του Άκη Γαβριηλίδη
Τη δεκαετία του 1950, ο Σεφέρης επισκέφθηκε τρεις φορές την Κύπρο. Οι επισκέψεις αυτές είναι πασίγνωστες, σχεδόν όλες οι πτυχές τους έχουν σχολιαστεί και εξυμνηθεί σε άρθρα, συλλογικούς τόμους, μονογραφίες, αναγνωστικά, ομιλίες και σχολικές γιορτές, ως απόδειξη της συγκίνησης του ποιητή μπροστά στην ελληνικότητα της μεγαλονήσου.
Όμως, ακριβώς, σχεδόν όλες. Μία πτυχή συστηματικά παραλείπεται με αμηχανία, διότι διαψεύδει παταγωδώς αυτή την κωδικοποίηση: η επίσκεψη του Σεφέρη στον Τεκέ των Ντερβίσηδων της Λευκωσίας. Την επίσκεψη αυτή, και την συγκλονιστική εντύπωση που του προκάλεσε, την κατέγραψε τόσο στις Μέρες όσο και στο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του Βαρνάβας Καλοστέφανος. Εκεί φαίνεται καθαρά ότι η επίσκεψη δεν ήταν μια τουριστικού τύπου απόφαση της στιγμής, αλλά εντασσόταν σε μια αναζήτηση χρόνων· αναζήτηση ενός πράγματος ήδη οικείου και προσφιλούς:
Εδώ είναι το μόνο μέρος όπου χορεύουν ακόμη οι απόγονοι του Τζελάλ ελ Ντιν Μεβλανά. Γύρεψα τα ίχνη του στην Προύσα και στη Δαμασκό. (…) Μια ατμόσφαιρα όπως όταν βρεις ανάμεσα σε παλιά πράματα της γιαγιάς σου μιαν άδειαν αρωματική φιάλη και την ανασάνεις.
Σα να έμπαιναν σ’ ένα άλλο στοιχείο (…) · εκείνο που είναι σημαντικό, είναι το γλίστρημα από τον έναν κόσμο στον άλλο κόσμο.
Νεοκλής λέει – πώς μπορώ να φανταστώ την Κύπρο χωρίς και τους Τούρκους[1].
Είκοσι χρόνια νωρίτερα, στο Λονδίνο, ο Σεφέρης παρακολούθησε μία παράσταση ινδικών χορών με το συγκρότημα του Ουντάι Σανκάρ στο οποίο μετείχε και Ραβί, μικρότερος αδελφός του τελευταίου και μετέπειτα δεξιοτέχνης του σιτάρ. Η εμπειρία αυτή επίσης τον εντυπωσίασε· στις Μέρες (τ. Β΄, 133-4) διαβάζουμε σχετικά:
Εκείνο όμως που μου έκανε κολοσσιαία εντύπωση είναι η μουσική. Η παραδομένη μουσική μας, έχεις παρατηρήσει, τελειώνει: Τάρα τα τα – Τάρα τατά, τάρα τατά, ας πούμε το τέλος της Συμφωνίας τού Φρανκ. Τότες, τους μισούς παρ’ τους κάτω· οι άλλοι μισοί πρέπει να θυμηθούν τι άκουσαν, να μαζέψουν τις αναμνήσεις τους, αν θέλουν να κρίνουν. Τούτη εδώ η μουσική δεν τελειώνει· είναι παράξενο· τα όργανα έχουν σιωπήσει, αλλά η μουσική τους εξακολουθεί να είναι ζωντανή (…) Και τελευταίο: τι τους χρωστά ο Claude-Achille αυτονών, μόλις σήμερα το κατάλαβα.
Η παραδομένη σεφερολογία μας εδώ και χρόνια διαθέτει ένα βιβλίο με τον τίτλο Ο ποιητής και ο χορευτής, καθώς και ένα εκτενές άρθρο με τίτλο «Ο μουσικός Σεφέρης». Ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο –ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο έργο που να έχω υπόψη μου- μπορούμε να βρούμε κάποια ανάλυση ή, έστω, αναφορά στην ύπαρξη αυτών των χωρίων. Στο δεύτερο, ο Claude-Achille (Ντεμπυσσύ) αναφέρεται σχεδόν σε κάθε σελίδα, σε μερικές δύο και περισσότερες φορές, αλλά δεν αναφέρεται η, κατά Σεφέρη, οφειλή του στην ινδική μουσική.
Με το βιβλίο μου προσπάθησα να καλύψω –αλλά και να ερμηνεύσω- αυτή την απουσία.
[1] Βαρνάβας Καλοστέφανος. Τα σχεδιάσματα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007, σ. 116-7. Οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο.
To παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη «Το τελευταίο μου βιβλίο» της Αυγής την Κυριακή 20 Μαρτίου 2022.