φεμινισμός,Πολιτική

Γιατί έπαψα να ακούω όσες δεν θέλουν να μου μιλήσουν

του Άκη Γαβριηλίδη

Η ερώτηση του τίτλου εκ πρώτης όψεως φαίνεται ταυτολογική, με αυτονόητη την απάντηση: επειδή απλούστατα δεν είναι καν δυνατό να ακούσεις κάποιον, εάν αυτός δεν σου μιλάει. Ωστόσο η ταυτολογία αυτή φαίνεται ότι είναι απαραίτητη όταν κυκλοφορούν βιβλία με τίτλο όπως το εικονιζόμενο: «Γιατί δεν μιλάω πλέον σε λευκ@ς για ζητήματα φυλής».

Το βιβλίο αυτό είχα την ατυχή έμπνευση να αρχίσω να το διαβάζω τις τελευταίες μέρες, παράλληλα –λίγο πριν και λίγο μετά- με τις καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου ότι υπέστη βιασμό από παράγοντα της ομοσπονδίας της, καθώς και με τη συζήτηση για την τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου στην κατεύθυνση της συνεπιμέλειας του τέκνου σε περίπτωση διαζυγίου.

Έχοντας φτάσει λίγο μετά τη μέση, εγκατέλειψα την ανάγνωση διότι ήταν μια ιδιαίτερα ματαιωτική εμπειρία. (Θα μου πείτε, με τέτοιο τίτλο θα έπρεπε να ψυλλιαστείς. Ίσως).

Η συγγραφέας –μαύρη Βρετανίδα φεμινίστρια- από την αρχή του βιβλίου δηλώνει ότι είναι θυμωμένη. Προχωρώντας, δεν προσθέτει και πάρα πολλά σε αυτή τη δήλωση, παρεκτός ότι είναι πολύ θυμωμένη. Μιλάμε πάρα πολύ θυμωμένη. Και γαμώ τις θυμωμένες.

Γιατί είναι θυμωμένη; Διότι οι λευκοί Βρετανοί, αλλά και οι λευκές Βρετανίδες, ακόμα και όταν είναι φεμινίστριες, δεν καταλαβαίνουν ότι έχουν ένα προνόμιο που οι μαύρες Βρετανίδες δεν έχουν· αλλά όταν πάει να τους μιλήσει γι’ αυτό, δεν την καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να ακούσουν. Οπότε, αποφάσισε να πάψει να τους μιλά πλέον.

Αν είναι έτσι, η προφανής ερώτηση που προκύπτει είναι: τότε ποιο σκοπό εξυπηρετεί ένα τέτοιο βιβλίο; Τι ωφελεί να πάρει κάποιος το λόγο μόνο και μόνο για να πει ότι δεν θα μιλήσει;

Μία πιθανή απάντηση είναι: για να ταρακουνήσει όσους ακούνε (την δήλωση ότι δεν την ακούνε) και έτσι να οδηγηθούν τελικά να την ακούσουν. Και όμως, όχι: η Έντο-Λοτζ κόβει και αυτή τη γέφυρα. Ήδη στην εισαγωγή (σελ. xiv) σημειώνει ότι, όταν είχε πρωτοδιατυπώσει την απόφασή της αυτή (με ένα άρθρο στον Γκάρντιαν το 17), αρκετοί λευκοί/-ές επικοινώνησαν μαζί της και της είπαν, μα γιατί, μην απελπίζεσαι, συνέχισε να μιλάς … Αλλά αυτή απέρριψε τα παρακάλια αυτά ως άνευ νοήματος, too little, too late, και μας διαβεβαιώνει ότι το βιβλίο αυτό «δεν το έγραψε για να προκαλέσει αισθήματα ενοχής στους λευκούς», ούτε για να τους οδηγήσει στο «διαδικτυακό αντίστοιχο του να σταθούν έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της (!) με ένα φορητό ηχοσύστημα και ένα μπουκέτο λουλούδια και να αρχίσουν να εξομολογούνται τα ελαττώματα και τα λάθη τους, παρακαλώντας την να μείνει».

Η εξαιρετικά λεπτομερής αυτή περιγραφή μιας (μη) φαντασίωσης, μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι το «δεν» αυτό είναι από κείνα για τα οποία λέει ο Φρόυντ ότι πρέπει απλώς να το παραλείψουμε και να κρατήσουμε την υπόλοιπη πρόταση ως έχει. Ωστόσο, επειδή εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για ασυνείδητες επιθυμίες, πρέπει να δεχθούμε τη διάψευση.

Ωραία λοιπόν, το βιβλίο δεν το έγραψε γι’ αυτό.

Γιατί το έγραψε;

Εγώ, ως ένας (κατά τεκμήριο[1]) λευκός μη Βρετανός αναγνώστης αυτού του λόγου, τι αναμένεται να τον κάνω;

Η κοπέλα αυτή κάθισε και έγραψε κάποιες εκατοντάδες σελίδες, τις πήγε σε έναν εκδότη, το κάνανε βιβλίο, είπε στον εκδότη να το διακινήσει, χωρίς να του πει «μην το πουλάς σε λευκούς, παρά μόνο σε μαύρους», και αυτός το διακίνησε, μεταξύ άλλων και στο Βέλγιο. Εγώ μπήκα σε ένα αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο στο Βέλγιο, ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία επέλεξα αυτό, κάθισα στην ουρά, το πλήρωσα, αφιέρωσα κάποιες ώρες στην ανάγνωσή του … Εξ αυτού και μόνο, φαντάζομαι ότι έχω αποδείξει επαρκώς ότι θέλω να ακούσω όσα έχει να πει. Αλλά τι έχει να πει; Ότι δεν θέλουν να την ακούσουν και γι’ αυτό δεν θα μιλήσει. Back to square one, constantly. Λούπα.

Τότε όμως τι να κάνουμε; Από ένα βιβλίο που επισημαίνει ένα πρόβλημα, θα αναμέναμε να μας δώσει κάτι, έστω μια σκέψη, κάτι να προβληματιστούμε, να μετασχηματίσουμε … Και όμως, τίποτα. Πέρα από το ότι εμείς οι λευκοί πρέπει να acknowledge our privilege.

Αυτό, όμως, είναι μοιρολατρία. Είναι σαν να λέει, τα πράγματα είναι σκατά, αλλά εγώ επιθυμώ να παραμείνουν σκατά ώστε να μπορώ να λέω ότι είναι σκατά και ότι εσείς, ό,τι και να κάνετε, δεν θα είναι αρκετό για να πάψουν να είναι. Πρέπει να ομολογήσετε ότι έχετε ένα προνόμιο, αλλά ποτέ καμία τέτοια ομολογία δεν είναι αρκετή διότι πάντοτε είναι ύποπτη ως ανειλικρινής, ανεπαρκής, αργοπορημένη, υστερόβουλη.

Ειλικρινά έχω την απορία: από όλες αυτές που ζητάνε από τ@ς λευκ@ς να acknowledge their privilege, υπήρξε ποτέ έστω και μία που κάποια στιγμή να είπε, α, μπράβο, η Τάδε το παραδέχτηκε, όσα κάναμε είχαν ένα αποτέλεσμα, υπάρχει μία δυνατότητα μετασχηματισμού; Εγώ πάντως δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο.

Αντίσταση στη φεμινιστική μελαγχολία

Αυτή την αίσθηση «μαύρης τρύπας», ενός χάσματος ανάμεσα σε μια καταγγελία και σε μία πεποίθηση περί αδυναμίας οποιασδήποτε επανόρθωσης του καταγγελλόμενου κακού, την έχω πολύ έντονα ακούγοντας τα λόγια πολλών φεμινιστριών στην Ελλάδα για το ζήτημα της παρενόχλησης, αλλά και της συνεπιμέλειας του τέκνου.

Νομίζω ότι η λεκτική αυτή τακτική είναι άμεσος κληρονόμος του αριστερισμού και, ειδικότερα, του «αντιρεφορμισμού». Σε όλο τον 20ό αιώνα, όποτε σημειωνόταν μία εξέλιξη η οποία ήταν δυνατό να γίνει αντιληπτή ως κατάκτηση, ως βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, ως μεταρρύθμιση, πάντοτε βρισκόταν κάποιος να πεταχτεί για να «διαλύσει τις αυταπάτες» λέγοντας: «Πφφ! Όλα αυτά είναι στάχτη στα μάτια, είναι παραχωρήσεις των αστών για να αποκοιμίσουν τους εργάτες και να ευνουχίσουν τη μαχητικότητά τους». Με ψυχαναλυτικούς όρους, πρόκειται για το άγχος που νιώθει το υποκείμενο μπροστά στο ενδεχόμενο να εκπληρωθεί η επιθυμία του, διότι φοβάται ότι μετά δεν θα έχει πλέον κάτι να επιθυμεί.

Αυτό όμως είναι απογοητευτικό όταν πρόκειται για το πρώτο ιστορικά κίνημα το οποίο έθεσε υπό αμφισβήτηση τη λογική του «υπέρτατου τελικού στόχου» και της «κυρίαρχης αντίφασης».

Αυτή η διαρκής ανικανοποίηση και απόρριψη κάθε ενδιάμεσου στόχου, το 1960 ήταν τουλάχιστον πρακτικά αιτιολογημένη (αν και ούτε τότε δικαιολογημένη): αναφερόταν σε ένα υπαρκτό και μαζικό εργατικό κίνημα και επιδίωκε να το προσεταιριστεί και να το στρέψει προς πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Όταν όμως διατυπώνεται ένας ανάλογος μαξιμαλισμός σε συνθήκες υπό τις οποίες τα κινήματα, και το φεμινιστικό ειδικότερα, είναι ελάχιστα μαζικά ή/ και ελάχιστα ριζοσπαστικά, δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα –και συχνά, έχω την εντύπωση, ως συνειδητό σκοπό- τον αποκλεισμό και την ιεράρχηση. Να φύγουν όσες δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια του γνήσιου φεμινισμού ώστε να μείνουμε μόνες εμείς, εμείς οι μόνες συνεπείς.

Πριν αρκετά ήδη χρόνια, η Wendy Brown είχε δημοσιεύσει ένα σύντομο άρθρο με τον τίτλο «Resisting Left Melancholy»[2].

Ένα από τα χαρακτηριστικά της «αριστερής μελαγχολίας» που επισήμαινε εκεί ήταν και το εξής:

Καταλήγουμε να αγαπάμε τα αριστερά μας πάθη και τον αριστερό μας λόγο, τις αριστερές μας αναλύσεις και πεποιθήσεις, περισσότερο απ’ ό,τι αγαπάμε τον υπαρκτό κόσμο τον οποίο υποτίθεται ότι θέλουμε να αλλάξουμε με αυτούς τους όρους ή το μέλλον που θα ήταν σύμφωνο με αυτούς.

Νομίζω ότι, αν στη φράση αυτή αντικαταστήσουμε το επίθετο «αριστερός» με το επίθετο «φεμινιστικός», θα προκύψει μία έγκυρη και πρακτικά χρήσιμη περιγραφή ενός υπαρκτού φαινομένου. Ο φεμινισμός, ορθότερα: οι φεμινισμοί, οι οποίοι ως προς πολλές από τις πλευρές τους δομήθηκαν πάνω στο προηγούμενο του εργατικού κινήματος, (όσο κι αν από άλλες απόψεις διαφοροποιήθηκαν απ’ αυτό), ευτυχώς ή δυστυχώς δεν έχουν κάποια εκ γενετής ανοσία απέναντι στις παιδικές, γεροντικές ή οποιεσδήποτε άλλες ασθένειες εκείνου. Κάποιοι φεμινισμοί βέβαια είναι καλύτερα εφοδιασμένοι να τις αντιπαλέψουν και κάποιοι λιγότερο καλά. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, ούτε σκάνδαλο, και ισχύει για τον καθένα μας και την καθεμιά μας: η αποφυγή αυτών των παγίδων δεν είναι δεδομένη για κανέναν, αλλά μπορεί να έρθει ως αποτέλεσμα μιας κοπιώδους εργασίας μετασχηματισμού. Η οποία δεν λήγει ποτέ.

download

[1] Ως γνωστόν, η λευκότητα και η μαυρότητα δεν είναι αντικειμενικά βιολογικά δεδομένα, αλλά τεχνολογίες κοινωνικής ιεράρχησης. Στο πλαίσιο τέτοιων ιεραρχήσεων, υπήρχαν φορές που οι Έλληνες, ιδίως όσοι κατάγονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κρίθηκαν μαύροι, ή σκουρόχρωμοι.

[2] Το άρθρο αυτό υπάρχει σε (δική μου) ελληνική μετάφραση στις Θέσεις.

Κλασσικό

9 σκέψεις σχετικά με το “Γιατί έπαψα να ακούω όσες δεν θέλουν να μου μιλήσουν

  1. Ο/Η dima λέει:

    νομίζω είναι εξαιρετικά άστοχο να συμπεριλάβουμε σε αυτό το φάσμα το ζήτημα της συνεπιμελειας.

    Αυτό που απορρίπτεται γενικά από πλήθος ομάδων και επιστημόνων , δεν είναι η συνεπιμελεια, αλλά η υποχρεωτική εφαρμογή της εκ του νόμου.

    με το ισχύον νομικό πλαίσιο τα δικαστήρια μπορούν να αποδώσουν συνεπιμελεια και στους 2 γονείς και μόνο κατά 2% των περιπτώσεων όπου ζητάται συνεπιμελεια (περίπου 8% οι περιπτώσεις όπου ζητάται) στα δικαστήρια (ήτοι σε μη συναινετικες αντιδικιες) τα δικαστήρια αρνούνται. πρόκειται δηλαδή για εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό, το οποίο θα απορρίπτεται από τους δικαστές για συγκεκριμένους λόγους (βία, πρακτικά ζητήματα λόγω αποστάσεων κοκ).

    σε γενικές γραμμές δεν είναι οι αντίρεφορμιστριες φεμινιστριες αυτές που απορρίπτουν το ζήτημα της υποχρεωτικής συνεπιμελειας, αλλά σχεδόν το σύνολο των νομικών επιστημόνων έχει τοποθετηθεί αρνητικά, ενώ και αρκετά μελη της ίδιας της νομοπαρασκευαστικης επιτροπής (πχ ο Σταθοπουλος) έχουν δηλώσει αντίθεση.

    παράλληλα, σε όσες χώρες έχει εφαρμοστεί η υποχρεωτική συνεπιμελεια έχει καταργηθεί σε σύντομο χρόνο (3-4 έτη μετά) γιατί προκάλεσε σημαντικά προβλήματα.

    δεδομένων αυτών (και πολλών άλλων επιχειρήματων) είναι απόλυτα εύλογη και χρήσιμη η εναντίωση σε όποιο νόμο φέρει την υποχρεωτική συνεπιμελεια. το ισχύον καθεστώς την προβλέπει ήδη και είναι οι δικαστές αυτές που μπορούν να κρίνουν εξατομίκευμενα τις περιπτώσεις εφαρμογής της και όχι ο νομοθέτης.

    Μου αρέσει!

    • Η ερώτηση ήταν «ποιοι λόγοι/άρθρα εμπίπτουν στη «φεμινιστικη μελαγχολία»».
      Εγώ λοιπόν απάντησα για λόγους και για άρθρα. Δίνοντας και ένα συγκεκριμένο παράδειγμα.
      Μπορεί διαπρεπείς ή μη επιστήμονες να είναι υπέρ ή κατά αυτής ή της άλλης λύσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι και κάποιος άλλος που παίρνει αυτή τη θέση έχει ανοσία απέναντι στη μελαγχολία.
      Η μελαγχολία δεν συνδέεται με την πρακτική λύση που επιλέγει ή απορρίπτει κανείς. Συνδέεται με μία στάση, με ένα σκεπτικό, με μία διάταξη των παθών.
      Μπορεί κανείς να είναι υπέρ της Α λύσης σε ένα ζήτημα και να είναι ή να μην είναι «μελαγχολικός» (με την έννοια της Μπράουν), ή και το αντίστροφο.
      Γι’ αυτό το λόγο, αυτό που είναι άστοχο είναι, ακριβώς αντίθετα, να εξαιρούμε κάποια θέματα από αυτή τη συζήτηση, όχι να τα εντάσσουμε. Διότι η τάση αυτή μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε θέμα.
      Και εν προκειμένω, αυτό ακριβώς συμβαίνει.

      Στο παράδειγμα που έφερα, ας πούμε, το πρώτο «μπούλλετ» διακηρύσσει:

      «Είμαστε ενάντια σε κάθε νομοθεσία που θέλει να ορίσει τον τρόπο και τους όρους που θα ζούμε».

      Συγνώμη, αυτό δεν είναι πολιτικός λόγος. Είναι εκτός τόπου και χρόνου.
      Αυτή η διατύπωση ουσιαστικά ισοδυναμεί με το

      «Είμαστε ενάντια σε κάθε νομοθεσία» -τελεία.

      Κάθε νομοθεσία αυτό ακριβώς κάνει: θέλει να ορίσει τον τρόπο και τους όρους που θα ζούμε. Και πράγματι τον ορίζει.
      Ας πούμε, εν προκειμένω, το νομοσχέδιο αυτό δεν έρχεται εν κενώ: υπάρχει ήδη νομοθεσία που ρυθμίζει την γονική επιμέλεια σε περίπτωση διαζυγίου, και άρα, έτσι, ορίζει τον τρόπο με τον οποίο ζουν κάποιοι και κάποιες.
      Όσοι συνέταξαν το παραπάνω κείμενο είναι κατά και εκείνης της νομοθεσίας;

      Μου αρέσει!

  2. Ο/Η dima λέει:

    συμφωνώ ότι δεν είναι ζήτημα ορθής ή μη επιλογής η μελαγχολική θέση.

    από την άλλη όμως κρίνω ότι στην προκειμένη δεν υπάρχει κάποιο αντιρεφορμιστκό πάθος, αλλά το «λύγισμα του ραβδιού» προς την άλλη κατεύθυνση δεδομένης μιας ισχυρής επικοινωνιακής προπαγάνδας διάφορων λόμπι στα ΜΜΕ και στα ΜΚΔ υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας με αποτέλεσμα πράγματι να ακούγονται εν μέρει υπερβολικές ανταπαντήσεις.

    μάλιστα, ως προς το συγκεκριμένο παράθεμα «είμαστε αντίθετοι σε κάθε νομοθεσία που θέλει να ορίσει τον τρόπο και τους όρους που ζούμε» είναι πράγματι κυριολεκτικά προσλαμβανόμενο άστοχο. αν συμπεριλάβουμε όμως το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στο θέμα της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας και ένα γενικότερο κλίμα που δέχονται διεθνώς οι γυναίκες (όπως π.χ. στο ζήτημα της έκτρωσης, το οποίο ανακινείται και στην Ελλάδα κατά καιρούς), θεωρώ ότι δεν πρόκειται όμως για «μελαγχολική» στάση, αλλά για οργή, η οποία οδηγεί σε υπερβολικές και άστοχες διατυπώσεις, όπως του τύπου καμία νομοθεσία στις ζωές μας.

    και η οργή μπορεί να μην είναι πάντα χρήσιμο πάθος, ειδικά στις δημόσιες τοποθετήσεις, είναι όμως κατανοητό και πλήρως ανεξάρτητο από τη μελαγχολία η οποία νομίζω ότι παραπέμπει περισσότερο στην αδράνεια, ενώ αντίθετα τα οργισμένα υποκείμενα κινητοποιούνται με πορείες, δημόσιες παρεμβάσεις κοκ.

    Μου αρέσει!

    • Αγαπητέ κύριε ή κυρία.
      Όσα γράφω δεν αποτελούν έκδοση δικαστικής απόφασης ή βαθμολόγησης λόγων.
      Είμαι ένας πολίτης, και εκφράζω τη γνώμη μου και την αντίδρασή μου για όσα ακούω, η οποία δεσμεύει μόνο εμένα.
      Το κείμενο αυτό μιλά για ένα δημόσιο ζήτημα, και ζητά τη συμφωνία μου και την υπογραφή μου.
      Εγώ λοιπόν δεν μπορώ να την δώσω.
      Όταν βλέπω ένα κείμενο τόσο εκτενές, του οποίου η πρώτη ουσιαστικά πρόταση είναι αυτή, δεν έχω χρόνο και ενέργεια να σπαταλήσω για να διαβάσω το υπόλοιπο. Κάποιος ο οποίος δηλώνει ότι δεν θέλει καμία νομοθεσία στη ζωή του, εμένα με αποκλείει· μου στέλνει το μήνυμα ότι απευθύνεται σε έναν στενό κύκλο ανθρώπων που ονειροβατούν, όχι στο κοινό, στον οποιονδήποτε, αυτούς που δεν έχουν κανέναν τίτλο.
      Αν αυτό σας ενδιαφέρει, εσάς ή/ και όσες έγραψαν το κείμενο, λάβετέ το υπόψη σας. Αν όχι, όχι.

      Μου αρέσει!

  3. Ο/Η dima λέει:

    δεν είμαι συντάκτης (ούτε καν υπογραφών του ανωτέρω κειμένου) ούτε το θεωρώ εύστοχη πολιτική πράξη, συμφωνώντας με την κριτική σας για την πρώτη του θέση.

    εξαρχής, αυτό που θέτω προς συζήτηση είναι αν οι φεμινιστικοί λόγοι κατά της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας συνδέονται με μια αντιρεφορμιστική κατεύθυνση ή μελαγχολική στάση, όπως και στο κείμενο της δημοσίευσης αναφέρατε.

    σε γενικό πλαίσιο υποστηρίζω προς όχι, ότι δηλαδή δεν έχω συναντήσει τέτοιο κείμενο κατά την κρίση μου. Ακόμα και ως προς το συγκεκριμένο κείμενο που αναφέρετε, η άποψη μου είναι ότι τέτοιες άστοχες διατυπώσεις και θέσεις είναι αποτέλεσμα οργής και όχι μελαγχολίας, τα οποία θεωρώ εντελώς διαφορετικά, πολιτικά και ψυχαναλυτικά.

    Κατ’ αναλογία με το θέμα της συνεπιμέλειας, θα έλεγα ότι αν η υπήρχε νομοθετική απόπειρα ως προς τον περιορισμό άσκησης του δικαιώματος στις εκτρώσεις, θα ανέμενα να συναντούσαμε και πάλι διατυπώσεις όπως αυτή που επισημαίνετε (δεν θέλουμε ο νόμος να κάνει κουμάντο στα σώματα μας κλπ). θα επρόκειτο όμως και τότε για μια πολιτική στάση οργής και όχι μελαγχολίας (η οποία θεωρώ ότι πράγματι συναντάνται σε αριστερούς / φεμινιστικούς κύκλους σε άλλες περιπτώσεις) και θεωρώ άστοχο την υπαγωγή περιπτώσεων πολιτικής οργής στη μελαγχολία, αν και σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να μοιράζονται κάποια κοινά στοιχεία.

    Μου αρέσει!

    • Για το παραπάνω κείμενο χρησιμοποίησα τον όρο «μελαγχολία» στο βαθμό που ο λόγος του-κατά την δική μου κρίση- εκ των προτέρων υπονομεύει, ουσιαστικά ακυρώνει, την πιθανότητα να εισακουστεί, να γίνει ελκυστικός σε άλλους/-ες (οι οποίοι να μην συμμερίζονται ήδη τις απόψεις του), και άρα να επιτύχει, να αποκομίσει χαρά, να μετασχηματίσει κάτι.

      Μου αρέσει!

  4. Ο/Η Christina Antoinette Neofotistou λέει:

    Ότι είσαι νούμερο και μπλοκάρεις φεμινίστριες επειδή διαφωνήσανε μαζί σου το λες; Ότι τους μιλάς στο αρσενικό γιατί «ο λόγος τους δεν είναι λόγος γυναίκας, αλλά τραμπούκου άντρα»;

    :Ρ Ή μήπως αυτές δε βοηθάνε στον μετασχηματισμό, και ο μετασχηματισμός μπορεί να έρθει μόνο όταν τον φεμινιστικό λόγο τον μετέρχονται cis στρέιτ άντρες σαν και του λόγου σου; Για τους αναγνώστες σου τα γράφω, εσύ ξέρω τί σκατένια άποψη έχεις και δε θέλω να σε βάζω σε κόπο να την επαναλάβεις.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.