του Άκη Γαβριηλίδη
Σε πρόσφατο σημείωμά του στην Καθημερινή, γνωστός για την έλλειψη καλλιέργειας και την ανεπάρκειά του θεολόγος που παριστάνει τον καθηγητή φιλοσοφίας γνωμάτευσε μεταξύ άλλων τα εξής:
Οι κούφιοι αυτοί βερμπαλισμοί αποδεικνύουν ότι, αν υπάρχει ένα «αυθυπερβατικό άθλημα» στο οποίο επιδίδεται κατά συρροήν και εξ επαγγέλματος ο αρθρογράφος, αυτό είναι η παπαρολογία. Ειδικότερα, η ακατάσχετη εκτόξευση διάφορων προβλέψεων για το μέλλον, οι οποίες διαρκώς διαψεύδονται αλλά διαρκώς με νέα ορμή, και χωρίς καμία αιδώ και καμία λογοδοσία, επαναλαμβάνονται, για να ξαναδιαψεσθούν, κ.ο.κ. επ’ άπειρον.
Μας λέγεται εδώ για πολλοστή φορά ότι «το μονοτονικό είναι το τέλος του ελληνισμού».
Υπό άλλες συνθήκες, αυτή η πρόγνωση θα ήταν χαράς ευαγγέλια για όλους εμάς τους εθνομηδενιστές. Θα αγοράζαμε σαμπάνιες και θα τις βάζαμε στο ψυγείο, έτοιμοι να πανηγυρίσουμε άμα τη ελεύσει αυτού του τέλους. Πλην όμως, επειδή ξέρουμε για τι ψεύτη βοσκό πρόκειται, επειδή ξέρουμε ότι ο τύπος μπουρδολογεί και λογαριασμό δεν δίνει, δεν παίρνουμε τίποτε στα σοβαρά.
Το μονοτονικό καθιερώθηκε με νόμο το μακρινό 1982. Έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε. Κανένα «τέλος του ελληνισμού» όμως δεν έχει επέλθει όλα αυτά τα χρόνια, ό,τι κι αν εννοούμε με αυτό. Ούτε φαίνεται να επίκειται στο προβλέψιμο μέλλον. Σε πόσα τέρμινα το υπολογίζεις να επέλθει ρε Γιανναρά;
Επιπλέον τούτου, όμως, και πριν το 84, όπως γνωρίζει όποιος είναι στοιχειωδώς ενήμερος συναφώς, αναρίθμητα κείμενα της ελληνικής γραμματείας, ενίοτε πολύ σημαντικά, από αυτά που ο ίδιος ο Γιανναράς θα έσπευδε να παρουσιάσει ως ζωτικά για την επιβίωση του ελληνισμού, έχουν γραφτεί με μονοτονικό, ή/ και με το λατινικό αλφάβητο· για να μην αναφέρουμε βέβαια ότι οι αρχαίοι αυτού πρόγονοι έγραφαν χωρίς καθόλου τόνους ή πνεύματα, τα οποία δεν γνώριζαν, ενώ άλλοτε έγραφαν βουστροφηδόν, ή με πλήθος άλλους τρόπους τους οποίους οι σημερινοί εκπρόσωποι του ελληνισμού –περιλαμβανομένου και του Γιανναρά- είναι αδύνατο να διαβάσουν χωρίς ειδική εκπαίδευση. Ο ελληνισμός όμως δεν τελείωσε τότε. Μάλλον τότε άρχισε.
Ήδη πριν χρόνια, σε μία ακόμα ανάλογη –αλλά πρωτοφανή ως προς την ανοησία και το θράσος της- τερατολογία, ο θεο(παπαρο)λόγος είχε διαβεβαιώσει ότι
Πολύ ρεαλιστικά και ψύχραιμα [sic], χωρίς συναισθηματισμούς ή ψυχολογικές εμμονές [sic], θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η επιβολή [sic] του μονοτονικού είναι στην ιστορία των Ελλήνων μια καταστροφή, ασύγκριτα ολεθριότερη από τη Μικρασιατική [sic]».
Τον είχα κράξει τότε, και φανταζόμουν ότι δεν θα χρειαστεί να ξαναασχοληθώ. Πλην όμως, το γεγονός ότι επανέρχεται περιοδικά και εμμονοληπτικά στο ίδιο θέμα σαν να μην έχει τίποτε άλλο να πει, (τι «σαν» δηλαδή; Αφού δεν έχει), με παρακίνησε να σκαλίσω λίγο προς τα πίσω να δω τι έλεγε παλιότερα. Και βρήκα το εξής μαργαριτάρι, γραμμένο το 2004 και δημοσιευμένο στην ίδια πάντα εφημερίδα που για ακατανόητους λόγους εξακολουθεί να δίνει χώρο στις ψαλμωδίες του:
Αν κρίνουμε από σχετικά πρόσφατες εμπειρίες, οι λίγοι που αντιστέκονται γίνονται αφορμή να καυχάται εκ των υστέρων για «αντίσταση» η μεγάλη πλειονότητα των συμβιβασμένων. Είναι άδικο, αλλά σωτήριο: Χάρη στον σφετερισμό της εγρήγορσης των ολίγων σώζεται τελικά μια ευρύτερη συνείδηση χρέους αντίστασης, δηλαδή η ιστορική συνέχεια της ελληνικότητας.
Έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε κάποια χρόνια η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων θα καυχάται για την επιμονή της να διασωθεί η συνέχεια της γλώσσας: Θα έχει ξαναγυρίσει η πλειονότητα στο πολυτονικό σύστημα γραφής και θα καταριέται τους ασυνείδητους πολιτικούς που, με το μονοτονικό, επιχείρησαν να καταστρέψουν ένα καίριο δεδομένο της διαχρονικής ελληνικής ταυτότητας.
Θα απαιτεί η πλειονότητα, σε κάποια χρόνια, τη διδασκαλία των αρχαίων ως βασικό μάθημα στα σχολειά και θα θεωρεί την πασοκική «δημοτική» το ίδιο κωμική με τη γλώσσα του Παττακού και του Παπαδόπουλου. Θα ψάχνουν να θυμηθούν οι πολλοί το όνομα κάποιας κυρίας Γιαννάκου – Κουτσίκου, όπως ψάχνουμε σήμερα ποιος ήταν ο πρώτος υπουργός Παιδείας του ΠAΣOK, με κάτι εξωφρενικά μουστάκια απλωμένα ώς τις φαβορίτες του, που παράδωσε ο άσχετος σχολειά και πανεπιστήμια ξέφραγο αμπέλι στους συνδικαλιστές και στους ιδεολόγους του μηδενισμού.
Θα επαναληφθεί αυτό που συνέβη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν όλοι σχεδόν οι Έλληνες βρέθηκαν να έχουν μετάσχει στην αντίσταση ενάντια στη γερμανική, ιταλική και βουλγαρική κατοχή. Η μετά τη δικτατορία ’67-’74, όπου και πάλι βρέθηκαν όλοι «αντιστασιακοί». Έτσι και σε κάποια χρόνια από σήμερα, μπορούμε να ελπίζουμε ότι το πανελλήνιο θα καυχάται για την εικοσάχρονη «αντίστασή» του στο κομματικό κράτος του παπανδρεϊκού αμοραλισμού και της «εκσυγχρονιστικής» διαφθοράς.
O καθένας μπορεί ασφαλώς να ελπίζει ότι στο μέλλον θα έρθει ένα πριγκιπόπουλο πάνω σε ένα άσπρο άλογο να τον σώσει από την αμαρτία, την ανυπόφορη φθορά και πτώση του κόσμου ετούτου. Καλό είναι όμως να ελέγχει από καιρού εις καιρόν, «ρεαλιστικά και ψύχραιμα, χωρίς συναισθηματισμούς ή εμμονές», αν η ελπίδα του έχει κάποια λογική και πραγματική βάση ή όχι.
«Σε κάποια χρόνια», λέει, προσδοκά την έλευση της σωτηρίας ο θεο(παπαρο)λόγος. Πόσα είναι τα «κάποια»;
Το ίδιο το κείμενο, όπως βλέπουμε, παραλληλίζει αυτό το «ελευσόμενο» –που λένε και οι σύγχρονοι θεολόγοι- γεγονός με άλλες δύο «σχετικά πρόσφατες εμπειρίες». Στις «εμπειρίες» όμως αυτές, η μεταστροφή την οποία διαγιγνώσκει φέρεται ότι έγινε αμέσως μετά, χωρίς να μεσολαβήσει ούτε ένας χρόνος. Αντιθέτως, με την πάροδο του χρόνου το φαινόμενο μειωνόταν.
Από τότε που διατυπώθηκαν οι «ελπίδες» αυτές ήδη κοντεύουν είκοσι. Όχι η «πλειονότητα», αλλά ούτε ένας άνθρωπος δεν ξαναγύρισε στο πολυτονικό. Τα αρχαία εξακολουθούν να διδάσκονται, όπως άλλωστε διδάσκονταν και τότε, οπότε δεν τίθεται ζήτημα να «απαιτήσει» κανείς να συμβεί αυτό. Η «πασοκική γλώσσα» δεν απασχολεί ιδιαίτερα κανέναν· όποτε ερχόμαστε σε επαφή μαζί της, μας φαίνεται απλώς κάπως παρωχημένη όσο και κάθε άλλος λόγος της δεκαετίας του 80. Αντιθέτως, πολύ πιο κωμικό μας φαίνεται να χρησιμοποιούνται σήμερα εκφράσεις όπως «άθλημα αυθυπερβατικής γνώσης» ή «συμβατική σημαντική».
Είναι εύλογο λοιπόν να θεωρήσουμε ότι η προφητεία δεν εκπληρώθηκε: ο πολυτονικός Μεσσίας δεν ήλθε, και όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο απίθανο να έλθει.
Το κυριότερο όμως δεν είναι αυτό. Κάτι που κάνει τη σύγκριση ακόμα πιο χυδαία, και ακόμα πιο άστοχη, είναι ότι, τόσο στην κατοχή του 40 όσο και στη δικτατορία του 67, εκτός από τους όποιους ψευδείς και όψιμους αντιστασιακούς, υπήρξαν πραγματικοί αντιστασιακοί, οι οποίοι έδρασαν τη κρίσιμη στιγμή, «σε πραγματικό χρόνο», όχι εκ των υστέρων. Στην πρώτη μάλιστα περίπτωση αυτοί ήταν πραγματικά δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες, και η αντίστασή τους ήταν ένοπλη και κράτησε χρόνια.
Στην περίπτωση των πνευμάτων και των τόνων δεν υπήρξε τίποτα τέτοιο. Είχαμε μόνο κάτι ηλικιωμένους γλωσσαμύντορες και συνωμοσιολόγους που έχουν μείνει στον 19ο αιώνα, οι οποίοι γκρίνιαζαν τότε ότι τους στέρησαν κάτι που ωστόσο έχουν κάθε δυνατότητα να κάνουν (διότι, πράγματι, εάν κανείς γουστάρει να γράφει με τόνους και πνεύματα, αυτό είναι κάλλιστα δυνατό από τεχνική, νομική και κάθε άλλη άποψη. Δεν θα έρθει καμία Γκεστάπο και καμία ΕΑΤ-ΕΣΑ του μονοτονικού να τους συλλάβει, να τους εξορίσει ή να τους εκτελέσει). Ε. όσοι ήταν τότε, είναι και τώρα. Πιθανότατα μάλιστα είναι πολύ λιγότεροι. Διότι κάποιοι είτε παραιτήθηκαν, είτε απλώς αποβίωσαν χωρίς να αντικατασταθούν από άλλους –εφόσον δεν στρατολογήθηκαν καινούριοι «αντιστασιακοί», είτε γνήσιοι είτε και ψευδείς.
Κάνε μας τη χάρη λοιπόν ρε Γιανναρά, και κατέβα από το καλάμι. Δηλαδή στον εαυτό σου πρώτα απ’ όλα κάνε τη χάρη, ώστε να μην εκτίθεσαι άλλο.
Eξαίσια απολαυστικό κείμενο, υπέροχο!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Reblogged στις agelikifotinou.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Μια μικρή διόρθωση: το μονοτονικό καθιερώθηκε με νόμο το Γενάρη του 1982 και πρωτοεφαρμόστηκε κατά το σχολικό έτος ΄82-΄83.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Θενκς! Ακόμα καλύτερα, αυτό ενισχύει το επιχείρημά μου.
Το διορθώνω.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!