του Άκη Γαβριηλίδη
Και φέτος, με αφορμή την επέτειο, πολλοί στα ΜΚΔ θυμήθηκαν το γνωστό ποίημα στο οποίο ο Μανόλης Αναγνωστάκης διακηρύσσει υπερήφανα πόσο φοβάται διαφόρους ανθρώπους· εκείνους που κάνουν το ένα, που κάνουν το άλλο, που έκαναν ή δεν έκαναν το τρίτο κ.ο.κ.
Το ποίημα αυτό, με κάθε χρόνο που περνάει, δείχνει όλο και πιο γερασμένο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί να το ξαναδημοσιεύει κανείς είναι η κεκτημένη ταχύτητα και η συνήθεια. Κατά τα άλλα, πρόκειται για μια επικαιρική έκφραση συνδεμένη περιοριστικά με μια συγκεκριμένη συγκυρία και με μια συγκεκριμένη νοοτροπία –όπως και το προγενέστερο για τους Σιδωνίους νέους (και νέες) του 1970. Την ίδια προσέγγιση που εκείνο εξέφραζε στην εποχή του, εκφράζει και αυτό μία δεκαετία αργότερα. Η δριμεία κριτική που ασκεί και αυτό το ποίημα κακώς εκλαμβάνεται ως πολιτική. Στην πραγματικότητα είναι ηθική κριτική, αν όχι ηθικολογική. Έχουμε εδώ την καταγγελία όχι κάποιων πολιτικών θέσεων, αλλά κάποιων συμπεριφορών, οι οποίες ξεσκεπάζονται ως ανακόλουθες και υποκριτικές. Δεν επικρίνεται η δικτατορία, αλλά εκείνοι που αντιτάχθηκαν ατελώς, αργοπορημένα και ανειλικρινώς στη δικτατορία.
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι το 1983 είχε μία χρησιμότητα αυτή η καταγγελία, (και πάλι μένει να δούμε ποια χρησιμότητα και για ποιον), τι νόημα έχει αυτή σήμερα; Γνωρίζετε εσείς σήμερα ανθρώπους που να τα σπάζουν «όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη»; Προσωπικά πολύ αμφιβάλλω εάν ακόμη και τότε υπήρχε κανείς που να κάνει κάτι τέτοιο. Εάν υπήρχε, η ενέργεια αυτή θα ήταν όντως γελοία και ανακόλουθη· πολύ πιο εύλογο κατά τη γνώμη μου θα ήταν να προτιμήσει κανείς τα μπουζούκια από τη Φαραντούρη. Για ποιο λόγο όμως να φοβηθεί κανείς όποιον, καθ’ υπόθεσιν, κάνει κάτι τέτοιο; Tι κακό μπορεί να κάνει και σε ποιον, πέρα από το να γελοιοποιηθεί ο ίδιος;
Το κακό που μπορούσε να κάνει, για να μην μακρηγορούμε, είναι το εξής: να φέρει τον Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, και μαζί του τους μικρομεσαίους/ νοικοκυραίους/ κυρ-Παντελήδες που είχαν συμβιβαστεί και λουφάξει επί χούντας, περιθωριοποιώντας τους γνήσιους αντιστασιακούς αγωνιστές της ανανεωτικής αριστεράς και μη αγοράζοντας τα κουπόνια τους.
Οι διαμάχες αυτές, αν για κάποιους είχαν τη σημασία τους τη δεκαετία του 80, σήμερα είναι ακατανόητες για τους περισσότερους. Και ευτυχώς.
Το μόνο που εισπράττει ένας σημερινός αναγνώστης από ένα τέτοιο ποίημα είναι ένα αριστοκρατικό μήνυμα φόβου των μαζών. Ένα αντιδημοκρατικό μήνυμα, με την έννοια του Ρανσιέρ: με αυτό, ο ποιητής ονειδίζει όσους δεν έχουν κανέναν τίτλο να μετέχουν στην πολιτική, εξυμνώντας όσους έχουν. Δηλαδή τον εξής έναν: τον εαυτό του. Το ότι αυτός ο τίτλος είναι η συμμετοχή σε αγώνες κατά της δικτατορίας, δεν αναιρεί τον αντιδημοκρατικό-αριστοκρατικό χαρακτήρα αυτής της διάκρισης.
Δεν αμφισβητώ ότι κάποιοι πιθανόν να μην εξεδήλωσαν αντίθεση στη χούντα όσο αυτή ήταν στα πράγματα, και να την εξεδήλωσαν αφού αυτή είχε ηττηθεί. Ασφαλώς θα ήταν προτιμότερο να την είχαν εκδηλώσει τότε. Αλλά είναι καλό που έστω εκ των υστέρων παρασύρθηκαν από το γενικό κλίμα, μετασχηματίστηκαν, διήνυσαν μία απόσταση και υιοθέτησαν –ολόψυχα ή απρόθυμα, δεν μπορούμε ούτε είναι δουλειά μας να κρίνουμε και δεν έχει μεγάλη σημασία- μια δημοκρατική τοποθέτηση. Σήμερα δεν έχουμε αυτό το πρόβλημα: δεν υπάρχουν άνθρωποι που να φωνάζουν «κάτω η χούντα» ανειλικρινώς, και αν υπάρχουν κάποιοι δεν προκαλούν κανένα φόβο. Φόβο αντίθετα προκαλούν όσοι πιστεύουν ότι η χούντα ήταν καλή και ότι και τώρα ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται, και δεν διστάζουν να το αναφωνήσουν ευθαρσώς δημόσια. Ή και όσοι ενεργούν σύμφωνα με αυτή την πεποίθηση χωρίς να το δηλώνουν. Το πρόβλημα όμως με αυτούς δεν είναι η ασυμφωνία των έργων με τα λόγια τους, αλλά είναι τα ίδια τα έργα τους.