του Άκη Γαβριηλίδη
Όπως έχω πει πολλές φορές, και γράψει τουλάχιστον μία, ο Γιάννης Σπανός είναι ένας από τους αγαπημένους μου συνθέτες. Τα τραγούδια του, ιδίως τα πρώτα (τα ελληνικά, βέβαια, όχι τα γαλλόφωνα), τα άκουγα από έφηβος και τα γνωρίζω τα περισσότερα απέξω. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα, ακούγοντας τυχαία στο ραδιόφωνο μια εκπομπή αφιερωμένη σε αυτόν, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά κάτι που βρήκα αρκετά αιφνιδιαστικό και με ξένισε που δεν το είχα προσέξει προηγουμένως, ούτε εγώ ούτε –εξ όσων γνωρίζω- κανείς άλλος. Αυτό είναι ότι το πρώιμο αυτό έργο του, και ιδίως οι τρεις «Ανθολογίες» του, κυριαρχούνται από ένα μόνιμο θέμα το οποίο τις κατατρύχει ως έμμονη ιδέα: το θέμα της απώλειας ενός παιδιού. Ή, συχνά, περισσοτέρων. H απώλεια αυτή οφείλεται είτε –συνηθέστερα- στο θάνατο, είτε στον ξενιτεμό (τον «ζωντανό χωρισμό»), ο οποίος βιώνεται ως ανάλογος ή και ακόμα χειρότερος[1]. Και, δευτερευόντως, από δύο άλλα επικουρικά θέματα, που συχνά συνδυάζονται με το πρώτο ή αποτελούν το πλαίσιο εκδήλωσής του: το θέμα του θαλάσσιου ταξιδιού, της ματαίωσής του ή της καταστροφικής εξέλιξής του, και το θέμα του ονείρου, το οποίο επίσης είτε είναι κακό, είτε είναι καλό αλλά διαψεύδεται.
Η διαπίστωση αυτή είναι αιφνιδιαστική διότι, συμβατικά, ο Σπανός, και ιδίως το πρώιμο έργο του, κατατάσσεται στο λεγόμενο «Νέο Κύμα», μια μουσική κίνηση στην οποία οι θαυμαστές της απέδιδαν απλότητα, ευγένεια και ευαισθησία, οι δε επικριτές της αφέλεια και χλιαρότητα, κατάλληλη μόνο για ξενέρωτους εφηβικούς έρωτες. Αν όμως κοιτάξουμε τα 36 τραγούδια των Ανθολογιών, βλέπουμε ότι η θεματολογία τους είναι εξαιρετικά βίαιη, εφιαλτική και αγχώδης. Όσο για τον έρωτα, αυτός όχι μόνο αξιώνεται ελάχιστες αναφορές, αλλά επιπλέον και αυτές οι αναφορές είναι τρόπον τινά προσαρμοσμένες στα τρία προαναφερθέντα θέματα. Μόνο ένα (1) τραγούδι είναι ανεπιφύλακτα χαρούμενο: το «άσπρα καράβια τα όνειρά μας» –και αυτό, πάλι, χρησιμοποιεί τα δύο αυτά σύμβολα (καράβι/ όνειρο), που απλώς εδώ κατ’ εξαίρεση συνδυάζονται σε μία πρόσχαρη και ευτυχισμένη έκβαση, ή τουλάχιστον στην προσδοκία της. Ένα τραγούδι από αυτά τα λίγα που αναφέρονται στις περιπέτειες του ζευγαριού επιγράφεται … Τ’ όνειρό μου πέθανε. Το Ο παλιός μας έρωτας, βασισμένο επίσης σε ποίημα του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, όχι μόνο καταγράφει, και αυτό, το τέλος τού εν λόγω έρωτα, αλλά το καταγράφει, ανθρωπομορφικά, ως θάνατο: «δίχως λέξη να μου πει, γύρισε στην μπάντα/ σφάλισε τα μάτια του κι έσβησε για πάντα». Κατά μία μακραίωνη εικονογραφική παράδοση, η ανθρωπόμορφη αναπαράσταση του έρωτα είναι ένα φτερωτό παιδί. Άρα και αυτό το τραγούδι μιλά για το θάνατο ενός παιδιού.
Μιλώντας για φτερά: ένα άλλο τραγούδι, το Σ’ έναν κλώνο (ποίημα του Τέλλου Άγρα), έχει ως μόνο αντικείμενο να περιγράφει, με σχεδόν σαδιστική μοιρολατρία, τον βασανιστικό θάνατο ενός πουλιού που πιάστηκε το φτερό του και δεν μπορεί να το βοηθήσει κανείς, ούτε θεός ούτε άνθρωπος. (Αναρωτιέμαι αν υπάρχει Έλληνας ή Ελληνίδα που να μην έχει ακούσει το «πουλάκι μου» ως τρυφερή προσφώνηση όταν ήταν παιδί).
Τα ποιήματα Θλίψη και Μια πίκρα υπογραμμίζουν, με τον τίτλο τους, αυτή την απουσία χαράς, ενώ στα Λυπημένα δειλινά σκιαγραφείται ένα «μαραμένο θηλυκό» το οποίο μένει «χωρίς ελπίδα και μιλιά» καθώς «μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού» –εδώ λοιπόν δεν έχουμε μεν θάνατο, έχουμε όμως μη γέννηση.
Η δεύτερη Ανθολογία κλείνει με το πολύ γνωστό θρηνητικό ποίημα του Κωστή Παλαμά Άφκιαστο κι αστόλιστο –τη μόνη ίσως υψηλού προφίλ επιλογή ποιήματος και ποιητή. Το κομμάτι Τρεις νέοι (το οποίο από τον πρώτο στίχο του χρησιμοποιεί εναλλακτικά το χαρακτηρισμό «τρία παιδιά») είναι γραμμένο για να θρηνήσει το χαμό αυτών των τριών παιδιών, τα οποία μάλιστα βρυκολάκιασαν, καθότι, αν και βρίσκονται «μέσα στο χώμα, μες στη γη», ωστόσο «βγαίνουν τις νύχτες». Στο Χριστινάκι, το κομμάτι με το οποίο αρχίζει η πρώτη Ανθολογία, τα παιδιά που πνίγονται δεν είναι τρία ή τέσσερα, αλλά, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεκατρία. Το συγκεκριμένο ποίημα του Βασίλη Ρώτα αναφέρεται μεν στο ξύπνημα του εφηβικού έρωτα, αλλά μόνο για να του αποδώσει ολέθρια και τελικά θανατηφόρα αποτελέσματα.
Για τα υπόλοιπα, αρκεί να κοιτάξει κανείς αμέσως αμέσως τους τίτλους: Παιδί μου ώρα σου καλή, Η αναχώρησή της, Το όνειρο … Ιδίως μάλιστα εάν ο ποιητής (Γεώργιος Βιζυηνός), σε αυτό το όνειρο, βλέπει τον ίδιο του το θάνατο! Για την ακρίβεια, βλέπει ένα «γνωστό του παλικάρι» που το δέρνει η απελπισιά και είναι χλωμό σαν το φεγγάρι να στέκεται μπροστά σε ένα απειλητικό «βαθύ ποτάμι»· τρέχει αγωνιωδώς να σώσει τον «γνωστό του», για να αντικρίσει τελικά … το ίδιο το δικό του λείψανο μέσα στα νερά!
Το Ήρθες εψές (… στον ύπνο μου) αναφέρεται πάλι σε ένα όνειρο, το οποίο προαναγγέλλει την επιστροφή ενός απόντος προσώπου (το οποίο προσφωνείται «μάνα μου», πράγμα που θα μπορούσε να αναφέρεται πράγματι στη μητέρα όσο και σε οποιοδήποτε άλλο προσφιλές πρόσωπο) αλλά η προαναγγελία αυτή όχι μόνο διαψεύδεται, παρά οδηγεί και τον ονειρευόμενο «στο δρομί που πάει/ πέρα στα μνήματα».
Στην Τρίτη Ανθολογία, ακόμα μια φορά έχουμε το θέμα του ομαδικού θανάτου νέων ανθρώπων κοντά στο νερό, στο ποίημα Πέντε μικρά ναυτόπουλα. Επειδή το τραγούδι δεν έγινε τόσο γνωστό, θα παραθέσω κάποιους από τους εύγλωττους στίχους του:
Εδώ κοιμούνται μπρος στον ποταμό
εδώ στην όχθη την παλιά,
στο πράσινο ποτάμι
πέντε μικρά ναυτόπουλα
(…)
Τώρα κοιμούνται. Τώρα πια
τα νανουρίζει ο ποταμός
νάνι, τους λέει, νάνι τους
το πράσινο ποτάμι
Πρωί πρωί ήταν που ’πεσαν
τα πέντε τα μικρά μικρά
βαθιά να κοιμηθούνε.
Εδώ κοιμούνται στο μικρό,
μικρούλι κρεβατάκι τους
εδώ στην όχθη την παλιά
-νάνι, μικρά μου, νάνι-,
πέντε ναυτάκια, πέντε απλά
παιδιά ντουφεκισμένα.
Ο θρήνος της μάνας είναι αρκετά γνωστό και ήδη από τον τίτλο του μπορεί να αντιληφθεί κανείς για τι μιλάει. Το Σπασμένο καράβι του Σκαρίμπα υφολογικά είναι πολύ διαφορετικό ποίημα από εκείνο του Βιζυηνού, αλλά και αυτό θίγει με τον δικό του τρόπο το θέμα της φαντασίωσης μιας αυτοκτονίας. Αλλά και ο Ιδανικός κι ανάξιος εραστής μιλάει για μια αυτοκτονία που θα επέλθει στο μέλλον –σε ένα μέλλον μάλιστα στο οποίο κατά τεκμήριο θα ζει η μητέρα του επίδοξου αυτόχειρα. Ακόμα και το ποίημα του Βάρναλη Το πέρασμά σου αναφέρεται σε ένα πένθος για κάτι, στο οποίο ο ποιητής απευθύνεται σε δεύτερο ενικό, χωρίς να δίνει άλλες διευκρινίσεις· είναι πιθανό να αναφέρεται σε κάποια άυλη ιδέα ή κάποιο ιστορικό φαινόμενο. Πάντως πρόκειται για κάτι το οποίο «ήρθε» κάποια «άγιαν ώρα» μέσα στη ζωή εκείνων που μιλάνε σε πρώτο πληθυντικό μέσα από το ποίημα, (και οι οποίοι δηλώνουν απερίφραστα ότι μισούν τη ζωή αυτή και ότι η γη τους μισεί), και το οποίο έφυγε επίσης μέσα στη διάρκεια της ζωής τους, με αποτέλεσμα να ρημάξουν. Η έλευση αυτή εξάλλου χαρακτηρίζεται ρητά ως Πασχαλιά.
Η ίδια δισημία (αν πρόκειται για κάποιο φυσικό πρόσωπο ή για κάποιο θεσμό ή γεγονός) κυριαρχεί και στο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο Σε είπαν επανάσταση. Και εξίσου αυτό το πρόσωπο ή γεγονός χρεώνεται με το ότι άφησε στους πέντε δρόμους τον αφηγητή που το ακολούθησε.
Στο παρόν σημείωμα ήθελα απλώς να καταγράψω αυτή τη διαπίστωση. Δεν έχω να προτείνω κάποιο ερμηνευτικό σχήμα για την επίμονη εμφάνιση αυτών των τριών θεμάτων ειδικά σε αυτή την άτυπη τριλογία. Δεν έχω ιδιαίτερες βιογραφικές πληροφορίες για τον Γιάννη Σπανό, ο οποίος δεν μιλούσε πολύ για τη ζωή του. Γνωρίζω βέβαια ότι λίγο μετά τα είκοσί του έζησε κάποια χρόνια στη Γαλλία. Η μετακίνηση αυτή μπορεί ίσως να θεωρηθεί «ξενιτεμός», αλλά τίποτε δεν δείχνει ότι υπήρξε τραυματική· αντιθέτως, ο ίδιος την επιδίωξε, και άλλωστε δικαιώθηκε, εφόσον η παραμονή του εκεί αποδείχθηκε ευεργετική γι’ αυτόν από κάθε άποψη.
Και να γνωρίζαμε σε βάθος και σε πλάτος τη ζωή του, θα ήταν αρκετά παρακινδυνευμένο, τόσο τεχνικά όσο και δεοντολογικά, να διατυπώναμε ψυχαναλυτικού τύπου υποθέσεις για κάποιον άνθρωπο που δεν έχουμε ποτέ συναντήσει και που δεν ζει πλέον. Μεθοδολογικά, πάντως, η διαπίστωση αυτή θέτει ένα ενδιαφέρον πρόβλημα. Ο Σπανός, ως γνωστόν, ήταν μόνο μουσικός. Δεν έγραφε ο ίδιος τα κείμενα των τραγουδιών του. Εκτός των Ανθολογιών, τα κείμενα αυτά τα έγραφαν γνωστοί ή λιγότερο γνωστοί στιχουργοί. Στις Ανθολογίες, όπως λέει και η λέξη, ο ίδιος επέλεξε και συνέλεξε τα λόγια από ένα εξαιρετικά ευρύ σύνολο, ουσιαστικά από το σύνολο της ελληνικής ποίησης του 19ου και του 20ού αιώνα. Μπορούμε λοιπόν με σχετική βεβαιότητα να θεωρήσουμε ότι αν, από το σύνολο αυτό, διάλεξε 36 ποιήματα που στα περισσότερα αναπτύσσονται κάποια συγκεκριμένα θέματα και όχι άλλα, αυτό σίγουρα μας λέει κάτι για τον ίδιο, και προφανώς έχει κάποιες αιτίες στο ασυνείδητό του. Ποιες ακριβώς, ίσως δεν το μάθουμε ποτέ. Και ίσως δεν χρειάζεται.
[1] Αυτή ακριβώς η σύγκριση άλλωστε αποτελεί το θέμα ενός ιδιαίτερου τραγουδιού, με τον –αυτοσχολιαστικό- τίτλο Το λέει και το τραγούδι: «O ζωντανός ο χωρισμός,/ το λέει και το τραγούδι/ παρηγοριά δεν έχει./ (…) Παρηγοριά έχει ο θάνατος,/ το λέει και το τραγούδι/ και λησμοσύνη ο χάρος (…) από την ώρα που ’φυγες,/ παιδί μου αγαπημένο/ ο νους μ’ εσένα τρέχει».
Πολύ ωραίο το κείμενο Άκη. Ακούω τις τρείς Ανθολογίες του Σπανού και ξέρω καλά όλα τα τραγούδια στα οποία αναφέρεσαι — πολύς κόσμος τα ξέρει. Και βρίσκω το ενδεχόμενο μιας κριτικής ανάγνωσης πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο. Σ’ ευχαριστώ που μ’ έκανες να τα σκεφτώ όλα αυτά. Παλιά είχα παρουσιάσει ένα κείμενο για το Χριστινάκι πλησιάζοντας το από την σκοπιά του φύλου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Τι κείμενο; Έχει δημοσιευτεί πουθενά, αυτό για το Χριστινάκι;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Άκη, όχι, δυστυχώς δεν έκανα κάτι με το κείμενο αυτό. Με αφορμή το άρθρο σου για τον Γιάννη Σπανό, πήγα πίσω στις σημειώσεις μου για την παρουσίαση και βρήκα αυτή την παράγραφο (για την οποία δεν είμαι πολύ περήφανος — χρειάζεται δουλειά):
Ζητήματα ιδεολογίας είχαν ιδιαίτερη θέση στην ανάλυση μου αφού η συμπεριφορά και οι απόψεις πάνω στο κοινωνικό και βιολογικό φύλο καθορίζονται από ιδεολογικά πιστεύω με τα οποία βομβαρδιζόμαστε κυριολεκτικά στην καθημερινή μας ζωή. Ως παράδειγμα χρησιμοποίησα ένα φαινομενικά αθώο, δημοφιλές τραγούδι από την παράδοση του Νέου Κύματος. Το «Χριστινάκι» του Γιάννη Σπανού σε στίχους του Βασίλη Ρώτα ακουμπάει σε πρότυπα ανδροκρατικά τα οποία διαιωνίζουν τους ρόλους των αντρών ως παλικάρια (machismo) που ποθούν και θέλουν να εκπληρώσουν τις σεξουαλικές τους ορμές και τις γυναίκες ως μούσες έμπνευσης χωρίς ιδιαίτερη βούληση και οπωσδήποτε χωρίς σεξουαλικές πρωτοβουλίες. Το άδοξο και τραγικό τέλος της ιστορίας του τραγουδιού δέχεται διάφορες ερμηνείες. Σίγουρα οι στίχοι εκφράζουν θαυμασμό για την Χριστίνη η οποία όμως φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται τον θαυμασμό πού προκαλεί και τον ερωτισμό που εκπέμπει, και η οποία θυσιάζεται στον βωμό του αντρικού πόθου που είναι δεδομένος, αναπόφευκτος, βίαιος και καθορίζει βασικά πρότυπα της παράστασης της κοινωνικού φύλου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!