του Σάμη Αλεξανδρίδη
Φθινόπωρο του 1988, των τελευταίων ημερών της εποχής του… «ψυχρού πολέμου», έρχεται στην Τούμπα το χαμίνι που έγινε ο απόλυτος σούπερ σταρ του θεάματος, από το κινηματογραφικό καλοκαίρι του ‘86 στο Μεξικό. Και φεύγει με μια ασίστ – αστραπή στον Καρέκα, εκείνο το βράδυ που 45.000 του φωνάζαμε «Ντιέγκο ρουφιάνο, Ντιέγκο βα φανκούλο, είναι πουτάνα του Μαραντόνα η μάμα» τα ρέστα και ακόμα χειρότερα … τότε είδα και εγώ τον Ντιέγκο ζωντανό και ελαφρώς ταραγμένο μέσα στην ανήσυχη προσφυγική εκκλησία της γειτονιάς μου, μαζί με τον Γιάννη, ασπρόμαυρα νάϋλον αδιάβροχα και ασπρόμαυρα μάλλινα κασκόλ πλεχτά της γιαγιάς, χοροπηδάγαμε και τραγουδάγαμε τρεις ώρες πριν σφυρίξει ο γερμανός, σίγουροι ότι θα το πατούσαμε το παρεάκι του σούπερ σταρ, του Καρέκα και του Αλεμάο… Αλλά τελικά την γλύτωσαν: με μια ισοπαλία που τη βιώσαμε σαν ήττα… Γιατί έτσι ήταν, δεν πα’ να παίζαμε με τον Θεό τον ίδιο και όλους του τους αποστόλους, ε, δεν θα πέρναγαν από τον Ναό, δεν θα μας πουλούσαν τρέλα, ούτε κόρνερ θα βάραγαν άνευ ομπρέλας… Λοιπόν είχαμε δει πολλούς, αλλά και ο Ντιέγκο καλό παιχτάκι ήταν: γρήγορος δηλαδή με την μπάλα στα πόδια, δεν λέω, αν και φαίνεται βαρύς… σε ξεγελάει εύκολα δηλαδή όταν τον σημαδεύεις με κέρματα, μπουκάλια, ασβεστόλιθους, γλυκοκολοκύθα, και ότι άλλο τον έραναν τα φρικιά, οι μαθητές, τα χαμίνια, οι λαϊκοί… Στο τέλος του αγώνα λοιπόν, έχοντας φάει μάλλον το χειρότερο βρισίδι στη ζωή του (για δεύτερη εβδομάδα, γιατί ακόμα και μέσα στη Νάπολη, είχε χλέπες και κέρμα και βα φανκούλο… οι ιερόσυλοι) και αφού δήλωνε ότι δεν έχει ξαναζήσει τέτοιο πόλεμο, μου λέει ο αδερφός μου που παιάνιζε ένα κατοστάρικο με υπογραφές από όλους τους τυπάδες της Νάπολι, ότι ο Μαραντόνα υπέγραφε αυτόγραφα στα… μπράτσα από τα σηκωμένα μανίκια κάποιων τσιγγάνων, των χαμινιών και των μετάλλων, που λίγο πριν τον σημαδεύανε στο κόρνερ…. Μάλιστα, ανταλλάσοντας λέει βλέμματα, αυτοσχέδιες λέξεις και χειρονομίες αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης. Τότε, αναρωτήθηκα για πρώτη φορά ποιος πραγματικά να ήταν, τι να σκέφτεται, και από πού έρχεται, αυτός ο τύπος που μας είχε μαγέψει το ‘86… Όχι μόνο δεν σνομπάρει τα αλάνια αλλά ξέρει να συννενοείται και στην παγκόσμια γλωσσα τους, και επίσης, από όσα έλεγαν όσοι του πιάσαν την πάρλα στα πεταχτά, όχι μόνο δεν μιλάει απαξιωτικά για αυτούς τους εξωγήινους που έβαλαν σκοπό να τον αποκαθηλώσουν αλλά ενδιαφερεται ειλικρινά να πιάσει κουβέντα, να καταλάβει ποιοι είναι αυτοί… Αργότερα, θα καταλαβαίναμε περισσότερα για τον Μαραντόνα, για το από που ξεκίνησε αυτό το μοναδικό χαμίνι, μέγιστος τεχνίτης του πιο συλλογικού παιχνιδιού που αναπόφευκτα το θέαμα του πολιτισμού της αξίας θα κατασπάραζε… Μέσα στο γήπεδο όμως… ήταν ανίκητος, και ήταν μια σπουδαία μάχη νοήματος. Ακόμα και μέσα στις συλλογικές ψευδαισθήσεις: όπως το χέρι του θεού ως ψευδο/κάθαρση για τους διακρατικούς πολέμους στα Φώκλαντ, ή η καταφυγή στην Κούβα ως κατάφαση στο σοσιαλισμό, χαλάλι όλα για το βασικότερο: ως ένας από τους μεγάλους μεταπολεμικούς δημιουργούς διέδωσε, ίσως όσο κανείς, την ασύγκριτη (με το οποιοδήποτε ιδρυματικό ανάλογο) συλλογική τέχνη του ποδοσφαίρου της αλάνας και της λαϊκής προλεταριακής γειτονιάς, όπως και των άπειρων δημιουργικών δυνατοτήτων τους.

https://www.fosonline.gr/podosfairo/article/118065/ntiegko-marantona-otan-forese-ti-fanela-toy-olympiakoy-sto-g-karaiskakis
φιλιά
Μου αρέσει!Μου αρέσει!