του Άκη Γαβριηλίδη
Η πρωτομαγιάτικη εκδήλωση του ΠΑΜΕ μπροστά στη Βουλή προκάλεσε αντικρουόμενες αντιδράσεις.
Αυτό είναι ήδη μία ένδειξη ότι υπήρξε επιτυχής, ή πάντως σημαντική. Τουλάχιστον για όσους δεν θεωρούν επιτυχία την σαφήνεια, την μονοσημία, την αποστολή ενός «ξεκάθαρου μηνύματος» που να έχει ένα νόημα διαυγές και το ίδιο για όλους, αλλά την δημιουργική ασάφεια.
Στο σημείωμα αυτό θα σταθώ σε δύο συγγενείς ενστάσεις που διατυπώθηκαν εναντίον της εκδήλωσης από ανθρώπους προερχόμενους από διάφορους πολιτικούς χώρους–για να μην πω από σχεδόν όλους-, από την αναρχία μέχρι τη φιλελεύθερη δεξιά. (Ακριβώς αυτή η ετερογένεια είναι δείκτης ότι εδώ κάτι συμβαίνει, σύμφωνα με τα προηγούμενα).
Οι ενστάσεις αυτές ήταν: α) η αυστηρή πειθαρχία και η συμμετρική τοποθέτηση των σωμάτων σε κανονισμένες αποστάσεις είναι «ολοκληρωτική», ανάλογη με τον «σταλινισμό» της οργάνωσης. β) Η συμμόρφωση με τις επιταγές του Τσιόδρα και του Χαρδαλιά απονευρώνει την όποια διαμαρτυρία, διότι τι διαμαρτυρία είναι αυτή που υπακούει στις επιταγές του «κράτους» και δεν παραβιάζει τις απαγορεύσεις του; Μάλλον κομφορμισμός είναι.
Νομίζω ότι και οι δύο είναι άστοχες, ή μάλλον εκτός θέματος.
Αν ήταν έτσι, και εάν κάποιος ξεκινά λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι ο πολιτικός αυτός χώρος είναι «ολοκληρωτικός», τότε παρέλκει η εξέταση αυτής ή της άλλης συγκεκριμένης ενέργειάς του· ξέρουμε εκ των προτέρων πως ό,τι κάνει αποτελεί έκφραση αυτού του ολοκληρωτισμού, και η συζήτηση τελειώνει πριν αρχίσει.
Ωστόσο μία πρακτική, ή μάλλον μία επιτέλεση στον δημόσιο χώρο –νομίζω ότι εδώ ταιριάζει γάντι ο όρος-, και το ενδιαφέρον της, κρίνεται με βάση όχι το «τι είχε στο μυαλό του ο καλλιτέχνης», αλλά το τι υλικά αποτελέσματα παράγει. Κατά την κρίση αυτή, είναι απαραίτητο –αλλά και απελευθερωτικό- να πάρουμε εμείς οι ίδιοι μία απόσταση, να εγκαθιδρύσουμε μία διαφωρά (ανομοιότητα/ χρονική μετάθεση), να βάλουμε σε αγκύλες το ίδιο το περιεχόμενο του μηνύματος, την ταυτότητα ή τους στόχους των αποστολέων του, και να επικεντρωθούμε στην επιτελεστική του διάσταση. Εδώ έχουμε μια κατάσταση όπου ένα κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο θέλει να θέσει σε κυκλοφορία στον δημόσιο χώρο μία δήλωση, όποια κι αν είναι αυτή· στην προσπάθειά του αυτή έχει μπροστά του μια σειρά από περιορισμούς, και επινοεί κάποιες τακτικές και κάποιες κινήσεις που ίσως του επιτρέψουν να πει όσα θέλει παρά τους περιορισμούς. Αυτές οι κινήσεις, εάν αποδειχθούν αποτελεσματικές, μπορεί φυσικά να ακολουθηθούν και από οποιονδήποτε άλλον σε άλλη περίσταση.
Εν προκειμένω, οι αποστάσεις μεταξύ των σωμάτων των διαδηλωτών μπορεί να είχαν δεδηλωμένο στόχο την παρεμπόδιση της μετάδοσης, κατά τις υπαγορεύσεις της ιατρικής (και της) εξουσίας με τις οποίες μας βομβαρδίζουν καθημερινά. Ωστόσο, η ίδια η τήρησή τους ως χειρονομία, μπορεί να διαβαστεί ως ένας τρόπος να καταστρατηγείς τις απαγορεύσεις, να τις παραβιάζεις τηρώντας τις· με άλλα λόγια, ως μία ευρηματική ειρωνεία διά της υπερβολής, μέσω της οποίας επιστρέφει κανείς στην «εξουσία» την απαγόρευσή της, διαθλώντας και διασκευάζοντάς την. Στην παράδοση των εργατικών κινημάτων υπάρχει η λεγόμενη «απεργία ζήλου», η οποία είναι ακριβώς ένας τρόπος να εφαρμόσεις τον κανόνα με μία τόσο υπερβολική κυριολεξία, ώστε να καταλήγει υπονόμευση και τελικά αναίρεση του εαυτού του, χωρίς αυτό να συνιστά με την αυστηρή έννοια παραβίαση ή εξαίρεση.
Η διάσταση της ειρωνείας εντείνεται από το γεγονός ότι, ιδίως στο παρελθόν, ο κομμουνισμός είχε αντιμετωπιστεί ο ίδιος ως ένας ιός, ως μια υγειονομική απειλή, ένα παράσιτο που πρέπει να αποβληθεί από το κοινωνικό σώμα.
Με αυτή την έννοια, μπορούμε να διαβάσουμε στη χθεσινή περφόρμανς μία διάσταση camp. Όχι με την έννοια του στρατοπέδου, αλλά με εκείνη του ομώνυμου ύφους των επιτελέσεων το οποίο υπονομεύει τις στεγανές έμφυλες και γενικά ταυτοτικές ταξινομήσεις.
Με βάση λοιπόν ακριβώς αυτή την υπονόμευση της ταυτότητας, ακόμη και αν αυτήν την επιτέλεση την έκαναν χθες «σταλινικοί», οι όποιοι μη σταλινικοί μπορούν να διδαχθούν από αυτή και να την αξιοποιήσουν σε κάποια άλλη φάση, ενδεχομένως παρωδώντας και υπονομεύοντάς την με τη σειρά τους.
