του Άκη Γαβριηλίδη
Από μέσο κοινωνικής δικτύωσης δημοσιοποιήθηκε χθες το παρακάτω περιστατικό: (αντί να περιγράφω, αντιγράφω αυτούσια την σχετική εικόνα, αφού σε αυτήν περιέχονται ουσιαστικά όλες οι πληροφορίες που διαθέτουμε).
Πρόκειται για μια εξέλιξη πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά, γι’ αυτό ακριβώς, συζητήσιμη. Και κατά τη συζήτηση αυτή επιβάλλεται πολλή προσοχή, διότι όποιος (-α) την κάνει βαδίζει σε αμφιμερώς ναρκοθετημένο έδαφος και, αν δεν προσέξει, μπορεί να πέσει σε μία από τις δύο (ή περισσότερες) παγίδες.
Καταρχάς, πολιτικά βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα αυτόν τον τρόπο αντίδρασης, και σκέφτομαι ότι, αν ήταν πιο διαδεδομένος, ίσως ο άνθρωπος που αυτοκτόνησε στην Κάρπαθο λόγω κάποιου βίντεο που κυκλοφόρησε με τον γιο του να ήταν ακόμα ζωντανός. Η αποφόρτιση του εκβιασμού από το «κεντρί» του είναι μια αντίδραση ανάλογη με την τακτική ορισμένων ασιατικών πολεμικών τεχνών, που υπαγορεύει να μην προσπαθήσεις να ασκήσεις στον αντίπαλο μία βία ίση ή και μεγαλύτερη με τη δική του, αλλά να τον αφήνεις να πέσει από τη δική του φόρα, να αχρηστεύεις το όπλο που (νομίζει ότι) έχει. Εάν κανείς θέλει να ψάξει θεωρητικές αναφορές, η τακτική αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι παρουσιάζει αναλογίες με τον «μη δικαιοκεντρικό» τρόπο αντίδρασης που εισηγείται η Τζούντιθ Μπάτλερ απέναντι στον τραυματιστικό λόγο στο 2ο μισό τού Excitable Speech, ή/ και με την «απενεργοποίηση» (désoeuvrement) του Αγκάμπεν[1]. Επίσης, είναι μια κίνηση απόλυτα σύμφωνη με την τάση διαφοροποίησης από τον «τιμωρητικό φεμινισμό». Και πάντως, ασχέτως αναφορών, είναι αξιοθαύμαστη η κοπέλα για το θάρρος και την ευρηματικότητα με την οποία αντέδρασε, και κατ’ αυτή την έννοια καλώς έπραξε η «Ρόζα» –ή/ και όποιος άλλος- που ανέδειξε το συμβάν.
Πλην όμως:
Πρόκειται, ακριβώς, για μια τακτική επιλογή, πρωτότυπη μεν, αλλά –γι’ αυτό- μη άμεσα γενικεύσιμη. Η σπουδή να αναγορεύσουμε αυτή την αντίδραση σε κανόνα στρατηγικής, άξιο να ακολουθηθεί σε κάθε ανάλογη περίπτωση ως μέθοδος για να εξαλειφθεί το φαινόμενο της παρενόχλησης, ή και της «πατριαρχίας», πιθανόν να προσκρούσει σε αδιέξοδα. Μια τέτοια τάση συνολικοποίησης, αναγωγής σε μια μεγάλη πολωτική αφήγηση «δύο στρατοπέδων» και εσχατολογικής προσδοκίας για λύτρωση έχει μεγαλύτερη σχέση με την λενινιστική παράδοση, όχι με την παράδοση των νέων κοινωνικών κινημάτων να αποδίδουμε σημασία στο ιδιαίτερο και στο πολλαπλό.
Αναφέρομαι σε σχολιασμούς όπως ο εξής, που συνόδευε την δημοσίευση αυτού του διαλόγου στο σημείο όπου προσωπικά τον είδα:
Κάποιος επέλεξε να εκβιάσει μία γυναίκα με γυμνές φωτογραφίες της, ποντάροντας στον φόβο της.
Έλα όμως που οι καιροί έχουν αλλάξει και είμαστε πολλές. Πολλές που έχουμε η μία την άλλη. Πολλές που δεν φοβόμαστε. Πολλές που γινόμαστε γροθιά για τις αδερφές μας.
Η σεξουαλική κακοποίηση μέσω διαδικτύου είναι η ψηφιακή εκδοχή της έμφυλης βίας.
Η Φεμινιστική Ομάδα Κιλοτίνα αναδεικνύοντας το περιστατικό, ανέλαβε δράση ώστε η ντροπή να αλλάξει μεριά και να επιστρέψει στον θύτη.
Σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η τακτική αυτή μπόρεσε να εφαρμοστεί. Και καλώς. Ωστόσο, πολλές γυναίκες, αλλά και άντρες, για κατανοητούς λόγους, ή και για ακατανόητους, ή πάντως για λόγους τους οποίους δεν μπορούν ή δεν θέλουν –και δεν οφείλουν- να εξηγήσουν, δεν θα είναι έτοιμες/-οι να αντιμετωπίσουν με αδιαφορία το ενδεχόμενο να δημοσιοποιηθεί η απεικόνιση της ερωτικής τους ζωής. Σε αυτούς, η απάντηση «στείλτις όπου θες, χαρά μου» ίσως ηχεί ως μια μέθοδος να απαλλαγείς από τον εκβιασμό απλώς υποκύπτοντας σε αυτόν.
Η δήλωση αυτή δηλαδή μπορεί να υπονομεύει τον εκβιασμό, αλλά στον αντίστοιχο βαθμό υπονομεύει και τη δυνατότητα όποιου την κάνει να τον καταγγείλει ως εκβιασμό. Ακόμα περισσότερο, η ανεπιφύλακτα θετική και εξυμνητική παρουσίαση της δήλωσης αυτής δύσκολα εναρμονίζεται με τη διακήρυξη ότι «Η σεξουαλική κακοποίηση μέσω διαδικτύου είναι η ψηφιακή εκδοχή της έμφυλης βίας». Μια τέτοια διαβεβαίωση αρχίζει να φαίνεται ξεκάρφωτη, αντλημένη από τις «γενικές μας γνώσεις», από «το βιβλίο», και να μη συνδέεται με τη συγκεκριμένη κατάσταση. Ποια είναι εν προκειμένω η κακοποίηση; Εάν η ενδιαφερόμενη έχει ρητά και υπερήφανα δηλώσει τη συγκατάθεσή της, και μάλιστα τη «χαρά» της, για μία πράξη, πόσο πειστική μπορεί να είναι αν μετά ζητήσει να θεωρηθεί «βία» η ίδια αυτή πράξη; Ή το ένα θα συμβαίνει, ή το άλλο.
Ομοίως, στο σλόγκαν «καμία ανοχή – καμία ενοχή», υπάρχει μία ένταση ανάμεσα στο πρώτο μέρος και το δεύτερο. Διότι αν δεν υπάρχει «καμία ενοχή» που μία κοπέλα εμφανίστηκε γυμνή ή/ και να συμμετέχει σε ερωτικές περιπτύξεις και αφέθηκε να φωτογραφηθεί έτσι, τότε, για την ταυτότητα του λόγου, δεν θα πρέπει να υπάρχει και καμία ενοχή –αλλά, ακριβώς, ανοχή- για όποιον δημοσιοποιεί αυτές τις φωτογραφίες. Αν δεν θέτει πρόβλημα το ένα, γιατί να θέτει το άλλο;
Στην ανάδειξη του ζητήματος από την ομάδα «κιλοτίνα», προτάσσεται σύντομο κείμενο όπου μεταξύ άλλων υπάρχει η φράση «Δεν ντρεπόμαστε για το γυμνό μας σώμα, για την απόλαυσή μας και τους οργασμούς μας». Σύμφωνοι. Όμως, αν κάποιος είναι περήφανος για κάτι, λογικά θα πρέπει να χαίρεται με τη γνωστοποίησή του, όχι να αντιδρά σε αυτήν.
H αλληλεγγύη είναι όντως κομβικής σημασίας λειτουργία και όρος επιβίωσης για ένα κίνημα. Η επιταγή της αλληλεγγύης επιβάλλει, όταν εμπλεκόμαστε σε έναν αγώνα, σε μία προσπάθεια, να μην λέμε ή να μην κάνουμε ποτέ κάτι που θα καταστήσει δυσχερέστερη τη θέση άλλων που βρίσκονται ή ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με ανάλογο πρόβλημα –αλλά και την ίδια τη δική μας θέση. Σε ένα κίνημα, μπορεί να είμαστε πολλές, αλλά η πολλαπλότητα αυτή να μην είναι δυνατό, και ίσως ούτε επιθυμητό, να συναιρεθεί σε «μια γροθιά».
Για να φέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: πριν λίγο καιρό, μια άλλη κοπέλα είχε βρεθεί αντιμέτωπη όχι με την απειλή, με την συντελεσμένη πραγματικότητα της διάδοσης εικόνων από την ερωτική της ζωή εκ μέρους του Στάθη Παναγιωτόπουλου. Δεν εξέφρασε τη χαρά της, ούτε τον προέτρεψε να τις στείλει όπου θέλει· αντιθέτως, άρχισε τις «μαλακίες» με την αστυνομία, με αποτέλεσμα να προσαγάγει σε δίκη τον υπαίτιο και να επιτύχει την καταδίκη του σε πενταετή φυλάκιση. Οι φεμινιστικές συλλογικότητες, στην πράξη, φυσικά στήριξαν και αυτή την διαφορετική αντίδραση και συμπαραστάθηκαν στην ενδιαφερόμενη. Η ορθή αυτή πρακτική στάση καλό είναι να βρίσκει αντιστοιχία και στο λόγο, ή πάντως να βρίσκει χώρο μέσα σε αυτόν, να μην εξοβελίζεται.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσφυγή στην αστυνομία ίσως ήταν μια καλή ιδέα η οποία, ως χειρονομία, θα είχε ισοδύναμο αποτέλεσμα με την έκφραση «χαράς», χωρίς να έχει τα μειονεκτήματά της. Διότι μία από τις τρεις διαζευκτικές προϋποθέσεις του απειλητικού μηνύματος ήταν να «μην αρχίσει μαλακίες περί αστυνομίας». Με τον τρόπο αυτόν λοιπόν θα του έλεγε: «ορίστε, άρχισα, οπότε αψήφησα τις υποδείξεις σου».
Αυτό όμως είναι απλώς ένα πιθανό σενάριο. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλοι πρακτικοί τρόποι ώστε να αξιοποιηθεί το δίδαγμα από την επινόηση αυτής της κοπέλας και, ταυτόχρονα, να αποφευχθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι τυχόν κίνδυνοι. Για να συνεχίσω την αναλογία με τις ασιατικές πολεμικές τέχνες, είναι άλλο να αφήνεις τον αντίπαλο να εκδηλώσει την επίθεσή του και να φροντίζεις να στραφεί εις βάρος του η δύναμή της, και άλλο απλώς να τον αφήνεις να σε χτυπήσει και μετά να δηλώνεις ότι δεν πόνεσες.
[1] Και στα δύο αυτά θεωρητικά πλαίσια έχω αναφερθεί παλαιότερα στο σημείωμα Εκείνα που δεν ακούγονται: βλασφημία, λογοκρισία, βία.
Καλησπέρα,
πράγματι ενδιαφέρουσα και αξιοζήλευτη αντίδραση.
Μια παρατήρηση ωστόσο: δεν είμαι σίγουρος αν η κεντρική ένταση που αναδεικνύει το κείμενο («Η δήλωση αυτή δηλαδή μπορεί να υπονομεύει τον εκβιασμό, αλλά στον αντίστοιχο βαθμό υπονομεύει και τη δυνατότητα όποιου την κάνει να τον καταγγείλει ως εκβιασμό») οδηγεί πράγματι σε κάποιου είδους αντίφαση, όπως υποστηρίζεις.
Στα ζητήματα δικαίου είμαστε οπωσδήποτε πάντα με το κάθε πόδι σε άλλη βάρκα. Εν προκειμένω, όπως αποδεικνύει και το παράδειγμα με την καταδίκη του Παναγιωτόπουλου, η δυνατότητα να καταγγελθεί το συμβάν ως εκβιασμός ισχύει απ’ ό,τι φαίνεται καταρχήν, οπότε δεν μπορεί να υπονομευθεί ως τέτοια, σε περίπτωση που το θύμα την πραγματώσει. (Ασχέτως ζητημάτων όπως το πόσο εύκολο καθιστούν κάτι τέτοιο οι κοινωνικές συνθήκες, κ.ο.κ.)
Διαφορετικής τάξης είναι η συναισθηματική αντίδραση του θύματος, η εικόνα για το σώμα, τη ντροπή, την κατακραυγή, το διασυρμό, κ.λπ. Πιθανώς η αντίδραση της φωτογραφίας να είναι η πιο «χαρούμενη», όπως λες, και άρα η ιδανική υπό μια έννοια. Ακόμη κι αν δεν είναι όλα τα θύματα σε θέση να την επωμιστούν, συνιστά ένα υπόδειγμα στο οποίο θα μπορούσαν να προσβλέπουν.
Οπότε, μ’ έναν τρόπο, ίσως το ζητούμενο να ήταν ένας ιδεατός συγκερασμός των δύο: ένα είδος χαρούμενης καταγγελίας, πραγματιστικής και όχι μνησίκακης. Μπορούμε σε τελική ανάλυση να κατανοήσουμε τις πράξεις ενός καθάρματος, και έτσι να απεμπλακούμε σε κάποιον βαθμό θυμικά από αυτές· αυτό δεν τον κάνει λιγότερο κάθαρμα, δεν πρέπει να φυλαγόμαστε λιγότερο ούτε να επιθυμούμε λιγότερο π.χ. την καταδίκη του.
σρ
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Τα ζητήματα είναι πάντοτε λεπτά και δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι. Ωστόσο, εν προκειμένω, υπάρχει η εξής διαφορά: η δημοσίευση γυμνών ή/ και ερωτικών φωτογραφιών ενός προσώπου δεν είναι παράνομη καθεαυτή, αλλά μόνο όταν γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του προσώπου. Διότι διαφορετικά βρωμάει ο τόπος από τέτοιες απεικονίσεις, υπάρχουν και άνθρωποι που το κάνουν αυτό ως επάγγελμα ή και χωρίς πληρωμή, έτσι από χόμπυ.
Ο Παναγιωτόπουλος καταδικάστηκε διότι καμία τέτοια συγκατάθεση δεν υπήρξε.
Εδώ υπήρξε.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!