του Άκη Γαβριηλίδη
Στο σημείωμα αυτό δεν πρόκειται να δοθεί η οριστική απάντηση στο ερώτημα αν είναι «κακό» ή «καλό» (έστω «κατανοητό») να χρησιμοποιείται το γνωστό σύνθημα. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με αυτό εδώ το μπλογκ, θα γνωρίζουν ότι η ηθικολογία δεν περιλαμβάνεται στα ενδιαφέροντά του. Περιλαμβάνεται όμως, κατεξοχήν, ο προβληματισμός περί ισχυρισμών ή/ και επιχειρημάτων που διατυπώνονται δημόσια και αφορούν, μεταξύ άλλων, τη γλώσσα και τις έμφυλες σχέσεις, και περί της δραστικότητας αυτών.
Από αυτή την άποψη, θεωρώ ότι η επιχειρηματολογική θέση όσων επικρίνουν το σύνθημα ως σεξιστικό ή/ και ως λαϊκιστικό είναι από πολλές απόψεις προβληματική, και ότι αυτό ίσως δεν είναι άσχετο με το ότι οι επικριτές δεν καταφέρνουν να επηρεάσουν τις εξελίξεις και τρέχουν πίσω απ’ αυτές.
Η βασική κριτική προς το σύνθημα είναι ότι παρουσιάζει την σεξουαλική πράξη –ή, ορθότερα, την διείσδυση- ως πράξη επαίσχυντη και ταπεινωτική για όποιον την δέχεται. Όσο λοιπόν περισσότερο χρησιμοποιείται το επίδικο σύνθημα, τόσο περισσότερο διαδίδεται η αντίληψη αυτή, διότι με την επανάληψη οι άνθρωποι που εκτίθενται σε αυτήν υιοθετούν το περιεχόμενό της χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Noμίζω ότι η κριτική αυτή, σε πάρα πολλά ζητήματα, επιλέγει αυθαίρετα και χωρίς αιτιολόγηση μία μόνο από πολλές δυνητικότητες της λειτουργίας της γλώσσας, και έτσι καταλήγει να βασίζεται σε μία λογική γραμμικής αιτιότητας. Παρά την επίκληση σύγχρονων θεωριών περί επιτελεστικότητας, η μηχανή που παράγει αυτή την αφήγηση είναι η παλιά καλή διαφωτιστική/ εργαλειακή αντίληψη της ιδεολογίας ως ενός συνόλου ιδεών, των οποίων η διάδοση είναι ευθέως ανάλογη με την δημόσια κυκλοφορία τους. Επιπλέον, η αφήγηση αυτή παίρνει ως δεδομένο ότι τα υποκείμενα είναι ανίκανα να καταλάβουν αυτό που καταλαβαίνουμε εμείς, και καθώς είναι ανίκανα αφήνονται να επηρεαστούν εάν εκτεθούν σε αυτόν τον λόγο· άρα χρήζουν αντίστοιχα προστασίας και ενημέρωσης από εμάς τα διαφωτισμένα υποκείμενα που αντιλαμβανόμαστε την απάτη.
Εξίσου μονοδιάστατη και ντετερμινιστική είναι και η αντίληψη περί του νοήματος των αποφάνσεων την οποία προϋποθέτει η αφήγηση αυτή. Ο «σεξισμός» εδώ νοείται ως μία ιδιότητα εγγενής στις λέξεις και στις εκφράσεις, ενύπαρκτη σε αυτές πριν χρησιμοποιηθούν, η οποία δεν υπόκειται σε μετασχηματισμό. Είναι κάτι σαν ένα ανεξάλειπτο στίγμα, γραμμένο στο DNA των λέξεων, που δεν φεύγει απ’ αυτές όσο κι αν τις πλύνουμε.
Αυτό όμως είναι λήψη του ζητουμένου. Δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων εάν ο πολλαπλασιασμός και η επανάληψη ενός λόγου θα οδηγήσει κάποιες –και ποιες- στο να υιοθετήσουν αυτόν τον λόγο (και τι ακριβώς σημαίνει «υιοθετώ» έναν λόγο; Κάθε λόγος είναι πολλαπλός, οπότε δεν ξέρουμε εκ των προτέρων αν και ποιο ακριβώς στοιχείο του θα υιοθετήσει ο καθένας, και τι θα το κάνει από κει και πέρα). Εξίσου λογική είναι η υπόθεση ότι η επανάληψη αυτή θα οδηγήσει σε αποδυνάμωσή του. Αυτό έχει συμβεί στο παρελθόν.
Ιδιότητα της γλώσσας, και της επαναληπτικότητας (iterability) που την διακρίνει, είναι η βαθμιαία απόσπαση των εκφράσεων από την ετυμολογία, από την αρχική τους προέλευση και η αυτονόμησή τους από τις συνθήκες στις οποίες δημιουργήθηκαν. Η λέξη «μαλάκας», για παράδειγμα, αν ακολουθήσουμε την ίδια λογική με την οποία προσδόθηκε στο ρήμα «γαμιέσαι» το ανεξάλειπτο σεξιστικό νόημα, ξεπήδησε από μία τελείως ανάλογη μεταφορά: όποιος (άντρας) αυνανίζεται υπερβολικά, υποτίθεται ότι δεν έχει «ομαλή» σεξουαλική δραστηριότητα, ειδικότερα δεν διεισδύει σε γυναίκες, και έτσι είναι άγονος και άχρηστος στην κοινωνία αφού δεν μπορεί να κάνει παιδιά. Σήμερα όμως, μετά από δεκαετίες πληθωρικής χρήσης του ουσιαστικού αυτού με την έννοια «ανόητος, εκνευριστικός», η μεταφορά έχει επικρατήσει της κυριολεξίας και την έχει κάνει να ξεχαστεί. Κανείς δεν σκέφτεται να ισχυριστεί ότι η χρήση της λέξης αυτής εμπεδώνει τον σεξισμό.
Ο ντετερμινιστικός αντισεξισμός είναι ιδιαίτερα πρόθυμος να αναδείξει πώς γεννήθηκαν οι μεταφορές που χρησιμοποιούμε, αλλά παραβλέπει το γεγονός ότι πρόκειται, ακριβώς, για μεταφορές, και ότι κατά τη μεταφορά προκύπτουν πάντα απώλειες, μετασχηματισμοί, διολισθήσεις του νοήματος. Το ότι μία μεταφορά δημιουργήθηκε με βάση σεξιστικές (ή οποιεσδήποτε άλλες) προκείμενες, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι προκείμενες αυτές θα την συνοδεύουν εσαεί.
Η γλώσσα πάντα είναι αθώα
Τα πράγματα είναι πάντοτε σαφέστερα όταν μιλάμε με συγκεκριμένα παραδείγματα. Θα παραθέσω λοιπόν κατωτέρω ένα αρκετά εκτενές απόσπασμα από ένα σημείωμα που συμπυκνώνει κατά τη γνώμη μου όλα τα παραπάνω στοιχεία.
Η γλώσσα ποτέ δεν είναι αθώα. Νομίζουμε, εσφαλμένα, ότι η γλώσσα απλώς αποτυπώνει την πραγματικότητά μας, αλλά δεν ισχύει. Τη συνδημιουργεί συνεχώς, εμπεδώνοντας νοήματα και καθορίζοντας τη ματιά μας πάνω στον κόσμο. Ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας ή, για να το πω πιο κατανοητά, ο μόνος τρόπος που έχουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα είναι μέσα από τη γλώσσα. Η γλώσσα ταξινομεί και κατηγοριοποιεί την πραγματικότητα υποκειμενικά. Π.χ. η ταξινόμηση του χρωματικού φάσματος διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Σε πολλές γλώσσες, θεωρούμε το μπλε διαφορετικό χρώμα από το πράσινο, ενώ το θαλασσί το θεωρούμε απόχρωση του μπλε και όχι χρώμα. Στα βιετναμέζικα, δεν υπάρχει μπλε και πράσινο χρώμα, υπάρχει μόνο μπλάσινο (grue γλωσσολογικά) και όταν θέλουν να τα διαφοροποιήσουν λένε μπλάσινο του νερού ή μπλάσινο των φύλλων. Αντιθέτως, στα ρωσικά το θαλασσί δεν είναι απόχρωση αλλά χρώμα, εντελώς ξεχωριστό από το μπλε.
Ο λόγος που μακρηγορώ περί χρωμάτων είναι για να καταδείξω ότι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα δημιουργεί την πραγματικότητά μας. Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου, όπως γράφει ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Έτσι λοιπόν, η χρήση του «γαμιέμαι» σαν πράξη υποβιβασμού δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες σε όσους και όσες είναι δέκτες του πέους-τιμωρού.
Αυτό που καταρχάς προκαλεί δυσάρεστη έκπληξη στο παραπάνω απόσπασμα είναι η ενθουσιώδης και αφελής προσχώρηση στον μπαμπινιωτισμό, δηλαδή σε μια εθνικιστική (αμπελο)φιλοσοφία της γλώσσας κατά την οποία υπάρχουν τόσες κοσμοαντιλήψεις όσες και γλωσσικές κοινότητες. Αυτό είναι ξεκάθαρα λάθος: η γλώσσα δεν είναι ο κόσμος μας. Η άκριτη υιοθέτηση συντηρητικών θεωρητικών θέσεων ίσως δεν είναι άσχετη με τα υπόλοιπα προβληματικά σημεία του κειμένου.
Η γλώσσα δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Σύμφωνοι. Τι κάνει; Παραπάνω βλέπουμε να αποδίδεται δύο φορές στη γλώσσα η ιδιότητα της δημιουργίας (τη μία φορά με την πρόθεση συν ως πρώτο συνθετικό). Ωστόσο, ούτε εδώ, ούτε και σε κανένα άλλο σημείο από την λεκτική παραγωγή του ουσιοκρατικού αντισεξισμού αναφέρεται πουθενά καμία δημιουργική δραστηριότητα. Η μόνη δράση της γλώσσας είναι να καταστρέφει. Να παρασέρνει, να εξαπατά, να εντυπώνει ανεπιθύμητα νοήματα στους χρήστες της.
Έτσι, όμως, η πρακτική συνεπαγωγή του ουσιοκρατικού/ ντετερμινιστικού αντισεξισμού είναι πάντοτε μόνο μία κινδυνολογία-καταστροφολογία: πρέπει να επαγρυπνούμε, αλλιώς θα μας πιάσουν στον ύπνο. Σύμφωνα με το νομικής/ ηθικολογικής προέλευσης αξίωμα «η γλώσσα δεν είναι ποτέ αθώα» (η γλώσσα λοιπόν είναι εξ ορισμού κατηγορούμενη), οι αναγνώστες του κειμένου οδηγούνται να αντιμετωπίζουν τα πάντα με καχυποψία. Η γλώσσα είναι πάντα ένοχη: πάντα μας την φέρνει από πίσω, μπαίνει μέσα μας ενώ εμείς δεν προσέχουμε και μας αλλοτριώνει, κηλιδώνει την αντισεξιστική ουσία και ακεραιότητά μας.
Κατά ειρωνικό τρόπο, λοιπόν, αυτή η αντίληψη συλλαμβάνει τη γλώσσα με μοντέλο μία εικόνα την οποία ξεκίνησε με σκοπό να κριτικάρει: τη διείσδυση.
Οπως παρουσιάζονται εδώ τα πράγματα, αυτοί που δρουν μέσα στη γλώσσα φαίνεται να είναι μόνο οι σεξιστές. Αυτοί μόνο παράγουν νοήματα, τα οποία εν συνεχεία διαδίδουν και προσπαθούν να τα εντυπώσουν και στους μη σεξιστές. Οι άλλοι δεν έχουν γλωσσική αυτενέργεια. Οπότε, το μόνο που τους μένει είναι η προσπάθεια αποτροπής αυτής της κακής επίδρασης. Τι πρέπει να κάνουμε; Να οχυρωθούμε, να αμυνθούμε, να σταματήσουμε τις ροές. Να αστυνομεύσουμε.
Εμείς θα δημιουργήσουμε ποτέ κάτι; Ή, ακόμα περισσότερο: μήπως έχουμε ήδη (συν)δημιουργήσει κάποτε κάτι, ώστε να βασιστούμε σε αυτό και να δημιουργήσουμε και άλλα; Αυτό δεν θα το μάθουμε από τέτοια κείμενα. Αυτά νοιάζονται μόνο για οριοθετήσεις και για όρια –της γλώσσας «μου», του κόσμου «μου»-, όχι για την διάσχισή τους.
Είναι κι αυτό μια προσέγγιση, που θα ήταν περισσότερο αποδεκτή από τον αναγνώστη αν στην προσπάθεια του συντάκτη να αποδοθεί με «λόγιο» στυλ, δεν υπέπιπτε επανειλημμένα σε νεωτεριστικά συντακτικά σφάλματα. (Όρα επανηλειμμένες διπλές αρνήσεις).
Eίναι κι αυτό ένα σχόλιο, που θα ήταν περισσότερο αποδεκτό από τον αναγνώστη αν ο σχολιαστής, στην προσπάθειά του να «την πει» στον συντάκτη, δεν έγραφε λάθος τη μετοχή «επανειλημμένος» τη μία από τις δύο φορές, επιβεβαιώνοντας ακόμα μια φορά το νόμο του Μέφρυ.