του Άκη Γαβριηλίδη
Ήρθε ο καιρός να αναγνωρίσουμε ότι οι καταλήψεις σχολείων είναι ένας σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος, θεσμός που παρήχθη απ’ τα κάτω στην ελληνική κοινωνία από το 90 και μετά. Ένας θεσμός με σημαντική παιδαγωγική αξία, ίση και ίσως μεγαλύτερη από την ίδια τη λειτουργία του σχολείου, συμπληρωματική προς αυτήν. Ενίοτε και ανταγωνιστική προς αυτήν. Αλλά σε αυτόν τον ανταγωνισμό –στην εκπαίδευση σε αυτόν- έγκειται ακριβώς η παιδαγωγική της λειτουργία: οι καταλήψεις είναι μία αγωγή του πολίτη, δηλαδή ένα έμπρακτο μάθημα, και μία άσκηση, στη δημοκρατία· μια εξοικείωση με την ιδέα ότι, στην κοινωνία, οι άνθρωποι δεν συνυπάρχουν πάντα αρμονικά, έχουν ασυνεννοησίες, αποκλίνουσες απόψεις, και ότι, όταν συμβαίνει αυτό, τις συζητάνε και προσπαθούν από κοινού να βρουν τι θα κάνουν. Και αρμόδιοι να κάνουν αυτή τη συζήτηση είναι όσοι δεν έχουν καμία αρμοδιότητα, όσοι δεν έχουν κανέναν τίτλο για να αποφασίζουν. Από κοινού οι άριστοι και οι χείριστοι, όπως και αν ορίσουμε τους μεν και τους δε.
Συνήθως, από την κοινωνία των ενηλίκων εκπέμπεται ένας παραδοσιακός λόγος αφ’ υψηλού απόρριψης των μαθητικών καταλήψεων ως ανώριμων και ανορθολογικών. Έτσι και τώρα, ο καλοπληρωμένος με τα εκατομμύρια του Πέτσα στρατός «δημοσιογράφων» διαδίδει ότι βασικό αίτημα των μαθητών είναι η κατάργηση της μάσκας. Φυσικά, όποιος έχει κάποια επαφή με τη σχολική πραγματικότητα, ή έστω όποιος απλώς παρακολουθήσει με προσοχή τα ίδια τα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών καναλιών και διαβάσει τι γράφουν τα πανώ, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τερατολογία. Εγώ όμως θα έλεγα κάτι ακόμα: ας υποθέσουμε ότι μεταξύ των μαθητών –όπως συμβαίνει γενικά και στην κοινωνία σαν σύνολο- κυκλοφορούν παρόμοιες απόψεις, ότι «ο κορονοϊός είναι ένας μύθος» κ.λπ. Υπό ίσους όρους, ο ανορθολογισμός που αυτό προσδίδει στον θεσμό των καταλήψεων είναι πολύ μικρότερος από τον αντίστοιχο του επίσημου εκπαιδευτικού προγράμματος, που συνίσταται στο να βομβαρδίζουμε επί δώδεκα χρόνια τους μαθητές και τις μαθήτριες με τη θεωρία ότι ένας καλοκάγαθος ηλικιωμένος κύριος με γενειάδα έφτυσε στο χώμα και έτσι δημιουργήθηκε ο άνθρωπος –ή μάλλον, ορθότερα, όχι ο άνθρωπος, ο άνδρας, από τον οποίο αργότερα απέσπασε λέει ένα πλευρό και δημιούργησε και τη γυναίκα, και άλλες παρόμοιες αφηγήσεις.
Μία μονιμότερη επωδός του αντι-καταληψιακού οπλοστασίου είναι ότι οι μαθητές «δεν έχουν αιτήματα» και ότι «θέλουν μόνο να χάσουν μάθημα». Μία επανάληψη δηλαδή της γνωστής φαλλογοκεντρικής αντίθεσης που είχε διατυπωθεί με σφοδρότητα πριν από μερικά χρόνια κατά των «πλατειών» και των «Αγανακτισμένων», προσαρμοσμένης εδώ σε ένα λεξιλόγιο «πάλης των γενεών»: ορθολογικότητα είναι ό,τι «μεγιστοποιεί το όφελος», ό,τι ιεραρχεί σωστά τους σκοπούς και βρίσκει τα προσφορότερα μέσα για την επίτευξή τους, ό,τι προετοιμάζει τις νέες για την ένταξή τους στην κοινωνία και ιδίως στην αγορά εργασίας.
Όσοι παρακολουθούν όσα κατά καιρούς έχω γράψει σε αυτό εδώ το ιστολόγιο θα είναι εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι, στις σημαντικότερες στιγμές του πολιτικού, η διάκριση μέσων και σκοπών χάνει τη σημασία της, και ότι κινητοποιήσεις όπως οι καταλήψεις έχουν σημασία όχι τόσο καθόσον προβάλουν «σωστά», «εύλογα», «εποικοδομητικά» αιτήματα, αλλά καθόσον οι ίδιες αποτελούν ήδη υλοποίηση ενός αιτήματος -μη αιτήματος. Ενός αιτήματος, ακριβώς, εξόδου από την κανονικότητα της θεσμοποιημένης πλήξης και εντατικοποίησης. Η απώλεια του «μαθήματος» νοούμενου ως ώρας διδασκαλίας του προγράμματος του υπουργείου είναι ασήμαντη μπροστά στο πολλαπλάσιο κέρδος της διαπαιδαγώγησης στη δημοκρατία. Μερικές φορές η διακοπή, η απόσταση, το χάσμα που δημιουργείται από την ανατροπή του προγράμματος μπορεί να μας κάνει να σκεφτούμε όσο η κάλυψη της ύλης δέκα σχολικών μαθημάτων. Όσο για το «φάσμα της ανεργίας», αυτό δεν φοβίζει τους νέους –και τους λιγότερο νέους- περισσότερο απ’ ό,τι το φάσμα της εργασίας.
Γι’ αυτό, είναι βέβαια καλό να διαψεύδουμε τις διαδόσεις δείχνοντας στους διαδοσίες τα πλάνα με τους μαθητές και τις μαθήτριες, οι οποίοι –φορώντας μάσκα- ζητάνε να αυξηθούν οι αίθουσες, να πληρωθούν οι θέσεις με το διορισμό περισσότερων καθηγητών κ.λπ. Εξίσου καλό όμως είναι να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι καταλήψεις είναι σημαντικές καθόσον κατατείνουν όχι μόνο στην πλήρωση, αλλά και στην εκκένωση (dégagisme)· όχι στο περισσότερο, αλλά στο λιγότερο· όχι στην εύρυθμη λειτουργία της εκπαίδευσης, αλλά στην προβληματοποίηση της λειτουργίας της. Η δε αγράμματη υπουργός παιδείας, αντί να απειλεί όσους κάνουν καταλήψεις ότι θα τους αποκλείσει από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, θα έπρεπε να τους παρακαλάει να την συμπεριλάβουν εκείνοι στην εκ του σύνεγγυς εκπαίδευση που συνιστά η κινητοποίησή τους, ή απλώς να επισκεπτόταν η ίδια κάποια κατάληψη και να συζητούσε μαζί τους.
