του Άκη Γαβριηλίδη
Ένα από τα επιχειρήματα με τα οποία ο Πούτιν –ή/ και οι θαυμαστές του στην Ελλάδα- επιχειρούν να δικαιολογήσουν την επίθεση στην Ουκρανία, είναι ότι η Ουκρανία «δεν είναι πραγματικό έθνος» αλλά «τεχνητό»: δεν έχει δική της γλώσσα, ιστορία, παραδόσεις και πολιτισμό, αλλά όλα αυτά τα στοιχεία είναι πολύ παρόμοια με τα αντίστοιχα της Ρωσίας από την οποία αποσπάστηκε αυθαίρετα. Ο πόλεμος είναι ένας τρόπος να επανορθωθεί αυτή η αδικία.
Αντίστοιχα, οι επικριτές της εισβολής βασίζουν την αντίθεσή τους αποκλειστικά στο ότι η Ουκρανία είναι ένα κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με αναγνωρισμένα διεθνώς σύνορα, των οποίων η παραβίαση είναι αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο.
Αυτό το δεύτερο είναι βεβαίως ορθό, αλλά δεν εξαντλεί το ζήτημα. Το νομικό επιχείρημα είναι χρήσιμο στη νομική-διπλωματική συζήτηση. Εάν μείνουμε σε αυτό, ή, ακόμα περισσότερο, εάν το επεκτείνουμε σε όλες τις άλλες πτυχές του ζητήματος, πιθανόν να βλάψουμε την προσπάθεια επιδίωξης της ειρήνης, ή να αφήσουμε ανεκμετάλλευτους κάποιους πόρους χρήσιμους για αυτή την προσπάθεια.
Από πρακτική άποψη, η επίκληση της ανεξαρτησίας των κρατών και της ανάγκης σεβασμού της δεν πρέπει να μας κάνει να χάνουμε από τα μάτια μας την βιωμένη αίσθηση των πληθυσμών. Από αυτή την άποψη, τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα: οι πληθυσμοί, ένθεν και ένθεν των ρωσοουκρανικών συνόρων, (όπως άλλωστε και σε άλλα εδάφη που ανήκαν παλιότερα στην ΕΣΣΔ ή/ και, ακόμα παλιότερα, στη ρωσική αυτοκρατορία, και σε άλλες αυτοκρατορίες), είχαν μέχρι τώρα σαφή συνείδηση ότι τα σύνορα αυτά δεν σημειώνουν απόλυτες τομές, δεν διαχωρίζουν περιοχές με σαφείς και ευδιάκριτες διαφορές, αλλά είναι περατά· κάτω απ’ αυτά συνεχίζει να υπάρχει ένα γλωσσικό/ πολιτισμικό συνεχές, ένα πήγαινε-έλα. Η ρωσική επίθεση παγώνει αυτή τη μετακίνηση και την επικοινωνία και, κατ’ αυτό τον τρόπο, παγιώνει πρακτικά (και συναισθηματικά) την εθνική ανεξαρτησία της Ουκρανίας εξίσου όσο την παραβιάζει νομικά. Οι πόλεμοι, οι νεκροί, οι ηρωικές αντιστάσεις και θυσίες δεν πλήττουν το εθνικό αίσθημα, αλλά είναι το καλύτερο υλικό για να δημιουργηθεί, στο βαθμό που παράγουν στον αντίστοιχο πληθυσμό μία αίσθηση συνοχής στο εσωτερικό και διαφοράς/ εχθρότητας σε σχέση με το εξωτερικό. Όπως γνωρίζουν όλοι οι κατασκευαστές εθνών, τίποτε δεν δένει εντονότερα τους (υποψήφιους) ομοεθνείς από μία κοινή ταπείνωση, ένα κοινό μίσος, μία κοινή μνησικακία.
Η ανάδειξη αυτής της αντιθετικής κατάστασης εκ πρώτης όψεως καθιστά πολύπλοκο το καθήκον της συγκρότησης ενός ειρηνιστικού κινήματος. Ίσως όμως από μια άλλη οπτική να το διευκολύνει. Διότι δείχνει ότι υπάρχει μία διάσταση στην οποία μπορούμε να δουλέψουμε, να κάνουμε πράγματα. Αρκεί να μπορέσουμε να διακρίνουμε τις διαστάσεις, να έχουμε υπόψη ότι τα δυο πράγματα μπορούν να συνυπάρχουν γιατί δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, όπως έλεγε ο Ντελέζ στον Νέγκρι:
Όταν μια μειονότητα δημιουργεί πρότυπα, είναι επειδή θέλει να γίνει πλειοψηφική, και αυτό αναμφίβολα είναι αναγκαίο για την επιβίωση ή τη σωτηρία της (για παράδειγμα το να έχει ένα κράτος, να αναγνωριστεί, να επιβάλλει τα δικαιώματά της). Αλλά η δύναμή της προέρχεται από αυτό που μπόρεσε να δημιουργήσει και που θα περάσει λίγο-πολύ στο πρότυπο, χωρίς να εξαρτάται απ’ αυτό. Ο λαός είναι πάντοτε μια δημιουργική μειονότητα, και τέτοια παραμένει ακόμη και όταν κατακτά την πλειονότητα: τα δυο πράγματα μπορούν να συνυπάρχουν γιατί δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο (η υπογράμμιση δική μου).
Μια πραγματική κίνηση που να επιδιώκει, στο μέτρο του δυνατού, να περιορίσει τον θάνατο και την καταστροφή, οφείλει –και έχει συμφέρον- να λάβει υπόψη την ύπαρξη των δύο επιπέδων, τη διαφορά τους, αλλά –ως εκ τούτου- και τις διαφορετικές δυνατότητες που προσφέρουν. Αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ακούγεται. Έχει γίνει ήδη, κατά υποδειγματικό τρόπο, από τον κ. Μάρτιν Κιμάνι, ο οποίος, έχοντας μόλις έξι λεπτά στη διάθεσή του μέσα στην καρδιά, στην υψηλότερη βαθμίδα, του πρώτου επιπέδου, του διεθνοδικαιικού, κατάφερε να μας δείξει τι σημαίνει να βρίσκεις χώρο για το δεύτερο επίπεδο: το επίπεδο των κοινών (commons), των μειονοτικών γίγνεσθαι. Έχοντας το λόγο σε έναν οργανισμό ηνωμένων εθνών, κατάφερε με άνεση να μιλήσει από την οπτική της πολλαπλότητας και της αεθνικότητας.
Αποδεχθήκαμε τα σύνορα, είπε ο εκπρόσωπος της Κένυας, όχι επειδή τα χαράξαμε εμείς ή μας άρεσαν, αλλά, πρώτον, επειδή δεν θεωρούσαμε ότι υπάρχουν κάποια άλλα, «ορθότερα» ή «καλύτερα» σε σχέση με αυτά που μας επέβαλαν, και δεύτερον, επειδή ξέραμε ότι, ακόμη και αν υπήρχαν, η όποια προσπάθεια επιβολής τους θα οδηγούσε σε ποταμούς αίματος και σφαγές (όπως και έγινε, συμπληρώνω εγώ, τις φορές που επιχειρήθηκε τέτοια «επανόρθωση»). Τα αποδεχθήκαμε λοιπόν, αλλά δεν παρασυρθήκαμε, γι’ αυτό το λόγο, από την ευρωκεντρική φαντασμαγορία «ένα έδαφος-ένας λαός-μία γλώσσα»· κρατήσαμε στο μυαλό μας ότι τα σύνορα, τα κράτη, τα υπουργεία, τα κουστούμια και οι γραβάτες και οι λόγοι στον ΟΗΕ είναι μια χάντρα που δίνουμε στους Ευρωπαίους για να μην κλαίνε, για να νομίζουν ότι είναι οι πλανητάρχες και ότι το μοντέλο τους είναι το ορθότερο, το μόνο ορθό, το μόνο που υπάρχει παγκοσμίως, και στην πράξη προσπαθήσαμε όσο μπορούσαμε να αφήσουμε χώρο για μειονοτικά γίγνεσθαι, για ωσμώσεις και για μη εθνικές ταυτότητες (ή μη ταυτότητες). Οι δυτικοί ήθελαν να έχουν έναν φύλαρχο απέναντί τους για να συνεννοούνται· τους τον δώσαμε λοιπόν, αλλά ξέραμε ότι δεν εξαρτάται απ’ αυτόν πώς θα παράγουμε και θα μετασχηματίζουμε την κοινή ζωή μας.
Οι θιασώτες της νεκροφιλίας του ριζοσπαστικού πατριωτισμού δεν παύουν να καταγγέλλουν τη «Δύση» για αναρίθμητες παραβιάσεις της εθνικής ανεξαρτησίας μη δυτικών χωρών. Ωστόσο, μακράν η πιο βίαιη και ολέθρια πράξη της «Δύσης» υπήρξε πρώτα απ’ όλα η ίδια η παγκόσμια επιβολή του εθνοκρατικού μοντέλου, όχι η παραβίασή του. Η ύπαρξη «πραγματικών» (δηλ. εθνικά καθαρών) κρατών προκάλεσε, και συνεχίζει να προκαλεί, πολύ περισσότερη δυστυχία και θανάτους από την ανάμιξη και την μη καθαρότητα.
Η Ουκρανία πιθανόν να είναι πράγματι ένα ψευδοέθνος ή/ και ψευδοκράτος. Αλλά και τι χάνει άραγε έτσι; Μήπως όλοι εμείς οι υπόλοιποι που είμαστε «πραγματικά» έθνη κράτη κερδίσαμε κάτι με αυτό; Αν είναι έτσι, το ίδιο, και στον αντίστοιχο βαθμό, ισχύει και για τη Ρωσία. Αυτό μας δίνει ένα επιχείρημα –σε μας και, ιδίως, στους Ουκρανούς και στους Ρώσους που αντιτίθενται στον πόλεμο- να στραφούμε στους Ρώσους φαντάρους και να τους καλέσουμε να λιποτακτήσουν, να λουφάρουν, να μη ρισκάρουν τη ζωή τους συνεργώντας σε έναν παράλογο, οιονεί εμφύλιο πόλεμο από τον οποίο δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε και από τον οποίο δεν κρίνεται καμία δική τους ελευθερία, καμία ασφάλεια ούτε κάποιο άλλο δικό τους αγαθό, παρά μόνο η καταστροφή πολύτιμων και εύθραυστων κοινωνικών και ανθρώπινων δεσμών που είχαν κρατήσει αιώνες.
Παρ’ όλη την φρίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και την πεισματική αντίσταση των Ουκρανών, που «βγάζει» έντονα προς τα έξω τις λεγόμενες εθνικές αρετές και το «ιερό» δικαίωμα της αντίστασης ενός έθνους απέναντι στον επίδοξο κατακτητή, η έννοια του «έθνους κράτους» έχει χάσει την εκτυφλωτική λάμψη του. Άρχισε να ξεθωριάζει.
Και ο δικτάτορας Πούτιν χωρίς να το επιθυμεί και χωρίς να γνωρίζει, συνδράμει προς αυτή την κατεύθυνση. Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι νιώθουν απέχθεια στην ανάγκη επίλυσης προβλημάτων μεταξύ κρατών δια του πολέμου.
Και επειδή ένα μέρος της δικαίωσης της ύπαρξης ενός έθνους βρίσκεται στην ανάγκη αντιμετώπισης του εξωτερικού κινδύνου (και) δια του πολέμου, η εξάλειψη του, στερεί από αυτό έναν σοβαρό λόγο να θεωρεί τον εαυτό του σαν τον τελικό σκοπό της ροής της ιστορίας.
Τώρα, αν σε αυτό προσθέσουμε πως η ακραία ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη μεταξύ κρατών – βλέπε τον λεγόμενο Βορά και Νότο της ΕΕ – πλησιάζει σε ένα σημείο όπου εκτός από το ότι θέτει πρόβλημα ακόμη και στα περισσότερο ανεπτυγμένα κράτη, δημιουργεί προβλήματα συνολικά και στην ομαλή λειτουργία διακρατικών οργανισμών, όπως λόγου χάρη η ΕΕ, τότε μπορούμε να υποθέσουμε πως η ελάττωση της βαρύτητας των εθνών κρατών μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλη ιστορική περίοδο.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι οικονομικές κυρώσεις και η αντιμετώπιση των συνεπειών τους χρήζουν υπερεθνικές προσπάθειες. Χρειάζεται χρόνος για να γίνει αντιληπτό και ίσως όχι στον ίδιο βαθμό απ’ όλους, αλλά θα γίνει αντιληπτό στο τέλος.
Βέβαια, η απαλλαγή από το φαντασιακό του έθνους κράτους δεν είναι δυνατόν να γίνει από την μία μέρα στην άλλη. Θα είναι μια μακρόχρονη διαδικασία.
Έχω την άποψη ότι το πρώτο σοβαρό βήμα είναι να γίνει κατανοητό από τους ηγέτες της και τους πολίτες, πως η ΕΕ πρέπει να αρχίσει να δρα περισσότερο ως ένας οργανισμός που οφείλει να μετατραπεί σε βάθος χρόνου πρωτίστως σ’ ένα ομόσπονδο κράτος και λιγότερο σε μια οικονομική ελεύθερη ένωση κρατών, όπως είναι μέχρι και σήμερα
Μου αρέσει!Μου αρέσει!