του Πωλ Πασκουαλί
Όσοι μιλούν σήμερα για αξιοκρατία, δεν γνωρίζουν πάντοτε ότι πρόκειται για ένα νεολογισμό ο οποίος γεννήθηκε το 1958 από τον βεβιασμένο γάμο ανάμεσα σε μια κάπως ασαφή λατινική ρίζα και μια εύκολα αποκρυπτογραφήσιμη ελληνική κατάληξη, από την πένα του Μάικλ Γιανγκ [Michael Young], ενός μεγάλου Άγγλου κοινωνιολόγου άγνωστου στη Γαλλία, σε ένα δυστοπικό μυθιστόρημα με οργουελικούς απόηχους.
Το βιβλίο αυτό, που μεταφράστηκε στα γαλλικά την επαύριο του Μάη του 68 –και αυτό δεν ήταν τυχαίο– με τον τίτλο La Méritocratie en mai 2033 [Η αξιοκρατία τον Μάιο του 2033], φιλοτεχνούσε το ζοφερό πορτραίτο μιας κοινωνίας του μέλλοντος τελείως χαοτικής, όπου ένας ετερόκλητος συνασπισμός προλεταρίων και φεμινιστριών πολιορκούσε διά πυρός και σιδήρου και τελικά οδηγούσε σε κατάρρευση μια «ταλαντούχο αριστοκρατία» την οποία αποτελούσαν όλα τα διακεκριμένα πνεύματα που μπορεί να βρει κανείς στη Βρετανία: επαΐοντες, καλλιτέχνες, καθηγητές, μάνατζερ, μηχανικοί κ.λπ.
Κρατώντας ζηλότυπα το μονοπώλιο της εξουσίας σε μια χώρα οργανωμένη σύμφωνα με την αξία του καθενός, η ελίτ αυτή όλα δείχνουν ότι πρόκειται να σαρωθεί από ένα κύμα ταραχών, απεργιών και επιθέσεων. Αλλά η αφήγηση διακόπτεται απότομα: στο τέλος, ένα σύντομο σημείωμα του επιμελητή μάς πληροφορεί ότι ο αφηγητής σκοτώθηκε λίγο πριν την 1η Μαΐου 2034, μέρα γενικής απεργίας –της πρώτης μετά από σαράντα χρόνια.
Σε αυτή την ουτοπία που μετατρέπεται σε εφιάλτη, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του. Στους μισθωτούς ανατίθενται ορισμένα καθήκοντα και επαγγέλματα ανάλογα με το IQ τους, μέσα από μια σειρά πρώιμων και αμετάκλητων τεστ επιλογής. Οι λιγότερο «εξελιγμένοι» καταδικάζονται σταδιακά να εργάζονται ως δούλοι στην υπηρεσία των πιο ευφυών, ενώ οι πιο μορφωμένοι απολαμβάνουν, αντίθετα, μια ήσυχη και άνετη ζωή, πεπεισμένοι ότι οφείλουν την επιτυχία τους μόνο στον εαυτό τους. Φροντίζουν όμως, παρόλα αυτά, να μεταβιβάσουν τη θέση που κατέχουν στα παιδιά τους.
Με την πάροδο του χρόνου, οι μετακινήσεις μεταξύ των τάξεων αρχίζουν να σπανίζουν: από τη μια, οι εργάτες, χάνοντας κάθε μαχητικότητα και δημιουργικότητα, βυθίζονται στην απάθεια και τη μοιρολατρία· πεπεισμένοι ότι δεν άξιζαν κάτι καλύτερο, εγκαταλείπουν τους συλλογικούς αγώνες σε έναν κόσμο όπου μετράει η ατομική αξία και μόνο αυτή. Από την άλλη, οι διπλωματούχοι κλείνουν τις πόρτες πίσω τους και δεν αφήνουν κανέναν να μπει στις τάξεις τους, χωρίς να χρειάζονται πλέον νέο αίμα αφού έχουν πλέον θέσει τέρμα στη «σπατάλη ταλέντων».
Έτσι, «η σημερινή κορυφή γεννά την αυριανή κορυφή, όσο ποτέ μέχρι τώρα. Η ελίτ τείνει να γίνει κληρονομική», σημειώνει ο αφηγητής. Όπως λένε και στις ταινίες, κάθε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα είναι τυχαία. Ωστόσο, οι συμπτώσεις είναι ανησυχητικές: δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε τις διαρκείς συζητήσεις για την έλλειψη διαφοροποίησης στις μεγάλες σχολές [της Γαλλίας], παρά τα μέτρα που λαμβάνονται εδώ και δύο δεκαετίες εν ονόματι του «κοινωνικού ανοίγματος» από διάφορους υπουργούς και ιθύνοντες αναγνωρισμένων ιδρυμάτων[1].
Ο Michael Young, παλαιότερα ακτιβιστής του Εργατικού Κόμματος, χειρίστηκε με μπρίο το σαρκασμό και την ειρωνεία για να καταγγείλει τις ιδεολογικές περιπλανήσεις του στρατοπέδου του, και ιδίως την εγκατάλειψη μιας απαιτητικής σύλληψης για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης και για μια πραγματικά αναδιανεμητική οικονομική πολιτική.
Ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, το 2002, επανήλθε αιφνιδιαστικά στη δημοσιότητα δημοσιεύοντας μια ανοιχτή επιστολή προς τον πρωθυπουργό Τόνι Μπλαιρ, στον Guardian. Σε αυτήν, κατηγορούσε τον βρετανό πρωθυπουργό ότι παραλογιζόταν όταν μιλούσε για την αξιοκρατία σαν να ήταν κάποιο επιθυμητό ιδανικό ή ένα πρότυπο προς επίτευξη. Του συνιστούσε να μην χρησιμοποιήσει ξανά αυτή τη λέξη, ή τουλάχιστον να αναγνωρίσει τα προβληματικά της σημεία. Επισημαίνοντας ότι στη βρετανική κυβέρνηση υπάρχει υπερεκπροσώπηση υπουργών από ελίτ πανεπιστήμια και από εύπορες οικογένειες, καλούσε το πρώην κόμμα του να επανασυνδεθεί με μια ιδέα που άλλοτε ήταν ρεαλιστική, αλλά η αλλαγή εποχής είχε εξοβελίσει στο χώρο της ουτοπίας: να φορολογήσει τους πλούσιους.
Εκτιμώντας ότι, με το πέρασμα του χρόνου, η πραγματικότητα κατέληξε να ξεπεράσει τη μυθοπλασία του, ξεκαθάριζε το εξής: «Είναι εύλογο να δίνουμε στους ανθρώπους δουλειές με βάση την αξία τους. Το αντίθετο συμβαίνει όταν εκείνοι που υποτίθεται ότι έχουν ένα συγκεκριμένο είδος αξίας αναγορεύονται σε μια νέα κοινωνική τάξη που δεν χωράει κανέναν άλλο».
[1] Βλ. Paul Pasquali, Héritocratie. Les élites, les grandes écoles et les mésaventures du mérite, Paris, La Découverte, 2021, p. 169-256. [Grandes Ecoles στη Γαλλία αποκαλούνται οι σχολές δημόσιας διοίκησης από τις οποίες παραδοσιακά αντλούνται τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Ο τίτλος του βιβλίου του Πασκουαλί είναι ειρωνικός νεολογισμός, διότι αφαιρεί το πρώτο γράμμα από τη λέξη αξιοκρατία και αυτό που προκύπτει σημαίνει οικογενειοκρατία –ή, για την ακρίβεια, «κυριαρχία της κληρονομιάς» –Σ.τ.μ.].

Πρώτη δημοσίευση: «Le mérite comme storytelling : Tapie, Macron et les beaux jours de l’héritocratie». Μετάφραση: Α.Γ.