Εθνικισμός,Ιστορία,Πολιτική

Γιατί η Βουλγαρία προσπαθεί να μπλοκάρει την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ;

του Τσαβντάρ Μαρίνοβ

 

Για να κατανοήσουμε την περίπλοκη πολιτική κατάσταση στη χερσόνησο των Βαλκανίων, μερικές φορές μπορεί να είναι χρήσιμο να χρησιμοποιήσουμε παραδείγματα υπό μορφή υποθέσεων του μη πραγματικού. Για παράδειγμα, μπορούμε να φανταστούμε τη Γερμανία να απαιτεί από τη Βιέννη να αναγνωρίσει επίσημα ότι ο Μότσαρτ ήταν Γερμανός προκειμένου να ενταχθεί στην ΕΕ; Ή τη Γαλλία να παράγει τόνους πολεμικής βιβλιογραφίας για να αποδείξει ότι η βελγική και η ελβετική ταυτότητα είναι «τεχνητή»; Ή Γερμανούς μελετητές να επιμένουν ότι οι Κάτω Χώρες και η Βελγική Φλάνδρα πρέπει να παραδεχτούν ότι μιλούν μια ποικιλία Plattdeutsch και να επαναφέρουν τον όρο (Neder)Duits ως «παραδοσιακό» όνομα για την ολλανδική τους γλώσσα; Ή την Αυστρία να μπλοκάρει την ένταξη της Σλοβενίας στην ΕΕ με την αιτιολογία ότι η τελευταία είναι «προϊόν ολοκληρωτισμού» ­-αφού ιδρύθηκε πρώτα από τον κατά το ήμισυ Σλοβένο δικτάτορα Τίτο επί κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας;

Όσο παράλογο κι αν ακούγεται, Βούλγαροι ακαδημαϊκοί και πολιτικοί επαναλαμβάνουν ανάλογους ισχυρισμούς σχετικά με την ιστορία, τη γλώσσα και την εθνική ταυτότητα της Βόρειας Μακεδονίας για πάνω από 50 χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια, παρόμοιοι ισχυρισμοί έχουν επιστρατευθεί από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας (κράτος μέλος της ΕΕ από το 2007) ως μέσο πίεσης επί της μακεδονικής κυβέρνησης καθώς αυτή επιδιώκει να ενταχθεί στην ΕΕ. Οι βουλγαρικές απειλές υλοποιήθηκαν τελικά στις 17 Νοεμβρίου σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων: ενώ φαίνεται να υπάρχει συναίνεση εντός της ΕΕ ότι η Βόρεια Μακεδονία πληροί τα κριτήρια για έναρξη διαπραγματεύσεων, η υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας Εκατερίνα Ζαχαρίεβα δήλωσε ότι η Σόφια απορρίπτει το διαπραγματευτικό πλαίσιο και άσκησε βέτο.

 

Αμφισβητούμενη κληρονομιά

Τοποθετημένη στο κέντρο της πολυεθνικής περιοχής των Βαλκανίων, η Μακεδονία ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως το 1913, όταν χωρίστηκε μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας (μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας) και Βουλγαρίας. Παρά τις δύο σύντομες κατοχές του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, η Βουλγαρία δεν κατάφερε να την ενσωματώσει στα εθνικά της σύνορα και στα τέλη του 1944 ιδρύθηκε μια Δημοκρατία της Μακεδονίας με τη δική της πρωτεύουσα (Σκόπια) και γλώσσα στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας. Από τη δεκαετία του 1960, Βούλγαροι πολιτικοί -αρχικά κομμουνιστές, μετά το 1989 οι μετακομμουνιστές και αντικομμουνιστές κληρονόμοι τους- απέρριψαν τον χαρακτηρισμό αυτού του έθνους και της γλώσσας ως «μακεδονικής», ισχυριζόμενοι ότι ο σλαβικός πληθυσμός της Μακεδονίας είναι εθνοτικά βουλγαρικής καταγωγής που μιλούν μια δυτική βουλγαρική διάλεκτο. Ξεκίνησε μια δεκαετία ιστορικών αντεγκλήσεων μεταξύ μελετητών και δημόσιων προσώπων από τη Σόφια και τα Σκόπια, οι οποίες επικεντρώνονταν στην ερμηνεία μιας μακράς σειράς ιστορικών προσωπικοτήτων και γεγονότων που εκτείνονται από τη μεσαιωνική ιστορία μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα.

Το 2019, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία (ανεξάρτητη από το 1991) μετονομάστηκε σε Βόρεια Μακεδονία ως αποτέλεσμα της συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό έθεσε τέρμα σε μια 27χρονη διαμάχη με την Ελλάδα για το όνομα «Μακεδονία», η οποία επιδεινώθηκε από την εθνικιστική εκμετάλλευση της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς (την οποία η Αθήνα διεκδικεί ως δική της συμβολική ιδιοκτησία) από την προηγούμενη κυβέρνηση του Μακεδόνα εθνικιστή Νίκολα Γκρούεφσκι. Η διαμάχη Βουλγαρίας-Μακεδονίας γύρω από μια ιστορική κληρονομιά που διεκδικούν και οι δύο χώρες ξέσπασε την ίδια χρονιά, αν και έλαβε λιγότερη διεθνή κάλυψη από τα ΜΜΕ. Παραδόξως, αυτό συνέβη αφού ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Μπόικο Μπορίσοφ και ο Μακεδόνας ομόλογός του Ζόραν Ζάεφ υπέγραψαν «Συνθήκη Φιλίας, Καλής Γειτονίας και Συνεργασίας» τον Αύγουστο του 2017. Με βάση τη συνθήκη, η Σόφια και τα Σκόπια δημιούργησαν μια κοινή ιστορική επιτροπή για να προτείνει φόρμουλες σχετικά με το «κοινό παρελθόν» τους που οι δύο πλευρές θα έκριναν αποδεκτές.

Ωστόσο, το ακριβές καθήκον της επιτροπής παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ασαφές λόγω διαφορετικών προσδοκιών μεταξύ των δύο χωρών. Όντας σε ασθενέστερη θέση έναντι της Βουλγαρίας που ήταν ήδη μέλος της ΕΕ, η κυβέρνηση της Μακεδονίας απέστειλε αρκετούς σχετικά νέους ερευνητές με διεθνές ακαδημαϊκό υπόβαθρο και λίγο πολύ φιλελεύθερο τρόπο σκέψης. Απέφυγε να στείλει τους περισσότερους κορυφαίους Μακεδόνες ιστορικούς, οι οποίοι καλλιεργούν μια πιο εθνικιστική κοσμοθεωρία. Επίσης, τα Σκόπια ανέθεσαν στην ομάδα μια περιορισμένη αποστολή, όπως η πρόταση συστάσεων για την αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων ςε πνεύμα καλής γειτονίας. Για τη Σόφια, αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι βουλγαρικές αρχές σχημάτισαν μια ομάδα από γενικούς ιστορικούς και διπλωμάτες – συχνά άτομα με σημαντικές διοικητικές θέσεις σε εθνικούς θεσμούς- των οποίων οι δημόσιες δηλώσεις κατέστησαν σαφές πώς αντιλαμβάνονταν το ρόλο τους: φαντάζονταν τον εαυτό τους μάλλον σαν στρατηγούς που υπερασπίζονταν μια εθνική υπόθεση ή επιθεωρητές της αστυνομίας που καλούνται να κάνουν τους παραβάτες να παραδεχθούν τα εγκλήματά τους. Η συμπεριφορά των Βουλγάρων εμπειρογνωμόνων αποκλίνει έντονα από τον πολιτικά ουδέτερο τόνο που αναμενόταν στις ακαδημαϊκές συζητήσεις και έδειξε μια απίστευτη έλλειψη επιστημονικής γνώσης σχετικά με θέματα όπως η κατασκευή εθνικών ταυτοτήτων και γλωσσών.

 

Ευρωπαϊκή μόχλευση

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο διάλογος μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων στην κοινή επιτροπή αποδείχθηκε δύσκολος και σύντομα εξετράπη σε σκανδαλοθηρικές συζητήσεις στα ΜΜΕ γύρω από το ζήτημα της εθνικής ένταξης αυτής ή της άλλης ιστορικής προσωπικότητας. Η βουλγαρική κυβέρνηση χρησιμοποίησε χονδροειδώς την επιτροπή για να επιβάλει στη Βόρεια Μακεδονία παραδοσιακές βουλγαρικές ερμηνείες περί μακεδονικής ιστορίας, γλώσσας και ταυτότητας. Εν τέλει, η Σόφια έθεσε στους Μακεδόνες εμπειρογνώμονες στην κοινή επιτροπή -και, στη συνέχεια, στην κυβέρνηση στα Σκόπια- το ψευδοδίλημμα: είτε αποδέχεστε τις βουλγαρικές «ιστορικές αλήθειες» είτε αντιμετωπίζετε βουλγαρικό βέτο για την ένταξη στην ΕΕ. Ενοχλημένη από την άρνηση της Μακεδονίας, η βουλγαρική κυβέρνηση ενέτεινε το bullying. Τον Οκτώβριο του 2019 πέρασε την λεγόμενη «θέση-πλαίσιο», ενώ το βουλγαρικό κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα που αρνείται την ύπαρξη της μακεδονικής γλώσσας. Τα έγγραφα περιλάμβαναν διάφορες προβληματικές απαιτήσεις που απευθύνονταν στη Βόρεια Μακεδονία ως προϋπόθεση για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών.

Πιο πρόσφατα, η Σόφια έφτασε στο σημείο να στείλει στους διπλωμάτες άλλων κρατών μελών της ΕΕ ένα ανοιχτά εθνικιστικό «επεξηγηματικό μνημόνιο» που εκθέτει τις παραδοσιακές βουλγαρικές θέσεις: μέχρι το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο σλαβικός πληθυσμός της Μακεδονίας ήταν βουλγαρικός -το έθνος της Μακεδονίας δημιουργήθηκε από τους Γιουγκοσλάβους Κομμουνιστές μέσω ανελέητης τρομοκρατίας (το μνημόνιο αναφέρεται σε 100.000 θύματα του καθεστώτος του Τίτο, τα οποία υποτίθεται ότι δολοφονήθηκαν ή καταπιέστηκαν επειδή ήταν Βούλγαροι Μακεδόνες). Όσο για τη μακεδονική γλώσσα, αυτή απορριπτόταν και πάλι ως τεχνητό κατασκεύασμα βασισμένο στη βουλγαρική διάλεκτο. Ταυτόχρονα, ο Βούλγαρος υπουργός Εξωτερικών και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι στη Σόφια άρχισαν να επιμένουν ανοιχτά ότι η πολιτική ελίτ της Μακεδονίας πρέπει να αναγνωρίσει τις «βουλγαρικές ρίζες» των Μακεδόνων. Καθώς αυτή η παράλογη επιμονή δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, προς το παρόν η βουλγαρική κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει να μπλοκάρει τις συνομιλίες. Επισήμως, η Σόφια επιμένει ότι τα Σκόπια δεν τηρούν τη «Συνθήκη Φιλίας» του 2017. Ειδικότερα, Βούλγαροι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι η κοινή επιτροπή εμπειρογνωμόνων δεν έχει σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο στο έργο της λόγω απροθυμίας ή και εχθρότητας εκ μέρους της μακεδονικής πλευράς.

Το βέτο της Βουλγαρίας ελάχιστη κατανόηση συναντά μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων και ηγετών, οι οποίοι δεν έχουν καμία όρεξη για έναν νέο γύρο εθνικιστικών αντιπαραθέσεων γύρω από τη Μακεδονία. Βούλγαροι αξιωματούχοι παραπονιούνται ακόμη και για ευρωπαϊκή (ή μάλλον γερμανική) πίεση υπέρ της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ ο Ιβάν Ίλτσεφ, κορυφαίος Βούλγαρος ιστορικός και μέλος της κοινής επιτροπής, δήλωσε ότι η Ευρώπη «δεν κατάλαβε» τους λόγους για το βέτο της Βουλγαρίας. Συνειδητοποιώντας ότι η εθνικιστική ρητορική τους δεν έχει ευήκοα ώτα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, οι Βούλγαροι εκπρόσωποι κινητοποίησαν την ευρωπαϊκή πολιτική μνήμης σε σχέση με τα «ολοκληρωτικά καθεστώτα» του εικοστού αιώνα και τώρα επιδιώκουν να δυσφημίσουν την εθνική ταυτότητα της Μακεδονίας ως προϊόν της «ολοκληρωτικής» Γιουγκοσλαβίας του Τίτο.

 

Κατά ειρωνικό τρόπο, τα επιχειρήματα της βουλγαρικής πλευράς σχετικά με τη σλαβική γλώσσα και την ιστορία της Μακεδονίας κωδικοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του «ολοκληρωτικού» καθεστώτος του Βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη Τοντόρ Ζίβκοβ. Σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν αυτήν την κληρονομημένη ρητορική, οι Βούλγαροι αξιωματούχοι το διανθίζουν με φιλελεύθερα και τεχνοκρατικά κλισέ: για παράδειγμα, διαμαρτύρονται τακτικά για αντιβουλγαρική «ρητορική μίσους» στη Βόρεια Μακεδονία. Ασφαλώς υπάρχουν πολιτικοί κύκλοι, δημόσιοι σχολιαστές και μέσα ενημέρωσης στα Σκόπια διαβόητοι για αντιβουλγαρικά αισθήματα· αυτοί όμως δεν εκπροσωπούν την πολιτική γραμμή της σημερινής μακεδονικής κυβέρνησης. Συνεπώς, η έννοια της «ρητορικής μίσους» χρησιμοποιείται από τη Βουλγαρία με πολύ αυθαίρετο τρόπο: συχνά, η ίδια η ύπαρξη μακεδονικού έθνους θεωρείται από τη Σόφια ως «αντιβουλγαρική» πράξη. Εν τω μεταξύ, σε αντίθεση με τη διπλωματική συμπεριφορά της κυβέρνησης Ζάεφ, Βούλγαροι αξιωματούχοι όπως ο υπουργός Άμυνας Κράσιμιρ Καρακατσάνοφ, ο ακροδεξιός ηγέτης ενός ήσσονος εταίρου στον τωρινό κυβερνητικό συνασπισμό, χρησιμοποιούν μια ωμή και άκομψη ρητορική που μερικές φορές προσβάλλει όχι μόνο τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και τη Σερβία -τη χώρα την οποία οι Βούλγαροι μακεδονομάχοι παραδοσιακά κατηγορούν ότι «μηχανεύτηκε» το μακεδονικό έθνος. Μάλιστα, αυτές τις μέρες, η Βουλγαρία είναι αυτή που τροφοδοτεί αντιβουλγαρικές δημόσιες αντιδράσεις στη Βόρεια Μακεδονία όχι η Σερβία. Επιπλέον, οι βουλγαρικοί θεσμοί δεν επιδεικνύουν ακριβώς σεβασμό στο ευρωπαϊκό δημοκρατικό πρωτόκολλο όταν αρνούνται διαρκώς να εγγράψουν στα μητρώα πολιτικές ενώσεις που δηλώνουν ότι εκπροσωπούν Μακεδόνες στη Βουλγαρία (ολιγάριθμες, όπως δείχνουν τα τρέχοντα στοιχεία). Για το λόγο αυτό, η Σόφια έχει καταδικαστεί πολλές φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και έχει επικριθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης -μεταξύ άλλων και τον περασμένο Οκτώβριο. Για να εκτρέψουν τη συζήτηση, οι βουλγαρικές αρχές άρχισαν να επικρίνουν τα Σκόπια ότι διατυπώνουν «αντιβουλγαρικούς» ισχυρισμούς περί ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας στη Βουλγαρία —ισχυρισμοούς που η επίσημη μακεδονική πολιτική έχει εγκαταλείψει εδώ και δεκαετίες.

 

Αξιώσεις και κόντρα αξιώσεις

Υπάρχει όμως άραγε στη θέση της Βουλγαρίας κάτι που η Ευρώπη θα πρέπει να «καταλάβει» με ενσυναίσθηση; Είναι μήπως η ΕΕ άδικη απέναντι στη Βουλγαρία και υπερβολικά ευνοϊκή προς την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία; Στο κάτω κάτω, η μακεδονική γλώσσα κωδικοποιήθηκε μόνο μετά το 1944 στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο, αυτό δεν την κάνει λιγότερο νόμιμη ή πιο «τεχνητή» από οποιαδήποτε άλλη τυποποιημένη γλώσσα-νόρμα, της βουλγαρικής μη εξαιρουμένης. Γλώσσες όπως η σύγχρονη τουρκική και, ακόμη, η σύγχρονη εβραϊκή είναι επίσης πρόσφατα γλωσσικά φαινόμενα των οποίων οι κωδικοποιητές είναι γνωστοί. Τα βουλγαρικά και τα μακεδονικά είναι σίγουρα στενά συνδεδεμένες γλώσσες και δεν υπάρχει γλωσσικό όριο μεταξύ των διαλέκτων τους. Σχηματίζουν ένα διαλεκτικό συνεχές όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τη σερβική γλώσσα -μια σχέση που μοιάζει πολύ με τη σχέση μεταξύ ρομανικών και γερμανικών διαλέκτων και γλωσσών στη Δυτική Ευρώπη.

 

Το 1959, ο Αμερικανός γλωσσολόγος Horace Lunt, συντάκτης της πρώτης επιστημονικής γραμματικής της Μακεδονίας, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι, για τους Μακεδόνες, το να υιοθετήσουν τη βουλγαρική ως τυπική γλώσσα «θα απαιτούσε εκ μέρους τους πολύ λιγότερες παραχωρήσεις απ’ όσες είχαν κάνει οι κάτοικοι της Βαυαρίας και του Αμβούργου, ή της Νάπολι και του Πιεμόντε». Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονοι κοινωνιογλωσσολόγοι, γλώσσα είναι «διάλεκτος με στρατό». Στην περίπτωση της Μακεδονίας, υπήρξε μια διαδικασία κωδικοποίησης της γλώσσας και πολιτικής θεσμοποίησης της κωδικοποιημένης νόρμας (ως επίσημης κρατικής γλώσσας) ταυτόχρονα με μια στέρεα συλλογική παραδοχή ότι αποτελεί ξεχωριστή γλώσσα. Επιπλέον, η απόσταση ανάμεσα στις σύγχρονες τυποποιημένες νόρμες της βουλγαρικής και της μακεδονικής δεν είναι αμελητέα: είναι σαφώς πιο αισθητή από εκείνη μεταξύ σερβικής και κροατικής, για παράδειγμα, ή μεταξύ της δανικής και της νορβηγικής Μποκμάλ, ενώ οι ειδικοί την θεωρούν περισσότερο συγκρίσιμη με τη διάκριση μεταξύ δανικής και σουηδικής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός της μακεδονικής ως «παραμορφωμένης βουλγαρικής διαλέκτου» να ηχεί μάλλον γελοίος. Μια τυποποιημένη εθνική νόρμα δεν μπορεί να αναχθεί σε διάλεκτο, ενώ οι διάλεκτοι δεν έχουν μια «εθνική ταυτότητα» κωδικοποιημένη εντός τους -σε αντίθεση με τις τυποποιημένες νόρμες, οι οποίες είναι εξαιρετικά πολιτικά φαινόμενα.

 

Η επιμονή της Βουλγαρίας στο «κοινό παρελθόν» Βουλγαρίας και Μακεδονίας -που φυσικά γίνεται αντιληπτό ως «βουλγαρικό παρελθόν»- είναι εξίσου συζητήσιμη. Τούτου λεχθέντος, η μακεδονική ιστορική αφήγηση που κωδικοποιήθηκε επί σοσιαλισμού είναι επίσης προβληματική. Ο ισχυρισμός της περί διαρκούς ιστορικής συνέχειας της μακεδονικής εθνικής ταυτότητας που να χρονολογείται τουλάχιστον από τη μεσαιωνική εποχή δεν είναι ακριβώς πιστευτή: μετά την αρχαία Μακεδονία, καμία προνεωτερική πολιτεία δεν διεκδίκησε ποτέ αυτόν το χαρακτηρισμό. Οι Βούλγαροι διανοούμενοι εγείρουν με πολεμικό τόνο μια σειρά από ερωτήματα και αμφισβητήσεις όχι μόνο γι’ αυτή την εποχή, αλλά και για τη νεωτερική και σύγχρον περίοδο της μακεδονικής ιστορίας από τον 19ο έως τα μέσα του εικοστού αιώνα, ενώ η μακεδονική ιστοριογραφία προσφέρει ως επί το πλείστον απλοϊκές απαντήσεις. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, έλαβε χώρα μια προχωρημένη διαδικασία βουλγαρικής εθνικής οικοδόμησης εντός του σλαβικού πληθυσμού της περιοχής. Αυτό το γεγονός δεν μπορεί να απορριφθεί ως αποτέλεσμα «εξωτερικής εχθρικής προπαγάνδας», όπως προσπαθούν να κάνουν οι Μακεδόνες ιστορικοί. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο σύγχρονος ιστορικός κανόνας της Μακεδονίας έχει ενσωματώσει στον κατάλογο των «μεγάλων» ιστορικών μορφών της Μακεδονίας μια μακρά σειρά διανοουμένων και πολιτικών ακτιβιστών που, παρά τον τοπικό μακεδονικό πατριωτισμό τους, δήλωναν βουλγαρική εθνική ταυτότητα. Αυτό ισχύει για τον διάσημο επαναστάτη Γκότσε Ντέλτσεβ (1872–1903), του οποίου η κληρονομιά προκάλεσε μια σειρά αντιπαραθέσεων που σφράγισαν τη μοίρα της κοινής επιτροπής εμπειρογνωμόνων.

 

Η βουλγαρική ιστοριογραφία είναι εξίσου ανίκανη να κατανοήσει την ιστορική πορεία της μακεδονικής εθνικής ταυτότητας, η οποία ξεκίνησε στα τέλη της Οθωμανικής περιόδου. Αν και το επεξηγηματικό μνημόνιο της βουλγαρικής κυβέρνησης ισχυρίζεται ότι «όλες οι διπλωματικές και ιστορικές αναφορές» επιβεβαιώνουν τη βουλγαρική ταυτότητα του σλαβικού μακεδονικού πληθυσμού πριν τη γιουγκοσλαβική κυριαρχία, αυτό απλά δεν είναι αλήθεια. Σημαντικά τμήματα του τοπικού σλαβικού πληθυσμού δεν ασπάστηκαν ποτέ τη βουλγαρική ταυτότητα, αλλά ανέπτυξαν ελληνική και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σερβική ταυτότητα. Επιπλέον, αρκετοί σχολιαστές του μακεδονικού ζητήματος στο γύρισμα του αιώνα ισχυρίστηκαν ότι οι περισσότεροι Σλάβοι της Μακεδονίας δεν είχαν σαφή αίσθηση εθνικής ταυτότητας -χαρακτηριστικό των αγράμματων αγροτών στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Ακόμη και Βούλγαροι πατριώτες από τη Μακεδονία παραδέχονταν ότι, σε πολλά μέρη της πατρίδας τους, «οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ακόμα το όνομα «Βούλγαρος»»[1]. Ορισμένοι Βαλκάνιοι και μη Βαλκάνιοι συγγραφείς πίστευαν επίσης ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν ούτε Σέρβοι ούτε Βούλγαροι, αλλά μια ξεχωριστή σλαβική εθνοτική ομάδα: μια άποψη που έγινε όλο και πιο δημοφιλής στους Μακεδόνες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αντιμέτωποι με αυτές τις ανταποδείξεις, οι Βούλγαροι ιστορικοί δίνουν εύκολες απαντήσεις που ανάγουν τη μακεδονική εθνική ταυτότητα σε αποτέλεσμα «εχθρικής προπαγάνδας» (Σερβικής, Γιουγκοσλαβικής, κομμουνιστικής) την οποία υποτίθεται ότι έθεσαν σε κίνηση διαβόητες ιστορικές προσωπικότητες (Στάλιν, Τίτο κ.λπ.). Παρόμοια με τη μακεδονική ιστορική αφήγηση, το κύριο ρεύμα της βουλγαρικής ιστοριογραφίας κυριαρχείται από την ιδέα μιας αδιατάρακτης εθν(οτ)ικής συνέχειας που χρονολογείται από τον Μεσαίωνα -και από απόλυτη αδυναμία να κατανοήσει ότι η εθνική ταυτότητα είναι κατεξοχήν νεωτερικό φαινόμενο και, όπως κάθε ταυτότητα, είναι ενδεχομενική και ευμετάβλητη. Επιπλέον, παρόλο που η επίσημη Βουλγαρία επιμένει αταλάντευτα ότι η Βόρεια Μακεδονία «πρέπει να αναγνωρίσει την ιστορική αλήθεια», καταδεικνύει εντυπωσιακή ανικανότητα να το πράξει η ίδια σε σχέση με πολλά «άβολα» θέματα από το πρόσφατο παρελθόν. Για παράδειγμα, η Σόφια εμφανίζει την κατοχή βαλκανικών εδαφών -μεταξύ των οποίων και της Βόρειας Μακεδονίας- κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από το φιλο-γερμανικό καθεστώς της ως «απελευθέρωση», ενώ αρνείται μια σειρά εγκλημάτων κατά του τοπικού πληθυσμού -ιδίως τον ρόλο της στην εξόντωση άνω των 11.000 Εβραίων. Επιπλέον, όσο κι αν κατηγορεί τακτικά τα Σκόπια ότι καταφεύγουν σε ιστορικές πλαστογραφίες, η Σόφια δεν διστάζει να επινοήσει τεχνητά «γεγονότα», όπως η κραυγαλέα τερατολογία περί 100.000 Βουλγάρων θυμάτων του καθεστώτος Τίτο στη Μακεδονία.

 

Η ιστορία δεν είναι σχεδόν ποτέ άσπρο-μαύρο. Αν η επίσημη βουλγαρική αφήγηση είναι ρηχή και εθνικιστική, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι κυρίαρχες μακεδονικές ερμηνείες της ιστορίας είναι ορθές. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η συμπεριφορά των Βουλγάρων πολιτικών, διπλωμάτων και επίσημων διανοουμένων είναι σκανδαλώδης. Όλα τα ζητήματα του παρελθόντος θα πρέπει να αποτελούν ζήτημα νηφάλιας και καλοπροαίρετης ακαδημαϊκής συζήτησης- χωρίς στρεψοδικίες και απαλλαγμένης από το πολιτικό καθήκον να προωθεί εθνικές ιδεολογίες και να εξυπηρετεί συμφέροντα κυβερνήσεων. Είναι ανησυχητικό όταν κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν εκ των προτέρων το αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων και αξιοποιούν την προνομιακή τους θέση στη διεθνή πολιτική για να την επιβάλουν σε άλλες χώρες. Ούτε πρέπει η «ιστορική αλήθεια» να επαφίεται στις ιδιοτροπίες κρατικών αξιωματούχων των οποίων οι ατζέντες δεν έχουν καμία σχέση με την αντικειμενική ιστορική μελέτη.

 

Η Βουλγαρία λίγα πράγματα έχει να κερδίσει με το να καταχραστεί τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ για χάρη των δικών της εθνικιστικών εμμονών. Αν και τμήματα της βουλγαρικής πολιτικής τάξης, διπλωματικοί και ακαδημαϊκοί κύκλοι προωθούν τον «επανεκβουλγαρισμό» της Μακεδονίας από τη δεκαετία του 1990, η εθνική ταυτότητα της Μακεδονίας αποδείχθηκε πολύ πιο ανθεκτική από ό,τι περίμενε η Σόφια. Πρόσφατα, το βουλγαρικό κράτος έχει δείξει μια φανατική προσέγγιση που βλέπει ως μόνους ανταγωνιστές τους Μακεδόνες: εάν ο στόχος της Βουλγαρίας είναι οι Μακεδόνες να «συνειδητοποιήσουν» τις «βουλγαρικές τους ρίζες», η στρατηγική που επέλεξε είναι σαφώς αντιπαραγωγική. Ούτε και συμβάλλει στην καλή φήμη της βουλγαρικής κυβέρνησης εντός των ευρωπαϊκών οργάνων. Αντίθετα, η τρέχουσα βουλγαρο-μακεδονική διαμάχη αφύπνισε το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ στα ενδημικά προβλήματα της Βουλγαρίας, όπως η διαφθορά και η ιδιοποίηση πόρων της ΕΕ. Ενώ η Βουλγαρία επιδιώκει να προωθήσει τα κακώς νοούμενα εθνικά της συμφέροντα απειλώντας με βέτο για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ, στην πραγματικότητα καταδεικνύει το άθλιο επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η δική της πολιτική, διπλωματία και -τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό- κυρίαρχη διανόηση.

[1] “Nekolku dumi po văprosa za narodnosta,” Loza I (1892), 55.

csm_zaevundborissov_1d11d98be0

Πρώτη δημοσίευση: “Europe Does Not Understand Us”. Why is Bulgaria trying to veto North Macedonia’s EU membership? Μετάφραση: Α.Γ.

Ο Tchavdar Marinov είναι επίκουρος ερευνητής (research assistant) στο Ινστιτούτο Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών. Έργα του: La Question macédonienne de 1944 à nos jours. Communisme et nationalisme dans les Balkans και «Nos ancêtres les Thraces.» Usages idéologiques de l’Antiquité en Europe du Sud-Est (Παρίσι: L’Harmattan, 2010 and 2016). Συν-επιμελήθηκε επίσης τα Entangled Histories of the Balkans. Vol. 1: National Ideologies and Language Policies και Vol. 4: Concepts, Approaches, and (Self-)Representations (Λέιντεν & Bοστώνη: Brill, 2013 and 2017), καθώς και το Balkan Heritages. Negotiating History and Culture (Φάρναμ: Ashgate, 2015).

Κλασσικό

3 σκέψεις σχετικά με το “Γιατί η Βουλγαρία προσπαθεί να μπλοκάρει την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ;

  1. Ο/Η Γιάννης λέει:

    Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε.
    Αυτό που πέτυχε η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος μετατρέποντας ένα θέμα πομφόλυγα, αυτό της ονομασίας του γειτονικού κράτους, σε κορυφαίο εθνικό ζήτημα, βλέποντας εξ αιτίας της μωρίας της εθνικιστικούς εφιάλτες, στους οποίους απέδιδε την ιδιότητα προφητικών διαστάσεων, ήταν να δυναμώσει την θέληση αυτού του μικρού και φιλικού κράτους για εθνικό αυτοκαθορισμό.
    Τώρα, η Βουλγαρία, συνεπικουρεί προς την ίδια κατεύθυνση. Ένα μικρό κράτος αφού ξεπέρασε τον σκόπελο της ελληνικής εθνικιστικής μωρίας, καλείται να πράξη το ίδιο για δεύτερη φορά με αυτόν της Βουλγαρίας, η οποία αντί να βλέπει την συγγένεια των δύο γλωσσών ως μια καλή ευκαιρία να αναπτύξει την καλή γειτονία και την υιοθέτηση αδελφικών σχέσεων μ’ αυτό το κράτος, την χρησιμοποιεί με το ακριβώς αντίθετο νόημα.
    Σύντομη διευκρίνηση: θέλω να πω εδώ, πως προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν η Β. Μακεδονία έχει ισχυρά επιχειρήματα για τα περί Μακεδονικής γλώσσας ή όχι. Μου αρκεί που έτσι το θέλει. Κανείς μα κανείς, δεν δικαιούται να την εμποδίσει να το πράξει. Να το πω όπως το καταλαβαίνω: έτσι γουστάρει.
    Όπως κι εμείς δηλαδή, που ενώ διεκδικούμε τον όρο «Μακεδονία» σαν ιστορικό μέγεθος που συνδέεται άμεσα με την Ελλάδα, δεν προστρέξαμε να συνδράμουμε το γειτονικό κράτος, αλλά το λοιδορούσαμε.
    Η Ελλάδα, με τα κόπων και βασάνων, αντιλήφθηκε κάποια στιγμή, έστω και υποσυνείδητα, πως κάποια στιγμή οφείλει να αρχίσει να απαλλάσσεται από τον εθνικιστικό βαλκανικό μανδύα.
    Ας ελπίσουμε ότι το ίδιο θα συμβεί και με την Βουλγαρία και εν τέλει η Β. Μακεδονία θα ενταχθεί στην ΕΕ.
    Η γνώση του παρελθόντος μάς δείχνει πού μπορούμε να πάμε, αλλά και μας δείχνει πού δεν μπορούμε να πάμε.
    Δεν μπορούμε να πάμε πίσω στην εποχή κατά την οποία το κάθε Βαλκανικό κράτος, δρούσε βάση μια φανταστικής μοναδικότητας και κάποιας δήθεν ιδιαίτερης εθνικής ιστορικής αποστολής. Ξέρουμε τώρα, πού θα μάς οδηγήσουν τέτοιες παρωχημένες αντιλήψεις.
    Μπαίνουμε σιγά σιγά στην καλούμενη 4η ψηφιακή επανάσταση, και εμείς εδώ στα Βαλκάνια καθώς αδυνατούμε να την παρακολουθήσουμε, κάποιοι θέλουν να φαντάζονται ανεμόμυλους και να λαμβάνουν θέση μάχης μαζί τους.

    ΥΓ
    Κάποτε, είχα ζήσει για αρκετό καιρό και με Δανούς και με Σουηδούς. Και οι δύο πλευρές μου είχαν πει πως οι γλώσσες τους μοιάζουν αρκετά.
    Δεν μου φάνηκε να θέλει κάποια πλευρά να διεκδικήσει κάτι από την άλλη.

  2. Ο/Η Xr λέει:

    Κι επειδή ακριβώς, εδώ είναι Βαλκάνια, μόνο εδώ θα δεις «ουδέτερους» συντάκτες ν’ αποκαλούν της κυβερνήσεις ενός κράτους που αναγνωρίζεται ως «Βόρεια Μακεδονία», μακεδονικές! Θα διάβαζες ποτέ από έναν Πολωνό «ουδέτερο» συντάκτη ν’ αποκαλεί της κυβερνήσεις της Λευκορωσίας, ρωσικές;

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.