του Άκη Γαβριηλίδη
Ο Κούλης Μητσοτάκης αυτοδιαφημίζεται, και διαφημίζεται από όλους τους εθελοντές ή/ και επί χρήμασι υμνητές του, ως άριστος και φιλελεύθερος. Το τιτίβισμα όμως που έστειλε χθες, χρησιμοποιώντας τον θεσμικό λογαριασμό τού έλληνα πρωθυπουργού, κατά το οποίο «ακόμα και το ‘παρών’ σημαίνει απών από το εθνικό μέτωπο», είναι η πλέον παταγώδης διάψευση που μπορεί να υπάρξει τόσο για τη μία, όσο και για την άλλη ιδιότητα. Το σύνθημα αυτό μαρτυρεί αβυσσαλέα άγνοια της πολιτικής ιστορίας και θεωρίας, ενώ από την άποψη της πολιτικής πρακτικής δεν μπορεί να οριστεί ως τίποτε άλλο παρά ολοκληρωτικό.
Για να μην πάμε σε δύσκολα, ως προς το πρώτο θα συνιστούσα στον μικρό αμαθή Κούλη να άνοιγε κανένα βιβλίο, όχι της Σαντάλ Μουφ ή του Ζίζεκ, αλλά ενός καθώς πρέπει θεσμικού έλληνα πανεπιστημιακού (με διδακτορικό από πανεπιστήμιο των ΗΠΑ), του Γιώργου Μαυρογορδάτου. Εκεί θα μπορούσε να πληροφορηθεί ότι:
Η έννοια του έθνους αναφέρεται εξ ορισμού σε ένα ενιαίο και αδιαφοροποίητο σύνολο. Κατά συνέπεια, το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης (…) λογικά προϋποθέτει και υποδηλώνει κάποια εθνική ομοφωνία. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε ένα πολύ γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Με άλλα λόγια, ισχύει μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων. Πρακτικά και συγκεκριμένα, η πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση συνεπάγεται αναπόφευκτα διαμάχη και σύγκρουση –σύγκρουση ιδεών, αλλά και σύγκρουση συμφερόντων[1].
Ο ισχυρισμός του Κούλη, με βάση το ανωτέρω, είναι κενός περιεχομένου. Αξιώνει να «παύσει κάθε διαφωνία» μπροστά στην εμφάνιση ενός παράγοντα τον οποίον δεν έχει ορίσει, και το περιεχόμενο του οποίου είναι ανοικτό στη διαφωνία. Αυτό που υποτίθεται ότι τερματίζει τη συζήτηση είναι το ίδιο έκθετο σε όλες τις συζητήσεις του κόσμου. Που να πάρει η ευχή, όσο αδιάβαστος κι αν είναι κανείς στο επίπεδο της θεωρίας, κάπου θα έχει πάρει το αυτί του ότι, ειδικά στην Ελλάδα, το ερώτημα «ποιο είναι και τι επιβάλλει το εθνικό συμφέρον» ιστορικά προκάλεσε πολύ περισσότερες και πολύ αιματηρότερες συγκρούσεις μεταξύ των μελών τού εν λόγω έθνους απ’ ό,τι μεταξύ του έθνους στο σύνολό του και αλλοεθνών.
Ακόμη περισσότερο, η χρήση του όρου «εθνικό μέτωπο», και μάλιστα «το εθνικό μέτωπο», με το οριστικό άρθρο, σαν το μέτωπο αυτό να υπάρχει ήδη και να ξέρουμε όλοι ποιο είναι, δείχνει ότι ο Κούλης αγνοεί –ή παριστάνει ότι αγνοεί- κάποιες προηγούμενες χρήσεις του, οι οποίες είναι όλες δυσοίωνες, και φυσικά καθόλου φιλελεύθερες. Front National λεγόταν το κόμμα που είχε ιδρύσει ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο άνθρωπος που επανέφερε τον ρατσισμό και την ακροδεξιά στην κεντρική πολιτική σκηνή μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας –εκείνης από την οποία ψωνίζει ο Κούλης κάτι αεροπλανάκια και μας ζητά να τον χειροκροτήσουμε ομοθυμαδόν γι’ αυτό, διότι οι διαφωνίες απαγορεύονται. Στην ελληνική του δε εκδοχή, αυτήν ακριβώς που εμφανίζεται στο τουίτ, ο συγκεκριμένος συνδυασμός επιθέτου και ουσιαστικού αποτέλεσε την επωνυμία του κόμματος που είχε ιδρύσει στα νιάτα του γνωστός τσεκουροφόρος τραμπούκος και θαυμαστής του Λεπέν, ο οποίος σήμερα –διόλου τυχαία- αποτελεί προβεβλημένο στέλεχος του κόμματος του Κούλη και κατά καιρούς υπουργός με διάφορα χαρτοφυλάκια σε κυβερνήσεις ΝΔ. Και ο οποίος πολύ θα γούσταρε τότε να είχε αναδειχθεί ως ο έλληνας Λεπέν –αλλά πού να φανταζόταν ότι θα του έκλεβε αυτή τη δόξα ένας Μητσοτάκης.
Τούτων δεδομένων, η «απουσία από το εθνικό μέτωπο», την οποία επισείει ως κατηγορία ο PrimeMinisterGR, αποτελεί τίτλο τιμής, και επίσης αποτελεί δημοκρατικό καθήκον και στοιχειώδη προϋπόθεση για την λειτουργία της δημοκρατίας. Σε αυτό το πνεύμα, προσωπικά δηλώνω υπερήφανα ΠΑΡΩΝ και απών, αντίστοιχα.
[1] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Εθνική ολοκλήρωση και διχόνοια. Η ελληνική περίπτωση, Πατάκης 2020, σ. 19. Η υπογράμμιση δική μου.