του Άκη Γαβριηλίδη
Α. Φουκώ, Φουκώ … τι μου θυμίζει;
Στο φύλλο της Lifo που κυκλοφορεί (ημ. 18/1/22), δημοσιεύεται συζήτηση με την Δήμητρα Τζανάκη, μεταδιδακτορική ερευνήτρια, για τον συλλογικό τόμο επιμελήθηκε με τίτλο Υγεία, καύλα και επανάσταση (Ασίνη 2021). Στη συζήτηση αυτή περιέχεται μεταξύ άλλων η κάτωθι παράγραφος:
Η ίδια η λέξη καύλα, εξάλλου, συνοδεύεται, λέει, με απόρριψη, αποκλεισμό και άρνηση ακόμη και στον επίσημο ακαδημαϊκό λόγο, «κάτι που συνάγεται άμεσα από αυτό που μας θυμίζει ο Μισέλ Φουκό»: «Η εξουσία δεν έχει τη “δύναμη” να κάνει τίποτε στο σεξ και τις ηδονές, εκτός από το να τους λέει “όχι”. Αν φτιάχνει κάτι, είναι απουσίες και κενά. Εξαφανίζει στοιχεία, εισάγει ασυνέχειες, χωρίζει ό,τι είναι ενωμένο, χαράζει σύνορα».
Η επίκληση του Μισέλ Φουκώ σε αυτό το χωρίο είναι τυπική περίπτωση κακής παράθεσης [misquotation]. Δηλαδή ενός σφάλματος που, αν το έκανε προπτυχιακός φοιτητής σε εργασία του, η εργασία αυτή θα απορριπτόταν.
Η φράση μέσα σε εισαγωγικά την οποία φέρεται να «μας θυμίζει» ο Γάλλος στοχαστής είναι πράγματι απόσπασμα από την Ιστορία της Σεξουαλικότητας[1]. Ωστόσο, βρίσκεται εκεί για να εκθέσει όχι την άποψη του ίδιου του Φουκώ, αλλά, ακριβώς αντίθετα, εκείνην που με το βιβλίο του αυτό επιχειρεί –και επιτυγχάνει- να καταρρίψει: την περίφημη καταπιεστική υπόθεση.
Β. «Η εξουσία επιδιώκει τη σιωπή»
Το αν κάπου γίνεται μία λάθος παραπομπή, δεν είναι από μόνο του κάτι φοβερό. Σε όλους συμβαίνει.
Ωστόσο, εν προκειμένω το λάθος αυτό δεν είναι μία περιστασιακή απροσεξία. Διότι, όλως τυχαίως, η καταπιεστική υπόθεση είναι ακριβώς η προσέγγιση την οποία ακολουθεί πιστά, μέχρι κεραίας, ο λόγος της επιμελήτριας σε αυτήν εδώ τη συνέντευξη (εάν αυτό ισχύει και για το βιβλίο δεν γνωρίζω, δεν το έχω δει ακόμη. Ελπίζω όχι). Δεν θέλει όμως και να το παραδεχθεί ανοιχτά, διότι σήμερα είναι πιο σικ να λες ότι ακολουθείς τον Φουκώ παρά ότι προτιμάς να εμμείνεις σε μία προ-φουκωική αντίληψη της εξουσίας τύπου Βίλχελμ Ράιχ ή Χέρμπερτ Μαρκούζε· αυτοί έχουν ξεχαστεί και δεν φέρνουν πόντους. Τι κάνει λοιπόν; Απλώς μετατρέπει τον Φουκώ στο αντίθετό του για να τον κάνει με το ζόρι να συμφωνεί μαζί της.
Η προσυπογραφή της καταπιεστικής υπόθεσης αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην κατακλείδα της συνέντευξης:
η εξουσία επιζητά με όλο και πιο αυταρχικά μέτρα αστυνόμευσης τη σιωπή της «καύλας» των λαϊκών στρωμάτων, γι’ αυτό ακριβώς θεωρώ ότι το σύνθημα «Υγεία, καύλα και επανάσταση» ως κοινό αγαθό είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Η διατύπωση αυτή είναι ό,τι πιο αντι-φουκωικό μπορεί να σκεφτεί κανείς. Αν ο Φουκώ μάς έμαθε (και δεν μας «θύμισε») κάτι, αυτό ήταν ότι η «εξουσία» δεν είναι ένα υποκείμενο που «επιζητά» τίποτε, αλλά μία σχέση· και, κυρίως, ότι δεν είναι (μόνο) αστυνόμευση και λογοκρισία, αλλά αντιθέτως είναι παρακίνηση και ενθάρρυνση προς τα υποκείμενα, «λαϊκά» ή μη, να μιλήσουν, να εξομολογηθούν, να αφεθούν στην «καύλα» τους η οποία είναι το θησαυροφυλάκιο της αλήθειας κάθε υποκειμένου.
Γ. Θεωρητικός λαϊκισμός;
Ένας άλλος κατάλληλος χαρακτηρισμός για την προσέγγιση αυτή θα ήταν να πούμε ότι πρόκειται για έναν λόγο λαϊκιστικό. Όχι βέβαια με την έννοια των νεοφιλελεύθερων ακροκεντρώων, αλλά με την έννοια του Λακλάου και του Σταυρακάκη: έναν λόγο που κατανέμει το πολιτικό πεδίο σε δύο αυστηρά διακεκριμένα στρατόπεδα, το στρατόπεδο των «από πάνω», της «εξουσίας» ως ενός προσωποποιημένου υποκειμένου, και το στρατόπεδο των «από κάτω», των underdogs.
Δεν έχω κάτι σε επίπεδο αρχής με το λαϊκισμό. Αντίθετα, σύμφωνα με την ερμηνευτική παράδοση στην οποία μόλις αναφέρθηκα, ο λαϊκισμός είναι αναπόφευκτο στοιχείο κάθε πολιτικής πρακτικής· κατά μία έννοια δεν μπορεί να γίνει πολιτική χωρίς λαϊκισμό. Μπορεί όμως, και πρέπει, να γίνει θεωρία χωρίς λαϊκισμό, ή πάντως χωρίς δυισμούς ή/ και μονισμούς (που είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα). Η θεωρία ξεκινά από το τρία και πάνω, από το πολλαπλό. Ο λόγος της συνέντευξης όμως διακατέχεται από μία αγωνία να τα χωρέσει όλα στο δύο, εν ανάγκη περνώντας τα από μια προκρούστεια κλίνη. Αναφέρεται στο πολλαπλό μόνο και μόνο για να το αναγάγει ξανά στο δύο.
Ποια είναι αυτά τα δύο, στα οποία κατανέμεται το σύνολο των σημαινόντων; Το ένα είναι αυτό στο οποίο ανήκουν, και το οποίο προσδιορίζουν, οι εξής όροι (παραθέτω με κόπυ/πέιστ): ο πλούτος της Εκκλησίας και των δυνατών, το ηγεμονικό πατριαρχικό Υποκείμενο και το κράτος του, η αυταρχική σεξιστική, ταξική, φυλετική, ρατσιστική ηθική, η εξουσία της παγκόσμιας οικονομικής τάξης, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και ο ιδρυτής του Κλάους Σουάμπ [sic] και, εν γένει, ο αστικός μύθος της δυτικοευρωπαϊκής αστικής κανονικότητας και αλήθειας που (…) χτίστηκε μέσα από πατριαρχικές, ταξικές, ρατσιστικές, ageist και αποικιοκρατικές ερμηνείες πάνω στις επιθυμίες και τα σώματα των λαών, ο φαλλικός πολιτισμός του και ο νόμος του Οιδίποδα.
Από την άλλη μεριά, έχουμε, ακριβώς, αυτές τις «επιθυμίες και τα σώματα των λαών», οι οποίες επίσης έχουν ως ενσαρκώσεις διάφορα συνώνυμα, όπως: το μεσαιωνικό προλεταριάτο, τα επαναστατικά κινήματα που έθεταν στον πυρήνα τους την απελευθέρωση της καύλας από την αμαρτία, (φυσικά) ο λαός/ τα λαϊκά στρώματα (και ειδικότερα τα ανυπάκουα και ως εκ τούτου εκθηλυμένα ψυχικά λαϊκά στρώματα), η λαϊκή επιθυμία, η Παρισινή Κομμούνα, οι πόρνες … Η μετοχή «εκθηλυμένος/-η/-ο» δίνει και παίρνει· π.χ.: «το κίνημα των Αγανακτισμένων το 2011 στιγματίστηκε για ‘εκθηλυσμό’». Σε ένα σημείο μάλιστα διαβάζουμε περί «εκθηλυμένων θηλυκοτήτων [sic] που τολμούν να ‘επαναστατούν’».
Έχουμε ουσιαστικά εδώ μία μεγα-αφήγηση, με την οποία παλινορθώνεται σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια η σύλληψη της εξουσίας ως απαγόρευσης, φίμωσης, καταστολής, λογοκρισίας. Οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι με την καθαρότητα ενός παραδοσιακού ουέστερν: η «καύλα» είναι πάντοτε μόνο θετική, και φυσικά επαναστατική· η εξουσία υπάρχει μόνο για να (και καθόσον) προσπαθεί να την εξαφανίσει, να την καθυποτάξει. Πουθενά δεν αναφέρεται, ούτε καν ως σκέψη, η πιθανότητα η «εξουσία» να έχει κάποιον παραγωγικό (μεταξύ άλλων και της καύλας) ρόλο, να εξάπτει, να διεγείρει τη σεξουαλική επιθυμία, (π.χ. στο πλαίσιο της πορνογραφικής βιομηχανίας), ή οποιαδήποτε άλλη επιθυμία· ούτε, αντίστροφα, αναφέρεται πουθενά η πιθανότητα τα «λαϊκά στρώματα», ή κάποια εξ αυτών, να διακατέχονται από εξίσου ιεραρχικές/ πουριτανικές/ ομοφοβικές κ.λπ. ιδεολογίες, να μην ενεργούν με βάση την καύλα, ή να ενεργούν μεν αλλά αυτή η καύλα να έχει αποτελέσματα βλαπτικά, καταπιεστικά, καταστροφικά για άλλους ή και για τον ίδιο το φορέα της.
Δ. «Ένας τυφώνας που γκρεμίζει τα πάντα …»
Για να φέρω ένα επίκαιρο παράδειγμα. Τις μέρες αυτές η ελληνική κοινωνία συγκλονίζεται από καταγγελίες μιας κοπέλας ότι βιάστηκε από τρεις άντρες. Και γενικά το τελευταίο διάστημα υπήρξαν πολλές άλλες ανάλογες καταγγελίες. Χθες έγιναν και σχετικές διαδηλώσεις. Απέναντι σε αυτό το ζήτημα που θέτει η ημερήσια διάταξη, πώς μας εξοπλίζει και πώς μπορεί να μας προσανατολίσει πρακτικά αυτή η θεωρία περί της «καύλας ως επαναστατικότητας» η οποία «ασφυκτιά από τους περιορισμούς της αστικής ηθικής και του νόμου του Οιδίποδα»; Μπορεί να βοηθήσει σε τίποτα την υπόθεση της κοπέλας αυτής που ψάχνει το δίκιο της; Μάλλον όχι. Για να μην πω ότι μπορεί και να την βλάψει.
Στη συνέντευξη αναφέρονται, με αμέριστα επαινετική διάθεση, τα εξής λόγια του Λουκά Θεοδωρακόπουλου:
η Επιθυμία είναι άπειρη. Δεν συμβιβάζεται με τίποτα⋅ άμα απελευθερωθεί, είναι ένας τυφώνας που γκρεμίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Μοναδικός της στόχος είναι η Απόλαυση. Να γιατί η εξουσία έχει κάθε λόγο να υποβιβάζει και να αποστειρώνει τις Επιθυμίες των καταπιεσμένων …
Οι τυφώνες γκρεμίζουν τα πάντα, αλλά μέσα σε αυτά τα «πάντα» ίσως υπάρχουν και πράγματα που δεν θα θέλαμε να γκρεμιστούν. Τα λόγια αυτά μπορούν κάλλιστα να τα αξιοποιήσουν οι βιαστές. Μπορούν δηλαδή να βγουν και να πουν: «κύριοι, τι γουστάρετε; Εμείς την καύλα μας ακολουθήσαμε, την επιθυμία μας που απελευθερώθηκε σαν τυφώνας και μοναδικός μας στόχος ήταν η Απόλαυση. Μην μας τα σπάτε τώρα εσείς με εξουσιαστικές αστικές ηθικές και νόμους του Οιδίποδα». Τι θα τους πούμε τότε; Ότι η δική τους καύλα δεν είναι επαναστατική επειδή εκείνοι δεν είναι «λαϊκά στρώματα»; Αυτό όμως είναι επιχειρηματολογικός βολονταρισμός, και οδηγεί, μετά από έναν πλήρη κύκλο, σε ταυτολογία: κάτι είναι πάντοτε επαναστατικό, εκτός από τις φορές που (εμείς αποφασίζουμε ότι) δεν είναι.
[1] Δεν έχω πρόχειρη την ελληνική μετάφραση. Στη γαλλική έκδοση που έχω στη διάθεσή μου (Gallimard 1976), το χωρίο αυτό βρίσκεται στη σελ. 110.
Εντάξει. Μας πείσατε. Είμαστε ευτυχείς που εξουσιαζόμαστε! Τι θα κάναμε άλλωστε χωρίς τσόντες…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Μάλιστα. Εννοείτε δηλαδή ότι όλα αυτά περί της εξουσίας που «δεν μπορεί να κάνει τίποτε με τις ηδονές» κ.λπ. είναι άποψη του Φουκώ;
Περίεργος τρόπος απόδειξης.
Πού ακριβώς το λέει αυτό ο Φουκώ;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ο όρος εξουσία στον Φουκώ δεν έχει την έννοια του κυρίαρχου που μας καταπιέζει. Με τον όρο εξουσία εννοεί ένα πλέγμα δυνάμεων που ενεργούν σε ένα κοινωνικό πεδίο. Όλοι είναι κάτοχοι δύναμης κι όλοι συμμετέχουν σε αυτό το παιχνίδι καταθέτοντας τη δύναμή τους. Έχω την εντύπωση ότι επειδή υπάρχει πλέον εμπεδωμένη η ιδέα πως η εξουσία μας περιορίζει, θέλει να περιθωριοποιήσει το σεξ και την απόλαυση, πολλά άτομα νομίζουν ότι ο Φουκώ ισχυρίζεται το ίδιο. Για τον Φουκώ ο περιορισμός και η καταπίεση είναι μόνο μία έκφανση της εξουσίας κι όχι η κύρια. Η κύρια δράση της εξουσίας είναι να παράγει, να δημιουργεί και να εφευρίσκει. Ενδεχομένως να προκύπτει αυτό το λάθος κι από την σύγχυση των όρων εξουσία και κυριαρχία.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Χαίρομαι που υπάρχει τουλάχιστον ένας ο οποίος καταλαβαίνει αυτό το στοιχειώδες. Είχα αρχίσει να αμφιβάλλω.
Διότι, πράγματι, πολλά άτομα νομίζουν ότι ο Φουκώ ισχυρίζεται το ίδιο. Και αν ανάμεσά τους υπάρχουν και άτομα που εκδίδουν βιβλία και φιλοδοξούν να διδάξουν άλλους σχετικά, η κατάσταση είναι αρκετά σοβαρή.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!