές μαζώξεις αποτελούσαν τις σκηνές όπου επιτελούνταν κάτι που στα δικά μας μάτια φέρνει λίγο σε βασιλεία· οι κυβερνήτες εκδίκαζαν υποθέσεις μόνο κάποιες περιόδους του έτους· κάποια σόγια ή ενώσεις πολεμιστών αποκτούσαν κρατικοφανείς αστυνομικές εξουσίες μόνο κατά τους φθινοπωρινούς μήνες). Όπως και η διεξαγωγή πολέμου, η άσκηση διακυβέρνησης έτεινε να συγκεντρώνεται έντονα σε κάποιες περιόδους του έτους: υπήρχαν μήνες γεμάτοι από οικοδομικά πλάνα, επιδείξεις, γιορτές, απογραφές, όρκους πίστης, δίκες και θεαματικές εκτελέσεις· και άλλα διαστήματα κατά τα οποία οι υπήκοοι κάποιου βασιλιά (κάποτε και ο ίδιος ο βασιλιάς) σκορπίζονταν για να φροντίσουν τις πιο επείγουσες ανάγκες φύτευσης, θερισμού και βόσκησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα βασίλεια αυτά δεν ήταν πραγματικά: ήταν ικανά να στρατολογήσουν, και φυσικά να σκοτώσουν και να ακρωτηριάσουν, χιλιάδες ανθρώπους. Σημαίνει απλώς ότι η πραγματικότητά τους ήταν, κατ’ ουσίαν, σποραδική. Εμφανίζονταν και μετά διαλύονταν.

Μήπως θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όπως η παιγνιώδης γεωργία –ο όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τις χαλαρές και ευέλικτες εκείνες μεθόδους καλλιέργειας οι οποίες αφήνουν τους ανθρώπους ελεύθερους να ασχοληθούν με όσες άλλες εποχικές δραστηριότητες θέλουν- μετατράπηκε σε σοβαρή γεωργία, έτσι και τα παιγνιώδη βασίλεια άρχισαν να αποκτούν περισσότερη ουσία; Τα στοιχεία που έχουμε από την Αίγυπτο θα μπορούσαν να ερμηνευθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά είναι επίσης δυνατό και οι δύο αυτές διαδικασίες, όταν συνέβησαν, να είχαν ως απώτερη κινητήρια δύναμη κάτι άλλο, όπως την ανάδυση πατριαρχικών σχέσεων και την παρακμή της δύναμης των γυναικών μέσα στο νοικοκυριό. Τέτοια ερωτήματα θα έπρεπε να θέσουμε. Η εθνογραφία μάς διδάσκει επίσης ότι οι βασιλείς σπανίως είναι ευχαριστημένοι με την ιδέα να αποτελούν μια σποραδική παρουσία στη ζωή των περισσότερων υπηκόων τους. Ακόμη και κυβερνήτες βασιλείων που κανείς δεν θα χαρακτήριζε κράτη, όπως το reth των Σιλλούκ ή ασήμαντα πριγκιπάτα στην Ιάβα και τη Μαδαγασκάρη, προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στους ρυθμούς της τακτικής κοινωνικής ζωής επιμένοντας ότι κανείς δεν μπορεί να δώσει όρκο, ή να παντρευτεί, ή ακόμη και να χαιρετηθεί με κάποιον άλλο χωρίς να επικαλεστούν το δικό τους όνομα. Με αυτό τον τρόπο, ο βασιλιάς θα γινόταν το αναγκαίο μέσο με το οποίο οι υπήκοοί του εγκαθίδρυαν σχέσεις μεταξύ τους, όπως πάνω κάτω οι αρχηγοί κρατών αργότερα θα επέμεναν να βάζουν τις φάτσες τους πάνω στα χρήματα.

Το 1852, ο προτεστάντης ιεραπόστολος Ρίτσαρντ Λάιθ περιέγραψε πώς, στο βασίλειο του Κακάουντροβ στα νησιά Φίτζι, υπήρχε ένας κανόνας απόλυτης σιωπής κάθε μέρα κατά την ανατολή του ήλιου. Τότε ο κήρυκας του βασιλιά ανακοίνωνε ότι ο βασιλιάς επρόκειτο να μασήσει την καθιερωμένη του ρίζα του φυτού κάβα· κατόπιν τούτου, όλοι οι υπήκοοί του κραύγαζαν, «Μάσα την!». Ακολουθούσε μία βροντερή κραυγή όταν το τελετουργικό ολοκληρωνόταν. Ο κυβερνήτης ήταν ο Ήλιος, που έδινε ζωή και τάξη στο λαό του. Αναδημιουργούσε το σύμπαν κάθε μέρα. Μάλιστα, οι περισσότεροι μελετητές σήμερα επιμένουν ότι αυτός ο βασιλιάς δεν ήταν καν βασιλιάς, αλλά απλώς ο επικεφαλής μιας «συνομοσπονδίας αρχηγών» που διοικούσαν ίσως μερικές χιλιάδες ανθρώπους. Παρόμοιες συμπαντικού τύπου αξιώσεις διατυπώνονται τακτικά σε βασιλικές τελετές σχεδόν παντού στον κόσμο, και το μεγαλείο τους δεν φαίνεται να έχει σχεδόν καμία σχέση με την πραγματική ισχύ του αντίστοιχου κυβερνήτη (δηλαδή την ικανότητά του να υποχρεώσει οποιονδήποτε να κάνει κάτι που εκείνος δεν θέλει να κάνει). Αν «το κράτος» έχει κάποιο νόημα, δηλώνει ακριβώς την ολοκληρωτική ενόρμηση που βρίσκεται πίσω από όλες αυτές τις αξιώσεις, την επιθυμία να κάνει κανείς το τελετουργικό να κρατάει για πάντα.

Μνημεία όπως οι αιγυπτιακές πυραμίδες φαίνεται ότι χρησίμευσαν για έναν παρόμοιο σκοπό. Ήταν απόπειρες να κάνει κανείς ένα ορισμένο είδος εξουσίας να μοιάζει αιώνιο –εκείνο το είδος που εκδηλωνόταν πραγματικά μόνο εκείνους τους συγκεκριμένους μήνες κατά τους οποίους προχωρούσε η οικοδόμηση των πυραμίδων. Eγγραφές ή αντικείμενα σχεδιασμένα για να προστατεύσουν μία εικόνα συμπαντικής εξουσίας –ανάκτορα, μαυσωλεία, πολυτελείς στήλες με θεϊκές μορφές να θεσπίζουν νόμους ή να επαίρονται για τις κατακτήσεις τους- είναι ακριβώς αυτά που αντέχουν περισσότερο, και γι’ αυτό αποτελούν τον πυρήνα των περισσότερων σημερινών αρχαιολογικών χώρων και συλλογών μουσείων στον κόσμο σήμερα. Τέτοια είναι η δύναμή τους που ακόμα και τώρα μπορούν να μας μαγεύουν. Δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια πόσο σοβαρά πρέπει να τα πάρουμε. Στο κάτω κάτω, οι υπήκοοι του βασιλιά του Κακάουντροβ στα νησιά Φίτζι θα πρέπει τουλάχιστο να ήταν πρόθυμοι να μετάσχουν στο παιχνίδι με την καθημερινή τελετή ανατολής του ήλιου, εφόσον ο τελευταίος δεν είχε και τόσο πολλά μέσα να τους εξαναγκάσει. Ωστόσο, κυβερνήτες όπως ο Σαργών ο Μέγας του ακκαδικού βασιλείου ή ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας είχαν πολλά τέτοια μέσα στη διάθεσή τους και, ως εκ τούτου, μπορούμε να είμαστε ακόμα λιγότερο βέβαιοι για το πώς έβλεπαν οι υπήκοοί τους τις πιο μεγαλειώδεις αξιώσεις τους.

Για να κατανοήσουμε τις πραγματικότητες της εξουσίας, είτε σε νεωτερικές είτε σε αρχαίες κοινωνίες, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ένα χάσμα χωρίζει όσα οι ελίτ ισχυρίζονται ότι μπορούν να κάνουν και όσα πραγματικά είναι ικανές να κάνουν. Όπως επισήμανε εδώ και καιρό ο κοινωνιολόγος Φίλιπ Έιμπραμς, όποτε οι κοινωνικοί επιστήμονες παρέλειψαν να κάνουν αυτή τη διάκριση, αυτό τους οδήγησε σε αμέτρητα αδιέξοδα, διότι το κράτος «δεν είναι η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τη μάσκα της πολιτικής πρακτικής. Είναι η ίδια η μάσκα που μας εμποδίζει να δούμε την πολιτική πρακτική έτσι όπως είναι». Για να κατανοήσουμε την τελευταία, υποστήριξε, πρέπει να προσέξουμε «τις έννοιες κατά τις οποίες το κράτος δεν υπάρχει, παρά εκείνες κατά τις οποίες υπάρχει». Βλέπουμε τώρα ότι όλα αυτά ισχύουν εξίσου έντονα για τα αρχαία πολιτικά καθεστώτα όσο και για τα σύγχρονα, αν όχι περισσότερο.

Για πολύ καιρό οι επιστήμονες αναζητούσαν την καταγωγή «του κράτους» σε ποικίλα μέρη όπως η αρχαία Αίγυπτος, το Περού των Ίνκα και η Κίνα των Σανγκ. Αποδεικνύεται όμως ότι αυτά που σήμερα θεωρούμε κράτη δεν υπήρξαν καθόλου μία σταθερά της ιστορίας· δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς εξελικτικής διαδικασίας που ξεκίνησε κατά την εποχή του χαλκού, αλλά μάλλον η σύγκλιση τριών πολιτικών μορφών –της κυριαρχίας, της διοίκησης και του χαρισματικού ανταγωνισμού- που είχαν διαφορετική προέλευση η καθεμιά. Τα σύγχρονα κράτη είναι απλώς ένας τρόπος κατά τον οποίο οι τρεις αρχές εξουσίασης συνέβη να συνδυαστούν, αλλά αυτή τη φορά με την πεποίθηση ότι την εξουσία των βασιλέων την κατέχει μία οντότητα που αποκαλείται «ο λαός» (ή «το έθνος»), ότι οι γραφειοκρατίες υπάρχουν προς όφελος του εν λόγω «λαού», και στον οποίο μία παραλλαγή πάνω σε παλιούς, αριστοκρατικούς διαγωνισμούς και έπαθλα κατέληξε να μετονομαστεί σε «δημοκρατία», συνήθως υπό μορφή εθνικών εκλογών.

Αυτό δεν είχε τίποτε το αναπόφευκτο. Αν χρειαζόμασταν κάποια απόδειξη γι’ αυτό, αρκεί να παρατηρήσουμε πόσο η συγκεκριμένη αυτή συνάρθρωση αποσυντίθεται το διάστημα αυτό. Υπάρχουν σήμερα πλανητικές γραφειοκρατίες (δημόσιες και ιδιωτικές, που κυμαίνονται από το ΔΝΤ και τον ΠΟΕ μέχρι την J. P. Morgan Chase και διάφορα γραφεία πιστοληπτικής αξιολόγησης) χωρίς τίποτα που να μοιάζει με μια αντίστοιχη αρχή [principle] παγκόσμιας κυριαρχίας ή με ένα παγκόσμιο πεδίο ανταγωνιστικής πολιτικής· και γενικώς όλα όσα υπονομεύουν την κυριαρχία των κρατών, από κρυπτονομίσματα μέχρι ιδιωτικές εταιρίες ασφάλειας.

Αν κάτι έχει γίνει σαφές ως τώρα είναι το εξής. Εκεί που άλλοτε παίρναμε ως δεδομένο ότι «ο πολιτισμός» και «το κράτος» είναι σύστοιχες οντότητες οι οποίες έφτασαν ως εμάς ως ένα ιστορικό πακέτο (που ή το παίρνουμε ή το αφήνουμε, μια για πάντα), αυτό που δείχνει τώρα η ιστορία είναι ότι οι όροι αυτοί στην πραγματικότητα αναφέρονται σε σύνθετα αμαλγάματα στοιχείων τα οποία έχουν τελείως διαφορετικές προελεύσεις και τα οποία το διάστημα αυτό βρίσκονται σε διαδικασία απομάκρυνσης. Αν το δούμε έτσι, το να ξανασκεφτούμε τις βασικές προϋποθέσεις της κοινωνικής εξέλιξης σημαίνει να ξανασκεφτούμε την ίδια την ιδέα της πολιτικής.

images

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόδοση μιας ενότητας από το βιβλίο των David Graeber και David Wengrow The Dawn of Everything: A New History of Humanity, Allen Lane, GB 2021, σ. 427-431. Μετάφραση: Α.Γ.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.