του Άκη Γαβριηλίδη
Ψάχνω να βρω κάτι να πω που να μας βοηθάει να σκεφτούμε για το περιστατικό στα Καμένα Βούρλα, χωρίς να καταλήγει στο «να κατανοήσουμε τους καημένους τους κατοίκους, παρασύρθηκαν, δεν είναι φασίστες» κ.λπ.· να σκεφτούμε πώς, και γιατί, κάποιοι άνθρωποι κινητοποιούνται, φέρνοντας μαζί και τα παιδιά τους, για να εμποδίσουν άλλα παιδιά να φάνε και να κοιμηθούνε, με δυο λόγια να ζήσουνε, κραυγάζοντας μάλιστα ανερυθρίαστα «εδώ θα γίνει ο τάφος σας».

Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω μια εξήγηση. Μου κάνει όμως εντύπωση ότι οι κάτοικοι ενός χωριού που μεταπολεμικά είχε συνδέσει την ευημερία, αν όχι την ύπαρξή του, με την ξενοδοχειακή/ παραθεριστική/ εκδρομική βιομηχανία, (ή έστω βιοτεχνία), η οποία όμως εδώ και χρόνια βρίσκεται σε παρακμή επειδή άλλαξε η χάραξη της εθνικής, «έκλεισαν την εθνική», για να διαμαρτυρηθούν επειδή κάποιοι πρόσφυγες θα φιλοξενηθούν –επ’ αμοιβή- στα ούτως ή άλλως άδεια ξενοδοχεία τους.
Η «εθνική», όπως το δηλώνουμε εδώ και χρόνια με αυτό το επίθετο –παράγωγο του ουσιαστικού «έθνος», ουσιαστικοποιημένο με τη σειρά του- είναι ο άξονας που συνδέει τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Υπό κανονικές συνθήκες, όποιος «κλείνει την εθνική» σταματά την κυκλοφορία στο σώμα του έθνους. Εν προκειμένω, φαίνεται ότι η ρατσιστική κινητοποίηση δεν μπλόκαρε κάθε είδους κυκλοφορία, αλλά μόνο αυτή που θα βοηθούσε τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα να τραφούν και γενικώς να ζήσουν.
Όπως κι αν έχει, στο λόγο των ρατσιστών κατοίκων, ή στην επιτελεστική τους δήλωση, είναι σαν να έχουμε ένα χιαστό σχήμα, μια αυτοκαταστροφική σπείρα: δεν θέλουμε «κακούς» (=φτωχούς, Μουσουλμάνους) ενοίκους στα ξενοδοχεία μας, έστω και αν αυτοί βρίσκονται καθ’ οδόν προς τη Γερμανία ή τη Νορβηγία· θέλουμε Έλληνες και, ει δυνατόν, Γερμανούς και Νορβηγούς. Αυτοί όμως δεν θα έρθουν ποτέ: ούτως ή άλλως δεν έρχονταν, και τώρα είναι ακόμα λιγότερο πιθανό να έρθουν, αφού βγάλαμε για το χωριό μας μια εικόνα γεμάτη μίσος, απόρριψη και ξενοφοβία.
Ίσως όμως αυτό ακριβώς να ήταν το ημι-συνειδητό νόημα της πράξης: δεν ήταν ένα αθέλητο αποτέλεσμα, αλλά ήταν μια λύσσα, μια ματαίωση και μια επιθετικότητα που δεν ξέρει προς τα πού να στραφεί και στρέφεται εναντίον του εαυτού της. Και, κατά περίεργο τρόπο, στη στροφή της αυτή υλοποιεί το νόημα –ένα από τα νοήματα- του σημαίνοντος που συνιστά το όνομα του συγκεκριμένου χωριού (ένα αρκετά ασυνήθιστο όνομα, καθότι δεν είναι τόσο πολλά τα τοπωνύμια που αποτελούνται από δύο λέξεις –εφόσον τουλάχιστον η πρώτη λέξη δεν είναι «Νέος/Νέα», «Άνω/ Κάτω» ή άλλα παρόμοια).
Μια αρχαιοελληνική έκφραση που χρησιμοποιείται ενίοτε ακόμα και σήμερα για να περιγράψει ένα «πέρασμα στην πράξη» κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος αδιαφορεί για τις πιθανόν ολέθριες συνέπειες, είναι το γαία πυρί μιχθήτω. Το πυρ ως γνωστόν είναι αυτό που καίει, και μία άλλη, νεοελληνική αυτή τη φορά έκφραση για εκείνον που έφτασε στο έσχατο σημείο ανοησίας και παραλογισμού είναι το έκαψες. Το ουσιαστικό τώρα το οποίο προσδιορίζει η παθητική μετοχή καμένα στο όνομα του χωριού επίσης δηλώνει, στην τρέχουσα γλώσσα, τον ανόητο και αφελή άνθρωπο. Καμιά φορά, nomen est omen, που έλεγαν και οι Ρωμαίοι. Κάποιοι λοιπόν εδώ φαντασιώνονται ότι μετενσαρκώνουν το μικρό γαλατικό χωριό που αντιστέκεται στην «αυτοκρατορία», ότι «φυλάνε τις Θερμοπύλες» –οι οποίες άλλωστε είναι πολύ κοντά γεωγραφικά, και είναι ο τόπος μιας ετήσιας μάζωξης των Ελλήνων νεοναζιστών. Όπως άλλωστε και ο τόπος μιας συντριπτικής νίκης των Γαλατών εις βάρος των Ελλήνων (Αιτωλών και Βοιωτών) το 279 π.Χ.
Είναι λοιπόν τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι; Ίσως, αλλά ποιοι Ρωμαίοι απ’ όλους, και τι τρέλα τους κατέλαβε; Τι είναι αυτό που έκαψε τα Βούρλα, ή που έκανε τα βούρλα τους ξενοδόχους κατοίκους τους να το κάψουν; Ήταν σίγουρα η οργή τους για τους «φτωχούς» και «ταπεινούς» φιλοξενούμενους που τους προέκυψαν απρόσκλητοι –αλλά μήπως πάντα απρόσκλητοι δεν έρχονται οι φιλοξενούμενοι; Ταυτόχρονα, όμως, ήταν η επίγνωση ότι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε, αν δεν έχουν διαβεί ήδη, ότι εκείνοι που εμείς περιμένουμε μας έστησαν για πάντα, δεν πρόκειται να έρθουν να μείνουν στα ξενοδοχεία μας, οπότε κανένας ορθολογικός υπολογισμός και καμία προσμονή δεν μπορεί να μας χαλιναγωγήσει και να μας κάνει να υποκριθούμε έστω ότι είμαστε φιλόξενοι. Ας ανακατωθεί η γη με τη φωτιά, ακόμα κι αν η γη αυτή είναι η δική μας. Ή ιδίως τότε. Αφού μας είναι πλέον άχρηστη, αφού έχει ήδη γίνει ο δικός μας τάφος, ο τάφος των ελπίδων μας για πλουτισμό.

Άκου τώρα.. Τριάντα εννέα ασυνόδευτα παιδιά, που άγονται και φέρονται, που αγνοούν πού ακριβώς θα καταλήξουν και τι θα συμβεί στην ζωή τους, άρα κατέχονται από ένα καθημερινό ισχυρό ψυχικό άγχος, είναι ανεπιθύμητα από όλους.
Σε βαθμό μάλιστα, που να θεωρούνται από μια συγκεκριμένη τοπική κοινότητα, για αυτούς και τα παιδιά τους, άμεσος κίνδυνος.
Και στο όνομα της επίκλησης αυτού του ανύπαρκτου κινδύνου, έφθασαν στο σημείο να εμποδίσουν την παροχή της τροφής τους και καταλύματος. Δηλαδή, κατά αυτούς (τους κατοίκους), υπάρχουν δύο επιλογές: είτε τα παιδιά θα φύγουν από τον τόπο «τους» είτε θα λιμοκτονήσουν.
Δεν τίθεται θέμα καλοσύνης, ανθρωπιάς και τα παρόμοια. Αυτά τα συναισθήματα, είναι αρκετά ασαφή και ευμετάβλητα.
Πρόκειται για ανήλικα πλάσματα, που ανέκαθεν οι άνθρωποι ενστικτωδώς νιώθουν την ανάγκη να τα προστατεύσουν.
Είναι μικρά παιδιά, και στην περίπτωση τους, αυτό το ένστικτο εξοστρακίστηκε.
Τέτοιου είδους άνθρωποι σαν μερικούς από τους κατοίκους του συγκεκριμένου χωριού, διακατέχονται από ένα μίσος που τους συνοδεύει σε όλη τους την ζωή. Είναι γεμάτοι από εκδικητικότητα και μνησικακία.
Μαντεύετε πώς προσπαθούν να κρύψουν αυτά τα αρρωστημένα συναισθήματα τους; Με λέξεις όπως: ¨ειρήνη σε όλους τους ανθρώπους», «αγαπάτε αλλήλους», «αγαπάτε ακόμα και τους εχθρούς σας», «ο Θεός, είναι μόνο αγάπη» κλπ.
Αυτά στα λόγια. Στην ώρα της πράξης, εκδηλώνουν όλο το μίσος τους, ώστε να κάνουν τους άλλους να αισθανθούν όσο το δυνατόν χειρότερα.
Για έτσι θα αντλήσουν την ικανοποίηση ότι κάποιοι άλλοι, είναι σε χειρότερη μοίρα απ’ αυτούς.
Και ο ξένος, είναι ένα ευάλωτο και εύκολο θύμα.
Ιδίως, όταν συνυπάρχει ο ισχυρισμός ότι έρχεται με σκοπό να επιτεθεί στον (ανύπαρκτο) πολιτισμό σου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!