του Άκη Γαβριηλίδη
Η επιτροπή «Ελλάδα 2021» έχει φτιάξει κάποια ολιγόλεπτα σποτ που παίζονται στην ελληνική τηλεόραση και ενημερώνουν το φιλοθεάμον κοινό για διάφορες πτυχές σχετικές με την επανάσταση του 21. Ένα απ’ αυτά έχει σχέση με τον εθνικό ύμνο. Μία φωνή οφφ λοιπόν διαβάζει ένα κείμενο, του οποίου η τελευταία φράση έχει ως εξής:
«η σύνθεση αυτή ορίστηκε ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας το 1865 και της Κύπρου το 1966».
Για τον δεύτερο αυτόν ορισμό δεν αναφέρεται κανένα άλλο στοιχείο, σε αντίθεση με τον πρώτο για τον οποίο ο θεατής ενημερώνεται ότι τότε έγραψε ο Σολωμός το ποίημα, τότε το μελοποίησε ο Μάντζαρος, τότε το άκουσε ο βασιλιάς Γεώργιος και το ανακήρυξε «εθνικόν άσμα» κ.λπ.
Η λακωνικότητα αυτή δεν είναι περίεργη. Διότι ο ορισμός αυτός ήταν ελαφρώς ετσιθελικός και πολύ συζητήσιμης νομιμότητας. Έγινε με μονομερή απόφαση του Μακαρίου (τυπικώς του υπουργικού συμβουλίου, από το οποίο όμως είχαν αποχωρήσει οι τουρκοκύπριοι υπουργοί ήδη από το 1963, μετά την καταπάτηση του συντάγματος της ΚΔ από την ε/κ πλευρά). Η απόφαση αυτή λοιπόν λήφθηκε στο πλαίσιο της «κυπριακής κατάστασης εξαίρεσης», η οποία ξεκίνησε τότε και διαρκεί μέχρι σήμερα.
Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση αυτή δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την ελευθερία, ούτε με την εθνική ενότητα. Είχε πάντως πολλή σχέση με την κόψη του σπαθιού και με μια όψη που μετρά τη γη με βία –ή με βιασύνη, αν προτιμάτε. Δηλαδή με την καταπίεση και το διχασμό. Και αυτό όχι μόνο για λόγους νομικούς-διαδικαστικούς, αλλά κυρίως για ουσιαστικούς. Το να επιβάλλεις ως εθνικό ύμνο ενός νεότευκτου κράτους ένα τραγούδι που ήδη επί έναν αιώνα αποτελεί τον ύμνο ενός άλλου, υπάρχοντος κράτους, έχει σαφώς χαρακτήρα προβοκάτσιας, εφόσον στέλνει το μήνυμα ότι, για σένα, το πρώτο είναι ήδη, ή πρέπει σύντομα να γίνει, τμήμα του δεύτερου. Επιπλέον, στέλνει εξίσου σαφώς ένα μήνυμα απαξίωσης, ταπείνωσης, αν όχι και απειλής προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα –εφόσον το συγκεκριμένο άσμα αναφέρεται σε μια ελληνοτουρκική σύγκρουση, δοξολογώντας φυσικά τα ανδραγαθήματα της ελληνικής πλευράς, περιλαμβανομένης και της σφαγής των αμάχων κατοίκων της Τριπολιτσάς. Και αυτό σε μια εποχή κατά την οποία συνέβαιναν σφαγές αμάχων Τουρκοκυπρίων.
Με βάση τον διακηρυγμένο σκοπό του βίντεο, η αναφορά στο γεγονός ότι το εν λόγω άσμα «είναι και εθνικός ύμνος της Κύπρου» δεν έχει καμία χρησιμότητα. Σε ένα σποτ λίγων λεπτών, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να αναφερθεί η προβοκάτσια αυτή. Τα σύντομα αυτά μηνύματα υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν για να θυμίζουν στους σημερινούς πολίτες της Ελλάδας τη σημασία και τις συνέπειες της επανάστασης του 1821. Όπως είναι διατυπωμένος στην παρουσίαση ενός ντοκυμανταίρ που παρήγαγε η ίδια επιτροπή με τίτλο [τον πρώτο στίχο του Ύμνου, ήτοι] «Σε γνωρίζω από την όψη», στόχος των δράσεων αυτών είναι να δείξουν πώς «από το ‘γι’ αυτά πολεμήσαμε’ του στρατηγού Μακρυγιάννη, μέσα από επιτυχίες, δυσκολίες και πισωγυρίσματα, καταλήξαμε σε αυτό που είμαστε σήμερα: ένα σύγχρονο, δημοκρατικό και ευρωπαϊκό κράτος». Η Κυπριακή Δημοκρατία, όμως, δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με «αυτό που είμαστε σήμερα», ούτε, πολύ περισσότερο, με τον στρατηγό Μακρυγιάννη και γενικά με τα γεγονότα του 1821. Η Κύπρος δεν αναφέρεται πουθενά ούτε στους στίχους του Ύμνου, ούτε σε άλλα κείμενα των επαναστατών· ο Θούριος του Ρήγα αναφέρεται σε αράπηδες, Μαλτέζους, Μαυροβουνιώτες, ασλάνια του Μισιριού, στον πασά του Χαλεπιού, σε Μαυροθαλασσίτες και ανίκητους Λαζούς, σε άλλες ακόμα τοποθεσίες και προσωπικότητες που σήμερα μας είναι τελείως άγνωστες, πουθενά όμως στην Κύπρο και τους Κυπρίους. Η προκήρυξη που δημοσίευσε ο Υψηλάντης στο Ιάσιο το Φεβρουάριο του 1821 με τίτλο «Άνδρες Γραικοί, όσοι ευρίσκεσθε εις Μολδαβίαν και Βλαχίαν!», διαβεβαιώνει ότι «εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα επίασε τα όπλα διά να αποτινάξη τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων», αλλά σε αυτήν την «άπασα Ελλάδα» δεν περιλαμβάνεται η Κύπρος –ενώ περιλαμβάνονται η Σερβία, η Βουλγαρία [!] και τα Νησιά του Αρχιπελάγους.
Εάν λοιπόν η μνεία στον «ορισμό» τού 1966 δεν δικαιολογείται με βάση τον διακηρυγμένο στόχο της επιτροπής «Ελλάδα 2021», τότε μάλλον γίνεται απλώς τελετουργικά, από κεκτημένη ταχύτητα. Ή, πάλι, ίσως να δικαιολογείται με βάση άλλες στοχοθεσίες, όχι τις διακηρυγμένες. Όμως, ακριβώς, ποιες είναι αυτές οι άλλες στοχοθεσίες; Εν έτει 2021, είναι σαφές σε όλους ότι η προοπτική να γίνει η Κυπριακή Δημοκρατία τμήμα της Ελληνικής έχει πλήρως αποκλειστεί, δεν αποτελεί πολιτικό σχέδιο που να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Μπορεί οι φορείς του ελληνικού εθνικισμού –στην Ελλάδα ή στην Κύπρο- να διακηρύσσουν κατά καιρούς έναν τέτοιο στόχο, αλλά ούτε κι αυτοί τον παίρνουν πολύ στα σοβαρά, εκτός αν είναι τελείως αφελείς. Όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά και επειδή δεν είναι επιθυμητό για την ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη. Γι’ αυτήν, όπως και για μεγάλο μέρος της ε/κ κοινωνίας, πιθανώς την πλειοψηφία πλέον, έχει γίνει αποδεκτή η διχοτόμηση στην πράξη –αν και όχι ακόμα στο επίπεδο των διακηρύξεων-, όπως έχει δείξει στο σχετικό βιβλίο του ο Γρηγόρης Ιωάννου. Το ιδανικό γι’ αυτούς ήταν, στο παρελθόν, μια Κύπρος ενιαία και ελληνική. Από τα δύο αυτά στοιχεία, της ενότητας και της ελληνικότητας, φαίνεται ότι το πιο σημαντικό ήταν το δεύτερο, όχι το πρώτο· έτσι, εάν δεν μπορούν να τα έχουν και τα δύο, πολλοί προτιμούν να έχουν την Κύπρο σε δυο κομμάτια εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα να είναι καθαρά ελληνικό, παρά σε ένα στο οποίο να μοιράζονται την εξουσία με τους «βαρβάρους» εναντίον των οποίων «επίασεν τα όπλα» η Ελλάς άπασα το 1821.
Για όποιον λόγο κι αν γίνεται, πάντως, αυτή η μνεία μάς δείχνει ακόμα μια φορά ότι η ρητορεία για κάποια «επιθυμία ελευθερίας» πολύ συχνά πηγαίνει χέρι χέρι με πρακτικές ανελευθερίας.
