του Άκη Γαβριηλίδη
Όπως πληροφορούμαστε από τον τύπο, (με κάποιο ψάξιμο διότι τα δημοσιεύματα αραιώνουν σημαντικά μετά τις 7-8 Μαΐου), ο 22 ετών άνδρας που απεικονιζόταν στο βίντεο από την είσοδο πολυκατοικίας στη Νέα Σμύρνη είχε ήδη αφεθεί ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους λίγες μέρες μετά τη σύλληψή του· η δίκη του στο αυτόφωρο, που είχε οριστεί για τις 14, τελικά δεν έγινε, ούτε ορίστηκε κάποια άλλη ημερομηνία για τακτική εκδίκαση, ο δε κατηγορούμενος επέστρεψε στο σπίτι του, εφόσον δεν είχε τεθεί υπό προσωρινή κράτηση.
Αυτή η δίκη, βέβαια, όποτε γίνει, δεν θα γίνει μόνο, ούτε καν κυρίως, για το περιστατικό της Νέας Σμύρνης, αλλά (και) για άλλες τρεις περιπτώσεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Δεν φαίνεται να έχει δημοσιευθεί κάπου επακριβώς το κατηγορητήριο, αλλά στο πρώτο περιστατικό η κατηγορία πιθανότατα αφορά απλώς απόπειρα προσβολής. Τουλάχιστον αυτό προέκυψε από μία έντονη, αλλά διεξοδική σχετική συζήτηση μετά τη δημοσιοποίηση του βίντεο: ότι, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, στη χειρότερη περίπτωση έχουμε απόπειρα και όχι τετελεσμένο αδίκημα.
Με βάση τον ποινικό κώδικα (42 σε συνδυασμό με 337), η απόπειρα προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας τιμωρείται το πολύ με μερικούς μήνες φυλάκιση, ενώ το δικαστήριο, κατά την κρίση του, μπορεί να την αφήσει και ατιμώρητη.
Για την ελληνική δικαιοσύνη, λοιπόν, φαίνεται ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ο «τέλειος θύτης», όπως υποστηρίχθηκε μετ’ επιτάσεως στα ΜΚΔ, και δεν είναι ούτε ενεργεία, ούτε δυνάμει βιαστής. Όχι πάντως με βάση το βίντεο και την κατάθεση της κοπέλας –δηλαδή τα στοιχεία που ήταν γνωστά όταν διατυπώθηκαν αυτοί οι ισχυρισμοί. Κανείς δικαστής δεν αποφάσισε ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει να «κλειστεί μέσα μέχρι να σβήσει ο ήλιος», ούτε επέβαλε καμία άλλη από τις ευφάνταστες ποινές που είχαν προταθεί ως αντίδοτο στο ενδεχόμενο ο «Σάτυρος» να βρει «έναν καλό δικηγόρο, να φάει μια ποινή-χάδι και σε λίγο να είναι πάλι έξω». Είναι πράγματι πάλι έξω πολύ συντομότερα απ’ ό,τι ίσως φοβούνταν όσοι σκέπτονταν έτσι, η δε απελευθέρωσή του δεν οφείλεται στην παράκαμψη του νόμου λόγω της δράσης κάποιου «καλού» (με την έννοια του μηχανορράφου, του σατανικού) συνηγόρου ή κάποιου παραδικαστικού κυκλώματος, αλλά στην ομαλή εφαρμογή του κείμενου δικαίου από την τακτική δικαιοσύνη.
Ούτε από τον τύπο, ούτε από τον νομικό κόσμο, αλλά ούτε και από γυναικείες οργανώσεις υπήρξε καθόσον γνωρίζω κάποια διαμαρτυρία ή επίκριση για την εξέλιξη αυτή. Κανείς δεν επερώτησε τους/ τις δικαστικούς εάν τους έχει ποτέ παρακολουθήσει κάποιος όταν γυρίζουν σπίτι το βράδυ, ούτε τις κατηγόρησε ότι απέκρυψαν τεχνηέντως και δεν έλαβαν υπόψη το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο, ούτε ότι η απόφασή τους στερείται ψυχαναλυτικού και φιλοσοφικού βάθους, μολονότι επί δύο περίπου μέρες ο εν λόγω «Σάτυρος» είχε θεωρηθεί ο υπ’ αριθμόν 1 δημόσιος κίνδυνος και είχαν ακουστεί εις βάρος του –καθώς και εις βάρος όποιου δεν συμμεριζόταν αυτές τις καταδίκες- κατάρες και φραστικές καταδίκες πιο έντονες απ’ ό,τι για πολύ βαρύτερα εγκλήματα.
Η εξέλιξη αυτή πιστεύω να δίνει μια απάντηση σε όσους και όσες, μετά τη δημοσίευση του πρώτου μου σημειώματος, με ρωτούσαν επίμονα «γιατί το έγραψα», και ακόμη περισσότερο σε όσους δεν περιορίστηκαν να ρωτάνε αλλά προχώρησαν και στην προβολή δικών τους απαντήσεων με βάση διάφορες βαθυστόχαστες υποθέσεις γύρω από το «ποιος είμαι» εγώ που τα έγραψα αυτά, πού αποβλέπω, πώς είναι συγκροτημένη η σκέψη ή/ και η φαντασία μου, ποιες είναι οι ενδόμυχες επιθυμίες μου, οι μεροληψίες μου κ.ο.κ. Μια συσσώρευση αναλυτικής γνώσης η οποία μας είναι τελείως άχρηστη όταν και κάποιος άλλος, και δη οι αρμόδιοι δικαστικοί λειτουργοί, κρίνουν ανάλογα.
Όλοι αυτοί, λοιπόν, που έθεταν τέτοια ερωτήματα, (ή τουλάχιστον όσες τα έθεταν καλόπιστα –για τους άλλους κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα), ίσως μπορούν τώρα, πιο ψύχραιμα, να οδηγηθούν στη σκέψη ότι, καμιά φορά, δεν χρειάζονται πολύπλοκες υποθέσεις, ότι ορθή απάντηση είναι η πιο απλή. Όταν κάποιος λέει «αυτός ο τοίχος είναι κίτρινος», αυτό μπορεί να το κάνει απλούστατα επειδή είναι πράγματι κίτρινος. Και ότι, εάν η πρόταση αυτή ευσταθεί, είναι μάταιο να οργιζόμαστε εναντίον όποιου την λέει, ή να κραυγάζουμε «δεν μου αρέσει που είναι κίτρινος, θα προτιμούσα να ήταν πράσινος» (ή, ακόμα χειρότερα, να διακηρύσσουμε ότι είναι ήδη τώρα πράσινος επειδή εμείς έτσι αποφασίσαμε). Επίσης, είναι στρουθοκαμηλικό να ζητάμε να μην λέγεται και να μην γράφεται κάτι τέτοιο, ή και να διαγραφεί εάν γράφηκε ήδη –λες και τα λόγια έχουν κάποια μαγική επίδραση. Είτε εμείς το πούμε είτε όχι, το χρώμα του τοίχου δεν αλλάζει. Το να διαγραφεί μία ανάρτηση σε ένα μπλογκ είναι κάτι πολύ απλό. Πατάς ένα κουμπί και διαγράφεται. Δεν υπάρχει όμως κανένα κουμπί που να μπορεί να κάνει αναδρομικά έναν κρατικό μηχανισμό να ακολουθήσει μία άλλη διαδικασία από αυτή που πράγματι ακολούθησε.
Φυσικά, αυτό δεν είναι απόλυτο: υπάρχουν τρόποι κατά τον οποίο τα λόγια μας μεταβάλλουν την πραγματικότητα. Οι τρόποι όμως αυτοί δεν είναι γραμμικοί, μονοσήμαντοι και εκ των προτέρων δεδομένοι.
Ειδικότερα: το να επισημαίνεις ότι μία σειρά πράξεων, σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους όπως έχουν τώρα, δεν συνιστά αδίκημα, ή δεν συνιστά αυτό το αδίκημα αλλά ένα άλλο πολύ ελαφρύτερο, υποστήριξαν κάποιοι ότι δεν είναι ποτέ ουδέτερο ως χειρονομία, διότι «αντικειμενικά» λειτουργεί μόνο ως συνηγορία του κατηγορουμένου, δίνοντάς του επιχειρήματα για να διεξαγάγει τον δικαστικό του αγώνα.
Ο φόβος αυτός είναι αβάσιμος, όπως είναι και η εντύπωση περί ουδετερότητας. Η επισήμανση αυτή δεν είναι, ούτε εμφανίζεται ως «ουδέτερη», παρεκτός με μια πολύ ιδιαίτερη σημασία. Τη σημασία αυτή θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε ως μακιαβελλική ουδετερότητα.
Ο Νικολό Μακιαβέλλι έγινε διάσημος για τον Ηγεμόνα του. Επί αιώνες, πολλοί άνθρωποι βρήκαν στον Ηγεμόνα μία ουδέτερη περιγραφή των τεχνικών κυριάρχησης και εξαπάτησης, και ως εκ τούτου τον θεώρησαν ως μία κυνική και ανήθικη στράτευση στην υπηρεσία των ισχυρών. Χάρη σε αυτή την θεώρηση πλάστηκε και ιδιαίτερο επίθετο στα ελληνικά και σε πολλές άλλες γλώσσες: «μακιαβελικός», για να περιγράψει τον αδίστακτο εξουσιαστή. Ωστόσο, όλοι οι σοβαροί αναγνώστες της πολιτικής σκέψης κατάλαβαν ότι το εγχείρημα του Μακιαβέλλι δεν ήταν αυτό. Ποιο ήταν, το εξέθεσε εύστοχα ο Τζέιμς Μαρτέλ σε ένα εκτενές άρθρο του, το οποίο μετέφρασα και εκδόθηκε πρόσφατα ως βιβλιαράκι από τις εκδόσεις Τοποβόρος:
Αν ο Μακιαβέλλι είχε γράψει τον Ηγεμόνα ως ιδιωτική επιστολή σε κάποιον ηγεμόνα, το ίδιο βιβλίο θα έπαιρνε μια πολύ διαφορετική σημασία. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ισχυρισμός ότι στο βιβλίο υπάρχει κάποιο είδος ρεπουμπλικανικής ατζέντας θα ήταν πιο δύσκολο να υποστηριχθεί, αφού ο ίδιος ο ηγεμόνας θα ήταν το μοναδικό ακροατήριο για το οποίο προοριζόταν το βιβλίο (εκτός κι αν κανείς μπορέσει να τεκμηριώσει ότι με κάποιο τρόπο ο Μακιαβέλλι ήθελε να ανατρέψει τον ηγεμόνα δίνοντάς του κακές συμβουλές). Εξ ορισμού, ο Μακιαβέλλι «συμβουλεύει» τον ηγεμόνα δημοσίως, δηλαδή ενώπιον ενός ακροατηρίου που παρακολουθεί, διαβάζει και πληροφορείται τις εισηγήσεις του. Έτσι, ενώ οι ηγεμόνες σχεδόν εξ ορισμού έχουν ιδιωτικούς συμβούλους που τους λένε πώς να διαχειρίζονται την εξουσία, το να δημοσιοποιεί κανείς τέτοιου είδους συμβουλές είναι σαν να «μπάζει» εμάς τους υπολοίπους στα μυστικά του ηγεμόνα (υπό το πρόσχημα ότι τον συμβουλεύει). Δημοσιεύοντας το έργο του, ο Μακιαβέλλι δημιουργεί ένα είδος μη συμμετρικής σχέσης, στο μέτρο που, λέγοντας τα μυστικά του ηγεμόνα, βλάπτει τον ηγεμόνα και βοηθά το λαό. Η ίδια η ύπαρξη του κειμένου του Ηγεμόνα ως εγγράφου που κυκλοφορεί δημοσίως επιτελεί έτσι ένα είδος πλεονεκτήματος υπέρ του λαού.
Στο σημείο αυτό, εγώ θα συμπλήρωνα παρενθετικά: ο Μακιαβέλλι δεν γράφει όσα γράφει επειδή έχει μία κρυφή «ρεπουμπλικανική ατζέντα». Η βασική, ίσως η μόνη «ατζέντα» που κατευθύνει τη σκέψη και τη γραφή του είναι η επιθυμία του να σκεφτεί την πολιτική και να γράψει δημόσια γι’ αυτήν, απροϋπόθετα, χωρίς υπολογισμούς για το κόστος και τις πιθανές συνέπειες. Η επιθυμία αυτή είναι κατά τη φύση της κομμουνιστική· είναι μία επιθυμία μοιράσματος και ανταλλαγής, μία επιθυμία «βεβήλωσης» (απόσπασης ενός στοιχείου από το χώρο του ιερού, εκείνου για το οποίο κανείς δεν μιλάει). Τα άλλα έρχονται μετά.
Ως προς το θέμα μας: ο ποινικός κώδικας είναι δημόσια γνωστός και διαθέσιμος σε όλους. Με το να τον διαβάσουμε και να γνωστοποιήσουμε δημόσια τι προβλέπει για κάποιο αδίκημα, ούτε διευκολύνουμε ούτε δυσχεραίνουμε τη θέση του Τάδε ή του Δείνα συγκεκριμένου κατηγορουμένου. Ο κάθε κατηγορούμενος έχει έναν συνήγορο, ο οποίος, σαν νομικός που είναι, σίγουρα γνωρίζει ήδη, ή μπορεί να βρει, όσα λέμε· δεν περιμένει από μας να τα μάθει. Αντιθέτως, πολλοί και πολλές στο κοινό οι οποίοι δεν είναι νομικοί, δεν τα γνωρίζουν, και με το να τα κάνουμε γνωστά αυτούς ωφελούμε. Aντιθέτως, δεν τους ωφελούμε αν τους τα αποκρύψουμε και δημιουργήσουμε μία τεχνητά εξωραϊσμένη εικόνα. Όσο για τη θέση των άλλων, αυτή παραμένει ίδια μετά όπως και πριν.
Ό,τι συντείνει στην κυκλοφορία και τη διάχυση της γνώσης και περιορίζει τα στεγανά, υπονομεύει κάθε ηγεμονικού τύπου εγχείρημα. Κανείς λοιπόν δεν θα είχε να κερδίσει τίποτε με το να παραμείνει αυτή η γνώση μυστική και ιδιωτική. Παρεκτός ίσως από όσους θέλουν, όχι να υπονομεύσουν την ηγεμονική λειτουργία ως τέτοια, αλλά να εκτοπίσουν τον συγκεκριμένο ηγεμόνα και να πάρουν εκείνοι τη θέση του.