Σχόλια στο Χρηματοπιστωτικό σύστημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, Σωτηρόπουλος Δ.Π., Γ. Μηλιός και Σ. Λαπατσιώρας (2019)[1]
του Μάριου Εμμανουηλίδη
«Να αρχίζει κανείς με το χρήμα, και να τελειώνει με το χρήμα, δηλαδή να μην τελειώνει ποτέ» (Ντελέζ-Γκουαταρί)
Φασματική στιγμή, στιγμή που δεν ανήκει πλέον στον χρόνο, αν εννοούμε με αυτή τη λέξη την αλληλουχία των κεχωρισμένων στιγμών (παρελθόν παρόν, τωρινό παρόν: τώρα, μελλοντικό παρόν) (Ντεριντά)
1. Ένα ερευνητικό πρόγραμμα ενάντια στους συνήθεις θεωρητικούς λόγους για το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο πάνω σε άλλα βιβλία, μάλλον λίγα άλλα βιβλία, αλλά είναι γραμμένο ενάντια σε πολλά άλλα βιβλία∙ βιβλία για το χρηματιστικό κεφάλαιο, για «το χρήμα που παράγει χρήμα», τα οποία αν και μιλούν για την κυρίαρχη μορφή που εμφανίζεται το κέρδος σήμερα, μια μορφή που γεννά τόσες σκέψεις και ενάντια πάθη, δεν εξασφαλίζουν και την ορατότητα του βλέμματος, παρά μάλλον ξορκίζουν το κακό.
Το βιβλίο αυτό είναι παράκαιρο. Όχι μόνο γιατί πέρασε το εφήμερο πάθος της οικονομικής γνώσης που κατέλαβε τους πληθυσμούς με την έναρξη της οικονομικής κρίσης: ας μην υπερβάλλουμε με την επιδραστικότητα της σκέψης, καθώς πόσοι άραγε διαβάζουν και πόσοι θα αφήνονται σε 439 σελίδες ενός (τέτοιου) βιβλίου. Γιατί ακόμη, καθώς η σκέψη καθυστερεί όπως λέγεται, αν τυχόν έρθει η στιγμή της, η κρίσιμη χρονικότητα της πολιτικής μέσα στην οποία προέκυψε (αυτό) το βιβλίο θα έχει ήδη εξαρθρωθεί. Αλλά κυρίως, αυτό το βιβλίο είναι παράκαιρο γιατί διαπραγματεύεται το χρήμα σήμερα με έναν τρόπο που δεν είναι ο συνήθης του καιρού μας, ούτε και ο συνήθης πολλών άλλων καιρών.
Για να είμαστε ακριβείς, δεν πρόκειται απλώς για ένα βιβλίο, αλλά για ένα ερευνητικό πρόγραμμα των συγγραφέων για τον χρηματοπιστωτικό τομέα που διαρκεί χρόνια. Ξεκίνησε το 2008 με το διπλό άρθρο «Χρηματοπιστωτική κρίση και οικονομική ρύθμιση» των Λαπατσιώρα-Μηλιού στις Θέσεις (τχ. 103, 104) ακολούθησε το 2011 η έκδοση του βιβλίου Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση των Μηλιού- Σωτηρόπουλου, το 2013 εκδόθηκε το A Political Economy of Contemporary Capitalism and Its Crisis: Demystifying Finance, και των τριών, και επίσης, όλα αυτά τα χρόνια εκδόθηκαν αρκετά άρθρα όπου οι τρεις συγγραφείς εμφανίζονται σε διαφορετικές δυάδες ή μόνοι τους. Στην πορεία του ερευνητικού προγράμματος ο σκληρός πυρήνας των θεωρητικών παραδοχών του, που βασίζεται στα μαρξικά κείμενα, και κυρίως στα κείμενα του Κεφαλαίου, διευρύνθηκε προς δυο ακόμη βοηθητικές υποθέσεις που οι συγγραφείς τις χρησιμοποιούν για να ενισχύσουν την ευρετική δύναμη του βασικού-σκληρού πυρήνα των θεωρητικών παραδοχών: Η πρώτη βοηθητική υπόθεση είναι η κυβερνολογική του Φουκώ[2] και η δεύτερη σχετίζεται με τις έννοιες του ρίσκου-κινδύνου του N. Luhmann και του αφηρημένου κινδύνου. Αυτές οι βοηθητικές υποθέσεις λειτουργούν ως προστατευτική ζώνη: η θετική ευρετική τους εμπλουτίζει καίρια την κατανόηση της παρούσας φάσης του καπιταλισμού στη βάση του σκληρού πυρήνα των θεωρητικών παραδοχών.[3]
Στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι η παρουσίαση ή η κριτική του βιβλίου. Η πρώτη είναι αδύνατη λόγω του όγκου του και της πολλαπλότητας των γραμμών σκέψεων που οδηγούν στην υπόθεση εργασίας του και παράγονται από αυτήν, η δεύτερη θα απαιτούσε τη σύνταξη ενός άλλου βιβλίου, για την οποία δεν είμαι ο κατάλληλος. Θα περιοριστώ στο εγχείρημα της ένταξης και της παρέμβασης, λάθος, το ορθότερο είναι να πω, της ασυνέχειας που εισάγει η (περίπλοκη, εκδιπλωμένη αργά και σπειροειδώς) υπόθεση εργασίας του κειμένου στη θεωρητική συγκυρία (ας σκεφτούμε τη συγκυρία με τον διευρυμένο χρόνο που δίνει ο Μπρωντέλ στη λέξη). Ασυνέχεια που αν ληφθεί σοβαρά υπόψη, αναγνωστικά εννοώ, προκαλεί αναταραχή γνώσης, όχι μόνο οικονομικής (κάποτε πρέπει να αρθούν οι διαχωρισμένες πειθαρχίες γνώσης, όχι τόσο, ή μόνο, από άποψη παραγωγής, όσο αναγνωστικής πρακτικής αναγνωστών και παραγωγών). Επιπλέον (σε διάσταση με τον τρόπο σκέψης που διαχωρίζει επιστήμη και ιδεολογία, ακόμη κι αν ο διαχωρισμός αυτός εισάγεται και μέσα στην επιστήμη, ως κριτήριο ελέγχου της επιστημονικής πειθαρχίας) θα επιχειρήσω να αναδείξω τα πεδία συνάψεων ανάμεσα στην οικονομική επιστήμη και στην οικονομική γνώση (savoir) με τη έννοια που δίνει ο Φουκώ στη λέξη.[4] Η αναζήτηση αυτών των συνάψεων θα μπορούσε να ενταχθεί στην προβληματική του κειμένου, αλλά και να είναι σε ένταση με αυτήν. Πάντως, καθίσταται δυνατή από τον τρόπο που προβληματοποιείται στον καιρό μας το χρηματικό κεφάλαιο, καθώς: εκτός από υλική κίνηση, ή ορθότερα εντός της ίδιας της υλικής του κίνησης, το χρήμα ως κεφάλαιο αποτελεί έναν συγκεκριμένο λεκτικό σχηματισμό στον οποίο διάφορα στοιχεία (αποφάνσεις, έννοιες, θεματικές επιλογές, αντικείμενα) έχουν υπαχθεί σε μια ορισμένη διάταξη σύμφωνα με ορισμένους κανόνες σχηματισμού, στοιχεία τα οποία διαμοιράζονται και διασπείρονται ενεργοποιώντας ασυμβίβαστα θέματα, ή επενδύονται σε διαφορετικά σύνολα παράγοντας μια λεκτική κανονικότητα.[5]
2. Το χρήμα ως κεφάλαιο είναι ένας λεκτικός σχηματισμός.
Σχεδόν κάθε ανάλυση για την κρίση, όσο σοβαρή κι αν είναι, δεν ξεφεύγει από τη σκέψη για το «παρασιτικό κεφαλαίο» που εμποδίζει την πραγματική οικονομία να αναπτυχθεί, από την πρωτοκαθεδρία της παραγωγής έναντι της κερδοφορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, από τη σκέψη ότι η ελληνική οικονομία δεν παράγει (αυτή η σκέψη ετοιμάζεται να κλείσει εκατό χρόνια διαδρομής), ή μέχρι λίγα χρόνια πριν, για την κριτική της κρίσης στη μορφή του διλήμματος ευρώ ή δραχμή. Η κρίση συνηθίζεται να θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα της δυσκολίας ή της απουσίας ρύθμισης των αγορών, της αδηφάγας πρακτικής των τραπεζών, της κερδοσκοπίας, «του τέρατος των παραγώγων», της έλλειψης δημοκρατικού ελέγχου των θεσμών. Η κριτική της κεφαλαιακής σχέσης μεταστρέφεται σε κριτική των οικονομικών δολοφόνων. Το κρατικό χρέος θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα κρατικής διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων, λαϊκιστικής σπατάλης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο ρουφά το αίμα των λαών και φτιάχνει χρεοδουλοπαροικίες ή χρεοκρατίες. Όσο για το ατομικό χρέος, είναι η τιμωρία της επιθυμίας να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας.Σκέψεις και εικόνες σκέψεων που κυκλοφορούν εξίσου σε σοβαρά κείμενα, όσο και διάχυτα, γράφοντας τη δημόσια ιστορία του καιρού μας. Το βιβλίο του καλού ιστορικού Πολυμέρη Βόγλη, για την Η Αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, δημοσιευμένο το 2014, ξεκινά με την πρόταση: «Πριν από δέκα χρόνια, όταν η ελληνική κοινωνία ζούσε ακόμη το μύθο της επίπλαστης ευμάρειας […]».
Ανάθεμα και αυτομαστίγωση. Είναι φανερό ότι όλα αυτά τα σχήματα γνώσεων, κοινοί τόποι, αναφέρονται στο χρήμα ως τόκο, ως χρηματιστικό κεφάλαιο. Ο μοναδικός εχθρός γίνεται το χρηματιστικό κεφάλαιο, το χρήμα ως χρήμα που παράγει χρήμα, καθώς «αυτό θεωρείται [για τη λαϊκή αντιληψη] σαν το καθεαυτό, par excellence κεφάλαιο» (Μαρξ 1978β: 475). Αυτά τα σταθερά σχήματα γνώσεων αντιμετωπίζουν τα αντικείμενα της κριτικής τους σαν πράγματα και σαν ιδιότητες που πηγάζουν από τα πράγματα (με τα οποία αντιπαρατίθεται): το χρήμα, η τράπεζα, το χρέος, το κράτος, ο τόκος. Το κεφάλαιο ως πράγμα που παράγει τον εαυτό του, σαν να είναι η ιδιότητά του.[6] Είναι λες και τα αποτελέσματα αυτών των μορφών να αναβλύζουν ως οι εγγενείς τους ιδιότητες, και αυτές οι μορφές, σε πλήρη ενότητα, να παράγουν μια κάποια πληρότητα λόγου, να αποτελούν σταθερές μορφές με εγγενείς ιδιότητες, και όχι μεταβαλλόμενες αντικειμενοποιήσεις ετερογενών πρακτικών, με ιστορικό χαρακτήρα.[7] Η κριτική για τον παρασιτικό χαρακτήρα του τόκου, εξίσου του Κέυνς και μαρξιστών, η κριτική σχεδόν κάθε (ακόμα και νομπελίστα) οικονομολόγου και κάθε δημοσιογράφου στα παράγωγα ως ανορθολογική, ανήθικη πρακτική που απορυθμίζει τον καπιταλισμό, το μίσος (και η κρυφή επιθυμία) της καθεμιάς από εμάς, όχι τόσο (ή καθόλου) για το βιομηχανικό κεφάλαιο όσο για το χρηματιστικό, το μίσος (ως η κλεμμένη από εμάς απόλαυση μιας φαντασιακής αργίας) για τους χρηματιστές (ή τοκογλύφους, ένα όνομα που διαρκεί ανιστορικά από τον Μεσαίωνα), οι οποίοι μπορεί να κατηγορηθούν ότι είναι Εβραίοι, όλη αυτή η κοινότητα επιστημονικών αποφάνσεων και κοινότοπων σχημάτων λόγου μακράς διάρκειας, τίθενται σε κριτική από τους συγγραφείς στη μορφή των επιστημονικών αποφάνσεων που υποβαστάζουν μια επιστημονική γνώση και αρθρώνονται με μια γνώση (savoir) με την οποία λογαριάζονται τα υποκείμενα.
Αν κάθε κρίση ως αναταραχή προσφέρει τη δυνατότητα της αναδιάταξης της όρασης επί των πραγμάτων και των σχέσεων, η πρόσφατη κρίση προβληματοποίησε τη σχέση μας με το χρήμα. Το εύρος των πιθανών αποφάνσεων για την κρίση και το χρήμα συγκροτήθηκε από στρώματα γνώσεων τριών χρονικοτήτων που αρθρώθηκαν στο παρόν: α: Από τη μακρά ιστορία των απόψεων για το χρήμα, και ειδικότερα από τη μακρά ιστορία νοοτροπιών απαξίας του χρήματος.[8] β: Από την απόδοση της παρούσας κρίσης στην κερδοσκοπία των τραπεζών και σε θεωρούμενα τερατώδη, ακατανόητα, χρηματιστικά προϊόντα τύπου παραγώγων. γ: Από τις ιδέες που αναβλύζουν από τον φετιχισμό του χρήματος. Θα ορίζαμε την κίνηση αυτής της κριτικής της κρίσης από το στοιχείο (γ) προς το στοιχείο (α) μέσω του (β), κίνηση η οποία λειτουργεί ως μετατόπιση και απορρόφηση του (γ) από το (α, το οποίο γίνεται το στοιχείο που ανασυγκροτεί και εκφράζει-εμφανίζει το στοιχείο (γ) στο παρόν: Από το φετίχ-ομοίωμα του χρηματιστικού κεφαλαίου ενεργοποιούνται, καθίστανται δυνατές, εκφορές λόγου για τον απειλητικό, απρόβλεπτο, παγκόσμιο και πολεμικό χαρακτήρα αυτού του κεφαλαίου και τις κερδοσκοπικές φούσκες που παράγει. Αυτές οι εκφορές ενέχουν ήδη την κριτική του παράσιτου, του άσκοπου του χρηματιστικού κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο [κίνηση από τον χρόνο της κεφαλαιακής σχέσης στον χρόνο του παρόντος]. Αυτές οι εκφορές αποτελούν συναισθηματική επένδυση και διανοητική παραγωγή, που ενώ την ίδια στιγμή διασπείρονται και επενδύονται σε διαφορετικά θέματα, αυτή η ίδια η διασπορά λειτουργεί ως στρατηγική ενοποίηση που μεταστρέφει την κριτική του κρισιακού και (θεωρούμενου ως απλώς) πλανητικού χαρακτήρα του χρηματιστικού κεφαλαίου σε υπεριστορικό μίσος για τις αντικοινωνικές τοκογλυφικές πρακτικές [κίνηση από τον χρόνο του παρόντος στον υπεριστορικό χρόνο]. Έτσι, το χρηματιστικό κεφάλαιο γίνεται τοκογλυφικό, και η κριτική του χρήματος – η κριτική του κεφαλαίου – η κριτική των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας, γίνεται ηθικολογική, α-ιστορική κριτική αντιπαραγωγικών και αντικοινωνικών πρακτικών. Το τελευταίο σημείο της κίνησης, η απαίτηση για αποφυγή του κρισιακού χαρακτήρα του χρηματιστικού κεφαλαίου, είναι η καταφυγή στην εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση και τον εθνικισμό.
Το επιχειρηματικό κέρδος ως το προϊόν μιας παραγωγικής διαδικασίας θεωρείται το αποτέλεσμα ενός κόπου, το αποτέλεσμα μιας εργασίας ακόμη, ακόμη και αν είναι το έργο της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας – της απόσπασης υπεραξίας από τη μισθωτή εργασία, ενώ το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι το κέρδος του χρήματος, και γίνεται η μόνη πραγματικότητα του κέρδους. Είναι το επαίσχυντο κέρδος και γίνεται ο μοναδικός εχθρός.
Το σκάνδαλο του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι το κέρδος που γίνεται η ίδια η αξία χρήσης του (Μάρξ 1979β: 444-445)· η θέση εξωτερικότητας που έχει με την παραγωγή (όπ.π.: 450). Μπορεί για τον Μαρξ (και πριν από αυτόν, όπως ο ίδιος γράφει, για τον Χιουμ) το κέρδος να διασπάται σε τόκο και επιχειρηματικό κέρδος, ο τόκος να είναι ένα μέρος της παραγώμενης υπεραξίας, αλλά, αν η κρυμμένη στην παραγωγική διαδικασία πραγματοποίηση του κέρδους λυτρώνεται από το ίδιο το παραγωγικό έργο των αξιών χρήσης και «εμφανίζεται ως το εισόδημα μιας εργασίας» (όπ.π.: 480, και: 482, 1000, κ.α.), η υποτιθέμενη απουσία δαπάνης εργασίας και έργου του χρηματιστικού κεφαλαίου, δηλαδή η απουσία περιεχομένου και σκοπού, η οποία θα δικαίωνε την πραγματοποίηση του χρηματιστικού κέρδους, αποτελεί το σκάνδαλο μιας άσκοπης δύναμης. Καθώς μοιάζει να είναι αποκομμένη από την παραγωγική διαδικασία, σε μια θέση «πριν από την παραγωγική διαδικασία και έξω από αυτήν (όπ.π.: 473), η καθαρότητα της χρηματιστικής κερδοφορίας φαίνεται να είναι «μια σχέση μεγεθών» (όπ.π.: 493), και αναπαρίσταται ως ιδιοποίηση της εργασίας των άλλων, ως οκνηρός πλουτισμός, ή το κέρδος μιας φούσκας. Το κεφάλαιο αυτό φαίνεται να είναι ως το πράγμα που παράγει τον εαυτό του (όπως σημειώθηκε ήδη παραπάνω). Το χρηματιστικό κεφάλαιο, «εμφανίζεται ως οργανωμένη, συγκεντρωμένη μάζα» (όπ.π.: 465) κεφαλαίου, μια αντικοινωνική, απειλητική μάζα, ένα πράγμα συγκεντρωμένο την ίδια στιγμή στις τράπεζες αλλά και απλωμένο παντού, πέρα από τάξεις και εθνικά σύνορα. Την ίδια στιγμή που ως προϋπόθεση της παραγωγικής διαδικασίας εξουσιάζει την εργασία, η αντίθεσή του με αυτήν σβήνει για να απομείνει η αντίθεσή του με τον ενεργό κεφαλαιοκράτη (στον επιμερισμό του παραγώμενου κέρδους). Η θέση αυτής της μορφής κεφαλαίου είναι έξω και πριν από την παραγωγική διαδικασία, και αναπαρίσταται ως μια απειλητική μάζα ενάντια στην παραγωγική διαδικασία και ενάντια στην κοινωνία. Αν το παραγωγικό κεφάλαιο αναπαρίσταται ως πράγμα που απορροφά και εξαφανίζει στη μορφή του εμπορεύματος την ένταση της κρυμμένης κοινωνικής σχέσης που το ορίζει, το χρηματιστικό κεφάλαιο γίνεται η άνευ ορίων και όρων παρουσία του κεφαλαίου, το φάσμα τού κατ’ εξοχήν κεφαλαίου: η έκταση και η ένταση (η δύναμη) του κεφαλαίου ως σχέσης μεταμορφώνεται στην αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο-πράγμα (που είναι και φασματική ενότητα εργασίας, πράγμα που είναι ήδη μια αναπαράσταση της σχέσης) και στο φάσμα του κεφαλαίου. Και το φάσμα πρέπει να υποστεί την κριτική του πράγματος, να εδαφωθεί, να καταστεί καθησυχαστικό πράγμα.
Η κατανόηση της απέχθειας για το χρηματιστικό κεφάλαιο (μια οριζόντια απέχθεια, διάχυτη αλλά και «προταγματική», εξίσου διάφορων ναζί και σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων[9]), δεν είναι δυνατή αν δεν δούμε ότι το κέρδος στη μορφή του τόκου, το κέρδος καθε χρηματιστικού αγαθού, φαίνεται να πηγάζει από το ίδιο, είναι σαν να πηγάζει από μόνο του, σαν να αναβλύζει, σαν να προκύπτει ανεξάρτητα από μια συγκεκριμένη εργασία και την παραγωγική εργασία που θέτει σε κίνηση ο ενεργός κεφαλαιοκράτης. «Το κεφάλαιο στην πιο εξωτερική, πιο φετιχιστική του μορφή» (όπ.π.: 493). Ο Μαρξ παλεύοντας να κατανοήσει αυτό το παιχνίδι ορατού-αόρατου του τοκοφόρου κεφαλαίου, να κατανοήσει πώς το αισθητό τραπέζι γίνεται να χορεύει, και χορεύει για «να ενθαρρύνει» (όπως γράφει) τους άλλους, αλλά ας σημειώσουμε (το γνωστό), ότι καταφέρνει να τους ενθαρρύνει, όχι, προφανώς, επειδή είναι τραπέζι, αλλά επειδή αυτό το τραπέζι είναι δυνατόν να χορεύει, επειδή μοιάζει να είναι ένα τραπέζι που χορεύει, επειδή αυτό το τραπέζι γίνεται ένα τραπέζι που χορεύει, επειδή είναι «αισθητό υπεραισθητό» (Μαρξ 1978α: 85), για να κατανοήσει λοιπόν αυτό το αισθητό αόρατο ο Μαρξ αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει σε μια σελίδα του 3ου τόμου του Κεφαλαίου, δεκατρείς φορές το μόριο σαν. Να επαναλαμβάνει δεκατρείς φορές σε μια σελίδα, και μάλιστα μια σελίδα που δεν είναι πλήρους έκτασης, το σαν να (Μαρξ 1978β: 482). Για τους συγγραφείς του βιβλίου, ο φετιχισμός του τοκοφόρου κεφαλαίου και του χρήματος, ως απόκρυψη της διαδικασίας αξιοποίησης, ο φετιχισμός του χρήματος ως απόκρυψη της κεφαλαιακής σχέσης, αρθρώνεται με τη γνώση και γίνεται το τραύμα και το όριο της γνώσης (connaissance). Πρόκειται για την εκτροπή προσοχής και την απώθηση που διακρίνουν οι συγγραφείς στην πολιτική οικονομία, και τον μαρξισμό ακόμη, την απώθηση-εκτροπή της έρευνας για τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Τα χρηματοπιστωτικά ζητήματα είναι θεμελιακή φαντασίωση και πρωταρχική απώθηση. Η χρηματοπιστωτική τοπική είναι το τραύμα της οικονομικής επιστήμης, λένε οι Σωτηρόπουλος-Μηλιός-Λαπατσιώρας.
«Η χρηματοπιστωτική σφαίρα αποτελεί το πραγματικό του καπιταλισμού, τον τόπο που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί ομαλώς, τον παράγοντα που δεν θα μπορέσει ποτέ να απορροφηθεί πλήρως από την κυρίαρχη ιδεολογική αφήγηση. […] Η χρηματοπιστωτική σφαίρα αποτελεί τραύμα για την κυρίαρχη σκέψη, καθώς το μη-συμβολοποιημένο πραγματικό δεν μπορεί να παρεισδύσει στην πραγματικότητα χωρίς την αποδόμηση της απολογίας υπέρ του καπιταλιστικού συστήματος […]».[10]
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι η άβυσσος του καπιταλισμού, το βρωμερό, αταίριαστο στοιχείο, το στοιχείο που την ίδια στιγμή μας ενοποιεί, μας κάνει να είμαστε αυτό που είμαστε. Αυτό το βρώμικο βάθος δεν μπορεί να λεχθεί, αλλά συνεχώς μιλιέται, επανέρχεται συνεχώς στην ομιλία, δεν μπορεί να τιθασευτεί, ανθίσταται, και η ομιλία συνεχώς παρεκκλίνει, αποσπάται, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την αποκάλυψη του πραγματικού, με αυτό που απωθείται: το σύστημα του φασματικού χρηματιστικού κεφαλαίου «ως έκφραση του εκμεταλλευτικού και βαθιά αντιφατικού πλαισίου του καπιταλιστικού συστήματος» (2019: 189).
Εντός των μακράς διάρκειας νοοτροπιών και σχημάτων σκέψης για το χρήμα, είναι η ίδια η δομική λειτουργία του στοιχείου-χρηματικό κεφάλαιο, με όλη την υπερχειλίζουσα ένταση αυτού του στοιχείου στη σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού, που διασπειρόμενο εξασφαλίζει την τραυματική φαντασμαγορία του γνωστικού αντικειμένου χρήμα. Αυτό το τραύμα του φασματικού χαρακτήρα του χρήματος ανατέμνουν εξονυχιστικά οι συγγραφείς.
Filippos Theos, 2,92€, 2021
3. Καθώς η ενδεχομενικότητα των πραγμάτων και των κοινωνικών σχέσεων μετασχηματίζεται και εσωκλείεται στην ενική τιμή του χρηματιστικού αγαθού, η ενική τιμή γίνεται η γνώση των πραγμάτων και των κοινωνικών σχέσεων.
Όπως είπαμε ήδη, το ερευνητικό πρόγραμμα των συγγραφέων έχει ως κεντρική θεωρητική παραδοχή ορισμένα κείμενα του Μαρξ. Δυο παρατηρήσεις επ’ αυτού: στο βιβλίο υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στα κείμενα του Μαρξ και στα μαρξιστικά κείμενα. Αυτή η ένταση φαίνεται ήδη από τον τίτλο του πρώτου μέρους του βιβλίου: «Η μακρά ετερόδοξη παράδοση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ως αντιπαραγωγικής. Μια μαρξι(στι)κή αποτίμηση». Το παιχνίδι της συλλαβής μέσα στην παρένθεση δεν είναι, προφανώς, η ταύτιση του κειμένου των συγγραφέων με κείμενα του Μαρξ, αν και, επίσης προφανώς, αυτή η ταύτιση φαίνεται να υπάρχει ως επιθυμία, αλλά κυρίως είναι ο τονισμός της διαφοράς του κειμένου τους από ένα μεγάλο μέρος της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Έτσι, αυτή η συλλαβή μέσα στην παρένθεση είναι η επιτέλεση μιας προβληματικής για το χρηματιστικό κεφάλαιο που επιστρέφει στον Μαρξ. Και την ίδια στιγμή αυτή η πλεονασματική συλλαβή είναι η δήλωση μιας απελευθέρωσης του Μαρξ από τον μαρξισμό. Μα όμως, είναι μια επιστροφή σε έναν μερικό Μαρξ: όχι μόνο, γιατί δεν υπάρχει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ενιαίο έργο ενός συγγραφέα (γνωστά πράγματα ήδη από το γαλλικό ’60). Αλλά γιατί ήδη οι συγγραφείς ορίζουν τον πρωταρχικό πυρήνα του προγράμματός τους σε κάποιες συγκεκριμένες σελίδες του Μαρξ. Στο δια ταύτα, οι συγγραφείς επιστρέφουν επίμονα σε έναν Μαρξ για να δείξουν ότι αυτός ο Μαρξ δεν είναι ούτε Ρικάρντο ούτε Κέυνς, όπως έχει γίνει μια μεγάλη μαρξιστική παράδοση πολιτικής οικονομίας. Ο Μαρξ δεν είναι η αξία ως δαπάνη χρόνου εργασίας, δεν είναι μια εργασιακή θεωρία της αξίας, αλλά ο Μαρξ που γράφει ότι (παραδειγματικά:) «μόνο η χρηματική έκφραση των εμπορευμάτων οδήγησε στην παγίωση του αξιακού τους χαρακτήρα» (Μαρξ 1978α: 89)· και γι’ αυτόν τον Μαρξ της χρηματικής θεωρίας της αξίας, αυτή η αξία είναι η διαφωρά (différance) «του» Μαρξ, που η παρουσία της συνεχώς αναβάλλεται, μα η έλευσή της επιχειρείται χρόνια να αναδυθεί στις Θέσεις ή στην Γερμανία μέσω του περιοδικού Prokla (από μια άποψη, το ζήτημα της αναβολής της παρουσίας της θα έπρεπε πλέον να είναι αντικείμενο της έρευνας και όχι τόσο η διαφωρά). Κι ακόμη, ο Μαρξ δεν είναι η κριτική του χρηματιστικού κεφαλαίου ως παρασιτικού, κι ας μιλάει για τους «λύκους του χρηματιστηρίου» (Μαρξ 1978β: 555) ή, συχνά, για τους «ιππότες της τύχης» και διάφορα άλλα ωραία· αυτά είναι μόνο ειρωνικά δείγματα ενός αντικαπιταλιστικού πάθους.
Προτού φτάσουν να εκθέσουν τον τρόπο που λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, οι συγγραφείς συγκροτούν το ερευνητικό τους αντικείμενο διαβάζοντας οικονομικά κείμενα τριακοσίων χρόνων. Αναδεικνύουν τα κρυμμένα στρώματα στοχασμών για το χρηματικό κεφάλαιο, τις αναπάντεχες συνάφειες ανάμεσα σε διαφορετικούς συγγραφείς, τις ορατές ή κρυφές συγκρούσεις: από τον Βέμπλεν και τον Κέυνς, στον Ρικάρντο και από κει στον Προυντόν και πάλι στον Κέυνς, μετά στον φον Μίζες, στον σοσιαλιστή Λανγκ, τον Χάγιεκ, τους νεοκλασικούς, και στα λειψά βήματα, ή τις αντιφάσεις της έρευνας του Χίλφερντινγκ για το χρηματιστικό κεφάλαιο. Ακολούθως, προχωρούν σε μια προσανατολισμένη στην έρευνά τους ιστορία του χρηματιστικού κεφαλαίου και των χρηματιστικών θεσμών (κεφ. 6 μέρος ΙΙΙ), για να ξαναγυρίσουν, πριν παρουσιάσουν την κεντρική θέση της έρευνάς τους, ξανά σε θεωρητικά κείμενα προκειμένου να θέσουν σε κριτική ανάλυση τις σύγχρονες απόψεις για το χρηματιστικό κεφάλαιο, και στο τέλος να ασχοληθούν με το ζήτημα του χρέους και της πολιτικής οικονομίας των νομισματικών ενώσεων. Η κεντρική υπόθεση εργασίας του βιβλίου θεμελιώνεται στις σελίδες του 5ου τμήματος του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου: από τον χρόνο (την αξία ως χρόνο εργασίας) στο χρήμα και από τον φετιχισμό του εμπορεύματος στον φετιχισμό του κεφαλαίου· στο πλασματικό κεφάλαιο ως την υποχρεωτική μορφή εμφάνισης του κεφαλαίου (2019: 262). Αλλά, ας το σημειώσουμε τώρα, αυτό δεν είναι ένα «βιβλίο θεωρίας», αλλά ένα βιβλίο για τη συνθήκη του καιρού μας, για ό,τι μας συμβαίνει. Αλλά αυτό που μας συμβαίνει δεν είναι η κρίση του 2008, όπως λέει η γνώση για την αρχή αυτών που μας συμβαίνουν.
Οι συγγραφείς, εντός του ιστορικού χρόνου της κεφαλαιακής σχέσης, οργανώνουν το παρόν σε δυο στοιχεία που ορίζουν τη διαφορά του: α: Την επίταση της διαδικασίας χρηματιστικοποίησης από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα ως τεχνολογία οργάνωσης του σύγχρονου καπιταλισμού στη λογική μιας μετατόπισης από τη μέριμνα για ασφάλεια στη διαχείριση του ρίσκου. Έτσι, τα παράγωγα δεν είναι το τέρας το καπιταλισμού, αλλά εργαλεία διαχείρισης και εμπορευματοποίησης του κινδύνου. Όπως το χρήμα ως κεφάλαιο γίνεται ένα sui generis εμπόρευμα (Μαρξ 1978β: 428), «τα παράγωγα είναι sui generis εμπορευματοποιήσεις κινδύνου» (2019: 143). Μια εμπορευματοποίηση δεύτερου βαθμού. Οι συγγραφείς προχωρούν σε μια γενεαλογική ανάλυση της έννοιας του κινδύνου φτάνοντας στη δεκαετία του 1950. β: Την εμφάνιση των νομισματικών ενώσεων (ΟΝΕ) ως το πολιτικό πλαίσιο που ορίζει το πεδίο των πιθανών κρατικών πολιτικών και της πάλης των τάξεων.
Οι συγγραφείς ερευνούν τη σύγχρονη τεχνολογία παραγωγής κέρδους μέσω των χρηματιστικών πρακτικών συγκροτώντας μια προβληματική η οποία είναι ετερόδοξη, δεν ακολουθεί τα συνήθη μονοπάτια των αναλύσεων, ετερόδοξων ή μαρξιστικών. Η κεντρική απορία του βιβλίου είναι η εξής:
«αν το μέγεθος των αγορών παραγώγων, οργανωμένων και μη, υπερβαίνει το 1000% του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος, πώς είναι δυνατόν η πλειονότητα των ερευνητών που ασχολούνται με αυτό το γεγονός να το ερμηνεύει ως έκφραση κερδοσκοπίας και να μην κατανοούν ότι μάλλον κάτι άλλο συμβαίνει εδώ;» (2019: 200).
Ένας συνήθης ορισμός αυτής της χρηματιστικοποίησης, μας λένε οι συγγραφείς, είναι «η αυξανόμενη κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών πρακτικών και η συγχώνευση της επιχείρησης με τη χρηματοοικονομική μηχανική» (Ingham, παρατίθεται στο 2019: 239). Αλλά αυτός ο ορισμός προσεγγίζει το φαινόμενο ποσοτικά, ορίζοντας μια σχέση εξωτερικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα με την υπόλοιπη οικονομία, σχέση η οποία θεωρείται κατά κανόνα ότι είναι μολυσματική για την «πραγματική» οικονομία.[11] Οι συγγραφείς συγκροτούν μια άλλη προβληματική ανάλυσης των χρηματοπιστωτικών πρακτικών: Τη θεωρούν Σύστημα. Γράψω Σύστημα με σ κεφαλαίο, δηλαδή dispositif, ακολουθώντας τον Φουκώ ή και συναρμογή/διαρρύθμιση/διάταξη αν θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσω τον γειτονικό όρο των Ντελέζ-Γκουαταρί (αλλά αυτή η επιλογή θα με οδηγούσε αλλού), ξέροντας ότι πιθανά διαστρέφω την πρόθεση των συγγραφέων. Αλλά μάλλον δεν πρόκειται τόσο για μια διαστροφή του κειμένου. Το πουσάρισμα είναι θεμελιωμένο στο ίδιο το κείμενο, καθώς όχι μόνο οι συγγραφείς θεωρούν τη χρηματιστικοποίηση ως τεχνολογία εξουσίας, αλλά ήδη από τον πρόλογο μιλούν για κάτι ευρύτερο: «Η χρηματιστικοποίηση ενσωματώνει ένα φάσμα θεσμών, διαδικασιών, σκέψεων και στρατηγικών που καθιστούν εφικτή την πραγματοποίηση (όχι χωρίς αντιφάσεις) των θεμελιωδών στόχων στο πλαίσιο των υπαρκτών κοινωνικών σχέσεων» (2019: 15). Ακόμη κι αν το φουκιανό Σύστημα, χρησιμοποιούμενο ευρέως στα κείμενά του, αλλά ορισμένο μερικώς,[12] αυτό το Σύστημα, με την έννοια ενός αυτόνομου κανονιστικού παράγοντα, έρχεται σε επαφή με το εργοστασιακό σύστημα του Μαρξ όταν γράφει ότι αυτό «ξεπηδάει από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής» (Μαρξ 1978β: 555), και ότι από αυτό «βλάστησε το φύτρο της αγωγής του μέλλοντος, που θα συνδυάζει για όλα τα παιδιά πέρα από μια ορισμένη ηλικία την παραγωγική εργασία με την εκπαίδευση και τη γυμναστική, όχι μόνο σαν μέθοδο για την αύξηση της κοινωνικής παραγωγής, μα και σαν μοναδική μέθοδο για την δημιουργία ολόπλευρα αναπτυγμένων ανθρώπων» (Μαρξ 1978α: 501). Αν όπως έδειξε ο Φουκώ, το πρόβλημα της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η «χρονική κατακράτηση» του εργατικού πληθυσμού, και όχι η εδαφική, όπως στη φεουδαλική κοινωνία, το (εργοστασιακό) σύστημα απαιτεί και «ένα συμπλήρωμα καταναγκασμού: […] ουδέποτε ο λόγος που διατρέχει τον κανονισμό ενός εργαστηρίου λέει: “Δουλέψτε, και πέραν τούτου κάντε ό,τι θέλετε”» (Φουκώ 2016β: 192), αλλά απαιτεί «το φύτρο της αγωγής του μέλλοντος» του Μαρξ.
Η χρηματιστικοποίηση είναι Σύστημα εξουσίας: σχετίζεται με ειδικές τεχνικές που αναφέρονται σε ένα αντικείμενο, έχει μια ορισμένη ορθολογικότητα και επιτελεί μια συγκεκριμένη στρατηγική λειτουργία. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα είναι ένα ετερογενές σύνολο (ή αλλιώς, οι διάφορες χρηματοπιστωτικές πρακτικές αντικειμενοποιούνται σε Σύστημα μέσα) από οικονομικές πρακτικές, εκφορές λόγων, νόμους, θεσμούς και εργαζόμενους για τη λειτουργία τους, τεχνικά συστήματα, επιστημονικές αποφάνσεις, ιδεολογικές αναπαραστάσεις, ηθικές προτάσεις και συναισθήματα. Τα στοιχεία αυτά οργανώνονται σε μια ορισμένη διάταξη, συνιστούν μια ορισμένη τεχνολογία με προσανατολισμό και ορθολογικότητα. Tο χρηματοπιστωτικό Σύστημα αποτελεί έναν λεκτικό και μη-λεκτικό σχηματισμό που παράγει διασπορά γνώσεων και γραμμές εξουσιών, τις οποίες συγκροτεί και συγκρατεί, αναπαράγει και επεκτείνει.
Η κεντρική υπόθεση εργασίας του βιβλίου είναι ότι η χρηματοπιστωτική σφαίρα είναι ένα Σύστημα με αντικείμενο την οικονομία των χρηματοπιστωτικών αγαθών, και στόχο την πειθάρχηση και διαγωγή του πληθυσμού στην εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Μέσα από παροντικές οικονομικές δράσεις που σχετίζονται με την εκτίμηση του μέλλοντος (την εκτίμηση των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων των ενεργειών του παρόντος στο μέλλον) αυτό που συντελείται μέσα από τις πρακτικές προεξόφλησης είναι η πειθάρχηση του παρόντος: «τα χρηματοπιστωτικά δεν αφορούν τόσο την πρόβλεψη του μέλλοντος, αλλά μάλλον την πειθάρχηση του παρόντος, έστω και αν αυτή περνάει μέσα από την εκτίμηση των μελλοντικών αποτελεσμάτων» (2019: 203).
Η ορθολογικότητα του χρηματοπιστωτικού Συστήματος είναι η «αντίληψη-αναπαράσταση της πραγματικότητας από την οπτική γωνία του κινδύνου» (2019: 291). Η στρατηγική λειτουργία της χρηματιστικοποίησης επιτυγχάνεται με μια συντροπικότητα πειθαρχικής και κυβερνολογικής μορφής εξουσίας: σχηματικά, ενώ πειθαρχεί στη βάση του κέρδους ως γενικού γνώμονα ορατής στόχευσης των κοινωνικών πρακτικών, επί ποινή υποτίμησης, απαξίωσης και χρεοκοπίας, την ίδια στιγμή ρυθμίζει τη διαγωγή των υποκειμένων εξατομικεύοντας «στη βάση του κινδύνου. Οι αποκλίσεις θεωρούνται ως δυνητικοί κίνδυνοι, και από την οπτική γωνία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, ο κίνδυνος ορίζεται και κατανέμεται ανάλογα στους διάφορους συμμετέχοντες» (2019: 289). Η διαρκής αξιολόγηση των υποκειμένων από τους πιστωτικούς θεσμούς είναι ένας μηχανισμός διαφοροποιημένης-ιεραρχικής διαμοίρασης θέσεων και πρόσβασης στις χρηματοδοτικές ροές. Αυτός ο έλεγχος υπάγει και αξιολογεί όχι μόνο τα οικονομικά αγαθά, αλλά κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου, ιδιωτικού και δημόσιου. Με προκείμενη ότι στην κυβερνολογική «ο άνθρωπος γίνεται μια φιγούρα του πληθυσμού»,[13] η στρατηγική λειτουργία της χρηματιστικοποίησης είναι αυτή η συγκεκριμένη διακυβέρνηση του πληθυσμού μέσω της οργανωτικής δραστικότητας των χρηματαγορών (επίσημων και ανεπίσημων-over the counter αγορών[14]).
Η δραστικότητα του Συστήματος είναι το αποτέλεσμα μιας ορισμένης τεχνολογίας: της απόκτησης προφίλ κινδύνου και της διαδικασίας συμμετροποίησης. Κάθε προϊόν που συμμετέχει στην αγορά αποκτά ένα προφίλ κινδύνου. Τα χρηματιστικά αγαθά τιμολογούνται ως προς το βαθμό συγκεκριμένου κινδύνου που φέρουν σε σχέση με την προσδοκώμενη πορεία παραγωγής κέρδους, μια διαδικασία τιμολόγησης που οι συγγραφείς την ονομάζουν «προσαρμογή στο ενδεχόμενο»[15] (2019: 282).
«Η κεφαλαιοποίηση [η διαδικασία τιμολόγησης] είναι εφικτή μόνο υπό τον όρο ότι θα υπάρξει κάποια συγκεκριμενοποίηση του κινδύνου, δηλαδή, μόνο υπό τον όρο ότι συγκεκριμένα γεγονότα θα αντικειμενοποιηθούν, θα αξιολογηθούν και θα εκτιμηθούν ως κίνδυνοι. Αυτή τη διαδικασία θα την ονομάσουμε προσαρμογή στο ενδεχόμενο. […] Οι χρηματοπιστωτικές αγορές, προκειμένου να τιμολογήσουν τίτλους διαφόρων τύπων, ανάγονται πραγματικά στο έδαφος επί του οποίου κάθε συμμετέχων στην αγορά αποκτά ένα προφίλ κινδύνου, που λειτουργεί ως βάση για την τιμολόγηση της οποιασδήποτε τυχαίας απαίτησης εις βάρος του. […] Μ’ αυτό τον τρόπο, οι χρηματοπιστωτικές αγορές τυποποιούν τους συμμετέχοντες στην αγορά επί τη βάσει του κινδύνου» (2019: 281).
Αλλά ακόμη περισσότερο, το πιο σημαντικό για τους συγγραφείς, αυτό που καθιστά δυνατή τη χρηματιστικοποίηση ως τεχνολογία εξουσίας είναι η διαδικασία της συμμετροποίησης. Η ανακάλυψη της συμμετροποίησης είναι η διαφορά του βιβλίου (ας γράψω το προφανές, που προφανώς πάντα ξεχνάμε, ότι ποτέ μια σκέψη δεν παράγεται εν κενώ, παρά μόνο πάνω σε άλλες σκέψεις). Αποτελεί το κομβικό (ενδιάμεσο) στοιχείο της διάταξης των εννοιών της προβληματικής των συγγραφέων. Μέσω των αγορών παραγώγων κάθε συμβάν του βίου, κάθε χωροχρονικό σημείο (γεγονότα, κοινωνικές σχέσεις) το οποίο έχει αποκτήσει ένα εξατομικευμένο προφίλ συγκεκριμένου κινδύνου, συγκρίνεται με άλλα διαφορετικής ποιότητας συμβάντα (και άρα διαφοροποιημένου συγκεκριμένου κινδύνου) προκειμένου να τιμολογηθεί ένα χρηματιστικό αγαθό, να εξαχθεί «η διακύμανση του επιτοκίου της προεξόφλησης». Οι συγγραφείς εξηγούν:
«Οι αγορές παραγώγων διαμορφώνουν τη διάσταση του αφηρημένου κινδύνου, επιβάλλοντας τη συμμετρία (ένα κοινό μέτρο σύγκρισης) των διαφόρων συγκεκριμένων κινδύνων και καθιερώνοντας μια αντικειμενική μέτρησή τους» (2019: 304).). «Εξαιτίας της παρέμβασης της ιδεατής ανταλλαγής του παραγώγου με χρήμα, ένας συγκεκριμένος και ιδιαίτερος κίνδυνος μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ίδιος με οποιονδήποτε άλλο. Επομένως, οι αγορές παραγώγων ορίζουν τη διάσταση του αφηρημένου κινδύνου, καθιστώντας όλους τους συγκεκριμένους κινδύνους σύμμετρους. Η μορφή του αφηρημένου κινδύνου είναι ο κίνδυνος που αποτιμάται σε αξία, δηλαδή σε χρήμα. Ο αφηρημένος κίνδυνος είναι ο μεσολαβητικός παράγων που επιτρέπει σε όλους τους συγκεκριμένους κινδύνους να καταστούν κοινωνικοί και σύμμετροι, επομένως συγκρίσιμοι μεταξύ τους» (2019: 143-144).
Η ριζική διαφορά των παραγώγων σε σχέση με άλλους χρηματικούς τίτλους είναι η ικανότητά τους «να συμμετροποιούν διάφορες μορφές, τοποθεσίες και χρονικότητες κεφαλαίου» (Bryan-Rafferty 2006: 68-69). Παράγονται έτσι δομημένες και δικτυακές σειρές χρήματος που ενοποιούν διαφορετικού είδους προϊόντα από διαφορετικά μέρη της γης τα οποία ενέχουν διαφορετικά είδη χρονικότητας, «ανάγοντας την ετερογένειά τους σε μια κοινή βάση, μια [ποσοτικοποιημένη] μοναδικότητα». (2019: 16).
Είναι αυτή η διαδικασία της συμμετροποίησης που παράγει την κρίσιμη εντατικότητα της χρηματιστικοποίησης. Ως Σύστημα εξουσίας φτιάχνει «γραμμές δύναμης και υποκειμενοποίησης, καμπύλες ορατότητας και εκφοράς» (Deleuze 1991: 159-160).Η γενική λογική των παραγώγων «εκβάλλει στο κοινωνικό» ορίζοντας τις μορφές των σχέσεων. Ο αναπαραστατικός χαρακτήρας της συμμετροποίησης (με τρόπο διαφορετικό από αυτό που κάνει το χρήμα ως «ενικό γενικό ισοδύναμο»[16]) αποτελεί τεχνική «αναγωγής» της χωροχρονικής διάστασης των συμβάντων, ως στοιχείων διαμόρφωσης της τιμολόγησης των παραγώγων, στο αριθμητικό ένα. Η μη αριθμητική πολλαπλότητα των συμβάντων μετατρέπεται σε μια αριθμητική ενικότητα, η οποία φαίνεται σαν να παρασταίνει μόνο τον ενικό εαυτό του. Η κίνηση από το χάος (το σύνολο των δυνατοτήτων), στη δόνηση του χωροχρονικού συμβάντος, και από αυτό στο αριθμητικό ένα, δεν είναι κινήσεις που καλύπτουν, συσκοτίζουν, αντιστρέφουν, αλλά κινήσεις που μεταμορφώνουν. Και αυτή η ενδεχομενικότητα των πραγμάτων έτσι όπως μετασχηματίζεται και εσωκλείεται στην ενική τιμή του παραγώγου, γίνεται η μοναδική γνώση των πραγμάτων. Επιπλέον, ο χρόνος της παρουσίας αυτού του ενικού αριθμητικού είναι «συμπιεσμένος» προκειμένου το χρηματιστικό αγαθό να προφυλαχθεί από την έκθεση στον κίνδυνο.[17]
Το εν τείνει να λήξει στη μικρότερη μονάδα του χρόνου έχοντας απορροφήσει την πολλαπλότητα των πραγμάτων και των κοινωνικών σχέσεων προεξοφλώντας ήδη τη μελλοντική εντατικότητά τους.[18] Η δύναμη των πραγμάτων μετατρέπεται στο αριθμητικό ένα. Η χρονικότητα αυτού του δεικτικού ένα είναι άμεσης έναρξης και λήξης, η οποία όμως δεν είναι, απλώς, μια παροντική χρονικότητα, καθώς έχει ενσωματώσει και απορροφήσει το παρόν και το μέλλον. [α: Στο βαθμό που μπορούμε να σκεφτούμε τη χρηματιστικοποίηση ριζικά, ως μια ριζική συνθήκη, ποια είναι η σημασία της στην εγκαθίδρυση ενός ιστορικού καθεστώτος του καιρού μας διαφορετικού από αυτό που συνήθως ονομάζεται παροντισμός;[19] β: Ποια μπορεί να είναι η σχέση ανάμεσα στη χρονικότητα αυτού του καθεστώτος και την πολιτική; Ενδεικτικά: ποια η σημασία και η βαρύτητα που μπορεί να έχουν τα πολιτικά συμβάντα, αν σκεφτούμε ότι και το βάρος της πολιτικής έχει ιστορικότητα· ποια η σημασία του χρόνου των πολιτικών αποφάσεων·για τη χρονικότητα των αντισυστημικών κινημάτων: πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε παραγωγικά την εμπειρία των κοινωνικών κινημάτων των τελευταίων χρόνων; Τη διαφορετική χωρικότητά τους, την ευρεία διάρρηξη της δράσης με τους σκοπούς και αυτών με τα αποτελέσματα τις ασυνεπείς δράσεις (όπως θα τις χαρακτήριζε μια γνώση του 20ού αιώνα), τη χρονική και χωρική ασυνέχεια των δράσεων, την κατάσταση των κινημάτων στη θέση «διαρκούς εκκίνησης», την έλλειψη μνήμης; γ: Η υπαγωγή των στοιχείων του βίου στη διαδικασία κεφαλαιοποίησης επιτυγχάνεται δια της υπαγωγής όχι αυτών των ίδιων στοιχείων, αλλά της ποσοτικοποιημένης αναπαράστασής τους. Πρόκειται για μια διαδικασία κερδοφορίας επί της αναπαράστασης των στοιχείων του κοινωνικού και ατομικού βίου. Αν η διαδικασία κερδοφορίας διαχειρίζεται αναπαραστάσεις και αναπαραστάσεις αναπαραστάσεων, είναι δυνατόν να τεθεί το ερώτημα, αν αυτή η κυβερνολογική των παραγώγων «προσφέρει» τη δυνατότητα αραίωσης των διαδικασιών υποκειμενοποίησης ως μηχανισμών κανονικοποίησης χωρίς να αναταράσσεται η ισχύς του γνώμονα κέρδους; δ: Αν τραβήξουμε αυτή τη γραμμή σκέψης στα άκρα δικαιούμαστε να αναρωτηθούμε αν η συμμετροποίηση αποτελεί την αιχμαλωτισμένη διαδικασία ενός απελευθερωτικού γίγνεσθαι γειτνίασης, άρσης θεμελιακών ταυτοτήτων, θετικής κρισιακής ταυτότητας και δημιουργίας «ζωνών εγγύτητας και αδιακρισίας» (Deleuze 2006: 225).]
Το «πριν και έξω από την παραγωγική διαδιακασία του κεφαλαιοκράτη του χρήματος» του Μαρξ (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) έχει γίνει πάνω και μέσα, και την ίδια στιγμή μετά. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αλλάζει τη μορφή εξουσίας του κεφαλαίου επί της εργασίας εντός της παραγωγικής διαδικασίας: η επίτευξη του επιχειρηματικού κέρδους καθίσταται πιθανή εφόσον προϋποτίθεται η προσαρμογή της επιχείρησης στην αναπαράσταση των προυποθέσεων αυτής της επίτευξης. Για την ακρίβεια, η επίτευξη κέρδους προεξοφλείται ως πιθανότητα πριν την επίτευξή του. Έτσι, η εργασιακή πειθαρχική ηθική αρθρώνεται με την επιχειρηματική συμμόρφωση (των εργοστασίων, των υπηρεσιών, των τραπεζών) στη ρυθμιστική αρχή της αριθμοποιημένης σχέσης της επιχείρησης με τον βαθμό του κινδύνου επίτευξης του κέρδους (μέσω της εκμετάλλευσης μισθωτής εργασίας) ως γνώμονα όλων των πρακτικών (πειθαρχική κανονικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας + ρυθμιστικός έλεγχος με γνώμονα την προεξόφληση της επίτευξης κέρδους). Το μέσα της παραγωγής έγινε-γίνεται (συμβαίνει ως) μια πτύχωση του έξω· με το πλασματικό έξω. [Το παράσιτο είναι αυτό που κυβερνά (Μ. Serres]. Επιπλέον, η κυβερνολογική μορφή εξουσίας αποτελεί μια μορφή εξουσίας που έρχεται μετά: την ίδια στιγμή που ανέχεται τις διαφορές, τη μειονοτική και ατομική διαφορά,[20] τις διαχειρίζεται εκ των υστέρων τιμολογώντας τον βαθμό κινδύνου που ενέχουν [αυτό το εκ των υστέρων δεν είναι χρονικό, αλλά τροπικό, καθώς η τιμολόγηση βάσει κινδύνου μπορεί να συμβεί πριν, να προεξοφλήσει το συμβάν του κινδύνου, κι έτσι πιθανά να το απορροφήσει, να το εξαφανίσει, ή μετά το (ίσως αναπάντεχο) συμβάν να το διαχειριστεί ή να ταραχθεί από αυτό]. Και στις δυο περιπτώσεις, η διαχείριση της χρηματιστικής κυβερνολογικής έρχεται μετά, ως μηχανισμός ασφάλειας που διορθώσει εκ των υστέρων τις αποκλίσεις. Η διαφοροποίηση με τους κλασικούς μηχανισμούς ασφάλειας, έγκειται στο ότι, καθώς ο ίδιος ο κίνδυνος (και η ασφάλεια έναντι αυτού) εμπορευματοποιούνται, η διακυβέρνηση του ρίσκου (και μέσω ρίσκου) είναι μια ευάλωτη αφενός (όπως σημειώνουν οι συγγραφείς), αλλά και διαρκής, αέναη διαδικασία χωρίς τέλος (χωρίς διαβατήριες τελετές έναρξης και λήξης ελέγχου, μια συνεχής διαδικασία αξιολόγησης).
Filippos Theos, 3k, 2021
4. Η χρηματιστικοποίηση αποτελεί κομβικό σημείο της διαδικασίας παραγωγής της γνώσης και των υποκειμένων. Όσο και αν επιχειρούμε να τιθασεύσουμε τον φετιχισμό του χρήματος, να δείξουμε μια αλήθεια πίσω από τον χρηματιστικό σχηματισμό, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτόν.
Για τους συγγραφείς, η συμμετροποίηση αποτελεί την τεχνολογία που εξασφαλίζει τη συγκρισιμότητα των συγκεκριμένων, εξατομικευμένων συγκεκριμένων κινδύνων (η οποία αποτελεί ήδη διαδικασία εξατομικευμένης κανονικοποίησης). Τα παράγωγα είναι το χρηματιστικό εργαλείο που καθιστούν δυνατή τη συγκρισιμότητα των ατομικών προφίλ κινδύνου εξασφαλίζοντας το κοινό μέτρο σύγκρισης. Αυτό το μέτρο σύγκρισης μετατρέπει τον ατομικό κίνδυνο σε κοινωνικό: α: Ως «ένα ενιαίο και κοινωνικά επικυρωμένο μέτρο των διαφόρων συγκεκριμένων κινδύνων» (2019: 305). β: Ως κίνδυνο που εκφράζεται σε χρήμα.
«“O κίνδυνος γίνεται όχι απλά μια μορφή υπολογισμού, ένας τρόπος να γνωρίζουμε, αλλά προκαλεί επίσης ένα είδος του υπάρχειν” (R. Martin). […] Αυτό ακριβώς είναι το διακύβευμα της χρηματιστικοποίησης: είναι ένας τρόπος αντίληψης-αναπαράστασης της πραγματικότητας από την οπτική γωνία του κινδύνου, που διαμορφώνει έναν ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης, ο οποίος διευκολύνει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου. Έχουμε ήδη σημειώσει ότι η διαδικασία της κεφαλαιοποίησης προϋποθέτει ένα ορισμένο προσδιορισμό του κινδύνου. Ο προσδιορισμός αυτός αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της αναπαράστασης που διεξάγεται από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές, προκειμένου να παρατηρήσουν την καπιταλιστική πραγματικότητα, προϋποθέτουν μια ιδιαίτερη κανονικοποίηση στη βάση του κινδύνου: Στο πλαίσιο αυτών των αγορών, οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι είναι διάσπαρτοι και αναγνωρίζονται ως αναγκαίες στιγμές μιας ιδιαίτερης αναπαράστασης η οποία αναδύεται από αλλά και σφυρηλατεί τη ζώσα εμπειρία” των συμμετεχόντων της αγοράς, εμπειρία που τη σφυρηλατεί, διαμορφώνοντας και καθοδηγώντας τις στρατηγικές τους (2019: 291-292).
Επιπλέον, η τιμολόγηση του κινδύνου είναι μια διαρκής διαδικασία αξιολόγησης της πιθανότητας της κερδοφορίας κάθε στοιχείου που συμμετέχει στην αγορά. «Η μόνιμη επιτήρηση της αγοράς σημαίνει μόνιμη ερμηνεία της καπιταλιστικής δυναμικής υπό ορισμένα ιδεολογικά κριτήρια, τα οποία ενισχύουν συγκεκριμένες στρατηγικές εκμετάλλευσης» (2019: 267).
Η συμμετροποίηση, το γράψαμε ήδη, αποτελεί το κομβικό, ενδιάμεσο στοιχείο της διάταξης των εννοιών που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς για να διερευνήσουν τη χρηματιστικοποίηση. Είναι η τεχνολογία που επιτρέπει το πέρασμα από τον ατομικό κίνδυνο στη φετιχιστική αναπαράσταση του παραγώγου. Η διαδικασία που μετασχηματίζει την ενδεχομενικότητα των πραγμάτων στην τιμή του παραγώγου, η διαδικασία που καθιστά δυνατό το πέρασμα από τον μεμονωμένο συμμετέχοντα – το μεμονωμένο συμβάν – το ατομικό προφίλ κινδύνου, στον αφηρημένο κίνδυνο που τιμολογεί το παράγωγο, και όλο αυτό στη διαρκή διαδικασία αξιολόγησης της πορείας κερδοφορίας. Είναι μια διαδικασία βουτηγμένη στο φετιχισμό του χρήματος και με μηχανή μετασχηματισμού την ιδεολογία.
«Η καθαρή μορφή κεφαλαίου ενδύεται τη μορφή ενός χρηματοπιστωτικού τίτλου ως ενός sui generis εμπορεύματος. Υπ’ αυτή την έννοια, η διάσταση των αξιών (των τιμών) είναι εξίσου πραγματική όπως και οι καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας που εκφράζονται μέσω αυτής. Η διάσταση αυτή αποτελεί τη μορφή μέσω της οποίας αναπαριστώνται υποχρεωτικά οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας». (2019: 247). Η στιγμή του φετιχισμού του κεφαλαίου. Η φετιχιστική αναπαράσταση είναι «υποχρεωτική» και είναι «το αυτοφυές αποτέλεσμα απόκρυψης των κοινωνικών σχέσεων εκ της οικονομικής λειτουργίας καθαυτής» (Μηλιός-Δημούλης-Οικονομάκης 2005: 99). Αυτή η αναπαράσταση δεν είναι η μετατροπή του υποκειμένου σε αντικείμενο, αλλά η μορφή εμφάνισης των κοινωνικών σχέσεων στη χρηματιστική μορφή έκφρασης του παραγώγου. Το αντικείμενο (εμπόρευμα, χρήμα, παράγωγο) «είναι το φετίχ με το οποίο οι συνθήκες παραγωγής δεν είναι ότι επικαλύπτονται, όσο ότι μεταμορφώνονται» (Hamacher 1999: 176).
«Τα παράγωγα δεν είναι το αγρίμι της κερδοσκοπίας αλλά το θεμελιώδες προαπαιτούμενο της σύγχρονης οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας. […] Το κοινό μέτρο σύγκρισης εξασφαλίζει μια μοναδική και συνεκτική αναπαράσταση της πραγματικότητας» (2019: 305, 304). Αλλά την ίδια στιγμή που η συμμετροποίηση είναι το παράγωγο ιδεολογικών αναπαραστάσεων, παράγει μια συνεκτική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η τιμολόγηση των χρηματιστικών αγαθών, μας λένε οι συγγραφείς, δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς την ενιαία, συνεκτική αναπαράσταση των συμβάντων του βίου που δομεί η ιδεολογία. Βρισκόμαστε στην καρδιά του μεθοδολογικού πρωτοκόλλου του βιβλίου. Η διαδικασία χρηματιστικοποίησης δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως μηχανισμός παραγωγής κέρδους και την ίδια στιγμή καίριο Σύστημα εξουσίας του σύγχρονου καπιταλισμού χωρίς την ευρετική ισχύ δυο θεωρητικών στιγμών του Μαρξ: τον φετιχισμό του κεφαλαίου και την ιδεολογία. Φαίνεται ότι για τους συγγραφείς, αν εκδιπλώσουμε γραμμικά τη διαδικασία κεφαλαιοποίησης που συντελείται στα παράγωγα, μια διαδικασία υλικής μορφής έκφρασης πλασματικού κεφαλαίου, η παρουσία της ιδεολογίας τοποθετείται στην αρχή της διαδικασίας (στη στιγμή της αναπαράστασης των ατομικών στοιχείων του βίου στη μορφή του ατομικού κινδύνου) και στο «τέλος» της, στη στιγμή της διαρκούς αξιολόγησης, της συνολικής επιτήρησης της πορείας της κερδοφορίας. Στην πρώτη στιγμή η ιδεολογία είναι συγκροτητική των οικονομικών πρακτικών. Στη δεύτερη στιγμή η ιδεολογία είναι η εξασφάλιση της συνεκτικότητας, της ενοποίησης, της ολότητας των κοινωνικών πρακτικών. Η ιδεολογία έτσι όπως λειτουργεί μέσω της χρηματιστικοποίησης νοείται και ως συσκότιση της ταξικής φύσης των καπιταλιστικών σχέσεων (2019: 15 και 264), ή συγκάλυψη αυτού που πραγματικά κάνουν οι συμμετέχοντες στην αγορά (2019: 279). Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους λειτουργούν (2019: 261), η (εκ των προτέρων) κεντρικότητα του κράτους δεν έχει διαταραχθεί (2019:288).[21]
Καθώς οι χρηματαγορές συνιστούν μια διευρυμένη, παγκόσμια και άμεσου χρόνου (ως την υποδιαίρεση του νανοσεκόντ) διαδικασία αξιολόγησης και εμπορευματοποίησης του κινδύνου της αξίας των χρηματοπιστωτικών τίτλων, η χρηματιστικοποίηση λειτουργεί ως ένας μηχανισμός που (α) αναπαριστά με ευαίσθητο τρόπο καθώς απορροφά (τιμολογώντας και συμμετροποιώντας) τα ρευστά συμβάντα της ζωής (για την ακρίβεια, όπως έχει σημειωθεί, τιμολογεί και συμμετροποιεί την αναπαράσταση των συμβάντων), και έτσι, (β) διαμοιράσσει τις θέσεις για το τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, τι είναι επικίνδυνο και τι ασφαλές, τι είναι κανονικό και τι μη-κανονικό, τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο. Επιβεβαιώνει την αναπαράσταση του κόσμου, και την ίδια στιγμή την επεκτείνει και την παράγει επιτελώντας την, διαμοιράζοντάς την. [Πρόκειται για την υλική κίνηση και τα υλικά αποτελέσματα της φασματικής επιτέλεσης μιας φασματικής ύλης: μια φασματικότητα δεύτερου βαθμού καθώς δεν τιμολογούνται τα πράγματα-εμπορεύματα, αλλά τιμολογείται ο κίνδυνος που τα πράγματα ενέχουν επί της προεξόφλησης της υπό συνεχή διακινδύνευση πορείας της μελλοντικά παραχθείσας υπεραξίας.[22]]
Η χρηματιστικοποίηση για τους συγγραφείς αποτέλεσε τον ερευνητικό τόπο της ένταξης του φετιχισμού του χρήματος σε μια θεωρία της ιδεολογίας. Αυτή η συσχέτιση του φετιχισμού του χρήματος με την ιδεολογία είχε ήδη προαναγγελθεί θεωρητικά σε ένα άρθρο των Μηλιού-Δημούλη, στις Θέσεις είκοσι χρόνια πριν.[23] Ο Αλτουσέρ είχε ήδη απαξιώσει το εγχείρημα καθώς ο φετιχισμός του εμπορεύματος ήταν γι’ αυτόν το μπλέξιμο του Μαρξ με μια παραβολή, αλλά ο Ντεριντά αναγνωρίζοντας το 1993 τη σημασία και τη δυσκολία αυτής της συσχέτισης (μια συσχέτιση που αν και αυτές οι θεωρητικές στιγμές του Μαρξ «μοιράζονται μια κοινή προϋπόθεση […] δεν ανάγεται η μια στην άλλη», έχουν διαφορετικές στοχεύσεις και διαφορετικά αποτελέσματα), την είχε ονομάσει «πελώρια τοποθέτηση» (Ντεριντά 1995: 204). Η κριτική της πολιτικής οικονομίας του χρηματικού κεφαλαίου μπορεί να είναι κρίσιμος τόπος της κριτικής της πολιτικής της αλήθειας. Η χρηματιστικοποίηση αποτελεί κομβικό σημείο μιας κυκλικής διαδικασίας παραγωγής του «καθεστώτος αλήθειας» του καιρού μας, του τρόπου που (ανα)παράγονται η γνώση και τα υποκείμενα σήμερα. Γλιστρώ από την ιδεολογία στην αλήθεια, παραγνωρίζοντας την ένταση ανάμεσα σε μια θεωρία της ιδεολογικής παραγνώρισης, με τη γενεαλογική κριτική της αλήθειας [θα μπορούσαμε σχηματικά να σημειώσουμε ότι αν η κριτική της ιδεολογίας θέλει να αποδιαρθώσει μια φαντασιακή ενότητα για να την επανασυγκροτήσει στη διαφάνεια της γνώσης των σχέσεων που τη συγκροτούν, η γενεαλογική κριτική στοχεύει στη («νηματική») εξάρθρωση ενός συνόλου αντικειμενοποιημένων πρακτικών]. Η ένταση αυτή προφανώς υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς τους θεωρητικούς τρόπους όταν διαβάζουμε το βιβλίο: οι συγγραφείς, αν και ορθά αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει για το ερευνητικό τους πρόγραμμα το ζήτημα της ορθής γνώσης ή της πλήρους πληροφόρησης που θα οδηγούσε στην ακριβή τιμολόγηση των χρηματιστικών αγαθών (καθώς παράγονται πραγματικά αποτελέσματα αληθείας πέρα από οποιαδήποτε αλήθεια γνώσης), και άρα δεν υπάρχει ζήτημα ορθής ή όχι τιμολόγησης, όμως, ποια θα μπορούσε να είναι μια τιμολόγηση που δεν θα ήταν αποτέλεσμα της παραγνώρισης των ιδεολογικών εννοιών που συνέχουν την αναπαράσταση του κόσμου; (2019: 279). Θα μπορούσε να είναι η «ίδια» χωρίς την προσφυγή στην ενοποιητική λειτουργία της ιδεολογικής παραγνώρισης; Καθώς μια πολιτική κριτική της αλήθειας δεν θα είχε ως στόχο την αποκάλυψη της παραγνώρισης, ή της πλάνης, και μάλιστα μιας παραγνώρισης που υπάρχει ήδη πριν-από πάνω (και στα κεφάλια των υποκειμένων), είναι ήδη ενοποιημένη, και «επικάθεται [δια της χρηματιστικοποίησης] στις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας με σκοπό την οργάνωση και την αναπαραγωγή τους» (2019: 290 και 15), ή δεν θα είχε ως σκοπό την απελευθέρωση μιας (έστω μερικής) αλήθειας (για τα υποκείμενα) από την εξουσία και τις ταξικές σχέσεις, αλλά θα είχε ως αντικείμενο τις συναρτήσεις των ετερογενών πρακτικών που αντικειμενοποιούνται στο χρηματοπιστωτικό Σύστημα (εν προκειμένω), και διασπείρονται από αυτό, δηλαδή θα είχε ως στόχο την ίδια τη συνεχή παραγωγή του καθεστώτος αλήθειας, τότε η σχέση ανάμεσα στη θεωρία της ιδεολογίας και της κριτικής του «καθεστώτος αλήθειας» είναι ανοιχτή και σε εκκρεμή ένταση.[24] Καθώς αναφορικά με τη λειτουργία συσκότισης της ιδεολογίας, όπως γράφει αυτός που είναι υπεύθυνος για τη μετατόπιση από την (ταλαίπωρη και ταλαιπωρημένη, αλλά κραταιά ακόμη, μέσα στον ορίζοντα ενός διαφωτισμού που συνεχίζεται) κριτική της ιδεολογίας στην κριτική της αλήθειας, «οι πολιτικο-οικονομικές συνθήκες όχι μόνο δεν συσκοτίζουν ή παρεμποδίζουν το υποκείμενο της γνώσης, αλλά επικαθορίζουν τον ίδιο το σχηματισμό του, και άρα τη σχέση του με την αλήθεια».[25] Και αναφορικά με το ζήτημα της ιδεολογικής παραγνώρισης, πάλι ο ίδιος υπεύθυνος θα έλεγε ότι «το ερώτημα δεν είναι: μέσω ποιου σφάλματος, ποιας ψευδαίσθησης, λήθης, μέσω ποιων ελλειμμάτων νομιμότητας, η γνώση [connaissance] καταλήγει να προκαλέσει αποτελέσματα κυριαρχίας» (Φουκώ 2016α: 42). Δεν είναι στα ενδιαφέροντα αυτού του άρθρου να ασχοληθεί θεωρητικά με συγκρούσεις μεταξύ εννοιών. Αν παρεκκλίνω σε αυτό το σημείο είναι για να δείξω την ύπαρξη κάποιων διαφορών και εντάσεων που υπάρχουν ήδη στο βιβλίο, ή τη δυνατότητα διαφορετικών ισχυρών αναγνώσεων του βιβλίου που προσφέρει το κείμενό του.[26]
Θα συνεχίσω για λίγο ακόμη σε αυτή την παρέκκλιση. Ήδη στο προαναφερόμενο άρθρο του 1999 στις Θέσεις οι συγγραφείς του έγραφαν: «Ο φετιχισμός αποτελεί αυτοφυές αποτέλεσμα απόκρυψης των κοινωνικών σχέσεων εκ της οικονομικής λειτουργίας καθαυτής και άρα δεν συνδέεται άμεσα με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους». Ο κανόνας αληθείας της αδιάκοπης επιθυμίας για κέρδος, η ορθολογικότητα των σχέσεων, φασματοποιείται: αν στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων είχε αρχίσει να «χάνεται όλο και περισσότερο η φλέβα της εσωτερικής συνάρτησης […] και να γίνεται ακατανόητος και άδηλος ο εσωτερικός νόμος στους παράγοντες της παραγωγής» (Μαρξ 1978β: 1017), στη μορφή του κεφαλαίου-τόκου «εκλείπει κάθε μεσολάβηση, και το κεφάλαιο έχει αναχθεί στον πιο γενικό του, αλλά και για το λόγο αυτό ανεξήγητο αφ’ εαυτού του και παράλογο τύπο» (Μαρξ 1978β: 1004). Το χρήμα που παράγει χρήμα, «σαν αυτόματο», γίνεται το μοναδικό σημείο του βλέμματος επί ενός επιπέδου που είναι φασματικό (ένα επίπεδο τέτοιας έντασης και δικτυακής έκτασης που διασπείρεται παντού). Ίσως η κριτική της πολιτικής της αλήθειας να εφάπτεται με τον λόγο περί φετιχισμού, καθώς και αυτή δεν επιχειρεί να εκμαιεύσει κάποιο υπόλοιπο μη φασματικής αλήθειας, αλλά να δείξει την κυκλικότητα της παραγωγής του καθεστώτος αληθείας και να θέσει το ζήτημα των ίδιων των όρων παραγωγής της αλήθειας. Την (εξαρθρωμένη χρονικά) σύνδεση του φετιχισμού του χρήματος με την πολιτική εξουσία μέσω μιας σημαίνουσας αναπαράστασης του χρήματος ως ομοιώματος, αναπάντεχα ίσως, αναπάντεχα για την κατοπινή εξέλιξη των ερευνητικών ενδιαφερόντων του Φουκώ (αλλά και σε διαφοροποίηση, με την άποψη που είχε εκθέσει στις Λέξεις και τα πράγματα όταν έγραφε, χοντρικά, ότι ο ορίζοντας του Μαρξ ήταν η πολιτική οικονομία του Ρικάρντο), αλλά επίσης αναπάντεχα για όσους ακόμη και τώρα αναζητούν επίμονα συγκλίσεις και αποκλίσεις του Φουκώ με τον Μαρξ ή τον μαρξισμό, όπως δεν κάνουν για κανέναν άλλο συγγραφέα [μπορούμε να πούμε ότι όπως το χρηματοπιστωτικό φάσμα για την οικονομική έτσι και ο Φουκώ για τον μαρξισμό είναι ένα τραύμα; Ένα τραύμα που, μεταξύ άλλων χασμάτων, κρύβει-δείχνει τα χάσματα μιας μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος που εν τέλει δεν θέλει να ταραχθεί], αναπάντεχο, λοιπόν, απόσπασμα που επιβεβαιώνει ότι ο Φουκώ είχε λεπτή αντίληψη των μαρξικών κειμένων [ακόμη κι αν, όπως έχει πει, όταν γράφει κάνει σαν να μην ξέρει τον Μαρξ, σαν να μην τον λαμβάνει υπ’ όψη του – κι έτσι, το φάντασμα του Μαρξ κυκλοφορεί συχνά στα κείμενά του, ένα φάντασμα που το βάζει σε κυκλοφορία για να μετρήσει τους αναγνώστες του, να τους παίξει, αλλά που, επίσης, πλανάται και πάνω από το κεφάλι του, προσπαθώντας αυτός, περισσότερο από άλλους του γαλλικού ’60 να ξεφύγει επίμονα από αυτό – μα τα δώρα αυτής της επίμονης διαφυγής τα απολαμβάνουμε], αυτή την εξαρθρωμένη σύνδεση του φετιχισμού του χρήματος με την πολιτική εξουσία, επιτέλους, τη βρίσκουμε στο 1ο σεμινάριό του Φουκώ στο Κολέγιο της Γαλλίας, στα 1970-71, όταν γράφει: «Το χρήμα είναι το σημείο για ένα απών εμπόρευμα» [συνεπώς: αν είναι το σημείο για ένα απών εμπόρευμα, το φασματώδες σημείο (που ως σημείο παράγει σημασία) για κάτι ήδη φασματώδες, τότε δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα αρχικής αγκύρωσης των χρηματικών σειρών. Πού, λοιπόν, πρέπει να ψάξουμε για την αγκύρωση των χρηματικών σειρών, αν όχι βέβαια, σε μια άσκοπη κριτική της ψευδούς εμφάνισης; Για τη συνθήκη της χρηματιστικοποίησης, αυτό το βιβλίο που διαπραγματευόμαστε και οι Bryan–Rafferty[27] δίνουν δυο διαφορετικές απαντήσεις: στο κράτος και εν τέλει στην ταξική πάλη στο πρώτο, στον πληθυσμό οι δεύτεροι].
«Και η ορατή κυκλοφορία του χρήματος, κρύβει τις πραγματικές πολιτικές σχέσεις. Μέσω του νομισματικού σημείου, ο πλούτος μοιάζει να κυκλοφορεί, να διανέμεται […]. Αλλά στην πραγματικότητα είναι η εξουσία που διατηρείται. Το οικονομικό και το πολιτικό είναι συνδεδεμένα, αλλά όχι συγχρονισμένα. Η εξάρτησή τους είναι κρυμμένη και το νομισματικό σημείο είναι το εργαλείο, ταυτόχρονα, της εξάρτησής τους, της εξάρθρωσής τους και της απόκρυψης αυτής της εξαρθρωμένης εξάρτησης. […] Ενώ το σημείο “αναπαριστά”, το ομοίωμα αντικαθιστά μία υποκατάσταση με μια άλλη. Το χρήμα είναι ένα ομοίωμα το οποίο όσο είναι ομοίωμα τόσο είναι και σημείο: κάνοντάς το να λειτουργεί ως σημείο σε μια οικονομία της αγοράς είναι μια προσωποποίηση της πραγματικής του ιστορίας ως ομοίωμα. Ομοίωμα της φύσης των πραγμάτων, μιας αξίας αποκλειστικής στην ίδια, μιας πραγματικής ισοδυναμίας. Αυτό που ο Μαρξ ονομάζει “φετιχισμό”. Για να συνοψίσουμε όλα αυτά, ας πούμε ότι το χρήμα συνδέεται με την εξουσία ως ομοίωμα».[28]
Αν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο είναι το τραύμα της οικονομικής επιστήμης, αυτό (όχι το ίδιο ως σύστημα, αλλά κάποια στοιχεία του ιδωμένα ως πράγματα: οι τράπεζες, το πιστωτικό χρήμα, τα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά αγαθά) τραβά την προσοχή μας, αλλά την ίδια στιγμή εκτρέπει τη γνώση – την όραση. Όμως, αυτό το «φετιχιστικό βλέμμα», το βλέμμα στην επιφάνεια, στο πλασματικό, στη μάσκα, είναι το μόνο βλέμμα που είναι δυνατόν να έχουμε. Καθώς όσο κι αν επιχειρούμε να τιθασεύσουμε το ομοίωμα-φετίχ, να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε μια πραγματική πραγματικότητα πίσω από το ομοίωμα (δηλαδή το παραγωγικό κεφάλαιο πίσω από το χρηματιστικό, και όλες τις άλλες διασπορές του χρηματικού σχηματισμού), δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό το φετίχ-ομοίωμα, γιατί αυτή είναι η μορφή εμφάνισης του αφανούς. Η δραστικότητα μιας κίνησης που επιχειρεί να αναδείξει το στρώμα μιας πραγματικής πραγματικότητας (ακόμη και μέσω μιας συμπτωματολογικής ανάγνωσης), για να αντιστρέψει τη μορφή εμφάνισης των σχέσεων που έχουν μεταμορφωθεί, έχει φανεί ότι είναι μάταιη. Γιατί όπως έχει επισημάνει ο Α. Γαβριηλίδης, μια από τις γαλλικές λέξεις για το φάντασμα είναι το re-venant που σημαίνει το επανερχόμενο, αυτό που ξαναγυρίζει,[29] και γιατί «οι λόγοι για τους οποίους αυτός ο κόσμος χαρακτηρίστηκε φαινομενικός […] μια ηθική-οπτική ψευδαίσθηση […] είναι οι ίδιοι που δείχνουν την πραγματικότητά του» (Νίτσε χ.χ.: 30-31). Και τέλος, γιατί το φασματικό δεν είναι απλώς φανταστικό, αλλά καθώς είναι και ομοίωμα, γίνεται «τεχνηματικό σώμα».[30]
Την κυβερνολογική εξουσία αυτού του πλασματικού ανατέμνει ουσιαστικά το βιβλίο. Αλλά ίσως να υπάρχει ένα κάποιο επίπεδο του βιβλίου εντός του διαχωρισμού επιστήμης-ιδεολογίας, εντός της επιθυμίας για μια αποτελεσματικότητα της συμπτωματολογικής ανάγνωσης, και στο βαθμό που είναι έτσι, τότε επ’ αυτού δυο σύντομες παρατηρήσεις: α: Το βιβλίο με μια προσεγμένη και εντυπωσιακή ερευνητική αποτελεσματικότητα ξαναγυρίζει στον Μαρξ, δείχνοντας τη διαφορά του από την κλασική πολιτική οικονομία, και πολλούς μαρξισμούς· κατακρατεί ένα μερίδιο επιστημονικότητας για έναν μαρξισμό. β: Αν η πολιτική δεν μπορεί να παραχθεί στη βάση αυτού του διαχωρισμού (ιδεολογία-επιστήμη), αλλά και ούτε έστω από μια κάποια σύγκρουση, ή διαφορά, εσωτερική της διαδικασίας χρηματιστικοποίησης[31] (δεν υπάρχει σχετική αναφορά στο βιβλίο – αφήνω προς το παρόν στην άκρη, προκειμένου να δείξω αυτό που θέλω να τονίσω, τη σχέση της ταξικής πάλης με τη διαδικασία της χρηματιστικοποίησης· η διερεύνηση της σχέσης τους ουσιαστικά είναι χέρσος τόπος), αλλά ερχόμενη από κάπου αλλού, από πάθη, πολιτικές υποκειμενοποιήσεις, κλπ., τότε το εγχείρημα του βιβλίου ίσως να είναι ανενεργό πολιτικά [ίσως αυτό το ανενεργό να είναι και μια ιστορική αίσθηση απαισιοδοξίας που βγαίνει από το κείμενο], και υπάρχει ως επιβεβαίωση της εκκρεμούς, ανενεργής, διαμοιρασμένης σχέσης της κριτικής της πολιτικής οικονομίας με την πολιτική. Αυτό το πολιτικό αδιέξοδο, ή η ιστορική απαισιοδοξία, λύονται εξωτερικά με την ύπαρξη ενός κάποιου σχεδίου (βλ σχ. τον επίλογο του βιβλίου, 2019: 417-424, και για το θέμα αυτό, λίγα περισσότερα παρακάτω). Διαφορετικά, ίσως οι συγγραφείς θα έπρεπε να ακολουθήσουν «ως το τέλος» κάποιες πιθανές γραμμές σκέψης, που δεν ξέρω, και οι οποίες παράγονται από την προβληματική της χρηματιστικοποίησης, δείχνοντας κάποιες τάσεις. [Το βιβλίο του Μηλιού, Τhe Origins of Capitalism (2018) που ακολούθησε την έρευνα του βιβλίου που διαπραγματευόμαστε, δείχνει την κίνηση του συγγραφέα προς αυτές τις κάποιες γραμμές σκέψης, μέσα από μια ιστορική θεματική.]
Filippos Theos, Sécateur 2, 2021
5. Η μακράς διάρκειας κριτική του χρηματιστικού κεφαλαίου ως παρασιτικού και αντι-παραγωγικού αν και συλλαμβάνει πού συμβαίνει κάτι, επιφέρει την καταφυγή στα στερεά υλικά (π.χ. έθνος-κράτος) και μπορεί να γίνει ηθικολογία και συνωμοσιολογία.
Για να ξαναγυρίσουμε στο παρόν, αν αφεθούμε (χρησιμοποιώ αυτό το σωματικό και συναισθηματικό ρήμα) στην προβληματική του ερευνητικού προγράμματος των συγγραφέων, τότε οποιαδήποτε κριτική του χρηματιστικού κεφαλαίου ως αντιπαραγωγικού, παρασιτικού ή τοκογλυφικού (είτε αυτή θέλει να λέγεται επιστημονική, όπως του Λαπαβίτσα, ή και του Βαρουφάκη, είτε μαρξιστική, είτε απλώς είναι η οικονομική γνώση-savoir και η διάχυτη ηθική κριτική του κόσμου στο χρηματιστικό κεφάλαιο), αν και αντιλαμβάνεται πού συμβαίνει κάτι εμμένοντας στο σημείο εμφάνισης, καθώς επιχειρεί να αντιστρέψει το σκάνδαλο του χρηματιστικού κεφαλαίου, καταφεύγει στην αναζήτηση των στερεών υλικών (π.χ. έθνος-κράτος), τσαλαβουτά σε θολά νερά ή γίνεται υπεριστορική κριτική του χρήματος, ηθικολογία. Αν αφεθούμε στην κριτική μέθοδο των συγγραφέων, τότε η ματιά που θα έχουμε για τη συνθήκη που ζούμε θα είναι διαφορετική.
Το βιβλίο αυτό είναι εντυπωσιακό. Ο ορίζοντας του καιρού μας δεν μπορεί να γίνει ορατός εκτός της προβληματικής αυτού του βιβλίου. Όλα τα ζητήματα, οι διαφορές, οι όποιες ενστάσεις ή διαφοροποιήσεις μπορούν να υπάρξουν εντός αυτής της προβληματικής τους για τη χρηματιστικοποίηση. Φαίνεται μάλλον υπερβολικό, αλλά κάποιες φορές η υπερβολή είναι απαραίτητη μπροστά στην τυφλότητα της σκέψης που κυκλοφορεί. Αναλύοντας τη χρηματιστικοποίηση ως μηχανισμό οργάνωσης του παρόντος μέσα από τις πολιτικές τιμολόγησης των απαιτήσεων των μελλοντικών ροών υπεραξίας, καθίσταται, επίσης, εντυπωσιακή η άπειρη ζώνη ισχύος της κεφαλαιακής εξουσίας, ζώνη άρρηκτου δεσμού και αδιάβατης διάσχισης. Η χρηματιστικοποίηση εγγυάται τη στέρεη, σταθερή διαρρύθμιση των στοιχείων εργασίας, περιουσίας, βίου, αποφάσεων, επιθυμιών, αντιστάσεων και φυγών, ως κατατμήματα του βίου και της πολιτικής που απορροφώνται δια της τεχνολογίας της συμμετροποίησης. Μα όμως, ίσως, θα μπορούσαμε να μην περιμένουμε το επόμενο βήμα του ερευνητικού προγράμματος των συγγραφέων για τις πολιτικές συνέπειες της χρηματιστικοποίησης. Πριν, υποθέτω, από τη διερεύνηση των όρων ενός αντικαπιταλιστικού σχεδίου εντός αυτής της συνθήκης, διερεύνηση που, ας το ξαναγράψω, είναι αδιανόητη εκτός της προβληματικής αυτού του βιβλίου, ίσως λοιπόν, εντός της ζώνης ισχύος που συγκροτεί ο δεσμός της χρηματιστικής κυβερνολογικής με το κεντρικό κράτος (μέσα από μια κίνηση από κάτω προς τα πάνω, αλλά ας σημειώσουμε ότι αυτή η σχέση είναι σχέση «μετακινούμενης ολοκλήρωσης» – Φουκώ, αλλά και έντασης), εντός αυτού του ισχυρού δεσμού υπάρχει ήδη η παρουσία δυνάμεων ενός ταραχώδους παράσιτου, η δύναμη του οποίου σβήνει (συνήθως) μειούμενη, εξαντλημένη, καθώς προχωρά στους επάλληλους κύκλους προς το κεντρικό σημείο της ζώνης την οποία ονομάζουμε ακόμη κρατική. Αν είναι παραγωγικό να σκεφτόμαστε ότι «από το βάθος της αδυναμίας του, κάθε κέντρο εξουσίας αντλεί την ισχύ του»[32] καθώς κάθε κέντρο διαρρυθμίζει αυτό που ήδη συνεχώς του διαφεύγει, αδιαφορεί, ή έστω του αντιστέκεται, τότε: Πώς ανασυγκροτείται το κράτος προκειμένου να διατηρήσει την ύπαρξή του μπρος στις χρηματικές ροές που κινούνται με έναν τρόπο που δεν τις αφορά η κρατική εγγύηση, καθώς αυτές αδιαφορούν για το κράτος, το παρακάμπτουν ή το διαπερνούν, κι ας αναφέρονται συνεχώς σε αυτό [αν είναι έτσι, «οι εγγυήσεις που παρέχει ο συλλογικός καπιταλιστής – το κράτος – για μια τέτοια λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος» (2019: 208) στις οποίες αναφέρονται οι συγγραφείς, μάλλον είναι αδιάφορες για το σύγχρονο πλασματικό κεφάλαιο, ή αυτές παράγονται από τη δύναμη της κίνησής του. Το κράτος παρέχει εγγυήσεις; Ή μήπως το κράτος προσφέρει εγγυήσεις σε μια χρηματική πολεμική μηχανή, προκειμένου να διατηρήσει την ευάλωτη πλέον ύπαρξή του;]. Τι όρια θέτει αυτή η κίνηση των χρηματικών ροών στην κρατική γνώση προκειμένου να την κατανοήσει για να την ελέγξει. Η κριτική των συγγραφέων στο ζήτημα που εγείρουν ετερόδοξοι συγγραφείς για τη σχέση πληροφόρησης και τιμολόγησης είναι ορθή, ίσως όμως, το θέμα να πρέπει να τεθεί με έναν ευρύτερο τρόπο εφόσον το κράτος αναγνωρίζει στον εαυτό του τον ορθό λόγο και την ορθολογική οργάνωση της οικονομίας με τη βοήθεια της οικονομικής επιστήμης που μπορεί να βλέπει και να γνωρίζει.[33] Η ένταση των χρηματικών ροών με το κράτος είναι παλιά: «Οι έμποροι που συγκρότησαν τις [πιστωτικές] ενώσεις εκείνες [τον 12ο και 14ο αιώνα στη Βενετία και τη Γένουα] ήταν οι ίδιοι οι προύχοντες των κρατών εκείνων, και ενδιαφέρονταν εξίσου να απελευθερώσουν τις κυβερνήσεις τους όπως και τους ίδιους τους εαυτούς τους από την τοκογλυφία, και να υποτάξουν έτσι ακόμη περισσότερο και πιο σίγουρα το κράτος. Γι’ αυτό και όταν επρόκειτο να ιδρυθεί η Τράπεζα της Αγγλίας, οι Τόρρυδες αντέταξαν ότι: “Οι τράπεζες είναι δημοκρατικά ιδρύματα. Ακμάζουσες τράπεζες υπάρχουν στη Βενετία, στην Γένουα, στο Άμστερνταμ, και στο Αμβούργο. Ποιος όμως άκουσε ποτέ να μιλάνε για μια Τράπεζα της Γαλλίας ή της Ισπανίας;”» (Μαρξ 1978β: 751-2).
Για να συνεχίσουμε την πορεία προς το ταραχώδες παράσιτο, αυτό που αξίζει λεπτομερειακά να διερευνηθεί, είναι το ερώτημα ποια είναι η δύναμη του πληθυσμού ως δύναμη ακυβερνησίας, ως δύναμη εσωτερική του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πριν από οποιοδήποτε έλλογο σχέδιο άρνησης αυτής της μορφής διακυβέρνησης; Ποιος φόβος και ποια αδυναμία διασχίζει τη χρηματιστική κυβερνολογική αν το μοναδικό σημείο πρόσδεσης («αγκύρωσης») του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι η ζωή και η εργασία του πληθυσμού, ο πληθυσμός ως ο τελικός πάροχος ασφάλειας της κερδοφορίας (Bryan-Rafferty 2006, Bryan 2012, και άλλα κείμενα των συγγραφέων). Κι αν από τον πιθανά ταραχώδη πληθυσμό μετατοπιστούμε στο άτομο [νόμιμη μετατόπιση εντός του ίδιου μεθοδολογικού πρωτοκόλλου, καθώς από γενικό αντικείμενο της βιοπολιτικής και δια της κυβερνολογικής ο πληθυσμός επιμερίζεται στο κάθε άτομο που υποκειμενοποιείται μέσω μηχανισμών εξουσίας που φέρουν και διασπείρουν το λόγο μιας αλήθειας], οι συγγραφείς θέτουν το ζήτημα «της αντίστασης στη χρηματοπιστωτική σφαίρα ως μια διαδικασία απο-κανονικοποίησης (απο-ατομικοποίησης), που απελευθερώνει τους ανθρώπους από τη απειλή του κινδύνου» (2019: 424), την εξατομίκευση του κινδύνου. Αυτή η αντίσταση είναι ουσιαστικά η έννοια της κριτικής στον Φουκώ όταν θέτει την κριτική «στην υπηρεσία απο-υποκειμενοποίησης [désassujettissement], στο παιχνίδι αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε, με μια λέξη, η πολιτική της αλήθειας»· [είναι η άρνηση] των υποκειμένων «να κυβερνηθούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο και στη βάση συγκεκριμένων αρχών, και με οποιοδήποτε κόστος» ως το όριο της μη-κυβερνολογικής (Φουκώ 2016α: 15-16 και 12-13). Όπως διερωτάται η J. Butler σχολιάζοντας το κείμενο του Φουκώ, αυτή η άρνηση μιας κυβερνολογικής μορφής είναι μια διαδικασία απο-υποκειμενοποίησης όταν συμβαίνει «να αρχίζω να γίνομαι αυτό για το οποίο δεν υπάρχει καμία θέση εντός του δεδομένου καθεστώτος αλήθειας» – μια διαδικασία που διακυβεύεται στη σύνδεση των ορίων της γνώσης του υποκειμένου και του γίνομαι (Butler 2017: 35). Μα οι συγγραφείς, θέτουν σε κριτική αυτή την κριτική καθώς αυτή δεν εξαλείφει, ούτε αποσυνθέτει τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας (2019: 424), και θέτουν το ζήτημα της σύνδεσης αυτής της κριτικής με ένα γενικότερο αντικαπιταλιστικό σχέδιο.
Το βιβλίο αυτό, από τον ίδιο τον τρόπο που συγκροτεί την προβληματική του, έρχεται αντιμέτωπο με το ερώτημα της ριζικότητας των αποτελεσμάτων της χρηματιστικοποίησης στους όρους της κοινωνικής οργάνωσης. Το ερώτημα των αποτελεσμάτων αναταραχής που επιφέρει η γειτνίαση της χρηματιστικοποίησης με άλλα συστήματα εξουσίας, με άλλες διαρρυθμίσεις Συστημάτων· στην κρατική δύναμη, στη δυνατότητα του κράτους να εγγυηθεί την οικονομία του πληθυσμού, στην κρατική γνώση ως προϋπόθεση της πιθανότητας ρύθμισης, στην κεντρικότητα του κράτους στην οργάνωση των ιδεολογικών μηχανισμών, στην πολιτική και στις υποκειμενικοποιήσεις· στη χρονικότητα του ιστορικού καθεστώτος που ζούμε. Αυτά τα ερωτήματα πηγάζουν από το ίδιο το ερευνητικό πρόγραμμα των συγγραφέων, και δεν μπορούν να παρακαμφθούν, όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις.
Βιβλιογραφία
Bryan, D. (2012), «Going forward: The perpetual crisis of finance», Culture and Organization, τ. 18.2: 171-176.
Deleuze, G. (1991), «What is a dispositif?», T. Armstrong (ed.), Michel Foucault: Philosopher, Νέα Υόρκη: Routledge, 159-168.
Emmanouilidis, M. (2015), «The Temporal Modality of Financialization and the Indebted Subjectivity. Searching for Ruptures» Phàsis European Journal of Philosophy, 3, 129-143.
Emmanouilidis, Μ. (2016), «Urban Panics and Black Holes of Fascism», Schafer, M.-J.- Tsianos, V. (eds.), The Art of Being Many. Towards a New Theory and Practice of Gathering, , Bielefeld: transcript Verlag, 233-250.
Foucault, Μ. (1998), «Theatrum Philosophicum», Foucault, M., (Faubion, D. ed.), Aesthetics, Method, and Epistemology, Νέα Υόρκη: The New Press, 343-368.
Foucault, M. (2007), Security, Territory, Population, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan.
Foucault, M. (2013), Lectures on the Will to Know, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan.
Hamacher, W. (1999), «Lingua Amissa: The Messianism of Commodity-Language and Derrida’s Specters of Marx”, Sprinker, M. (ed.), Ghostly Demarcations, Λονδίνο: Verso, 168-212.
LiPuma, E. και Β. Lee (2004), Financial Derivatives and the Globalization of Risk, Durham & Λονδίνο: Duke University Press.
Pasquinelli, Μ. (2015), «What an apparatus is not: on the archeology of the norm in Foucault, Canguilhem, and Goldstein», Parrhesia, τ. 22: 79-89.
Βεν, Π. (2008), «Ο Μ. Φουκώ φέρνει την επανάσταση στην ιστοριογραφία», Βεν Π., Βιλλάρ Π., et al., O Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί, Αθήνα: Νήσος, 59-124.
Bryan, D.-Rafferty, M. (2006), «Το χρήμα στον καπιταλισμό ή το καπιταλιστικό χρήμα;», Θέσεις, τ. 97: 49-74.
Bulter, J. (2017), Τι είναι κριτική; Ένα δοκίμιο για την αρετή στον Φουκώ, Αθήνα: Πλέθρον.
Γαβριηλίδης Α. (2014), Εμείς οι Έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος των Ποντίων, Ιωάννινα: Ισνάφι.
Εμμανουηλίδης, Μ. (2017), «Χρέος, χρόνος της χρηματιστικοποίησης και διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Κριτική του homo debitor», αληthεια, τ. 9: 187-204.
Deleuze, G. (2006), «Λογοτεχνία και ζωή», Ποίηση, τ. 27: 224-230.
Deleuze, G.-Guattari, F. (2017), Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια. 2. Χίλια Πλατώματα, Αθήνα: Πλέθρον.
Δημούλης, Δ. και Γ. Μηλιός (1999), «Θεωρία της αξίας, ιδεολογία και ‘φετιχισμός’», Θέσεις, τ. 66.
Κακολύρης, Γ. (2018), «Ο Φουκώ για την Κυβερνολογική. Για το βιβλίο: Μισέλ Φουκώ, Φυλακή /Κυβερνολογική: δύο κείμενα», Σύγχρονα Θέματα, τ. 142: 83-86.
Κόρος, Δ. (2018), «Για τον μαρξισμό, την αποτυχία της φυλακής και την κυβερνολογική», επίμετρο στο Φουκώ, Μ. (2017), Φυλακή/Κυβερνολογική. Δύο κείμενα, Θεσσαλονίκη: Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Λαπατσιώρας, Σ. (2006), «Απλή αξιακή μορφή, εμπόρευμα και χρήμα», Θέσεις, τ. 95: 47-86.
Λε Γκοφ, Ζ. (2003), Το πουγκί και η ζωή. Οικονομία και θρησκεία στον Μεσαίωνα, Αθήνα: Κέδρος.
Μαρξ, K. (1978α), To Κεφάλαιο, τ. 1ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, K. (1978β), To Κεφάλαιο, τ. 3ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μηλιός, Γ., Δ. Δημούλης και Γ. Οικονομάκης (2005), Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Αθήνα: Νήσος.
Μηλιός, Γ. και Δ.Π. Σωτηρόπουλος (2011), Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, Αθήνα: Νήσος.
Μπαλιμπάρ, Ε. (1996), Η φιλοσοφία του Μαρξ, Αθήνα: Νήσος.
Μπάτλερ, Τ. (2017), Τι είναι κριτική; Ένα δοκίμιο για την αρετή στον Φουκώ, Πλέθρον 2017.
Νίτσε Φ. (χ.χ.), Το λυκόφως των ειδώλων, Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης.
Ντελέζ, Ζ. και Φ. Γκουατταρί (1981), Ο Αντι-Οιδίπους. Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια, Αθήνα: Ράππα.
Ντεριντά, Ζ. (1995), Φαντάσματα του Μαρξ, Αθήνα: Εκκρεμές.
Σωτηρόπουλος, Δ.Π., Γ. Μηλιός και Σ. Λαπατσιώρας (2019), Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: angelus novus.
Φουκώ, Μ. (1987α), Η αρχαιολογία της γνώσης, Αθήνα: Εξάντας.
Φουκώ, Μ. (1987β), «Αλήθεια και εξουσία», σε Εξουσία, γνώση και ηθική, Αθήνα: Ύψιλον, 11-37.
Φουκώ, Μ. (1991), «Η ομολογία της σάρκας», Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα: Ύψιλον, 131-169.
Φουκώ, Μ. (2003), «Η αλήθεια και οι μορφές του δικαίου», σε Τρία κείμενα για τον Νίτσε, Αθήνα: Πλέθρον, 95-129.
Φουκώ, Μ. (2008), Το μάτι της εξουσίας, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Φουκώ, Μ. (2012), Η γέννηση της βιοπολιτικής, Αθήνα: Πλέθρον.
Φουκώ, Μ. (2016α), Τι είναι Κριτική; Αθήνα: Πλέθρον.
Φουκώ, Μ. (2016β), Η τιμωρητική κοινωνία, Αθήνα: Πλέθρον.
Φουκώ, Μ. (2017), Φυλακή/Κυβερνολογική. Δύο κείμενα, Θεσσαλονίκη: Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Χάινριχ, Μ. (2017), Το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ. Εισαγωγή στους τρεις τόμους, Αθήνα: futura.
[1] Πρώτη δημοσίευση, Θέσεις,τ. 148 (2019): 71-100, με τίτλο: «Πρακτικές προεξόφλησης και ενάντια πάθη του χρήματος. Σημειώσεις για Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, Δ.Π. Σωτηρόπουλος, Γ. Μηλιός και Σ. Λαπατσιώρας, angelus novus 2019. Στην παρούσα δημοσίευση έγιναν κάποιες τροποποιήσεις.
[2] Η λέξη είναι νεολογισμός του Ρολάν Μπαρτ, «un néologisme barbare mais inévitable: la gouvernementalité», στο άρθρο του «Ο μύθος σήμερα» (1956), προκειμένου να δείξει την εκλογίκευση του σημαίνοντος Κυβέρνηση ως ουσία της αποτελεσματικότητας. Ο Φουκώ διαπραγματεύτηκε αυτόν τον νεολογισμό στη διάλεξη της 1.2.1978 των παραδόσεων στο Κολέγιο της Γαλλίας του έτους 1977-1978 (Foucault 2007: 87-114). Στα ελληνικά, η διάλεξη εκδόθηκε αυτόνομα, Φουκώ (2017). Για μια κριτική παρουσίαση της έννοιας στα ελληνικά, βλ. το επίμετρο του Δ. Κόρου στο Φουκώ (2017) και την κριτική του βιβλίου από τον Γ. Κακολύρη (2018). Η έννοια, αν και χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα με αυστηρό τρόπο στην Ελλάδα, έλαβε σχετικά ευρεία δημόσια χρήση λίγο πριν και στους πρώτους μήνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015, ως δήλωση και επιθυμία μιας αριστερής κυβερνησιμότητας, για να χαθεί σύντομα από τον δημόσιο λόγο.
[3] Στο σημείο αυτό χρησιμοποιώ, με χαλαρό τρόπο, την έννοια των ερευνητικών προγραμμάτων του Imre Lakatos.
[4] «Χρησιμοποιώ τη λέξη “savoir” διαφοροποιώντας την από τον όρο “connaissance”. Ονομάζω savoir τη διαδικασία μέσω της οποίας το υποκείμενο υφίσταται μια τροποποίηση απ’ αυτό ακριβώς το οποίο γνωρίζει, ή μάλλον απ’ την εργασία που επιτελεί προκειμένου να το γνωρίσει. Γι’ αυτό ακριβώς αφενός τροποποιείται το υποκείμενο και αφετέρου συγκροτείται το αντικείμενο. “Connaissance” είναι η εργασία που επιτρέπει να πολλαπλασιαστούν τα γνώσιμα αντικείμενα, να διευρυνθεί η κατανοησιμότητά τους, να κατανοηθεί η ορθολογικότητά τους, διατηρώντας όμως αμετάβλητο το υποκείμενο που ερευνά. […] Οι άνθρωποι των δυτικών κοινωνιών ενεπλάκησαν σε μια διαδικασία γνώσης (connaissance) ενός τομέα αντικειμένου […και] την ίδια στιγμή υπάρχει μια εμπλοκή του εαυτού στο εσωτερικό της ίδιας του της γνώσης (savoir)» (Φουκώ 2008: 251-2).
[5] Βλ. σχ., Μ. Φουκώ (1987α: 60-61).
[6] Βλ. Μαρξ (1978β: 493-494). Επίσης: «Το πράγμα (χρήμα, εμπόρευμα, αξία) σαν απλό πράγμα είναι τώρα κεφάλαιο και το κεφάλαιο εμφανίζεται σαν απλό πράγμα» (όπ.π.)· «Δεν είναι μόνο τα μεταβλημένα σε αυτοτελείς δυνάμεις προϊόντα των εργατών […], αλλά είναι επίσης οι κοινωνικές δυναμεις […] που τους αντιπαρατίθενται σαν ιδιότητες του προϊόντος τους» (Μαρξ 1978β: 1001).
[7] Βλ. σχ. Βεν (2008: 80-83).
[8] Βλ. σχ. τη διαπραγμάτευση της πολεμικής για την τοκογλυφία στον Μεσαίωνα, από τον Λε Γκοφ (2003).
[9] Νομίζω ότι δεν είναι απαραίτητη καμιά παραπομπή για να δειχθεί η διάχυτη οριζόντια απέχθεια. Ας σημειώσω μόνο ότι ενώ τα κινήματα των Πλατειών δημιούργησαν τις λέξεις χρεοκρατία και χρεοδουλοπαροικία, το ΚΚΕ δεν επέδειξε επινοητικότητα και έμεινε στα παραδοσιακά, τοκογλυφία, τοκογλυφικό κεφάλαιο.
[10] Σωτηρόπουλος, Δ.Π.-Μηλιός, Γ.-Λαπατσιώρας, Σ., Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, angelus novus, Αθήνα 2019, σ. 188. Εφεξής, όταν θα παραπέμπουμε στο βιβλίο θα αναγράφονται μέσα στο κείμενο, εντός παρένθεσης, μόνο το έτος έκδοσης και η αναφερόμενη σελίδα.
[11] Στο άρθρο δεν θα αναφερθούμε στη διαφοροποιημένη αντίληψη της εξωτερικότητας των χρηματαγορών από τη νεοκλασική θεωρία.
[12] Βλ. Φουκώ (1991: 131-132). O M. Pasquinelli έξειξε τη γενεαλογία της έννοιας dispositif του Φουκώ στο άρθρο του Κανγκιλέμ, «Machine and Organism» (1952) για τον καρτεσιανό μηχανικισμό, όπου ο Κανγκιλέμ γράφει για τη «μηχανική συσκευή που εκτελεί [και] αντικαθιστά μια εξουσία που κατευθύνει και δίνει εντολές.. […] Είναι σε αυτό το απόσπασμα που ο Κανγκιλέμ αναφέρει για πρώτη φορά ένα απρόσωπο σύστημα [dispositive] εξουσίας που αντικαθιστά μια εξουσία που κατευθύνει και ελέγχει σε πρώτο πρόσωπο. Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι o Κανγκιλέμ παρουσιάζει το dispositif ως μορφή εξουσίας, αλλά χωρίς μια σαφή και ορατή ηγεσία» (Pasquinelli 2015: 84).
[13] Foucault (2007: 79): «Εάν από τη μια μεριά, είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να υπάρχει, και μόνο η δικαιϊκή έννοια του υποκειμένου δικαίου θα μπορούσε να υπάρχει όταν το πρόβλημα της εξουσίας διατυπώθηκε εντός της θεωρίας της κυριαρχίας [sovereignty], από την άλλη μεριά, όταν ο πληθυσμός έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την κυβέρνηση, με την τέχνη της διακυβέρνησης, παρά με αυτήν της κυριαρχίας, τότε σκέφτομαι ότι μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι για τον πληθυσμό ό,τι το υποκείμενο δικαίου ήταν για την κυριαρχία».
[14] Αν η κρατική λογική, η δύναμη του κράτους έχουν να κάνουν με τη γνώση και καταγραφή των πράξεων του πληθυσμού, οι over the counter (μη οργανωμένες) χρηματιστικές αγορές έχουν ενδιαφέρον για το ζήτημα.
[15] Έννοια που οι συγγραφείς δανείζονται από τον Luhmann.
[16] Λαπατσιώρας 2006: 83.
[17] Για το ζήτημα της συμπίεσης του χρόνου των παραγώγων, βλ. LiPuma-Lee (2004: 125-129).
[18] Για τη λέξη απορρόφηση όπως τη χρησιμοποιούν οι συγγραφείς, βλ. την τελευταία σελίδα του βιβλίου (2019: 424).
[19] Τα στοιχεία μιας άλλης, πέραν του παροντισμού, ιστορικής χρονικότητας που μπορεί να θεμελιωθεί στη χρονικότητα της χρηματιστικοποίησης επιχείρησα να δείξω στο Εμμανουηλίδης (2017: 189-190). Για το σημείο β που ακολουθεί, βλ. Emmanouilidis (2016: 246-247).
[20] Για το θέμα αυτό, βλ. Φουκώ (2012: 241). Επίσης: «Ενώ η πειθαρχική εξουσία στοχεύει στην πρόβλεψη της παρέκκλισης, τη ρύθμιση της λεπτομέρειας και την τιμωρία της αταξίας, κατά την κυβερνολογική τροπικότητα της εξουσίας […] η ασφάλεια ως τεχνικό εργαλείο είναι φυγόκεντρη και οργανώνει ή επιτρέπει την ανάπτυξη κυκλωμάτων», Κόρος (2017: 118).
[21] Ίσως έχει το ενδιαφέρον του ότι στο βιβλίο, πλην του μέρους ΙV το οποίο αναφέρεται στην κρίση της ευρωζώνης και στην πολιτική οικονομία των νομισματικών ενώσεων, οι αναφορές στο κράτος είναι λιγοστές: για πρώτη φορά αναφέρεται στη σελίδα 96, και σε 312 σελίδες (έως το μέρος IV) το κράτος αναφέρεται 25 φορές. Από αυτές οι 12 σχετίζονται με θεωρητικές συζητήσεις του παρελθόντος, 6 φορές γίνεται απλή περιγραφική χρήση, και μόνο σε 7 γίνεται θεωρητική διαπραγμάτευση του όρου, εκ των οποίων οι 3 σε αντίθεση με την προβληματική του Φουκώ, οι 2 σε σχέση με την ιδεολογία και 2 σε σχέση με την χρηματιστικοποίηση. Παρ’ όλη τη ρητή από τους συγγραφείς κεντρικότητα του κράτους, είναι υπό ερώτημα ο βαθμός στον οποίο αυτή η κεντρικότητα, αν και είναι προκείμενη θέση, ήταν απαραίτητη για τη συγκρότηση και εκδίπλωση της προβληματικής τους.
[22] Υπάρχουν τρεις στιγμές φετιχιστικής φασματικότητας, τρεις παρουσίες των «αισθητών υπεραισθητών» πραγμάτων στο Κεφάλαιο: η φασματώδης αντικειμενικότητα της αξίας (βλ. Μ. Χάινριχ (2017: 63-66), ο φετιχισμός του εμπορεύματος και ο φετιχισμός του κεφαλαίου. Οι Μηλιός-Δημούλης-Οικονομάκης διαπραγματεύονται το ζήτημα με όρους ολοκλήρωσης: «Στην πραγματικότητα ο Μαρξ δεν εκθέτει μια θεωρία φετιχισμού του εμπορεύματος, αλλά μια θεωρία φετιχισμού του κεφαλαίου, της κεφαλαιακής σχέσης, για τον οποίο απλώς μας προϊδεάζει το 1ο τμήμα του 1ου τόμου» (Μηλιός-Δημούλης-Οικονομάκης 2005: 92). Για μια συνολική διαπραγμάτευση του φετιχισμού και τη σχέση του με την ιδεολογία στον Μαρξ και τον μαρξισμό, βλ. Μπαλιμπάρ (1996: 71-129).
[23] Μηλιός-Δημούλης (1999)· βλ. και Μηλιός-Δημούλης-Οικονομάκης, όπ.π.: 72-103.
[24] Για το καθεστώς αλήθειας σε σχέση με την ιδεολογική κριτική, βλ. Φουκώ (1987β: 20-21 και 36-37)· επίσης, Π. Βεν (όπ.π: 74-90).
[25] Φουκώ (2003: 128).
[26] Αν η κριτική των ιδεολογικών αναπαραστάσεων μπορεί «εύκολα» να ισχυρίζεται ότι μπορεί να εξάγει ή να παράγει ένα υπόλοιπο (επιστημονικής) αλήθειας (μερικής ή καθολικής, δεν έχει σημασία εν προκειμένω), η επιστημονική κριτική του φετιχισμού του κεφαλαίου μοιάζει ανήμπορη: «Η κατοπινότερη επιστημονική ανακάλυψη ότι τα προϊόντα της δουλειάς [αυτής της ιδιαίτερης μορφής παραγωγής] σαν αξίες είναι απλώς εμπράγματες εκφράσεις της ανθρώπινης εργασίας που ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους, σημειώνει εποχή στην ιστορία της εξέλιξης της ανθρωπότητας, δεν διαλύει όμως σε καμιά περίπτωση την εμπράγματα απατηλή όψη του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. […], καθώς η μορφή του αξιακού χαρακτήρα των προϊόντων της εργασίας, φαίνεται πριν όπως και ύστερα από αυτή την ανακάλυψη εξίσου οριστική, όπως και ο μορφή του αέρα σαν φυσικού σώματος έμεινε η ίδια ύστερα από την επιστημονική ανάλυσή του στα στοιχεία του» (Μαρξ 1978α: 87-88). Όσο κι αν στο απόσπασμα του Μαρξ κυκλοφορεί η επιστημονική αισιοδοξία του 19ου αιώνα, αυτή η αισιοδοξία είναι περατή, και ο Μαρξ, παρότι άνθρωπος του 19ου αιώνα, το αντιλαμβάνεται, και γράφει ότι η φασματική μορφή θα υπάρχει πριν όπως και μετά την επιστημονική χειρονομία η οποία φαντάζει να είναι κάτι ανάμεσα σε μια κίνηση που σχίζει το αντικείμενό της και δημιουργεί ένα πριν και ένα μετά που όμως αφήνει το αντικείμενο να παραμένει το ίδιο, και σε μια μεταφορά: μια κίνηση σαν να ανακαλύπτει κάτι· δεν υπάρχει καμιά χειρονομία που να εξασφαλίζει την «επιστροφή» σε αυτό που δημιουργεί τη φασματική μορφή.
[27] Βλ. για παράδειγμα, Bryan (2012).
[28] Foucault (2013: 140-142). Για την έννοια του ομοιώματος-simulacrum και του φαντάσματος στο «γαλλικό ’60», πριν τη δριμεία εισαγωγή των Φαντασμάτων του Ντεριντά, για ό,τι μας ενδιαφέρει εδώ (αφήνοντας, έτσι, στην άκρη τα ομοιώματα του P. Klossowski στο La monnaie vivante) υπάρχει η ανταλλαγή μεταξύ Φουκώ και Ντελέζ που διήρκεσε αρκετά χρόνια: ξεκίνησε από τον Φουκώ με το «La prose d’ Acteon» (1964), ακολούθησε η διερεύνηση της έννοιας από τον Ντελέζ στο Difference and Repetition (1968), (Deleuze 1994: 60-69, 127-128, 265), και ακολούθησε ξανά ο Φουκώ το 1970 στην κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Ντελέζ στο «Theatrum Philosophicum» (Foucault 1998: 343-368).
Ίσως να έχει ήδη φανεί, ίσως και όχι, από όσα έχουμε γράψει, μα δεν υπάρχει διαφάνεια των κοινωνικών σχέσεων, των κοινωνικών πρακτικών στον Φουκώ. Δεν υπάρχει τέτοια διαφάνεια στον Φουκώ, ή η διαφάνεια του Φουκώ είναι μια οιονεί (και πάλι το σαν να) διαφάνεια του βλέμματος μπροστά στα μόνα δυνατά ορατά αντικείμενα, καθώς είναι βουτηγμένα στο καθεστώς αλήθειας. Έτσι, αυτό το σαν να, μοιάζει σαν να μην υπάρχει στον Φουκώ. Εξάλλου όπως έγραψε: «Τα φαντάσματα πρέπει να επιτρέπεται να λειτουργούν στο όριο των σωμάτων· κατά των σωμάτων, επειδή κολλούν στα σώματα και προεξέχουν από αυτά, αλλά και επειδή τα αγγίζουν, τα κόβουν, τα σπάζουν σε τμήματα, και πολλαπλασιάζουν τις επιφάνειές τους· και εξίσου έξω από τα σώματα, επειδή λειτουργούν μεταξύ των σωμάτων σύμφωνα με τους νόμους της εγγύτητας, της συστροφής […]. Τα φαντάσματα δεν επεκτείνουν τους οργανισμούς προς το φαντασιακό· τοπολογούν την υλικότητα του σώματος. Επομένως, πρέπει να απελευθερωθούν από τους περιορισμούς που τους επιβάλλουμε, να απελευθερωθούν από τα διλήμματα της αλήθειας και του ψεύδους» (Foucault 1998: 346-347).
[29] Γαβριηλίδης (2014: 239, σχόλιο στα Φαντάσματα του Μαρξ του Ντεριντά). Οι Ντελέζ-Γκουαταρί είχαν αντιληφθεί αυτή τη διαρκή επιστροφή του χρήματος και έγραψαν: «να αρχίζει κανείς με το χρήμα, και να τελειώνει με το χρήμα, δηλαδή να μην τελειώνει ποτέ», ή ακόμη, αντιστρέφοντας τη διαφωτιστική κίνηση αναζήτησης του πραγματικού πίσω από το φασματικό: «δεν υπάρχει βιομηχανική ουσία του κεφαλαίου που να μην λειτουργεί σαν εμπορευματικό, χρηματιστικό και εμπορικό κεφάλαιο (Ντελέζ-Γκουατταρί 1981: 288, 289).
[30] Βλ. Ντεριντά (1995: 208-209). Αξίζει να σημειώσουμε τις υπογραμμίσεις του Ντεριντά όταν διαβάζει τις λέξεις του Μαρξ «αισθητά υπεραισθητά»: «Ο Μαρξ δεν λέγει αισθητό και αόρατο, αισθητό αλλά αόρατο, λέγει: αισθητό αόρατο, αισθητώς υπεραισθητό. Η υπέρβαση, η κίνηση supra, το βήμα πέραν, γίνεται αισθητό μέσα στην υπερβολή. Καθιστά το υπεραισθητό αισθητό» (όπ.π.: 187, οι πλάγιοι χαρακτήρες στο πρωτότυπο). Χρησιμοποιούμε τις διάφορες λέξεις με τις οποίες μπορεί να εμφανιστεί το πλασματικό: φετίχ, ομοίωμα, φάντασμα, φασματικό, ξεχνώντας τις πιθανές, μικρές, αλλά ίσως σημαντικές διαφορές τους. Π.χ., το ομοίωμα-φετίχ είναι τεχνούργημα και έχει υλική παρουσία, το σώμα του φαντάσματος μπορεί να φανεί μόνο ως αντικατροπτισμός στον καθρέφτη, το φάντασμα έχει μια επιπλέον ιδιότητα: αναμένει να λυτρωθεί (για το τελευταίο, βλ. όπ.π.:171).
[31] Η επιλογή του Μ. Lazzarato να μιλήσει για χρεωμένα υποκείμενα, είναι προβληματική, καθώς πρόκειται για την απόδοση μιας ιδιότητας· για μια κριτική του ανθρώπου-χρεώστη, βλ. M. Emmanouilidis (2015).
[32] Deleuze-Guattari (2017: 280). Το κέντρο εξουσίας, σε αυτό το απόσπασμα, δεν αναφέρεται στον κρατικό μηχανισμό.
[33] Ο Φουκώ ασχολείται με το θέμα συνοπτικά στο: Τι είναι Κριτική; (2016α: 20) και αναλυτικά στο: Η γέννηση της βιοπολιτικής (2012).