του Άκη Γαβριηλίδη
Η δημοσίευση της επιστολής της Μαριανίνας Κριεζή προς τον Γιώργο Σεφέρη και της απάντησης του ποιητή, ή μάλλον, ακριβέστερα, το γεγονός ότι την αλληλογραφία αυτή δεν την είχε δημοσιεύσει, ούτε καν την είχε αναφέρει κανείς μέχρι τώρα, φέρνει στο φως ένα στοιχείο το οποίο δεν προκαλεί βέβαια έκπληξη: ότι οι έλληνες φιλόλογοι, ή/ και οι μελετητές του Σεφέρη οποιασδήποτε εθνικότητας, σνομπάρουν αγρίως τη συγγραφή στίχων για τραγούδια, όπως και γενικά την ποπ κουλτούρα, και θεωρούν αυτονόητα ότι η ενασχόληση με αυτήν δεν είναι δική τους δουλειά· ανήκει σε ένα άλλο, κατώτερο σύμπαν.
Το ονοματεπώνυμο Μαριανίνα Κριεζή, για όποιον είχε έστω απόμακρα σχέση με αυτό το «κατώτερο σύμπαν», ήταν γνωστό ήδη πριν από το 1980. Μολονότι δεν έχω υπόψη μου στατιστικά στοιχεία, (δεν γνωρίζω καν εάν κανείς κρατάει τέτοια στοιχεία), υποθέτω ότι τα σαράντα και πλέον χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, αρκετές εκατοντάδες ερευνητές και ερευνήτριες, ή απλώς περίεργοι, θα διάβηκαν την πόρτα της Γενναδείου για να συμβουλευθούν το αρχείο Σεφέρη. (Για να μην συνυπολογίσουμε και όσες συμβουλεύθηκαν απλώς το σάιτ της βιβλιοθήκης, όπου επίσης αναφέρονται συνοπτικά τα περιεχόμενα των φακέλων). Σε κανέναν απ’ αυτούς δεν χτύπησε κάποιο καμπανάκι η θέα αυτού του ονόματος μεταξύ των αλληλογράφων του ποιητή.
Η συγγραφή στίχων για λαϊκά τραγούδια αποτελεί «τιμωρημένο γήπεδο» για τους φιλολόγους, οι οποίοι θεωρούν αποστολή τους να ασχολούνται με τους «μεγάλους ποιητές μας», με την υψηλή εκδοχή της εθνικής απόλαυσης. Ακόμα και αν τύχει κάποιος τέτοιος ποιητής «μας» να έχει γράψει, εκτός από ποιητικές συλλογές, και στίχους, η δραστηριότητά του αυτή επίσης εμπίπτει στην τιμωρία· σε παλιότερους μάλιστα φιλολόγους προξενούσε σκανδαλισμό (π.χ. στην περίπτωση του Γκάτσου, ο οποίος είχε θεωρηθεί περίπου λιποτάκτης από τα υψηλά του καθήκοντα). Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Διονύσης Καψάλης, και άλλοι ακόμα, σε διάφορους βαθμούς και με διάφορους τρόπους ο καθένας, εκτός από το να εκδίδουν ποιητικές συλλογές, έγραψαν και στίχους έμμετρους και ομοιοκατάληκτους με συνειδητό προορισμό να χρησιμεύσουν για τραγούδια, είτε σε συνεργασία με κάποιον συνθέτη που ήταν ήδη γνωστός όταν τους έγραφαν, είτε εν αναμονή να βρεθεί κάποιος στο μέλλον. Δεν έχω υπόψη μου να υπάρχει κάποια φιλολογική μελέτη που να εξετάζει αυτή την άλλη δραστηριότητα, είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με την «καθαυτό», «υψηλή» τους παραγωγή. Λες και, όταν το κάνουν αυτό, δεν χρησιμοποιούν γλωσσικά σημεία, δεν φτιάχνουν εικόνες, μεταφορές, μεταθέσεις, συμπυκνώσεις, δεν διαβάζουν (ή ακούνε) διακειμενικά άλλους και άλλες που έγραψαν πριν απ’ αυτούς, δεν μας δίνουν υλικό που να μπορεί να αναλυθεί, να συγκριθεί, να φωτίσει πώς στέκονται απέναντι στη γλώσσα και πώς την χειρίζονται –ή πώς τους χειρίζεται αυτή.
Κατά μείζονα λόγο βέβαια ο αποκλεισμός καταλαμβάνει όσους γράφουν μόνο στίχους για τραγούδια: κανείς δεν ασχολείται με αυτούς, παρεκτός αν πρόκειται να τους «επαινέσει» λέγοντας ότι οι στίχοι αυτοί «δεν είναι απλοί στίχοι, φτάνουν στο επίπεδο της ποίησης».
Στην περίπτωση της συνάντησης του Σεφέρη με την Κριεζή, το διακειμενικό αυτό πήγαινε-έλα είναι οφθαλμοφανές για όποιον έχει μάτια να το δει. Και επίσης, (αποδεικνύοντας ότι ήμουν υπερβολικά αυστηρός ή απρόσεκτος όταν συμπέραινα ότι η αλληλογραφία «δεν ταίριαζε με όσα έψαχνα εγώ»), παρέχει ακόμη μία επιβεβαίωση για τα ασιατικά ενδιαφέροντα του Σεφέρη. Διότι, όπως ο ίδιος διαβεβαιώνει, από τα ποιήματα της Μαριανίνας συγκράτησε τρία, εκ των οποίων τουλάχιστον τα δύο έχουν σαφή ασιατική –ή/ και αφρικανική- αναφορά, το δε ένα σαφή αναφορά στο νομαδισμό, όπως δείχνουν οι τίτλοι τους: «Τ’ αγόρι από την Κίνα» και «Ο Βεδουίνος με τις αλαβάστρινες καμήλες».
Και αυτή είναι η μία μόνο διαδρομή. Διότι, αμέσως μετά την αναφορά αυτών των τριών τίτλων στην επιστολή του, ο Σεφέρης ρωτάει την συνομιλήτριά του:
Είδατε ποτέ σας την έρημο; Είναι γεμάτη αντικατοπτρισμούς και οράματα.
Από τα τρία ουσιαστικά αυτού του χωρίου, τα δύο επαναλαμβάνονται αυτούσια, το δε τρίτο σε μια παραλλαγή, (όσο για το ρήμα, αυτό παραμένει το ίδιο: βλέπω), στο παρακάτω τετράστιχο που έγραψε καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα η Κριεζή για ένα τραγούδι από το Σαμποτάζ, με τον επίσης εύγλωττο τίτλο «Ραντεβού στην όαση»:
Κι αν δω τον διευθυντή μου
στη μέση της ερήμου
θα είναι οφθαλμαπάτη
κι αντικατοπτρισμός.
Η αντιπάθεια προς τον προϊστάμενο, και την υπαλληλική εργασία γενικώς, και η επιθυμία απομάκρυνσης και απαλλαγής από αυτήν, είναι επίσης ένα μόνιμο σεφερικό θέμα, το οποίο αναπτύσσεται κυρίως στο μη ποιητικό του έργο, μεταξύ άλλων και στην αλληλογραφία του –αν και όχι στη συγκεκριμένη επιστολή. Πάντως η ευχή του να ήταν καλύτερα ένας «βασιλιάς ανθρωποφάγων» και «ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού» βρίσκεται διατυπωμένη σε ποίημά του, και μάλιστα από τα πιο διάσημα –όσο κι αν όλοι παριστάνουν ότι δεν την διάβασαν για να μην τους χαλάσει το σχήμα του ελληνολάτρη Σεφέρη.
Συναφώς, στο τραγούδι από το Σαμποτάζ, είναι επίσης αξιοπρόσεκτο ότι ο νεαρός άντρας που σκηνοθετείται εκεί να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο δηλώνει απερίφραστα την παραίτησή του από την προσπάθεια να «ψάχνει την Ελλάδα που δεν υπάρχει πια», προσπάθεια για την οποία δηλώνει ότι αδιαφορεί του λοιπού· το ταξίδι τον ενδιαφέρει περισσότερο.
Μήπως λοιπόν υπάρχει κάτι άξιο προς διερεύνηση εδώ; Μήπως το «πήραμε τη ζωή μας[·] λάθος» δεν ήταν ο μόνος, και ίσως ούτε ο πιο ενδιαφέρων, τρόπος με τον οποίο ο Σεφέρης επέδρασε στο ελληνικό τραγούδι; Ποιος ξέρει, ίσως να υπάρχουν και άλλες οδοί, μέσα από τις οποίες να συνομίλησε όχι με τις «ρίζες», αλλά με ριζωματικές απεδαφικοποιήσεις, μεταξύ άλλων και με «επαναστάτες μαύρους, κίτρινους, πράσινους, σ’ άλλην ήπειρο» που τόσο εκνεύριζαν την μοντερνιστική/ διαφωτιστική αριστερά. Δεν χάνουμε τίποτε να το ψάξουμε.