του Άκη Γαβριηλίδη
Όταν ο Σεφέρης έκανε τη δήλωσή του κατά της χούντας, το 69, σχεδόν όλοι αντέδρασαν ανεπιφύλακτα θετικά. Φυσικά όχι η ίδια η χούντα, ούτε το ημιεπίσημο όργανό της, που άρχισαν να ψάχνουν για να βρουν ψεγάδια στον προηγούμενο βίο και πολιτεία του Σεφέρη. Επίσης όμως, επιφυλακτικά, έως αρνητικά, αντέδρασαν από άλλη σκοπιά –κυρίως αργότερα, μερικοί μέχρι και σήμερα- κάποιοι ανόητοι, διατυπώνοντας γκρίνιες του τύπου «ναι, αλλά γιατί τώρα», «πού ήταν αυτός τόσον καιρό», «σιγά, και τι λέει αυτή η δήλωση, κοινοτοπίες», «υπερεκτιμήθηκε, υπάρχουν άλλοι που έκαναν το ίδιο με πιο ριζοσπαστικό και συνεπή τρόπο αλλά αγνοήθηκαν» κ.λπ.[1].
Σήμερα, «άλλοι ανόητοι, ή οι ίδιοι μετενσαρκωμένοι», όπως έλεγε ο Ντελέζ, προσπαθούν με ανάλογα ψελλίσματα και σοφίσματα να αποδυναμώσουν και να χωνέψουν το δηλητήριο που τους σέρβιρε αφειδώς και μονοκοπανιά (σε αντίθεση με τη συνήθεια που αποδίδεται στον διάσημο συνονόματό του βασιλέα του Πόντου κατά την αρχαιότητα) ο mc Μιθριδάτης.
Σύμφωνα με αυτή τη λογική, για να είναι αποδεκτό να παρέμβει πολιτικά ένας καλλιτέχνης, (ή και μη καλλιτέχνης), πρέπει να έχει ήδη παρέμβει προηγουμένως. Αν πριν ήταν απολίτικος και μετά πολιτικοποιηθεί, δεν «πιάνει»· γεννά υποψίες, κάτι πονηρό και ανειλικρινές έχει στο μυαλό του.
Με άλλα λόγια, τα πράγματα πρέπει να παραμείνουν ως είχαν. Οι απολίτικοι να μείνουν για πάντα απολίτικοι, και ως πολιτικοποιημένοι να συνεχίσουμε να θεωρούμαστε εμείς, εμείς, οι μόνοι συνεπείς. Η δε πολιτικοποίησή μας αυτή δεν έχει σκοπό να μετασχηματίσει τίποτε, να μεταπείσει κανέναν και να τον πάρει με το μέρος της.
Στην περίπτωση όμως του Μιθριδάτη, επιπλέον, δεν έχουμε μία πολιτική διακήρυξη αρχών σε πρόζα. Έχουμε ένα τραγούδι, ή πάντως ένα ρυθμικά απαγγελλόμενο στιχούργημα. Κατά τη γνώμη μου, για τα δεδομένα της ελληνικής δισκογραφίας, ενσώματης και άυλης, του 21ου αιώνα, το στιχούργημα αυτό είναι στην πρώτη γραμμή από άποψη τεχνικής αρτιότητας και επινοητικότητας. Επίτευγμα πραγματικά εντυπωσιακό, αν λάβουμε υπόψη και την έκτασή του· αν υπήρχαν ακόμη τα βινύλια, στα οποία είχαν απευθύνει παλιότερα έναν νοσταλγικό αποχαιρετισμό τα Ημισκούμπρια σε σύμπραξη με τον Χρήστο Παπαδόπουλο («γεια σου Χρήστο με το μπουζούκι μου!»), το κομμάτι αυτό θα έπιανε μόνο του μία πλευρά του δίσκου.
Σε όσα ορθά ανέπτυξε ο Νίκος Σαραντάκος σε ανάλογο σημείωμά του[2], εγώ θα πρόσθετα και κάτι ακόμα: η στιχουργία τού «Για να μην τα χρωστάω» είναι ριζικά ετερογλωσσική –για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που εισηγήθηκε ο Ναόκι Σακάι. Ο βασιλιάς του Πόντου, για τον οποίο είχε γράψει και ομώνυμη όπερα ο Μότσαρτ, λέγεται ότι μιλούσε 22 γλώσσες. Ο τωρινός Μιθριδάτης, στο κομμάτι αυτό, μιλάει μόνο μία, (αυτή που, σύμφωνα με τον Ντερριντά, «δεν είναι δική του»), αλλά, ακριβώς, τη μιλάει σαν να είναι ξένη, ή σαν να είναι πολλές γλώσσες. Ο εφιάλτης του Μπαμπινιώτη.
Το ραπ, από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, αποτέλεσε ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα νεανικής υποκουλτούρας. Περί το 2021, έχουμε φτάσει στο σημείο να υπάρχουν αρκετοί μεσήλικες πλέον ράπερ. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα που είχε τεθεί κάποιες δεκαετίες νωρίτερα για τους ροκάδες: τι κάνει ένας ράπερ όταν μεγαλώσει;
Μία δυνατή οδός είναι να εισέλθει σε ένα μειονοτικό γίγνεσθαι (devenir minoritaire).
Το γεγονός ότι ο Μιθριδάτης γνωρίζει τη μαζικότερη απήχηση που είχε ποτέ δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτό το γίγνεσθαι, διότι, όπως μας έδειξαν οι Ντ-Γκ, η ιδιότητα του μείονος/ ελάσσονος δεν είναι στατιστική.
Είναι πολύ πολύπλοκη η έννοια της μειονότητας, με τις μουσικές, λογοτεχνικές, γλωσσικές, αλλά επίσης νομικές και πολιτικές συνδηλώσεις της. Η μειονότητα και η πλειονότητα δεν αντιδιαστέλλονται κατά τρόπο απλώς ποσοτικό. Η πλειονότητα προϋποθέτει μία σταθερά, έκφρασης ή περιεχομένου, ένα μέτρο-γνώμονα σε σχέση με το οποίο αξιολογείται. Ας υποθέσουμε ότι η σταθερά ή ο γνώμονας είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος – λευκός –αρσενικός – ενήλικος – κάτοικος των πόλεων – ομιλητής μιας τυποποιημένης ευρωπαϊκής γλώσσας – ετεροφυλόφιλος (ο Οδυσσέας του Τζόυς ή του Έζρα Πάουντ). Είναι προφανές ότι ο «άνθρωπος» [ή: «ο άνδρας» – homme] έχει την πλειοψηφία, έστω και αν αριθμητικά είναι πιο ολιγάριθμος απ’ ό,τι τα κουνούπια, τα παιδιά, οι γυναίκες, οι Μαύροι, οι αγρότες, οι ομοφυλόφιλοι … κ.λπ. Και αυτό διότι εμφανίζεται δύο φορές: μία φορά στη σταθερά, μία στη μεταβλητή απ’ όπου αντλείται η σταθερά. Η πλειονότητα προϋποθέτει μία κατάσταση εξουσίας και επιβολής, και όχι το αντίστροφο.
To «Για να μην τα χρωστάω» εξοφλεί τα χρέη του με γλωσσικά –αλλά αγύριστα- δάνεια: αντλώντας στοιχεία από την αγγλική, που με συμβατικά κριτήρια θεωρείται «μείζων», αν όχι και «ιμπεριαλιστική» γλώσσα που απειλεί να σβήσει τις άλλες –και πρώτα απ’ όλα την ένδοξη τρισχιλιετή. Ορθότερο όμως θα ήταν, ακριβώς, να λέγαμε «από τις αγγλικές». Διότι «η» αγγλική, περισσότερο από κάθε άλλη, είναι πολλές γλώσσες· υπάρχει μία αγγλική των Κολάμπια, αυτή την οποία επικαλούνται ως συμβολικό πόρο όσοι φαντασιώνονται ότι συνέτριψαν το λαϊκισμό· υπάρχουν όμως και πολλές αγγλικές ξένες προς την πρώτη, όπως ας πούμε η αργκό των μαύρων, της ποπ (=λαϊκής/ δημοφιλούς) κουλτούρας, ακόμη και του ίδιου του λαϊκισμού που στις απαρχές του υπήρξε γνήσια αμερικανικός ως πολιτικό φαινόμενο. Αυτός ο αμερικανισμός είναι και δική μας παράδοση, όπως είχε δείξει εμπράκτως πρώτος ο Λουκιανός Κηλαηδόνης –ο οποίος επίσης είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τα Ημισκούμπρια, περίπου το ίδιο διάστημα που εντρυφούσε στη μαύρη μουσική σε συνεργασία με την Preservation Hall Jazz Band.
Επ’ αυτού, μας λένε πάλι οι Ντ-Γκ: «Οι Μαύροι Αμερικανοί δεν αντιπαραθέτουν τα black προς τα english· φτιάχνουν μία black-english με τα αμερικάνικα, που είναι η δική τους γλώσσα. Οι ελάσσονες γλώσσες δεν υπάρχουν καθαυτές: καθώς υπάρχουν μόνο σε σχέση με μία μείζονα γλώσσα, συνιστούν επίσης επενδύσεις αυτής της γλώσσας με σκοπό να γίνει η ίδια ελάσσων. Ο καθένας πρέπει να βρει την ελάσσονα γλώσσα, διάλεκτο ή μάλλον ιδιόλεκτο, με βάση την οποία θα καταστήσει ελάσσονα τη δική του μείζονα γλώσσα».
Ο λευκός μεσήλικας ετεροφυλόφιλος mc με το περίεργο ιρανοποντιακό όνομα φαίνεται ότι είναι σε καλό δρόμο για να βρει μια τέτοια ιδιόλεκτο, υπηρετώντας μία θεωρούμενη περιθωριακή κουλτούρα ακριβώς τη στιγμή που εκτινάσσεται στην κεντρική καλλιτεχνική αλλά και πολιτική σκηνή.
[1] Βλ. π.χ.: «η δήλωση του Γ. Σεφέρη υπήρξε η μόνη αντιδικτατορική του ενέργεια. Οι ανάγκες της εποχής τής έδωσαν μεγάλες διαστάσεις και, πάντως, πολύ μεγαλύτερες από αυτές που είχε και μπορούσε να έχει στην πραγματικότητα, συγκρινόμενη με την αντιδικτατορική δράση πολλών άλλων πνευματικών ανθρώπων. Εξάλλου και αυτή καθαυτή η δήλωση του Γ. Σεφέρη είναι μια μάλλον χλιαρή διαπίστωση-παραίνεση παρά μια έντονη διαμαρτυρία.
Με τη δήλωση αυτή ο Γ. Σεφέρης ήταν μάλλον ασυνεπής προς τον εαυτό του, προς την προσωπική του ιστορία στο πολιτικό πεδίο. Όσο κι αν πολλοί προσπαθούν να απονείμουν στο Γ. Σεφέρη εύσχημα [sic] δημοκρατικότητας, το γεγονός είναι ότι εκείνος ουδέποτε τα δικαιολόγησε ή τα αποζήτησε» (Μιχάλης Πιτσιλίδης, Οι σκοτεινές πλευρές του Γιώργου Σεφέρη, Αρχιπέλαγος 2000, σ. 351-52). Aναλυτικότερη έκθεση –και ανασκευή- τέτοιων αντιρρήσεων μπορεί κανείς να βρει στο Ο ασιάτης Σεφέρης.
[2] «Στίχος (…) κεντημένος ψιλοβελονιά, ευρηματικές ομοιοκαταληξίες (ο άπληστορ με το Apple Store), παρηχήσεις, πάμπολλες εσωτερικές ομοιοκαταληξίες, εναλλαγές στα μοτίβα για να μη γίνεται μονότονη η ακολουθία δίστιχο το δίστιχο, οργιαστική λεξιπλασία, έξυπνα λογοπαίγνια, άφθονες αναφορές στην ποπ/λαϊκή κουλτούρα, αλλά επισης ευστοχία και ευθυβολία στην κριτική …»