του Μισέλ Σερρ
Όποιος αφήνεται στη θύμηση γερνά, πέφτει άρρωστος και πεθαίνει, ανήμπορος: τι μπορεί να κάνει απέναντι στο παρελθόν του; Ας επινοήσει ένα σχέδιο για το μέλλον, ας ξαναβρεί υγεία, δύναμη, νιάτα και χαρά, ας σηκωθεί κι ας τρέξει όπως ο χρόνος. Οι συλλογικότητες, σε αυτό το σημείο, δεν διαφέρουν από τα άτομα. Μια κοινωνία χωρίς σχέδια χτίζει μουσεία, μηρυκάζει τα σφάλματα και τις ήττες της, ξεσχίζει τα σωθικά της, φθίνει … τι θα απογίνει;
Μαθαίνουμε στο Λύκειο να τιμούμε την Ανδρομάχη, ευσεβή και πιστή χήρα, αγαπητική μητέρα, αφοσιωμένη ολάκερη στη θύμηση του νεκρού συζύγου της, που την εικόνα του την ξαναβρίσκει στο γιο της Αστυάνακτα, όμηρο όπως κι εκείνη των νικητών εχθρών. Η σταθερότητά της εκρήγνυται σε μια παραισθητική αφήγηση όπου λάμπουν η πτώση της Τροίας και τα φονικά εκείνης της νύχτας: η νύχτα εκείνη, λέει, ας παραμείνει αιώνια. Πρέπει να ξεχάσω; επαναλαμβάνει. Όχι, ζω στην αθανασία της μνήμης και άρα αρνούμαι την πορεία της ιστορίας: δεν θα ζω πλέον, δεν θα αγαπώ πλέον, θα ακούω τη φωνή του συζύγου μου πάνω απ’ τον τάφο του, σε εκείνον θα απευθύνομαι όταν μιλάω στους άλλους … τελικά θα αυτοκτονήσω, ήδη μετά τον δεύτερο γάμο μου … οι νεκροί απαιτούν μόνο το θάνατο.
Τραγωδία της θύμησης, της οποίας ο Ρασίν προσδιορίζει τους ήρωες με την ιδιότητα του γιου ή της κόρης: της Ελένης, του Αγαμέμνονα ή του Αχιλλέα, η Ανδρομάχη εξιστορεί τη δυστυχία της δεύτερης γενιάς. Τι πιο τρομακτικό, για ένα παιδί, από το να ακούει τη μητέρα του να του λέει: όταν σε παίρνω στα χέρια μου, Αστυάναξ, αγκαλιάζω τον Έκτορα, τον νεκρό πατέρα σου; Τι πιο τρομακτικό από το να το αναγκάζει να φέρει στο σώμα του έναν ενήλικα υπό μορφή πτώματος; Στις κόρες και στους γιους του περασμένου πολέμου, η μητέρα-χήρα μαθαίνει μόνο να κλαίνε ή να πεθαίνουν ακόμα από τον πόλεμο, όπως πέθαναν οι γονείς τους· όχι από την αιχμή των όπλων, αλλά από την θανάσιμη ασθένεια της θύμησης.
Ποιο είναι το σχέδιο της Ανδρομάχης; Στο τέλος του έργου, κατορθώνει τον άθλο να παντρευτεί τον εχθρό της και να γίνει χήρα του, ξανά, για να βασιλεύσει, κυρίαρχη, επί των νεκρών και της τρέλας που την περιβάλλει, χήρα με δύο κεφάλια, διπλή βασίλισσα, των Ελλήνων και των Τρώων, μαύρη υπεύθυνη για τα φονικά. Με μια ακινησία αράχνης, την οποία αποκαλούμε, τυφλοί, επιμονή. Τη χρονική της ασθένεια, αδιάφορη για κάθε αλλαγή, την κάνουμε αρετή –την πιστότητα- αλλά επίσης και γνώση –την ιστορία. Ωστόσο, πρέπει να υπολογίσουμε το κόστος της, που είναι θανάσιμο: γύρω από την Ανδρομάχη, και εξαιτίας της, πληθαίνουν διαρκώς οι φόνοι, τραγικοί, οι απελπισίες και η παραφροσύνη. Εκείνη μόνη θα επιζήσει και θα βασιλεύσει: μαύρη χήρα, κακοποιητική γεννήτρα, κεκορεσμένη από ένστικτο θανάτου, επαναληπτική αράχνη στο κέντρο του ιστού, καταβροχθίζει με γεροντικά δόντια αυτά τα νέα, όμορφα και δυνατά πρόσωπα που δεν ζητούσαν άλλο απ’ το να ζήσουν, να αγαπήσουν, να ελπίσουν στο μέλλον.
Ας υποθέσουμε ότι, αντίθετα, αφήνει τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, συγκατατίθεται να ξεχάσει λίγο, όπως αναγγέλλει ο εραστής της –«αλλά τέλος πάντων συγκατατίθεμαι να ξεχάσω το παρελθόν», λέει ο Πύρρος-, δέχεται να ζήσει, ακολουθεί την πορεία του ζωντανού παρόντος, μαγεύεται από καινούριες αγάπες, επινοεί σχέδια … τότε, η ζωή παίρνει τη θέση της απελπισίας και το δράμα εξαφανίζεται. Οι αρχαίοι το είχαν δει σωστά: η Μνημοσύνη, η μητέρα Μνήμη γεννά τις Μούσες, και μεταξύ αυτών μία, τρομερή, την Τραγωδία.
Ποιος λέει όχι; Χωρίς ιστορία, ξαναγινόμαστε ζώα. Επιβάλλεται λοιπόν μία υποχρέωση θύμησης, δεσμός που μας κρατά στη γλώσσα και, πιθανότατα, στη συνείδηση· αλλά επιβάλλεται επίσης ένα καθήκον σχεδίου. Δυσκολότερο απ’ το πρώτο, το δεύτερο απαιτεί φαντασία, διάκριση, αίσθηση του παρόντος, προνοητικότητα, θέληση επιβίωσης για να ακολουθήσεις την πορεία που αποφάσισες, ενθουσιασμό, θάρρος … αρετές υπερβατικές σε σχέση με την επανάληψη, που, αυτή, γέρνει προς το ένστικτο του θανάτου.
Η ιστορία και η παράδοση μας στηρίζουν, ασφαλώς, αλλά βρίσκουν το νόημά τους μόνο από το πώς τις ξαναδιαβάζει ένα επιθυμητό μέλλον. Οδηγούμαστε στο χαμό όχι τόσο από τους εχθρούς ή τα εμπόδια, όσο από έλλειψη απογόνων ή παραγωγής, στο κρεβάτι της άπειρης λεπτομέρειας της ακίνητης αναμνημόνευσης. Χωρίς στέρεο σχεδιασμό, το παρελθόν πέφτει στο θάνατο και τη λήθη· μια συλλογικότητα χωρίς αποφασιστικότητα δεν ξέρει πια να γράψει την ιστορία της· χωρίς επινόηση και χωρίς σύγχρονα ζωντανά έργα, μια κουλτούρα βρίσκεται σε θανάσιμη αγωνία. Η μνήμη σκάβει τον τάφο μας και, σε αυτό το κλειστό θεμέλιο, το σχέδιο οικοδομεί την κατοικία μας.

Το παραπάνω κείμενο είναι το ομότιτλο απόσπασμα από το βιβλίο Michel Serres, Andromaque, veuve noire, L’Herne, Παρίσι 2011 (σ. 37-41). Μετάφραση: Α.Γ.